ΕΚΗΒΟΛΟΣ 

 www.ekivolos.gr 

  http://ekivolosblog.wordpress.com

 

  ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:  ekivolos@gmail.com

                                 ekivolos_@hotmail.com

                                 ekivolos@ekivolos.gr

 

 

Η ταυτότητά μας       ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

« Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται. »

                                                                                                                        Jacqueline de Romilly

« Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού. » 

                                                                                                                                                                               U.Wilamowitz

 
ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

« Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου »

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης Το Αθηναϊκό πολίτευμα 
ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΗ   ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

 

Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΙ Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

 Λήψη του αρχείου

Εποχή του Χαλκού Γενικά

 

Με την επικράτηση του χαλκού σαν βασικό υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων αρχίζει η λεγόμενη εποχή του χαλκού (περίπου 2600 π.Χ. – 1100 π.Χ.). Κάποιοι παλαιότεροι οικισμοί εγκαταλείπονται τώρα και πολλοί νέοι ιδρύονται, ήδη από το ξεκίνημα της περιόδου σε όλο τον Ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Από τις 929 θέσεις (στοιχεία 1990) της πρώιμης εποχής του χαλκού που έχουν εντοπιστεί, 9 βρίσκονται στην Ήπειρο, 85 στην Μακεδονία, 18 στην Θράκη, 57 στην Θεσσαλία, 206 στην Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, 172 στην Πελοπόννησο, 17 στα νησιά του Ιονίου, 229 στα νησιά του Αιγαίου και 136 στην Κρήτη.

 Η πληθυσμιακή αυτή έξαρση θεωρείται ότι δεν είναι δυνατό να εξηγηθεί μόνο με την βελτίωση των συνθηκών ζωής, λόγω της παγίωσης της γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας στην Νεολιθική περίοδο και εικάζεται ότι οφείλεται και σε μεταναστεύσεις πληθυσμών. Η κατανομή του μεγάλου μέρους των θέσεων που κατοικούνται την πρώιμη εποχή του χαλκού (περίπου 2600 π.Χ. – 2000 π.Χ.), στον νότιο και ανατολικό Ελληνικό χώρο υπονοεί ίσως μεταναστεύσεις πληθυσμών από ανατολικά προς την Ελλάδα.

Αυτές οι μετακινήσεις δεν είναι κατακτητικές εκστρατείες αφού δεν συνοδεύονται από καταστροφές παλιότερων οικισμών ή τουλάχιστον δεν έχουν μέχρι τώρα βρεθεί αρχαιολογικές μαρτυρίες που να στηρίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Φαίνεται ότι παλιός και νέος πληθυσμός συνεργάζονται και τελικά συγχωνεύονται. Πρέπει να σημειωθεί ότι από την αρχή της περιόδου η βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα η Θεσσαλία φαίνεται να χάνουν το προβάδισμα στην εξέλιξη του πολιτισμού.

Από αυτή την περίοδο και μετά η νότια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη έχουν το προβάδισμα και αυτό θα συνεχιστεί σε όλο σχεδόν το επόμενο διάστημα της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας, μέχρι τα ένδοξα χρόνια της ανόδου των Μακεδόνων βασιλιάδων. Η παρατηρούμενη αυτή μετατόπιση του κέντρου βάρους των εξελίξεων εικάζεται ότι οφείλεται σε έναν απλό λόγο:

Η εξοικείωση του νότιου πληθυσμού με την θάλασσα και την ναυτιλία, ήδη από την 11η χιλιετηρίδα όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τον βοηθά να πάρει στα χέρια του την εμπορία του χαλκού, που είναι μεν απαραίτητος για την ανάπτυξη στην νέα αυτή περίοδο αλλά δεν υπάρχει στην Ελλάδα και πρέπει να εισαχθεί από αλλού. Αυτή ακριβώς η αναζήτηση πρώτων υλών και το εμπόριο βοήθησε, κυρίως τους νησιώτες να ξεφύγουν από τα στενά όρια του Αιγαίου και να έλθουν σε επαφή με άλλους λαούς και πολιτισμούς και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη του πρώτου μεγάλου πολιτισμού του ελληνικού χώρου του Αιγαιακού.

Η μελέτη των ανθρωπολογικών δεδομένων της Νεολιθικής περιόδου, δείχνουν ότι στο ξεκίνημα της πρώιμης εποχής του χαλκού (2600 π.Χ.), ο πληθυσμός της ηπειρωτικής Ελλάδας, των Κυκλάδων και της Κρήτης αποτελείται από άτομα με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της μεσογειακής φυλής, που προερχόταν κατά πάσα πιθανότητα από ανατολικότερες περιοχές, αλλά είχαν αναμιχθεί σε αυτόν και βόρειας προέλευσης ανθρωπολογικά στοιχεία..



Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού

 Ήδη από την πρώιμη εποχή του χαλκού, συγκροτήθηκαν κέντρα εκμετάλλευσης και εξαγωγής του χαλκού. Για παράδειγμα, τ’ ανατολικά κέντρα του νησιού, συνήψαν εμπορικές σχέσεις με γειτονικές χώρες, Μ. Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Κυκλάδες και Κρήτη. Ευρήματα τόσο από την Πρώιμη όσο και από τη Μέση Εποχή, φανερώνουν πως συντελέστηκαν μια σειρά από αλλαγές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Την ίδια εποχή άλλαξε και ο τρόπος λατρείας των θεών, σαφέστερα ένα «ομοίωμα ενός υπαίθριου ιερού» καταδεικνύει πως η λατρεία πλέον εκφραζόταν με ιεροτελεστίες σε υπαίθρια ιερά.

Από την πρώιμη εποχή, οι αγγειοπλάστες άρχισαν να δημιουργούν μεγαλύτερη ποικιλία χρηστικών αγγείων, όπως πυξίδες - μικρά κουτιά, πρόχοι - κανάτια, κύπελλα. Παράλληλα, οι δημιουργοί φιλοτέχνησαν αγγεία, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα, με έντονα αποτυπωμένη τη φαντασία και τα συναισθήματα τους. Κατά την πρώιμη και μέση εποχή, οι κάτοικοι διαφοροποιήθηκαν και στον τομέα της οικιακής, οχυρωματικής και ταφικής αρχιτεκτονικής. Οι οικίες ήταν λιθόκτιστες, ορθογώνιες, διαχωρισμένες σε μικρότερους χώρους.

Τέλος, η ταφική αρχιτεκτονική της εποχής, χαρακτηρίζεται από τάφους λαξευμένους σε βράχους, σε νεκροταφεία πλησίον των οικισμών. Επιπρόσθετα, οι τάφοι αποτελούνταν από «δρόμο και νεκρικό θάλαμο σε σχήμα σπηλαίου».



Ύστερη Εποχή του Χαλκού

 

Το «πολύτιμο μέταλλο» της εποχής, ο χαλκός, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση του νησιού, αποτέλεσαν πόλο προσέλκυσης των Μυκηναίων εμπόρων. Την ύστερη εποχή του χαλκού, το εμπόριο του «πολύτιμου μετάλλου» επέφερε καθοριστικές αλλαγές σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Η συστηματική ενασχόληση με το χαλκό, ώθησε στην τεχνολογική εξέλιξη αλλά και στη δημιουργία «αστικών κέντρων», τόσο στα λιμάνια όσο και στην ενδοχώρα, με στόχο την διευκόλυνση της εμπορίας του χαλκού. Η σημαντικότερη τεχνολογική πρόοδος της εποχής, θεωρείται η εισαγωγή του τροχού και του άρματος.

Στον τομέα της αρχιτεκτονικής, εισάγονται μια σειρά από καινοτομίες, με σημαντικότερη τη προσθήκη της πολεοδομικής διάταξης. Έχουν εντοπιστεί φαρδιοί δρόμοι, οι οποίοι διασταυρώνονται κάθετα σχηματίζοντας ορθές γωνίες και πλατείες. Επιπλέον, εντοπίστηκαν οικοδομήματα, από πελεκητές πέτρες, ένα είδος αποχέτευσης, λουτρά και αποχωρητήρια εντός των οικιών, εργαστήρια κατεργασίας χαλκού, όλα πλαισιωμένα από ένα τεράστιο οχυρωματικό έργο, «κυκλώπεια τείχη». Οι άνθρωποι της ύστερης εποχής φαίνεται πως συνέχισαν να λατρεύουν τις θεότητες, όπως και στην υπόλοιπη εποχή του χαλκού, σε υπαίθρια ιερά.

Ταυτόχρονα, άνθισε η λατρεία θεοτήτων, που σχετίζονται με την ευημερία των μεταλλείων. Τα αγγεία της εποχής παραπέμπουν στις εμπορικές αλλά και στις πολιτιστικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Η επίδραση, κυρίως από τη μυκηναϊκή και Αιγαιοανατολική τέχνη, αποτυπώνεται και στα έργα της μικροτεχνίας, όπως μεταλλουργία, αργυροχοΐα, ελεφαντουργία και σμαλτοτεχνία. Παράλληλα, μέσα από τα ευρήματα της μικροτεχνίας, επιβεβαιώνεται η οικονομική ευημερία και το «κοσμοπολίτικο» πνεύμα των οικισμών της εποχής. Τέλος, σημαντικό επίτευγμα των ανθρώπων της εποχής, θεωρείται η χρησιμοποίηση γραφής.

 

Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
 

Η μετάβαση από την Νεολιθική Εποχή στην Εποχή του Χαλκού, στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ., σημαδεύεται από βαθιές τομές στον πολιτισμό και την οργάνωση των κοινωνιών του Αιγαίου.

Η πιο σημαντική εξέλιξη ήταν αναμφίβολα η μετάδοση από την ανατολή της τεχνολογίας του χαλκού, η οποία βελτίωσε ουσιαστικά την ποιότητα του εργαλειακού εξοπλισμού σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (γεωργία, υλοτομία, αρχιτεκτονική, ναυπηγική κ.ά.) ενώ ταυτόχρονα μετέβαλε και τις τακτικές του πολέμου με την κατασκευή αποτελεσματικότερων μετάλλινων όπλων. Άλλες αλλαγές που παρατηρούνται αυτήν την περίοδο είναι η εισαγωγή νέων καλλιεργειών (ελιά, άμπελος), η αύξηση των θαλάσσιων επαφών και η διεύρυνση των εμπορικών ανταλλαγών.

Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης οδήγησε σε πληθυσμιακή αύξηση και στην εμφάνιση ήδη από το 2700 - 2500 π.Χ. νέων οικισμών με πρώιμη αστική οργάνωση (Πολιόχνη, Θέρμη, Τροία, Μανικα, Αίγινα, Λέρνα). Αρκετοί από αυτούς ιδρύθηκαν σε στρατηγικά σημεία ελέγχου θαλάσσιων δρόμων και οχυρώθηκαν με τείχη (τυπικό παράδειγμα η Τροία και η Πολιόχνη). Η χρήση του χαλκού και η ανάπτυξη του εμπορίου και της εξειδίκευσης φαίνεται ότι συνέβαλαν στην εμφάνιση συνθετότερων κοινωνικών μορφωμάτων και εντονότερης διαστρωμάτωσης.

Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις γίνονται εμφανείς στον τομέα των ταφικών εθίμων, όπου παρατηρείται συχνότερα η τάση πλούσιου κτερισμού των νεκρών ενώ στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζονται για πρώτη φορά ευρύχωροι τάφοι για πολλαπλές ταφές. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης τέσσερις παράλληλοι αλλά διακριτοί Αιγαιακοί «πολιτισμοί»: ο Πρωτομινωικός στην Κρήτη, ο Πρωτοελλαδικός στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο Πρωτοκυκλαδικός στις Κυκλάδες και ο πολιτισμός των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου, έντονα επηρεασμένος από τον σύγχρονο πολιτισμό των μικρασιατικών ακτών.

Οι πολιτισμοί αυτοί συνηπήρξαν αρμονικά και άκμασαν για το μεγαλύτερο διάστημα της 3η χιλιετίας. Οι Κυκλάδες, λόγω της στρατηγικής τους θέσης στο κέντρο του Αιγαίου αλλά και του ορυκτού πλούτου που διέθεταν, ανέλαβαν μείζονα εμπορικό ρόλο και αναδείχθηκαν σε σταυροδρόμι πολιτισμικών επιρροών. Γύρω στο 2300 π.Χ. αρχίζουν να παρατηρούνται αναταραχές σε ολόκληρο το Αιγαίο, με εξαίρεση την Κρήτη. Οικισμοί εγκαταλείπονται, άλλοι οχυρώνονται, τα ταφικά έθιμα αλλάζουν, οι εμπορικές επαφές περιορίζονται, ενώ η εμφάνιση νέων αρχιτεκτονικών και κεραμικών τύπων ερμηνεύεται από ορισμένους μελετητές ως ένδειξη άφιξης νέων πληθυσμιακών ομάδων.

Ο λόγος των αναταραχών δεν είναι σαφής, ενδέχεται όμως να συνδέονται με τον ανταγωνισμό για την πρόσβαση σε πηγές χαλκού και κασσίτερου (απαραίτητου για την παραγωγή του ανθεκτικότερου ορείχαλκου), τις νέες μορφές πολέμου που εισήγαγε η χρήση μετάλλινων όπλων καθώς και πιθανές δημογραφικές πιέσεις που προκλήθηκαν από την συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε αστικά κέντρα. Όπως και να έχει, κατά την τελευταία φάση της περιόδου (Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ, 2300 - 2000 π.Χ.), ο Κυκλαδικός πολιτισμός αλλάζει μορφή, και τέχνες όπως η μαρμαρογλυπτική αρχίζουν να παρακμάζουν για να σβήσουν οριστικά με το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.

 

Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ


Οι Ετεοκρήτες και ο Ετεοκρητικός Πολιτισμός

 

Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Κρήτης ήσαν οι καλούμενοι Ιδαίοι Δακτυλοι ή Κουρήτες ή Ετεοκρήτες, οι οποίοι επί βασιλιά Κρήτα ανακάλυψαν πάρα πολλά και πολύ σημαντικά για τους ανθρώπους πράγματα, όπως τη φωτιά, τη χρήση του χαλκού και του σιδήρου, τις τέχνες, την εξημέρωση των ζώων σε κοπάδια κ.α. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι στο νησί ήταν αυτόχθονες, οι λεγόμενοι Ετεοκρήτες, των οποίων ο βασιλιάς, Κρητας το όνομα, ανακάλυψε πολλά και πολύ σημαντικά πράγματα στο νησί που είχαν τη δυνατότητα να ωφελήσουν την κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

Για τους Ιδαίους Δακτύλους της Κρήτης παραδίδεται πως ανακάλυψαν τη φωτιά, τη χρήση του χαλκού και του σιδήρου, στη χώρα των Απτεραίων στο λεγόμενο Βερέκυνθο, καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας τους. Λένε, μάλιστα, πως ένας τους ο Ηρακλής, ξεπέρασε τους άλλους σε φήμη, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Εξ αιτίας της συνωνυμίας οι μεταγενέστεροι άνθρωποι θεώρησαν πως ο γιος της Αλκμήνης εγκαθίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Μετά τους Ιδαίους Δακτύλους έγιναν οι Κουρήτες.

Καθώς διακρινόταν για τη σύνεσή τους, έδειξαν στους ανθρώπους πολλά χρήσιμα πράγματα, διότι πρώτοι αυτοί συγκέντρωσαν τα πρόβατα σε κοπάδια, εξημέρωσαν τα υπόλοιπα είδη ζώων, ανακάλυψαν τη μελισσοκομία, εισηγήθηκαν την τέχνη του κυνηγίου, εισηγήθηκαν τη συναναστροφή και τη συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά ήταν και οι πρώτοι που δίδαξαν την ομόνοια και κάποια ευταξία στην κοινωνική ζωή. Ανακάλυψαν επίσης τα ξίφη, τα κράνη και τους πολεμικούς χορούς. Λένε πως σ’ αυτούς παρέδωσε το Δία η Ρέα, κρυφά από τον πατέρα του Κρόνο, και κείνοι τον πήραν και τον ανέθρεψαν.

«Τον Απόλλωνα αναγορεύουν εφευρέτη της λύρας και της μουσικής της. Εισήγαγε επίσης τη γνώση της ιατρικής που γίνεται μέσω της μαντικής τέχνης, που παλιά μ’ αυτή θεραπεύονταν όσοι αρρώσταιναν, καθώς βρήκε το τόξο, δίδαξε στους ντόπιους τα περί την τοξοβολία, αιτία για την οποία οι Κρήτες επιδόθηκαν με ζέση στην τοξοβολία και το τόξο ονομάστηκε Κρητικό» ο Απόλλωνας ονομάστηκε Δήλιος, Λύκιος και Πύθιος και η Άρτεμις Εφέσια, Κρησία, καθώς και Ταυροπόλος και Περσία, παρόλο που και οι δυο είχαν γεννηθεί στην Κρήτη».


Ο Πολιτισμός πριν από τον Μίνωα

 Στην Ελλάδα και σε όλο τον αρχαίο κόσμο πριν από το Μίνωα δεν υπήρχαν συντάγματα, βουλή και βουλευτές, καθώς και κράτος πρόνοιας κ.τ.λ. και έτσι ο κάθε φύλαρχος ή τύραννος ή βασιλιάς έκανε ό,τι ήθελε ή όριζε τους νόμους που ήθελε ή ανάλογα με τις προσωπικές του επιθυμίες και νοημοσύνη. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν και που:

 

Α) Οι Σπαρτιάτες έλεγαν ότι οι νόμοι των άλλων πόλεων - κρατών του Μίνωα ήσαν γελοίοι, για να τους αντιγράψουν.

Β) Οι Εβραίοι έλεγαν ότι αν δεν αλλάξει ο κόσμος, θα τον καταστρέψει ο θεός,

Γ) Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αναφέρουν κανένα άλλο σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό πλην μόνο το Μινωικό ή που έλεγαν «Πας μη Έλλην βάρβαρος».

 

Οι βάρβαροι (Φοίνικες, Πέρσες κ.τ.λ.) σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες δεν είχαν ούτε οργανωμένες πολιτείες ούτε παιδεία. Ζούσαν με πρωτόγονο ακόμη τρόπο, δηλαδή κατά φυλές και με ανήμερα ακόμη ήθη και έθιμα. Είχαν απλώς ένα βασιλιά ή ηγέτη που έκανε ό,τι ήθελε ή έβαζε νόμους, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ανάλογα με τη νοημοσύνη και τις επιθυμίες τους, επιζητούσε να τον λατρεύουν ως θεό, πολλές φορές να κάνουν και για χάρη του ή για χάρη υποτίθεται του θεού του ανθρωποθυσίες κ.α.


Μινωικός Πολιτισμός ο Παλαιότερος και ο πιο Αξιόλογος

 

Πολλοί λένε ότι αφού οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι κ.α. είχαν πριν από τους Κρήτες νόμους, μεγάλα οικοδόμημα κ.τ.λ., άρα ο Μινωικός πολιτισμός δεν είναι ο παλιότερος πολιτισμός. Ωστόσο αυτό είναι άγνοια ή όχι κακοήθεια, γιατί:  

1) Πριν από το Μινωικό πολιτισμό δεν υπήρχε πολιτισμός, αλλά πρωτόγονος βίος, αφού, και πάντα σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς:

 α) Ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ ήταν οι πρώτοι που οργάνωσαν πολιτεία ή που βρήκαν την πραγματική αλήθεια ( τους νόμους, το σύνταγμα, τα όργανα διακυβέρνησης και διοίκησης: βουλή, βουλευτές κλπ.) σχετικά με την ασφάλεια και τη διοίκηση της πόλης (από όπου και πολιτεία, πολίτης και πολιτισμός), ώστε να υπάρχει δικαιοσύνη, δημοκρατία και ασφάλεια για τους πολίτες. Πριν από το Μίνωα η διακυβέρνηση γίνονταν με εντολές που έδινε ο κάθε φύλαρχος ή βασιλιάς κλπ, ανάλογα με τη νοημοσύνη του.

 β) Αρχικά και μέχρι να συγκροτηθεί το πολεμικό ναυτικό του Μίνωα (τελευταία μετακίνηση ήταν η κάθοδος των Δωριέων με τους Ηρακλείδες), οι άνθρωποι ζούσαν ακόμη βάρβαρα, δηλαδή μεταναστευτικά για εξεύρεση πηγών διατροφής, ενώ οι πολυαριθμότερες ομάδες όπου πήγαιναν έδιωχναν αυτούς που έβρισκαν μπροστά τους προκειμένου να εκμεταλλευτούν αυτές το χώρο. Απλώς μέχρι τότε κάποιοι άρχοντες των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων έκαναν μερικά μεγάλα τεχνικά χειρονακτικά έργα είτε για λόγους επίδειξης δύναμης είτε για να τους θεωρήσουν ως θεούς.

2) Άλλο τέχνη και άλλο πολιτισμός. Τα τεράστια οικήματα: παλάτια, πυραμίδες κλπ της Αιγύπτου, δεν είναι πολιτιστικά έργα, αλλά τεχνικά και μάλιστα τα περισσότερα προϊόντα καταναγκαστικών έργων, δούλων. Πολιτισμός είναι οι άνθρωποι να περνούν καλά, να ευημερούν, να ζουν μέσα σε δίκαια και δημοκρατική πολιτεία, δηλαδή σε μια κοινωνία με θεσμοθετημένα όργανα και λογικούς ή σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα νόμους κ.τ.λ. Σε μια κοινωνία, με βουλή, με βουλευτές, με νόμους και συντάγματα κ.τ.λ., όπως ήταν η Κρητική πολιτεία.

3) Η μινωική Κρήτη και γενικά η αρχαία Ελλάδα ασφαλώς και δεν ήταν παράδεισος ή κοινωνία αγγέλων. Ήταν όμως καλύτερα από κάθε άλλη περιοχή. Και αυτό δεν το λένε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, αλλά και η Αγία γραφή. Αν ανατρέξουμε στη Παλαιά Διαθήκη, θα δούμε ότι στην Αίγυπτο και την Ασία υπήρχαν μεν πολιτείες με μια κάποια οργάνωση, όμως επικρατούσε και ειδωλολατρία, υπήρχαν πολλά άσχημα ήθη και έθιμα ενίοτε γινόντουσαν και ανθρωποθυσίες, υπήρχε η δια βίου δουλεία, υπήρχαν μαγείες κ.τ.λ.

         4) Ρίχνοντας μια ματιά στα κτίρια και στις τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί στις Μινωικές πόλεις: Κνωσό, Γόρτυνα, Φαιστό κ.τ.λ., θα δούμε ότι οι Μινωίτες είχαν πολιτισμό που προκαλεί το θαυμασμό για την εποχή του. Βλέπουμε π.χ. ότι:
α) Οι Κρήτες είχαν γραφή, γραπτούς νόμους, πάρα πολύ ωραία σπίτια και μάλιστα με λουτρό, με ορόφους και λεπτή τεχνική,

β) Οι Κρήτες τελούσαν εκδηλώσεις (αθλητικές, κοινωνικές, λατρευτικές κ.τ.λ.),

γ) Οι γυναίκες και οι άνδρες είχαν καλογυμνασμένα – καλλίγραμμα σώματα και παράλληλα φορούσαν ωραιότατα και κομψότητα φορέματα, καθώς και κοσμήματα (σκουλαρίκια, κολιέ κ.τ.λ.),

δ) Οι αθλητές φορούσαν ωραιότατες αθλητικές ενδυμασίες και δεν ήσαν γυμνοί όπως οι ολυμπιακοί αθλητές κ.α.



 

Προανακτορική Περίοδος

 

 Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού αναπτύχθηκε στην Κρήτη ο Μινωικός πολιτισμός, που πήρε το όνομά του από το μυθικό βασιλέα της Κνωσού Μίνωα. Οι πρωιμότερες εκφάνσεις του πολιτισμού αυτού ανάγονται στην Πρωτομινωική περίοδο (3000 - 2000 π.Χ.), όταν κατοικούνται πολλές νέες θέσεις σε όλη την έκταση του νησιού και αρχίζουν να δημιουργούνται τοπικές παραδόσεις σε τέχνες όπως η λιθοτεχνία, η μεταλλοτεχνία, η σφραγιδογλυφία και η γραπτή κεραμική.

Από τα μέσα της περιόδου αυτής, ορισμένοι οικισμοί αρχίζουν να επεκτείνονται σημαντικά και αποκτούν στοιχεία πρώιμης αστικής οργάνωσης ενώ χτίζονται και οι πρώτοι μνημειώδεις τάφοι που χρησιμοποιούνται από μεγάλες οικογένειες ή ολόκληρες κοινότητες. Πάντως μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής δεν υπάρχουν ενδείξεις κάποιου κεντρικού συστήματος διοίκησης και οι διάφοροι οικισμοί φαίνεται ότι αντιπροσωπεύουν αυτόνομες οντότητες.



Παλαιοανακτορική Περίοδος

 

 Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., σημειώνονται θεμελιώδεις αλλαγές στη μινωική κοινωνία, που έμελλαν να επηρεάσουν βαθύτατα τους πολιτισμούς του Αιγαίου. Γύρω στο 2000 - 1900 π.Χ. αναγείρονται τα πρώτα ανάκτορα στην Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο, παρόμοια σε σχέδιο και κατασκευή με ανακτορικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Συρίας (Έμπλα, Μάρι).

Τα μνημειακά αυτά συγκροτήματα αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη στην Κρήτη αυστηρής κοινωνικής διαστρωμάτωσης και καλά οργανωμένης διοικητικής δομής, που αντίστοιχές τους είναι γνωστές μόνον από τις σύγχρονες αυτοκρατορίες της Εγγύς Ανατολής. Τα ευρήματα από τα ανάκτορα και τους τάφους της περιόδου επιβεβαιώνουν τις αυξανόμενες σχέσεις του νησιού με την Ανατολή και υποδηλώνουν τη σταδιακή ένταξη της Κρήτης σε ένα σύνθετο πλέγμα οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, που καλύπτει την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Η επαφή με τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου οδήγησαν στην υιοθέτηση όχι μόνον συγκεκριμένων μεθόδων διοικητικής οργάνωσης, όπως η χρήση σφραγίδων και της γραφής για την τήρηση αρχείων (αρχικά με ένα σύστημα ιδεογραμμάτων και στη συνέχεια με τη συλλαβική Γραμμική Α), αλλά επίσης λατρευτικών πρακτικών και νέων καλλιτεχνικών τάσεων, υλικών και τεχνικών κατεργασίας.

Τους επόμενους πέντε αιώνες, μεγάλες ποσότητες εξωτικών πρώτων υλών και αντικειμένων πολυτελείας από την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μεσοποταμία και τις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας εισάγονται στα Μινωικά ανάκτορα, τα οποία εξελίσσονται σε πραγματικούς πυρήνες οικονομικής δραστηριότητας και καλλιτεχνικής παραγωγής. Οι Μινωίτες χρησιμοποίησαν με φαντασία τα νέα υλικά και τις νέες τεχνικές για να αναπτύξουν άγνωστες έως τότε τέχνες και να τις προσαρμόσουν στις τοπικές παραδόσεις και την αισθητική των Μινωιτών ηγεμόνων, δημιουργώντας τελικά ένα εντελώς διακριτό Μινωικό πολιτιστικό ιδίωμα.

Η λεπτότητα της Μινωικής τέχνης αντικατοπτρίζεται σε κάθε δημιουργία του Μεσομινωικού (2000 - 1600 π.Χ.) και Υστερομινωικού (1600 - 1100 π.Χ.) πολιτισμού: χρυσά κοσμήματα, αργυρά και χάλκινα αγγεία, σφραγιδόλιθους, χάλκινα όπλα, λίθινα σκεύη, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, φαγεντιανή και υαλόμαζα, διακοσμημένη κεραμική. Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και η μεγάλη ζωγραφική στην Κρήτη με τη μορφή των τοιχογραφιών.

Πολλές λεπτομέρειες και κοινές καλλιτεχνικές συμβάσεις υποδεικνύουν την Αίγυπτο ως την πλέον πιθανή πηγή έμπνευσης, αν και τόσο η τεχνική όσο και η αισθητική της Μινωικής ζωγραφικής έχουν ένα εντελώς διακριτό χαρακτήρα. Θεωρείται μάλιστα ότι η τεχνική της νωπογραφίας (ο χρωματισμός της ζωγραφικής επιφάνειας όσο αυτή είναι ακόμη νωπή) ήταν μια Μινωική επινόηση του 17ου αι. π.Χ. που μεταδόθηκε αργότερα και στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Οι επαφές με την Ανατολή άσκησαν σαφείς επιρροές και στη θρησκευτική λατρεία.

Οι Μινωίτες, βέβαια, δεν υιοθέτησαν νέες θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά τα μέσα αναπαράστασης των δικών τους θρησκευτικών συμβόλων. Αρκετά από τα μυθικά πλάσματα που απεικονίζονται στη Μινωική τέχνη και φαίνεται να σχετίζονται με τη θρησκεία (π.χ. ο γρύπας) έχουν τις ρίζες τους στην Μεσοποταμιακή παράδοση, ενώ η συχνή απεικόνιση ζώων που προφανώς ήταν ξένα στο Κρητικό περιβάλλον (π.χ. λιοντάρια, πίθηκοι) υποδηλώνουν περαιτέρω επιρροές από την Ανατολή.

Τελετουργικά αγγεία με μακρά παράδοση στην Εγγύς Ανατολή, όπως τα ρυτά και οι τρίτωνες, άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα Μινωικά ιερά μαζί με ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια Κρητικής παράδοσης. Το κατεξοχήν σύμβολο της Μινωικής θρησκείας, ο ταύρος, είχε παρόμοια χρήση σχεδόν σε κάθε πολιτισμό της ανατολικής Μεσογείου ενώ κάποιοι ερευνητές διακρίνουν ανατολικές επιρροές ακόμη και στις σημαντικότερες θεότητες των Μινωιτών, τη θεά με τα υψωμένα χέρια και τη «θεά των όφεων».

 


Νεοανακτορική Περίοδος

 

 Γύρω στο 1700 π.Χ., τα Μινωικά ανάκτορα καταστρέφονται από σεισμούς και γρήγορα ανακατασκευάζονται με ακόμη πιο μνημειώδη τρόπο. Η λεγόμενη «Νεοανακτορική» περίοδος είναι η περίοδος μέγιστης ακμής του Μινωικού πολιτισμού.

Οι επαφές με την Ανατολή γίνονται στενότερες και φαίνεται ότι αποκτούν εντονότερα πολιτικό χαρακτήρα (οι Κεφτιού – όπως αποκαλούνται οι Κρήτες στα Αιγυπτιακά – εμφανίζονται όλο και συχνότερα σε ανατολικά κείμενα και Αιγυπτιακές τοιχογραφίες από το 1700 π.Χ. και εξής). Τα ανατολικά προϊόντα φθάνουν τώρα όχι μόνον στα ανάκτορα αλλά και στους μεγάλους αστικούς οικισμούς που αναπτύσσονται κοντά σε λιμάνια όπως το Παλαίκαστρο, τα Γουρνιά, το Μόχλος και η Τύλισσος.

Στην ενδοχώρα του νησιού χτίζονται μεγάλες αγροικίες («βίλες»), που λειτουργούν μάλλον ως περιφερειακά κέντρα συλλογής της αγροτικής παραγωγής και αναδιανομής αγαθών. Η Μινωική τέχνη φθάνει στο απόγειο της ακμής της: νωπογραφίες με έντονα χρώματα κοσμούν τα ανάκτορα και άλλα σημαντικά οικοδομήματα, ενώ στους χώρους λατρείας και ταφής γίνεται συστηματική χρήση περίτεχνων αντικειμένων από μέταλλα, ημιπολύτιμους λίθους, υαλόμαζα, φαγεντιανή και ελεφαντόδοντο. Την περίοδο αυτή, η Κρήτη ασκεί έντονη πολιτική και πολιτιστική επιρροή σε ολόκληρο το Αιγαίο.

Οι Κυκλαδικοί οικισμοί του 16ου και 15ου αι. π.Χ. έχουν τόσο έντονα Μινωικά χαρακτηριστικά ώστε κάποιοι ερευνητές τα θεωρούν Μινωικές αποικίες (οι περισσότεροι, πάντως, αντιτίθενται σε αυτήν την άποψη). Στη ηπειρωτική Ελλάδα, αναπτύσσεται την ίδια περίοδο ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, ο οποίος υιοθετεί όλες σχεδόν τις κατακτήσεις της Μινωικής τέχνης. Η Μινωική κυριαρχία, ωστόσο, έμελλε να σταματήσει βίαια γύρω στο 1500 π.Χ., όταν καταστράφηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από σεισμούς τα περισσότερα ανάκτορα και πόλεις της Κρήτης, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να ανακάμψουν πραγματικά. Οι λόγοι της καταστροφής δεν είναι ξεκάθαροι.

Οι επιπτώσεις της κοσμογονικής έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας λίγες δεκαετίες νωρίτερα ήταν πιθανότατα ένας από αυτούς. Ωστόσο, η κατάρρευση του Μινωικού ανακτορικού συστήματος αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο για το οποίο πιθανότατα ευθύνονται περισσότεροι από ένας παράγοντας (π.χ. πιθανές πιέσεις από τα αναπτυσσόμενα Μυκηναϊκά κέντρα, καθώς και η εξάντληση των ορίων της ίδιας της Μινωικής οικονομίας, της μοναδικής ανακτορικής οικονομίας που λειτούργησε ποτέ αυτόνομα σε ένα νησί).



Τελική Ανακτορική και Μετανακτορική Περίοδος

 

 Η Μινωική παράδοση, πάντως, παρέμεινε ζωντανή και μετά τις καταστροφές του 1500 π.Χ. Μάλιστα, η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε το δρόμο για τη μετάδοση των λαμπρότερων Κρητικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα: της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, της γραφής (στη μορφή της Γραμμική Β) και της θρησκευτικής εικονογραφίας (μέσω των νωπογραφιών και των σφραγιδολίθων).

Στις αρχές του 14ου αι. π.Χ., ωστόσο, καταστρέφεται οριστικά και το ανάκτορο της Κνωσού και τότε φαίνεται ότι η Κρήτη διασπάται πολιτικά σε μικρότερες οντότητες, με κέντρα που θα συνεχίσουν να ακμάζουν και σε μεταγενέστερες περιόδους, όπως η Κυδωνία (Χανιά), ο Κομμός αλλά και η ίδια η Κνωσός. Σχεδόν την ίδια περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα μυκηναϊκά ανάκτορα στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Κατά τους δύο επόμενους αιώνες, η έντονη οικονομική δραστηριότητα των Μυκηναίων, που υποκατέστησαν τους Μινωίτες στη διεξαγωγή εμπορίου εντός του Αιγαιακού χώρου και αύξησαν τις επαφές με την ανατολική και δυτική Μεσόγειο, έδωσε νέα πνοή στις κοινωνίες του Αιγαίου, επιτρέποντας και στην Κρήτη να συνεχίσει να ευημερεί, αν και χωρίς το δυναμισμό και τη δημιουργικότητα παλαιότερων περιόδων.

Γύρω στο 1200 π.Χ., ωστόσο, η γενική κατάρρευση των πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε ολόκληρη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή επηρέασε και την Κρήτη. Υπάρχουν ενδείξεις για την άφιξη Μυκηναίων μεταναστών στο νησί, ενώ πολλοί παράκτιοι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν και μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε σε δυσπρόσιτες θέσεις σε κορυφές βουνών – ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα του νησιού – που προφανώς παρείχαν ασφάλεια από επιδρομείς και πειρατές.

Αρκετά Μινωικά στοιχεία – ιδιαίτερα στη θρησκεία και τα ταφικά έθιμα – επιβίωσαν κατά τη διάρκεια του 12ου αι. π.Χ., ίσως δε και αργότερα. Ωστόσο, ο Μινωικός πολιτισμός ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, εθίμων και τεχνών, παρακμάζει μέχρι τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και η Κρήτη μπαίνει σε μια μακρά διαδικασία μετάβασης προς μια νέα πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.



 

 

 

 

Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ


Εισαγωγή στη Μινωική Κρήτη

 

Κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού γεννήθηκε στην Κρήτη ένας ιδιότυπος πολιτισμός, τον οποίο ο πρώτος ανασκαφέας της Κνωσού, sir Arthur Evans, ονόμασε Μινωικό, από το θαλασσοκράτορα και νομοθέτη βασιλιά Μίνωα, που κατά τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας βασίλευε στην Κνωσό. Η γεωγραφική θέση της Κρήτης ανάμεσα στις χώρες όπου άνθισαν οι πρωιμότεροι πολιτισμοί, την έφερε πολύ νωρίς σε επαφή με τον κόσμο της Ανατολής, απ' όπου οι Μινωίτες άντλησαν τεχνικά και πνευματικά επιτεύγματα υψηλής στάθμης και, αφού τα προσάρμοσαν στα δικά τους μέτρα και σταθμά, τα εισήγαγαν στο υπόλοιπο Αιγαίο.

Έτσι, ο Μινωικός πολιτισμός θεωρείται ο πρώτος υψηλός πολιτισμός του προοϊστορικού Αιγαίου, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Η σταθερή εξέλιξη της Κρήτης σε μία δύναμη με διεθνή ακτινοβολία και κύρος φαίνεται στην εξέλιξη των οικισμών της εποχής του Χαλκού. Οι μικροί αγροτικοί οικισμοί της Νεολιθικής περιόδου εξελίχθηκαν σε οργανωμένα αστικά κέντρα, με κορυφαίο στάδιο την ίδρυση των ανακτόρων στα σημαντικότερα κέντρα της Κρήτης.

Τα Μινωικά ανάκτορα δεν αποτέλεσαν μόνο μία νέα μορφή οικιστικής οργάνωσης, αλλά επέφεραν και ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών, των εθίμων και της οικονομικής ζωής, ώστε να γίνεται λόγος για ανακτορική κοινωνία και οικονομία. Σε σύγκριση με τα δεδομένα άλλων πρώιμων πολιτισμών, ο Μινωικός αναδύει μία πρωτοφανή αίσθηση ελευθερίας και ελαφρότητας που εκφράζεται κυρίως στην τέχνη και θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως χαλαρότητα του διοικητικού συστήματος.

Μετά από μία προσεκτικότερη όμως μελέτη της κοινωνίας, διαπιστώνεται ότι στη Μινωική Κρήτη ίσχυαν συγκεκριμένοι και μάλλον αυστηροί κοινωνικοί κανόνες, ενώ σχεδόν παντού κυριαρχούσε η θρησκεία. Ο Μινωικός πολιτισμός καλύπτει χρονικά τη μετάβαση από την Προϊστορία στην Πρωτοϊστορία, και οι γνώσεις μας γι' αυτόν αντλούνται κυρίως από αρχαιολογικά δεδομένα, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της αρχειοθέτησης των γραπτών πινακίδων στα ανακτορικά κέντρα.

Και αυτά όμως τα πρώτα, αποσπασματικά δείγματα γραφής, δεν είναι ακόμη αρκετά ή και κατάλληλα να φωτίσουν όλες τις πτυχές του Μινωικού πολιτισμού. Η Μινωική τέχνη από την άλλη πλευρά κληροδότησε ένα πλήθος από αντικείμενα και παραστάσεις, που προσφέρουν μία αρκετά γλαφυρή εικόνα της ζωής στη Μινωική εποχή. Γι' αυτό τα κατάλοιπα του μινωικού πολιτισμού παρομοιάζονται συχνά με ένα εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς κείμενα, του οποίου την πλοκή καλείται η σύγχρονη έρευνα να ερμηνεύσει.



Φυσικό Περιβάλλον

 

Εισαγωγή

 

 Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, στο νοτιότερο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, και το φυσικό της περιβάλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση, την εξέλιξη και το χαρακτήρα του Μινωικού πολιτισμού. H γεωγραφική της θέση, κοντά στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, την έφερε από νωρίς σε επαφή με τους πρώιμους μεγάλους πολιτισμούς, από τους οποίους άντλησε τα νεότερα πολιτιστικά επιτεύγματα. Ο νησιωτικός όμως χαρακτήρας της Κρήτης και το εύκρατο Μεσογειακό κλίμα συνέβαλαν παράλληλα στην πολιτιστική διαφοροποίηση του Μινωικού πολιτισμού σε σχέση με τους ανατολικούς.

Σημαντικοί γεωλογικοί παράγοντες, όπως η γεωμορφολογία, οι νεοτεκτονικές μετατοπίσεις, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, αλλοίωσαν κατά διαστήματα σε τέτοιο βαθμό το φυσικό περιβάλλον της Κρήτης ώστε να έχουν αντίκτυπο στη ροή των ιστορικών εξελίξεων. Και άλλοι όμως δευτερογενείς παράγοντες, οι οποίοι οφείλονταν σε ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η αποψίλωση των δασών και οι μακρόχρονες και εντατικές αγροτικές καλλιέργειες που οδήγησαν σε φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους, συνέτειναν στην αλλοίωση του φυσικού τοπίου, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις πολιτιστικές εξελίξεις της εποχής του Χαλκού.


         Γεωλογική Ιστορία

 

Η Κρήτη ανήκει στη γεωλογική ενότητα των Ελληνίδων, που δημιουργήθηκε από τεκτονικές μετακινήσεις ταυτόχρονα με την ορογένεση των Άλπεων και το σχηματισμό της Μεσογείου, κατά το πρώτο ήμισυ της τεταρτογενούς περιόδου, πριν από περίπου 40 - 20 εκατομμύρια χρόνια. Το χερσαίο τμήμα της αποτελείται από τρεις τεκτονικές πλάκες, τα όρια των οποίων βρίσκονται στον ισθμό της Ιεράπετρας και στο Ρέθυμνο. Οι τεκτονικές τάφροι γέμιζαν κατά περιόδους από θαλάσσιες επιχώσεις, που σήμερα έχουν μετασχηματιστεί σε ασβεστολιθικά πετρώματα και ασβεστολιθικά, αργιλικά εδάφη.

Kατά τη διάρκεια της περιόδου της Μεσογειακής κρίσης εφαλμύρωσης, που άρχισε κατά τo ύστερo Μειόκαινo και διάρκεσε δύο εκατομμύρια χρόνια, αλλεπάλληλα στρώματα εξατμισμένων ορυκτών συγκεντρώθηκαν στην κοίτη της Μεσογειακής λεκάνης. Οι αποθέσεις αυτής της εποχής στην περιοχή της Κρήτης προκάλεσαν το σχηματισμό εκτεταμένων κοιλάδων, όπως η κοιλάδα της Μεσαράς, στην οποία βρίσκονται μεγάλες ποσότητες ασβεστολιθικών ιζημάτων. Τα κατάλοιπα αυτής της περιόδου φαίνονται στα φυτικά και θαλάσσια μικροαπολιθώματα των πετρωμάτων και περιέχονται στους πηλούς, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της Μινωικής κεραμικής.

Ανάμεσα σε αυτά τα πετρώματα βρίσκονται διάσπαρτα κομμάτια κρυσταλλικού γύψου. Πρόκειται για το λεγόμενο γυψόλιθο, υλικό που χρησιμοποιούσαν συχνά οι Μινωίτες για την οικοδόμηση των κτηρίων τους κυρίως στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Προς το τέλος της Μεσσηνιακής περιόδου, στην αρχή του Πλειόκαινου, πριν από περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια, ολόκληρη η Μεσογειακή λεκάνη πλημμύρησε από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Προς το τέλος αυτής της γεωλογικής περιόδου, μετά από μία σειρά τοπικών τεκτονικών μετατοπίσεων, η Κρήτη ανέβηκε επάνω από τη στάθμη της θάλασσας και πήρε το σημερινό της σχήμα.

Τα υψώματα του Ψηλορείτη ανέβηκαν τόσο πολύ, ώστε να έχουν ψυχρό κλίμα και να δημιουργηθούν εκεί οι λεγόμενοι λιθοσωροί. Οι αποθέσεις του ύστερου Πλειόκαινου είναι σχετικά ομοιογενείς σε όλη την έκταση του νησιού καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τρίτο της επιφάνειάς του. Υπάρχει ένας σαφής συσχετισμός ανάμεσα στα νεογενή πετρώματα και στην επιλογή θέσεων κατοίκησης, επειδή αυτά είναι κατάλληλα για εξόρυξη λίθων για οικοδόμηση, αλλά και επειδή συνοδεύονται συνήθως από έδαφος καλής ποιότητας. Σημαντικά κέντρα του Μινωικού πολιτισμού, όπως η Φαιστός και η Αγία Τριάδα βρίσκονται επάνω σε ένα πλειο-πλειστοκαινικό τεκτονικό κέρας.



Πετρώματα

 

 Τα προνεογενή πετρώματα της Κρήτης εκτείνονται επάνω στο γεωλογικό πυρήνα του νησιού και αποτελούνται κυρίως ένα σκουρόχρωμο, χονδρόκοκκο, κρυσταλλικό και ελαφρώς μεταμορφωμένο ασβεστόλιθο, ο οποίος εναλλάσσεται συχνά με ζώνες πυριτόλιθου. Στο ασβεστολιθικό τμήμα περιλαμβάνονται οι οροσειρές των Λευκών Όρεων, της Ίδης, τα Ταλέα Όρη, οι οροσειρές του Λασιθίου και του Όρνου και το ακρωτήρι του Αγίου Ιωάννη. Τα προνεογενή πετρώματα είναι πολύ σκληρά και χαρακτηρίζονται από υδάτινες φλέβες.

Η τοπογραφία της Κρήτης όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Ελλάδας, είναι καρστική με κύριο χαρακτηριστικό τα πολυάριθμα σπήλαια, τις πηγές και τις λεγόμενες καταβόθρες. Το βαθύτερο γεωλογικό στρώμα είναι το Τρυπάλι, ένα στέρεο ασβεστολιθικό και δολομιτικό πέτρωμα, που παρατηρείται κυρίως στο δυτικό τμήμα του νησιού και σχηματίστηκε κατά το διάστημα από την τελευταία Τριάσια μέχρι την πρώιμη Iουράσια περίοδο. Επάνω από αυτό βρίσκεται ένα στρώμα φυλίτη - χαλαζίτη, που χρονολογείται στην περίοδο Πέρμιαν και την Τριασιακή.

Αυτός ο σχηματισμός παρατηρείται στο υπέδαφος της νοτιοδυτικής Κρήτης και στην περιφέρεια του Όρνου, ανατολικά του ισθμού της Ιεράπετρας, αλλά και σε πολλές άλλες τοποθεσίες του νησιού. Βαθύτερα βρίσκεται το στρώμα της Πίνδου - Εθέας, που αποτελεί μια ομάδα ενδιάμεσων στρωμάτων, που ονομάζονται υποπελαγονικές και συνδυάζονται με ένα σύστημα οφιολιτών. Ένα άλλο πέτρωμα αυτής της ομάδας αποτελεί ο συνδυασμός σερπεντινίτη και αμφιβολίτη.

Μία ασβεστολιθική ενότητα, η σειρά Gavrovo-Tripolitza σχηματίζει διάφορες οροσειρές από το ανατολικό άκρο του νησιού μέχρι το δυτικό, στις οποίες περιλαμβάνονται τα όρη του Ψηλορείτη και του Λασιθίου. Ο ασβεστολιθικός πυρήνας αυτής της σειράς εναποτέθηκε κατά το ύστερο Τριάσιο έως το μέσο Ηώκαινο, περίπου 220 - 245 εκατομμύρια χρόνια πριν. Ο φλύσχης, ένα πέτρωμα, που απαντά συχνά στον Ψηλορείτη και στα Αστερούσια είναι ενδεχομένως ένα στρώμα της σειράς της Τριπολιτσάς.

 

  

Γεωμορφολογία

 

 Η συνολική έκταση της Κρήτης καλύπτει 8336 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ το συνολικό μήκος του ανατολικού - δυτικού άξονα είναι περίπου 260 χιλιόμετρα. Το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης καταλαμβάνεται από βραχώδεις περιοχές και είναι ακατάλληλο για κατοίκηση. Ογκώδεις οροσειρές χωρίζουν το νησί σε διαμερίσματα με σαφή γεωγραφικά όρια και ελάχιστα εύφορα εδάφη. Οι οροσειρές αυτές δημιουργήθηκαν ήδη πριν από το Μειόκαινο, δηλαδή πριν από περίπου 24 εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα ορεινά συγκροτήματα και οροπέδια είναι συγκεντρωμένα στο νότιο τμήμα του νησιού και καταλήγουν απότομα σε απόκρημνες ακτές.

Στο βόρειο τμήμα αντίθετα το ανάγλυφο καταλήγει πιο ομαλά στη θάλασσα με τη μεσολάβηση πολλών εύφορων πεδιάδων. Η μεγαλύτερη πεδιάδα στην Κρήτη είναι αυτή της Μεσαράς. Μικρότερες σε έκταση πεδιάδες εκτείνονται στο κεντρικό και το ανατολικό τμήμα του νησιού, στον ισθμό της Ιεράπετρας και της Σητείας. Τα περισσότερα οροπέδια της Κρήτης βρίσκονται στις περιοχές του Ηρακλείου, της Κνωσού και των Αρχανών. Τους ορεινούς όγκους διασχίζουν πολλά εντυπωσιακά, απόκρημνα φαράγγια μεγάλου μήκους, όπως της Σαμαριάς και της Ζάκρου.



            Ακτογραμμή

 

Στην παραλιακή ζώνη της Κρήτης είναι ιδιαίτερα εμφανείς οι γεωλογικές μεταβολές και η επίδρασή τους στους οικισμούς και τα λιμάνια. Οι νεοτεκτονικές αλλαγές των τελευταίων πέντε χιλιάδων χρόνων επέφεραν τη μετάθεση της θαλάσσιας στάθμης. Τα αποτελέσματα νεότερων ερευνών δείχνουν ότι η ακτογραμμή κατά τη Μινωική εποχή βρισκόταν μερικά μέτρα κάτω από τη σημερινή και το αρχικό της σχήμα θα πρέπει να ανιχνευθεί κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μία παλαιότερη ακτογραμμή διακρίνεται στην κεντρική Κρήτη, κοντά στον Κομμό και μία άλλη στο ανατολικό τμήμα του νησιού, κοντά στο Μόχλο.  

 

 

Το Κλίμα

 

 Στην Κρήτη επικρατεί το παράκτιο Μεσογειακό κλίμα. Τα χαρακτηριστικά του κλίματος αυτού είναι οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρασία, τα άνυδρα καλοκαίρια και οι υγροί χειμώνες. Η χλωρίδα σε περιοχές με τέτοιο κλίμα είναι αειθαλής και σκληρόφυλλη. Oι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην Κρήτη, παρατηρούνται σε ελάχιστα άλλα μέρη της γης, όπως στη νότια Kαλιφόρνια, τη Xιλή, τη νοτιοδυτική Aυστραλία και τη νότια Aφρική. Σε αυτές τις περιοχές η θερμοκρασία κυμαίνεται από τους 32 μέχρι τους 40 βαθμούς Κελσίου.

Οι μεγάλες διακυμάνσεις του κλίματος, που παρατηρούνται σε διάφορες θέσεις της Κρήτης και οι άμεσες επιπτώσεις τους στη χλωρίδα εξαρτώνται κυρίως από την απόστασή τους από τη θάλασσα και από το υψόμετρο. Έτσι τα ψηλά βουνά εκτίθενται μόνιμα σε χαμηλές θερμοκρασίες και χιονοπτώσεις τους χειμερινούς μήνες, ενώ οι βουνοκορφές είναι καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους καλυμμένες από χιόνι. Το κλίμα στην περιοχή του Αιγαίου διαμορφώθηκε από το ύστερο Πλειστόκαινο μέχρι το πρώιμο Ολόκαινο. Όλα τα στοιχεία μέχρι τώρα δείχνουν ότι το κλίμα που επικρατούσε κατά την Μινωική εποχή ήταν παρόμοιο με το σημερινό.



Τα Εδάφη της Κρήτης

 

 Η αυξημένη αποσάθρωση των πετρωμάτων, κατά τη διάρκεια της τεταρτογενούς περιόδου, οδήγησε στη διάβρωση και στη συνέχεια στην απόθεση μιας μεγάλης ποσότητας υλικού στην κοιλάδα της Μεσαράς αλλά και σε κοιλάδες που βρίσκονται σε ψηλότερο υψόμετρο, όπως του Ομαλού, της Νίδας και του Λασιθίου. Σε ισχυρή διάβρωση που, όπως και στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρατηρείται στις πλαγιές και στις κοίτες των κοιλάδων, οδήγησαν και οι εντατικές αγροτικές καλλιέργειες και η αποψίλωση των δασών κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού.

Τα εδάφη που απαντούν συχνότερα στην Κρήτη είναι διάφορα κοκκινοχώματα και σκούρα πετρώδη, τα οποία βρίσκονται επάνω σε σκληρό ασβεστολιθικό υπόστρωμα. Τα καταλληλότερα εδάφη για καλλιέργεια δημιουργούνται σε περιοχές με φλύσχη και σχιστόλιθο, ιδιαίτερα αν αυτά συναντώνται σε υδροφόρες κοιλάδες και οροπέδια, όπου τα προϊόντα διάβρωσης είναι εμφανέστερα. Τέτοιες, ιδιαίτερα ευνοϊκές για την εγκατάσταση συνθήκες παρατηρούνται σε περιοχές της Ίδης, του Μόχλου, της Νεάπολης, της Σητείας, και της Άνω Ζάκρου.

Ειδικότερα ο φλύσχης, που απαντά στα Αστερούσια, τα Ανώγεια, τις Γωνιές, την Ίδη και το οροπέδιο του Λασιθίου, συνοδεύεται πάντα από καλής ποιότητας έδαφος που μπορεί να συγκριθεί με αυτό των νεογενών πετρωμάτων. Τα νεογενή εδάφη, που καταλαμβάνουν μόλις το ένα τρίτο της επιφάνειας της Κρήτης, αποτελούν το καταλληλότερο υπόστρωμα για αγροτική εκμετάλλευση. Πρόκειται για παλαιότερες αποθέσεις, που έχουν συγκεντρωθεί στον πυθμένα της θάλασσας και έχουν σχηματίσει ένα εκτεταμένο στρώμα από θαλάσσια μάργα και κροκαλοπαγή πετρώματα.

Μεγάλες περιοχές μαλακού ασβεστόλιθου και μάργας βρίσκονται στη βόρεια και κεντρική περιοχή, ανατολικά της Ίδης, στους λόφους της Φαιστού, στην Κνωσό και στη δυτική Μεσαρά. Στη νότια Κρήτη συναντώνται, στους πρόποδες των Αστερουσίων και της Ίδης. Τα καθαρά ασβεστολιθικά εδάφη είναι ιδανικά για να κατακρατούν τα ύδατα τους καλοκαιρινούς μήνες και να μετατρέπουν τα οργανικά κατάλοιπα σε χρήσιμο για την καλλιέργεια διοξείδιο του άνθρακα. Τα κροκαλοπαγή εδάφη είναι λιγότερο κατάλληλα για καλλιέργεια, επειδή είναι σκληρά και βρίσκονται σε περιοχές που αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από γυμνούς βράχους.

Σε τέτοιες άγονες περιοχές η εκμετάλλευση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχουν πεδιάδες η οροπέδια, εκεί δηλαδή όπου υπάρχει αρκετή υγρασία και πλούσια προϊόντα διάβρωσης, όπως στις λοφώδεις περιοχές βόρεια από την κοιλάδα της Μεσαράς, στην κοιλάδα του Αμαρίου, στον ισθμό της Ιεράπετρας, στ' ανατολικά της κορυφής της Δίκτης και σε διάφορα μέρη της ανατολικής Κρήτης, ιδιαίτερα στη Σητεία, την Πραισό, την χερσόνησο Τόπλου και στις νότιες βουνοκορφές της ανατολικής Κρήτης.

Tα κροκαλοπαγή εδάφη καλύπτουν επίσης μεγάλες περιοχές της ανατολικής Κρήτης, συμβάλλοντας έτσι στη ακαταλληλότητα για καλλιέργεια αυτής της περιοχής σε σχέση με την κεντρική και βόρεια Κρήτη.



             Η Βλάστηση

 

Τρεις διαφορετικοί τρόποι βοηθούν στην ανασύσταση της βλάστησης της Μινωικής Κρήτης. Αρχικά, εφόσον οι κλιματικές συνθήκες από την εποχή του Χαλκού μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει σημαντικά, εξετάζεται η σημερινή άγρια βλάστηση, που αποτελεί το καλύτερο μέτρο σύγκρισης. Σημαντικά συμβάλλουν και οι απεικονίσεις φυτών στη Μινωική τέχνη. Και οι δύο αυτοί τρόποι προσέγγισης είναι έμμεσοι, καθώς δεν έχουν σχέση με την ίδια τη φυσιολογία των φυτών του παρελθόντος.

Πιο σίγουρα αποτελέσματα παρέχουν τα αποτελέσματα της παλυνολογίας, δηλαδή της επιστήμης που μελετάει τη γύρη των φυτών και είναι σε θέση να ανιχνεύσει διάφορα είδη φυτών σε ειδικά επιλεγμένα εδαφολογικά δείγματα. Όσον αφορά στη Μέση και την Ύστερη Χαλκοκρατία πολλές πληροφορίες για τη βλάστηση προσφέρουν και οι γραπτές πηγές, δηλαδή τα ιδεογράμματα της Γραμμικής Α και τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Τα κείμενα βέβαια αυτά δεν είναι αντιπροσωπευτικά της βλάστησης γενικά στη Μινωική εποχή, καθώς αφορούν κυρίως στα καλλιεργημένα φυτά και τα αγροτικά προϊόντα που διακινούνταν στ' ανακτορικά κέντρα.



- Η Ιστορία της Βλάστησης

 

 Oι μόνες άμεσες ενδείξεις για τη βλάστηση κατά τη Μινωική περίοδο είναι δύο παλυνολογικά δείγματα από την Πρωτομινωική εποχή (3000 - 2000 π.Χ.) και ένα από τη Μεσομινωική (2000 - 1550 π.Χ.). Το πρωτομινωικό δείγμα από την Αγία Γαλήνη δείχνει ότι κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού επικρατούσαν οι βοσκότοποι με φρύγανα και αειθαλή πουρνάρια. Οι φουντουκιές και οι φλαμουριές της Νεολιθικής εποχής είχαν εξαφανιστεί ή απαντούσαν μόνο στην καλλιεργημένη τους μορφή. Στη δυτική ακτή της Κρήτης η ελαιοπαραγωγή βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα.

Τα κωνοφόρα δένδρα παρουσιάζονται αυξημένα αλλά μάλλον όχι μέχρι σημείου να επαρκούν για τις ανάγκες του νησιού σε ξυλεία. Το δείγμα της Μέσης εποχής του Χαλκού προέρχεται από τον Τερσανά. Η γεωργία κατ' αυτή την περίοδο υπέστη ύφεση και επέτρεψε έτσι ίσως την εξάπλωση των δασότοπων. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός συνδυασμού στέπας και δάσους. Οι υγρότοποι και τα είδη δένδρων που φύονταν στην κεντρική Ευρώπη, αυξήθηκαν, χωρίς όμως την επανεμφάνιση της φλαμουριάς, η οποία εξαφανίστηκε αυτή την εποχή από όλο τον Αιγαιακό κόσμο.

Το κλίμα αυτής της περιόδου θα πρέπει να ήταν ξηρότερο από πριν. Οι γνώσεις μας για τη βλάστηση της Ύστερης εποχής του Χαλκού προέρχονται, ελλείψει ειδικών ερευνών, από παλυνολογικές αναλύσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι οποίες προσαρμόζονται στα δεδομένα της Κρήτης. Σύμφωνα με αυτές παρατηρήθηκε αύξηση των δασικών εκτάσεων και περιστασιακή επανεμφάνιση της φλαμουριάς. Όσον αφορά στη βλάστηση των βουνών παρατηρείται μια ομοιότητα με την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο.

Αν αυτή η παρατήρηση επεκταθεί σε μια γενικότερη σύγκριση των κλιματικών δεδομένων των δύο εποχών, τότε μπορεί να ισχύει ότι κατά την Υστερομινωική εποχή (1550 - 1100 π.Χ.) τουλάχιστον η μισή έκταση των Λευκών Όρεων ήταν καλυμμένη με δάση. Δε γνωρίζουμε ακριβώς τι είδους δένδρα φύονταν στις ορεινές περιοχές, εφόσον στα κείμενα των ανακτορικών αρχείων δεν αναφέρονται πληροφορίες για τις δασικές εκτάσεις, παρά μόνο για την κτηνοτροφία, που φαίνεται να ασκείται σε μεγάλη κλίμακα αυτή την εποχή. Η εντατική κτηνοτροφία ίσως επέφερε και μερική αποψίλωση των δασών, ένα φαινόμενο που δεν επεκτεινόταν σε περιοχές με ψηλό υψόμετρο.

 


- Η Σημερινή Βλάστηση

 

 Η περισσότερη από τη μισή επιφάνεια της Κρήτης είναι βραχώδης και φιλοξενεί διαφορετικά είδη θάμνων που απλώνονται από τις πλαγιές των βουνών μέχρι τις ακτές. Οι θαμνώδεις εκτάσεις καλύπτονται από διάφορα αειθαλή και ετήσια φυτά, που ανθούν σε διαφορετικές εποχές έτσι ώστε να επικρατούν στο τοπίο διαφορετικοί χρωματισμοί, που μαζί με τα αρώματα των Κρητικών βοτάνων δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Στα εγχώρια θαμνώδη φυτά συγκαταλέγονται ο Κρητικός έβενος (ebenus cretica), αρωματικά είδη θάμνων, φασκομηλιές (sage, salvia triloba), θυμάρι (thymus capitatus) και κραμπολάχανα (savory).

Η πλούσια ποικιλία της βλάστησης και οι αναλογίες στις οποίες εμφανίζονται τα διάφορα φυτά εξαρτώνται κυρίως από το κλίμα και όχι τόσο από το βαθμό χρήσης της γης. Σε περιοχές με ψηλότερο υψόμετρο βρίσκονται δασικές εκτάσεις με κυπαρίσσια και πεύκα ανάμικτα με πουρνάρια, σφενδάμη και αμπελίτσες. Η πυκνότερη δασική έκταση της Κρήτης βρίσκεται στα Σφακιά, ενώ υπάρχουν πολλά κρυμμένα και απρόσιτα δάση, που είναι γνωστά μόνο από αεροφωτογραφίες. Στον Ψηλορείτη φύονται κυρίως πουρνάρια, πεύκα και κυπαρίσσια.

Στο Λασίθι επικρατεί επίσης το πουρνάρι στη βορειοδυτική πλευρά και το πεύκο στη νοτιοανατολική. Τα δάση της Σητείας είναι σκεπασμένα με πεύκα που φθάνουν μέχρι τις ακτές. Οι δασικές περιοχές φθάνουν χαμηλά μέχρι τα φαράγγια και μετατρέπονται ομαλά σε ελαιώνες και βοσκοτόπια με διάσπαρτους θάμνους και δένδρα. Σε αυτό το χαμηλότερο υψόμετρο η ποικιλία της βλάστησης μεγαλώνει και οι αναλογίες των φυτών διαφοροποιούνται έτσι ώστε σχεδόν κάθε φαράγγι να έχει τη δική του φυσιογνωμία.

Κατά διαστήματα παρατηρούνται εναλλαγές αυτών των δύο ειδών βλάστησης, δηλαδή του βοσκότοπου και του δάσους, γεγονός που παραπέμπει στην άποψη ότι η εγκατάλειψη της γης μετατρέπει το χαρακτήρα του τοπίου. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όταν η χρήση της γης αραιώνει, οι θάμνοι τείνουν να γίνουν και πάλι δένδρα, αν βέβαια συναντήσουν αρκετή υγρασία, ο βοσκότοπος παραμένει, ενώ τα φρύγανα εξαφανίζονται τελείως.

 

 
- Η Βλάστηση στη Μινωική Τέχνη

 

 Στη Μινωική τέχνη τα φυτικά μοτίβα ήταν πολύ αγαπητά. Στην ανακτορική κεραμική, κατά τη Μεσομινωική II περίοδο, αναπτύχθηκε ο φυτικός ρυθμός. Τα φυτικά κοσμήματα ή σύμβολα εμφανίζονται συχνά και στη σφραγιδογλυφία και την τέχνη της τοιχογραφίας, άλλοτε ως κύρια μοτίβα και άλλοτε ως φυσιοκρατικό βάθος θρησκευτικών σκηνών.

Σε αυτά τα μοτίβα παρουσιάζονται πολλά φυτά, που αποδίδονται όμως πολύ σχηματικά ώστε να μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για τα είδη που απεικονίζουν. Ανάμεσα στα πιο συχνά εμφανιζόμενα είναι τα άνθη του κρόκου, τα κρίνα και οι φοίνικες. Η απεικόνιση αυτών των φυτών στην τέχνη δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη βλάστηση στη Μινωική εποχή, που μπορεί να είναι και παραπλανητικές, εφόσον η συχνή επανάληψη ορισμένων φυτών μπορεί να κρύβει ένα συμβολικό, θρησκευτικό μήνυμα.

Μία ασφαλής μέθοδος ταύτισης των φυτών στις εικονιστικές παραστάσεις είναι η εξελικτική μελέτη των στοιχείων του μοτίβου. Εκτός από την ταύτιση και την ερμηνεία του συμβολισμού των φυτικών θεμάτων, μελετάται και η συχνότητα εμφάνισης των μοτίβων, ενώ στις τελευταίες έρευνες δίνεται μεγάλη σημασία στον ακριβή τόπο εύρεσης των αντικειμένων για τον τελικό χαρακτηρισμό ενός χώρου ως κοσμικού ή ιερού.



Η Δράση των Ηφαιστείων

 

 Η περιοχή του Αιγαίου θεωρείται κατεξοχήν ηφαιστειογενής ζώνη, περιοχή δηλαδή, όπου λόγω των πολλών τεκτονικών ρηγμάτων, επιτρέπεται συχνά η ώθηση του μάγματος από τον πυρήνα της γης προς το φλοιό της. Τα ηφαίστεια της Αίγινας, των Μεθάνων, του Πόρου, της Μήλου, της Κιμώλου, της Πλυαίγου, της Φολεγάνδρου, της Θήρας, της Νισύρου και της Κω σχηματίζουν το λεγόμενο Αιγαιακό ηφαιστειακό τόξο, στα νότια κράσπεδα της καταποντισμένης Αιγαιίδας.

Στον ίδιο ηφαιστειακό άξονα ανήκουν και τα ηφαίστεια της Τρωάδας, της Μυτιλήνης και της Χίου, ενώ ένα δεύτερο τόξο, παράλληλο με το πρώτο σχηματίζουν τα ηφαίστεια του Οξύλιθου, της Κύμης, της Λήμνου, της Ίμβρου, της Σαμοθράκης, των Φερρών και της Θράκης. Σε όλες αυτές τις τοποθεσίες βρίσκονται συγκεντρωμένα πολύτιμα ηφαιστειακά ορυκτά, τα οποία οι άνθρωποι εκμεταλλεύθηκαν συστηματικά από τις πρώιμες κιόλας περιόδους της προϊστορίας.

Η εξόρυξη, η διακίνηση και η επεξεργασία των ηφαιστειακών ορυκτών, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν από οικονομική άποψη ο οψιανός, έδωσαν το στίγμα στην τεχνολογία και την οικονομική ζωή της προϊστορικής κοινωνίας.



Το Ηφαίστειο της Θήρας

 

 Το σπουδαιότερο ηφαίστειο του Αιγαίου, με γνώμονα τις συνέπειες που είχε στην ιστορική πορεία του χώρου, είναι αυτό της Θήρας. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Θήρα ανάγεται στην Τριτογενή περίοδο, ενώ η πρώτη μεγάλη έκρηξη στο νησί έλαβε χώρα στο τέλος του Πλειστόκαινου. Από αυτή την εποχή και μετά ακολούθησαν πολλές μεσαίας κλίμακας εκρήξεις, που κατέληξαν στην κολοσσιαία έκρηξη του ηφαιστείου στο τέλος της Υστερομινωικής I περιόδου, κατά την οποία καταποντίστηκαν μεγάλα τμήματα του νησιού και ακολούθησε ο διαμελισμός του σε τρία μικρότερα νησιά, τη Θήρα, τη Θηρασία και το Ασπρονήσι.

Μια γλαφυρή εικόνα αυτής της ηφαιστειακής έκρηξης μας δίνει η σημερινή όψη του νησιού, όπου διακρίνονται σε πολλά σημεία τα μέχρι 60 μ. ύψος στρώματα των προϊόντων της ηφαιστειακής μάζας και διατηρείται ανέπαφος ο επιβλητικός νέος κρατήρας του ηφαιστείου, στη νήσο Νέα Καμένη. Την εικόνα της βίαιης καταστροφής των προϊστορικών οικισμών του νησιού της Θήρας, που ανήκει γεωγραφικά στις Κυκλάδες αλλά από πολιτιστική άποψη στο Μινωικό πολιτισμό, μας δίνουν σήμερα τα ερείπια του οικισμού του Ακρωτηρίου.

Η ταφή του οικισμού μέσα σε στρώματα ελαφριάς ηφαιστειακής τέφρας προφύλαξε τα ερείπια από τη φυσική διάβρωση, επιτρέποντας έτσι την καλή διατήρηση των κτηρίων που μας παρέχουν την πληρέστερη εικόνα μιας μινωικής πόλης. Μέσα στα ερείπια της πόλης, που αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα δέκατο της αρχικής έκτασης του οικισμού, αναγνωρίζονται τα σημάδια της βίαιης καταστροφής από την ορμητική εκτίναξη του ηφαιστειακού υλικού στον τρόπο που κατέρρευσαν τα κτήρια και την κάλυψη του εσωτερικού τους με στρώματα τέφρας και ελαφρόπετρας.

Η πόλη φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε βιαστικά από τους κατοίκους της λίγο πριν από την έκρηξη, με αποτέλεσμα να παραμείνουν κατά χώραν (in situ) αναρίθμητα χρηστικά αντικείμενα και πολύτιμα σκεύη. Τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού που διατηρήθηκαν εκεί σε άριστη κατάσταση -είτε πρόκειται για κτιριακές εγκαταστάσεις είτε για κινητά ευρήματα- είναι τόσο πλούσια ώστε το Ακρωτήρι να θεωρείται η Πομπηία της εποχής του Χαλκού και να αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τη ζωή στη Μινωική εποχή.



Η Μινωική Έκρηξη

 

 Η Μινωική έκρηξη συνέβη το 1613 π.Χ. περίπου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες πλινιακές εκρήξεις της ιστορικής εποχής με δείκτη ηφαιστειακής εκρηκτικότητας 6. Εκτινάχτηκαν 30 - 40 km3 μάγματος. Το ύψος της εκρηκτικής στήλης υπολογίζεται σε 36 - 39 km. Επακόλουθο της έκρηξης ήταν η κατάρρευση του μαγματικού θαλάμου και ο σχηματισμός μίας μεγάλης καλδέρας που διεύρυνε μία προϋπάρχουσα.

Η τέφρα από την έκρηξη διασκορπίστηκε σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και πιθανότατα οδήγησε σε παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές. Οι αποθέσεις τέφρας στη Σαντορίνη αποτελούνται από στάχτη και κίσσηρη με πάχος μέχρι 50 m. Η Μινωική έκρηξη κατέστρεψε ένα πλούσιο και οικονομικά και πολιτισμικά ανεπτυγμένο νησί. Από το 1969 οι ανασκαφές στην περιοχή του Ακρωτηρίου έφεραν στο φως μία σημαντική Κυκλαδική πόλη διάσημη για τις εκπληκτικές και καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες.

Η Μινωική έκρηξη μελετήθηκε από πολλούς επιστήμονες και είναι από τις καλύτερα μελετημένες ηφαιστειακές εκρήξεις. Με βάση τα προϊόντα της έκρηξης διακρίνονται 4 φάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε διακριτές φάσεις της έκρηξεις. Οι φάσεις αυτές ονομάζονται Μινωική Α (ή ΒΟ1), Μινωική Β (ή ΒΟ2), Μινωική Γ (ή ΒΟ3) και Μινωική Δ (ή ΒΟ4). Το κέντρο της έκρηξης εντοπίζεται ανάμεσα από τα σημερινά Φηρά και τη Νέα Καμένη.

Κάτω από τις 4 φάσεις προϊόντων, μερικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν μία λεπτή φάση (ΒΟ0) αποτελούμενη από αποθέσεις πτώσης στάχτης, κίσσηρης και λιθικών, η οποία αντιστοιχεί σε μία πρόδρομη φρεατική ή υδροηφαιστειακή έκρηξη. Αυτή προηγήθηκε της κυρίας έκρηξης με διάστημα κάποιων μηνών και πιθανότατα, μαζί με κάποιους σεισμούς, ήταν η προειδοποίηση για τους κατοίκους.



- Μινωική Α

 

 Αυτή είναι η πρώτη φάση της έκρηξης. Αντιστοιχεί σε αποθέσεις πτώσης κίσσηρης (pumice fall-out deposits). Οι αποθέσεις αποτελούνται κατά 90% από αδρόκοκκα κλάσματα λευκής έως υπόλευκης κίσσηρης με ρυοδακιτική σύσταση (~71% SiO2) και κατά 10% από στάχτη και λιθικά. Οι αποθέσεις προέρχονται από την κατάρρευση της εκρηκτικής στήλης ύψους 36-39 km. Οι ενδείξεις μαρτυρούν ότι αυτή η φάση της έκρηξης ήταν "ξηρή" προωθούμενη μόνο από τα μαγματικά αέρια. Το πάχος των αποθέσεων στη Σαντορίνη κυμαίνεται από 0.5-5 m και καλύπτει ομοιόμορφα την προ-Μινωική επιφάνεια του νησιού.

Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις βρίσκονται νοτιοανατολικά, γεγονός που δείχνει ότι οι πτώσεις επηρεάστηκαν από ισχυρούς ανέμους. Το μεγαλύτερο πάχος και τα μεγαλύτερα κλάσματα των αποθέσεων βρίσκονται στα ορυχεία νότια των Φηρών. Αυτό το στοιχείο σε συνδυασμό με τις ισοπαχείς των αποθέσεων δείχνουν ότι το κέντρο της έκρηξης ήταν ανάμεσα στα Φηρά και στη Νέα Καμένη. Οι αποθέσεις διασκορπίστηκαν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τα βάθη της Τουρκίας.

 
- Μινωική Β

 

 Αυτή είναι η δεύτερη φάση της έκρηξης. Αντιστοιχεί σε μεγακυματικές αποθέσεις (base surge deposits). Οι αποθέσεις αποτελούνται από πολυάριθμα λευκά στρώματα που συνίστανται κατά 90% από λεπτόκκοκη στάχτη με αποστρογγυλεμένα λιθάρια κίσσηρης και κατά 10 - 20% από λιθικά τεμάχη και ογκόλιθους (1 - 2 m) που συχνά συγκεντρώνονται σε διακριτά στρώματα. Οι αποθέσεις προέρχονται από υδροηφαιστειακές (φρεατομαγματικές) εκρήξεις. Οι ρωγμές και η διάβρωση στον ηφαιστειακό πόρο επέτρεψαν το θαλάσσιο νερό να εισχωρήσει και, να προκαλέσει βίαιες εκρήξεις που κονιορτοποίησαν το μάγμα και εκτόξευσαν μεγάλα λιθικά θραύσματα.

Οι μεγακυματισμοί κινήθηκαν πλευρικά, οριζόντια και ακτινωτά με τη μορφή δακτυλιοειδούς νέφους με μεγάλες ταχύτητες (50-180 km/hr). Το πάχος των αποθέσεων κυμαίνεται από 0.1 - 12 m, και εξαρτάται από το τοπογραφικό ανάγλυφο. Κοντά στο κέντρο της έκρηξης οι μεγακυματισμοί ανέρχονται σε πρανή με κλίσεις 10 - 30ο και ύψος 200 - 400 m. Καθώς όμως απομακρύνονται, λεπταίνουν σημαντικά, ενώ λείπουν από το βουνό του Προφήτη Ηλία. Χαρακτηριστικές είναι διασταυρούμενες δομές των στρώσεων, οι ρυτιδώσεις και οι θίνες, καθώς επίσης και τα βαθουλώματα που σχηματίζουν τα λιθικά στα χαλαρά υλικά, που δείχνουν βαλλιστική μεταφορά.

 


- Μινωική Γ

 

 Αυτή είναι η τρίτη φάση της έκρηξης. Αντιστοιχεί σε ροές στάχτης (ash-flows). Οι αποθέσεις αποτελούνται από παχιά στρώματα λεπτόκκοκης στάχτης και κίσσηρης που περιέχουν 25-30% λιθικά μεγέθους έως και 10 m. Έχουν χαοτική και μη ταξινομημένη διάταξη. Το πάχος των αποθέσεων είναι μεγαλύτερο σε τοπογραφικά χαμηλές περιοχές. Στα πρανή της καλδέρας το μέγιστο πάχος είναι 40m, στη νότια Θήρα 55 m και μειώνεται σημαντικά με την απόσταση. Από το βουνό του Προφήτη Ηλία λείπουν.

Τα λιθικά δείχνουν ότι μεταφέρθηκαν με ροή και λίγα είναι αυτά που δείχνουν βαλλιστική μεταφορά. Οι ροές είχαν μεγάλη ενέργεια, αφού σε ορισμένα σημεία στις πλαγιές του Προφήτη Ηλία και του Μεγάλου Βουνού ανέρχονται σε πρανή με κλίση 30ο. Για την προέλευσή τους υπάρχουν διάφορες απόψεις. Μία από αυτές θεωρεί ότι αυτές οι ροές στάχτης δημιουργήθηκαν στον κρατήρα που είχε ήδη διευρυνθεί πολύ και, σαν "γάλα που βράζει" ξεχείλισαν τα τοιχώματα της καλδέρας. Η πληθώρα των λιθικών οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη φάση αυτή άρχισε η κατάρρευση του μαγματικού θαλάμου και ο σχηματισμός της Καλδέρας.


- Μινωική Δ

 

 Αυτή είναι η τέταρτη φάση της έκρηξης. Οι αποθέσεις της φάσης αυτής διαφέρουν από αυτές της τρίτης φάσης. Αποτελούνται από πιο λεπτόκοκκα υλικά που περιέχουν μικρά λιθικά και κλάσματα κίσσηρης. Η συγκέντρωση όμως των λιθικών είναι μεγαλύτερη (34 - 50%). Οι αποθέσεις στα πρανή της καλδέρας έχουν μικρό πάχος (0.7 - 2 m) ή λείπουν, ενώ στην παραλία έχουν πάχος έως και 40 m.Οι αποθέσεις αυτές διαβρώνονται πολύ εύκολα και από κάποια σημεία του νησιού λείπουν εντελώς.

Η προέλευσή τους είναι αμφιλεγόμενη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα υλικά της τέταρτης φάσης είναι επεξεργασμένα υλικά της τρίτης φάσης με διαδικασίες όπως πλημμύρες κατά τη δημιουργία της καλδέρας, βροχές, τσουνάμι, άνεμοι καλλιέργειες κ.ά. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι είναι ιγκνιμβρίτες που αποτέθηκαν από πυροκλαστικές ροές.

 


- Οι Επιπτώσεις της Μινωικής Έκρηξης

 

 Μέσα σε λίγες μέρες εκτινάχτηκαν στον αέρα 39 km3 μάγματος με τη μορφή ελαφρόπετρας και στάχτης που κάλυψαν το νησί της Θήρας και της Θηρασίας με αποθέσεις πάχους δεκάδων μέτρων. Η ηφαιστειακή στάχτη ταξιδεύοντας προς τα ανατολικά απλώνεται στην ανατολική Μεσόγειο και Μικρά Ασία αποθέτοντας στρώμα στάχτης πάχους 30 cm στη Ρόδο και Κω και 15 cm σε λίμνες της Μικράς Ασίας.

Η λεπτή ηφαιστειακή σκόνη και τα σταγονίδια θειικού οξέος εισέρχονται στη στρατόσφαιρα και καλύπτουν όλη την υδρόγειο προκαλώντας ηφαιστειακό χειμώνα με μείωση της θερμοκρασίας 1 - 2 οC. Ίχνη της στάχτης έχουν βρεθεί σε παγετώνες της Γροιλανδίας, ενώ τα αποτελέσματα του ηφαιστειακού χειμώνα έχουν καταγραφεί σε κορμούς δέντρων στις ΗΠΑ και Ασία. Η κατακρήμνιση του ηφαιστείου και ο σχηματισμός καλδέρας δημιουργεί τεράστια παλιρροϊκά κύματα (τσουνάμι) που σαρώνουν τα παράλια του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.

Τα ηφαιστειακά προϊόντα καλύπτουν τους οικισμούς της ύστερης εποχής του Χαλκού που εν τω μεταξύ έχουν μετατραπεί σε ερείπια λόγω των σεισμών. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ακρωτήρι, που αρχίζουν συστηματικά το 1969 από τον αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο, αποκαλύπτουν ένα πολιτισμό εφάμιλλο της Μινωικής Κρήτης.



- Χρονολογία της Μινωικής Έκρηξης

 

 Η χρονολογία της Μινωικής έκρηξης είναι σημείο αναφοράς για τη χρονολόγηση όλης της 2ης χιλιετίας π.Χ. στο Αιγαίο διότι στοιχεία της έκρηξης βρίσκονται σε όλη την περιοχή. Γι΄αυτό αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς επιστημονικής μελέτης. Κατά τις πρώτες ανασκαφές στο χώρο του Ακρωτηρίου τα στοιχεία έδειχναν το 1450 π.Χ., χρονολογία που συνέπιπτε με την κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού. Έτσι, για πολλά χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι η αιτία της καταστροφής του Μινωικού πολιτισμού ήταν η έκρηξη της Σαντορίνης.

Σήμερα, οι διάφορες χρονολογήσεις δείχνουν ότι η έκρηξη συνέβη 1-2 αιώνες νωρίτερα. Η χρονολόγηση που έγινε στους παγετώνες της Γροιλανδίας έδειξε το 1644 π.Χ. (+/- 20 χρόνια), αν και είναι ενδεχόμενο η ηφαιστειακή στάχτη που βρέθηκε εκεί να ανήκει σε έκρηξη ενός ηφαιστείου στην Αλάσκα. Η χρονολόγηση που έγινε με βάση την ανώμαλη ανάπτυξη των δακτυλίων δέντρων στη Βόρεια Αμερική έδειξε ως πιθανή χρονολογία το 1629 - 1628 π.Χ. Χρονολογήσεις που έγιναν το 2006 με τη μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα 14 σε ξύλο, οστά και σπόρους δίνουν το 1660 - 1613 π.Χ.

Η πιο πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα 14 έγινε το 2006 σε ένα απανθρακωμένο κλαδί ελιάς που βρέθηκε στη Σαντορίνη μέσα στην ηφαιστειακή τέφρα της Μινωικής έκρηξης. Η χρονολογία που δίνει είναι το 1613 π.Χ. (+/- 13 χρόνια). Μολονότι όλες οι χρονολογήσεις δείχνουν μία ημερομηνία της τάξης του 1600 π.Χ., οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με ευρήματα από τις ανασκαφές στη Θήρα και την Αίγυπτο. Έτσι, η ακριβής ημερομηνία της έκρηξης παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα.

Οι χρονολογήσεις αυτές αποκλείουν, κατά συνέπεια, το συσχετισμό της έκρηξης με την κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού. Επίσης, επιπλέον στοιχεία, τα οποία δεν επιτρέπουν αυτή τη συσχέτιση, είναι η ακτίνα δράσης των καταστροφικών φαινομένων που στην αρχή είχαν υπερεκτιμηθεί. Τα τσουνάμι προκάλεσαν μεν σοβαρές καταστροφές στα βόρεια παράλια της Κρήτης, δεν ήταν όμως δυνατόν λόγω της μορφολογίας των ακτών να επηρεάσουν παρά μόνο μία στενή λωρίδα γης κοντά στις ακτές.

Η ηφαιστειακή στάχτη που έφτασε στην Κρήτη ήταν λιγοστή (<5 cm) και δεν ήταν δυνατό να προκαλέσει σοβαρά και μακροχρόνια προβλήματα στους κατοίκους και τις καλλιέργειες. Στην Κω και τη Ρόδο, για παράδειγμα, που η στάχτη είχε πάχος 30 cm οι ενδείξεις μαρτυρούν ότι η ζωή συνεχίστηκε κανονικά μετά την έκρηξη. Το ίδιο δείχνουν και τα στοιχεία στη Σαντορίνη, όπου η κοινωνία ανθεί για πολλές δεκαετίες.



 

 

 

 

Ο Απόηχος της Έκρηξης 

 

Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας δεν έγινε αισθητή μόνο στο νησί και σε μία μικρή ακτίνα γύρω από αυτό, αλλά σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Στρώματα τέφρας, που χρονολογούνται στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, βρέθηκαν σε πολλά νησιά του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, όπως η Μήλος, η Ρόδος, η Κύπρος, αλλά και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Μικρά Ασία, η Παλαιστίνη, η Συρία, η Τυνησία, η Αίγυπτος και η Μαύρη Θάλασσα.

Μετά από την ανασκαφή δύο παράκτιων Μινωικών εγκαταστάσεων, της πόλης της Αμνισού, στη βόρεια παραλία της Κρήτης και του ανακτόρου της Ζάκρου, στην ανατολική ακτή, όπου βρέθηκαν ηφαιστειακή τέφρα και άμμος, διατυπώθηκε η θεωρία ότι τα τεράστια παλιρροϊκά κύματα (tsunami) που ξέσπασαν μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ήταν η αιτία της τελικής καταστροφής των Μινωικών ανακτόρων. Μετά από πολύχρονες μελέτες των δεδομένων της ηφαιστειακής καταστροφής έχει σχηματιστεί η άποψη ότι τα παλιρροϊκά κύματα δεν μπορεί να ήταν τόσο ισχυρά ώστε να φθάσουν στην Κρήτη.

Οι συνέπειες της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας σε απομακρυσμένες περιοχές δε φαίνεται να ήταν στο σύνολό τους τόσο καταστροφικές, όσο πιστευόταν παλαιότερα, και ίσως ωφέλησαν μάλιστα τις αγροτικές καλλιέργειες με την προσθήκη της τέφρας. Έτσι, σήμερα έχει επικρατήσει η άποψη ότι τα νέα Μινωικά ανάκτορα καταστράφηκαν, όπως και τα παλαιά, από σεισμικές δονήσεις και πυρκαγιά και ότι η αιτία της παρακμής του Μινωικού πολιτισμού στο τέλος της Νεοανακτορικής περιόδου δεν ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, αλλά ίσως εσωτερικές αναταραχές, που κατέληξαν στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.

Και ενώ η σχετική χρονολόγηση αυτής της καταστροφής στο τέλος της Υστερομινωικής IA (1550 - 1450 π.Χ.) είναι απολύτως βεβαιωμένη, η απόλυτη χρονολόγηση της ηφαιστειακής έκρηξης αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο σημείο που την τελευταία δεκαετία έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο επίμαχα ζητήματα της Αιγαιακής προϊστορίας.

Η χρονολόγηση της ηφαιστειακής έκρηξης και μαζί της το τέλος της Υστερομινωικής IA περιόδου τοποθετείται με βάση νέες μεθόδους χρονολόγησης γύρω στο 1628 / 7 π.X., μεταθέτοντας έτσι την αρχή της Ύστερης εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο περίπου 100 χρόνια πριν από όσο πιστευόταν μέχρι πρόσφατα. Ο καταποντισμός της Θήρας έχει συνδεθεί στο παρελθόν και με το μύθο της Ατλαντίδας, ο οποίος αναφέρεται από τον Πλάτωνα και Αιγυπτιακές πηγές και αποτελεί ακόμη για ιστορικούς, αρχαιολόγους και ερευνητές έναν άλυτο ιστορικό γρίφο.

 

 
Η Κατοίκηση της Κρήτης

 

 Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Στράβωνας, ο Διόδωρος, ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Παυσανίας κ.α. αναφέρουν ότι:

1) Όταν ήταν βασιλιάς των Ετεοκρητών ο Κρηθέας, επειδή η Κρήτη είχε πάθει μεγάλη ερήμωση, φεύγουν από τη Θεσσαλία κάποιες φυλές των Αχαιών, Πελασγών και Δωριέων με αρχηγό τον Τέκταμο (= γιος του Δώρου του Έλληνα και παππούς του Μίνωα) και πάνε και καταλαμβάνουν κυρίως το ανατολικό μέρος του νησιού. Οι νέοι κάτοικοι αυτοί της Κρήτης, σε σχέση με τους παλαιότερους, καλούνταν επήλυδες, δηλαδή μετανάστες, έποικοι.

2) Τρεις γενιές πριν από τα Τρωικά γίνεται βασιλιάς των Δωριέων της Κρήτης ο Μίνωας (βασίλευε το έτος 1470 π.Χ.), ο οποίος με τη βοήθεια του αδελφού του Ραδάμανθυ ενώνουν όλα τα έθνη της Κρήτης (τους αυτόχθονες Ετεοκρήτες και Κύδωνες με τους Επήλυδες Αχαιούς, Πελασγούς και Δωριείς της Κρήτης) σε ενιαίο σύνολο και με πρωτόγνωρους για την εποχή θεσμούς δημιουργώντας έτσι την περίφημη Κρητική πολιτεία.

Παράλληλα συγκρότησαν πρώτοι στον κόσμο πολεμικό ναυτικό με το οποίο έδιωξαν από τις Κυκλάδες και το Αιγαίο τους ληστές και τους πειρατές Κάρες και Φοίνικες και τις εποίκησαν με μόνιμους κατοίκους καταγωγής από την Κρήτη με αποτέλεσμα από τη μια ο Μίνωας να γίνει θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ελευθερωθούν οι θαλάσσιοι διάδρομοι και έτσι οι Έλληνες να μπορέσουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να ασχοληθούν με ναυτικές εργασίες, να πλουτίσουν και να επικρατήσουν στη συνέχεια στον Τρωικό πόλεμο.

Επομένως ο Μίνωας είναι ο ιδρυτής του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και η αιτία που υπάρχει πολιτισμός και Ελλάδα. Άλλωστε γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες τον ανακήρυξαν θαλασσοκράτορα, αλλά και ισόθεο και κριτή στον Άδη. Ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ ήσαν εκείνοι που πρώτοι μερίμνησαν για κράτος πρόνοιας και δικαίου (για δικαιοσύνη, δημοκρατία και ελευθερία), καθώς και για ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των γραμμάτων. Ήσαν εκείνοι που πρώτοι βρήκαν την αλήθεια για τη σωστή διακυβέρνηση, για τη σωστή διοίκηση της πόλης.

Για πρώτη φορά επί Μίνωα από τη μια θεσπίστηκαν νόμοι και όργανα διοίκησης: βουλή, βουλευτές ή γερουσιαστές, έφοροι, συντάγματα κ.α. Μάλιστα επειδή οι νόμοι του Μίνωα ήταν τόσο σημαντικοί, οι πρώτοι που ήταν σύμφωνα με το περί δικαίου ή θείων συναίσθημα, γεννήθηκε στην ιδέα των Κρητών ότι τους εμπνεύστηκε από το Δία ή ότι του τις έδινε ο πατέρας του ο Δίας.

Για τον ίδιο λόγο ο Μίνωας με το Ραδάμανθυ μετά το θάνατό τους ανακηρύχθηκαν ισόθεοι ή ημίθεοι, γιοι του Θεού, και κριτές στον Άδη των Ελλήνων (κάτι παρόμοιο έγινε μετά και με τον Μ. Αλέξανδρο, Μ. Κωνσταντίνο κ.α.) ή που ειπώθηκε ότι ο Μίνωας έπαιρνε τους νόμους του κατευθείαν από το Θεό στο όρος Δίκτη (κάτι ως και ο Μωυσής στο όρο Σινά).

Σημειώνεται ότι:

1) Σύμφωνα με Πάριο χρονικό (είναι τρεις μεγάλες πλάκες από μάρμαρο Πάρου όπου οι αρχαίοι έγραφαν τις κυριότερες ημερομηνίες) ο Δευκαλίωνας βασίλευε το έτος 1570 π.Χ, ο Έλληνας βασίλευε το έτος 1521 π.Χ., ο Μίνωας Α’ το έτος 1470 π.Χ. και η πρώτη φορά που φυτεύτηκαν σπόροι στην Ελλάδα ήταν στην Ελευσίνα το έτος 1410 π.Χ. από τη Δήμητρα, την ανακηρυχθείσα μετά Θεά.

2) Ο Πλάτωνας λέει επίσης ότι οι Κρήτες και οι Λακεδαιμόνιοι είναι αυτοί που καλλιέργησαν πρώτοι τη φιλοσοφία,: «Η φιλοσοφία είναι παλαιότατη μεταξύ των Ελλήνων και περισσότερο στους Κρήτες και στους Λακεδαιμόνιους».

3) Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Μίνωας έζησε τρεις γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Αρχικά ήταν λέει βασιλιάς της Κρήτης ο Μίνωας, μετά ο γιος του ο Δευκαλίωνας και μετά ο εγγονός του Ιδομενέας, που έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Τα ίδια αναφέρει και ο Ηρόδοτος: «Τρίτη δε γενεή μετά Μίνων τελευτήσαντα γενέσθαι Τρωικά». Ο Όμηρος αναφέρει επίσης ότι ο Μίνωας με το Ραδάμανθυ ήσαν αδελφοί, γιοί του Δία και της Ευρώπης, οι οποίοι, επειδή εν ζωή ήσαν δίκαιοι δικαστές, όταν πέθαναν ορίστηκαν κριτές στον Άδη.

4) Στον Πλατωνικό διάλογο Γοργίας, ο Δίας φέρεται να λέει ότι ορίζει το Μίνωα και το Ραδάμανθυ από την Ασία και τον Αιακό από την Ευρώπη κριτές στον κάτω κόσμο, στο τρίστρατο που οι δυο δρόμοι οδηγούν στα νησιά των μακάρων και ο άλλος στον Τάρταρο. Αυτό, επειδή:

α) Τα παλιά χρόνια οι καλοί άνθρωποι και οι ήρωες μετά το θάνατο και τη μετάστασή τους ανακηρύσσονταν θεοί ή ημίθεοι, κάτι όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα με το Χριστό και τους Αγίους.

β) Ο Πλάτωνας λέει το Μίνωα Ασιάτη είτε επειδή η μάνα του Μίνωα ήταν καταγωγής από την Ασία είτε επειδή η Κρήτη, όπως και η Κύπρος, ανήκαν γεωγραφικά στην Ασία. Υπενθυμίζεται ότι αρχικά οι ήπειροι, όπως μας πληροφορεί ο Άνδρων Αλικαρνασσέας (GEOGRAFIKA ANDRVN), ήσαν τέσσερεις, όσα τα σημεία του ορίζοντος: Η Ασία (η ανατολή, Μ. Ασία κ.α.), η Λιβύη (Αφρική ο νότος), η Θράκη (ο βορράς) και η Ευρώπη (η δύση, η Ιταλία, Σικελία) όσες λέει και οι κόρες του Ωκεανού.

 


 

 

Υπολογισμοί Χρονολόγησης

 

 1. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans (1851-1943), ένας από αυτούς που ανάσκαψε την Κνωσό και τα άλλα Μινωικά κέντρα, σχετικά με το Μινωικό πολιτισμό, λέει ότι η Κρήτη κατά το 1600 π.Χ. ήταν πάρα πολύ ανεπτυγμένη, πολιτιστικά και πολεμικά. Κατόπιν οι Μινωίτες άρχισαν να επεκτείνονται ως άποικοι στις περιοχές της μεσοελλαδικής Ελλάδας και οι εκεί κάτοικοι τους δέχονταν χωρίς αντίδραση, επειδή οι Μινωίτες ήταν πιο πολιτισμένοι και έτσι αυτοί καρπούνταν τα ευεργετήματα του υψηλού πολιτισμού τους με συνέπεια σιγά - σιγά να «εκμινωισθούν».

Δηλαδή να φορούν Μινωικές ενδυμασίες, να ζούν με Μινωικό τρόπο ζωής, να λατρεύουν τους ίδιους θεούς με τους Μινωίτες κ.τ.λ. Αργότερα, όταν το επιχώριο (τοπικό) στοιχείο της μεσοελλαδικής Ελλάδας αφομοίωσε τα γόνιμα διδάγματα του Κρητικού πολιτισμού, αφυπνίζεται και ζητούν και αυτοί εξουσία, δηλαδή να γίνουν άρχοντες κ.τ.λ. και έτσι έγινε ανατροπή πολλών Μινωικών δυναστειών στις διάφορες πόλεις – κράτη με επιχώριες Αχαϊκές. Πιο απλά ο Evans είπε ότι η γένεση του Μυκηναϊκού πολιτισμού ήταν αποτέλεσμα Μινωικού αποικισμού, που μεταφυτεύθηκε αυτούσιος στα νησιά του Αιγαίου και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

2. Σύμφωνα με την άποψη του αρχαιολόγου Alan J. B. Wace και των οπαδών του, ο εκμινωϊσμός των Μεσοελλαδιτών δε συνέβηκε με αποικισμό, όπως λέει ο Evans, αλλά κατά το 1600 π.Χ. (ίσως να έγινε λέει τότε και κάποιος σεισμός στην Κρήτη) οι Μεσοελλαδίτες (Μυκηναίοι) έκαναν πειρατική επιχείρηση στην Κρήτη κατά την οποία πυρπόλησαν τα ανάκτορα της Κνωσού και πήραν κατά την επιστροφή τους εκτός από τα λάφυρα και αιχμαλώτους καλλιτέχνες, ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών κ.τ.λ., οι οποίοι στη συνέχεια δίδαξαν τη μινωική θρησκεία και τις τέχνες στους Μεσοελλαδίτες.

Κατόπιν, αφού οι Μεσοελλαδίτες αφομοίωσαν το Μινωικό πολιτισμό, αφυπνίσθηκαν και δημιούργησαν άλλον πολιτισμό που ήταν ανώτερης λογικής (π.χ. η θρησκεία του Δία από μονοπρόσωπη γίνεται το πολυπρόσωπο πάνθεο των Ολύμπιων θεών κ.τ.λ.), δηλαδή τον καλούμενο Μυκηναϊκό πολιτισμό. Η ως άνω άποψη του Wace δεν έγινε αποδεκτή από τους οπαδούς του Evans, επειδή, σύμφωνα μ’ αυτούς, οι Μινωίτες δεν είχαν μόνο χερσαίες και ανακτορικές δυνάμεις, αλλά και θαλάσσιες (στόλο) που δε θα επέτρεπαν μια τέτοια εισβολή.

Έπειτα και να είχε γίνει λέει τότε σεισμός στην Κρήτη, οι Μυκηναΐοι δεν ήταν δυνατόν να τον είχαν προβλέψει, ώστε να είχαν προετοιμαστεί και να εισβάλουν στην Κρήτη. Σημειώνεται ότι τα λεγόμενα του Evans φαίνονται λογικά, αφού ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος, ο Στράβωνας κ.α λένε ότι ο Μίνωας κατέλαβε τα νησιά του Αιγαίου, τα Μέγαρα και την Αθήνα, τη Σικελία, πολλά μέρη της Μ. Ασίας κ.α., άρα μπορεί έτσι να εξαπλώθηκε ο Μινωικός πολιτισμός.

Ωστόσο άλλο η εξάπλωση ενός λαού, αυτό γίνεται δια των όπλων, και άλλο η εξάπλωση ενός πολιτισμού, αυτό γίνεται από μόνο του και εφόσον είναι με αρχές, με καλούς θεσμούς. Και οι Τούρκοι κατέλαβαν παλιότερα όλο σχεδόν τον αρχαίο κόσμο, όμως ο πολιτισμός τους δεν έγινε αποδεκτός από κανένα.



Κατοίκηση

 

 Oι Μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Αυτή την εποχή ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές, και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Η κατοίκηση αυτής της περιόδου εμφανίζεται πυκνότερη στην κεντρική και την ανατολική Κρήτη και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου αργότερα κτίστηκαν και τα Μινωικά ανάκτορα.

Κατά τη Μεσομινωική II περίοδο (2000 - 1550 π.Χ.) η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μία νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που προέρχεται από την Ανατολή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα Μινωικά ανάκτορα δέσποζαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων, όπως στην περίπτωση της Κνωσού, και σε οροπέδια, όπως η Φαιστός. Τα παραθαλάσσια ανάκτορα της Ζάκρου και των Μαλίων δείχνουν τη σημασία της γειτνίασης τέτοιων εγκαταστάσεων με τη θάλασσα.

Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες Μινωικές επαύλεις. Σε πολλές εγκαταστάσεις μάλιστα η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση είναι τόσο περιορισμένη ώστε να παραμένει ακόμη αμφίβολο, αν πρόκειται για ανάκτορα ή επαύλεις. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων.

Παρόλο που και στις δύο αυτές μορφές εγκατάστασης είχαν προβλεφθεί ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την τέλεση θρησκευτικών τελετών, ιδρύθηκαν σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως σε βουνοκορφές ή σε σπήλαια και μεμονωμένα ιερά κτίσματα. Μία σειρά εγκαταστάσεων της Υστερομινωικής κυρίως περιόδου, που κτίστηκαν σε εύφορες περιοχές της ενδοχώρας, χαρακτηρίζονται αγροτικές κατοικίες. Mία χαρακτηριστική τέτοια αγροικία αποτελεί το κτήριο στο Βαθύπετρο, στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών, όπου σε σχετικά περιορισμένη έκταση συνυπάρχουν χώροι κατοικίας, εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ένα τριμερές ιερό.

Κατά το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου και κατά την Υπομινωική παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια και παράλληλα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.



Νεολιθική Κατοίκηση

 

 Η πρώτη κατοίκηση της Κρήτης τοποθετείται χρονολογικά στη Νεολιθική εποχή. Η Κνωσός μάλιστα, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της εποχής του Χαλκού, εμφανίζει ήδη από την ακεραμική Νεολιθική περίοδο μία πολύ πρώιμη εξέλιξη και αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για αυτή την εποχή στο νότιο Αιγαίο. Τα οικοδομήματα των στρωμάτων ΙΧ μέχρι ΧΙΙΙ, που ανήκαν στην Πρώιμη Νεολιθική περίοδο στην Κνωσό, είχαν ορθογώνιο σχήμα, πολλά μικρά δωμάτια και μάλλον επίπεδες στέγες.

Σε αυτή την περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα κεραμικής ήδη πλήρως τεχνολογικά εξελιγμένα, πράγμα που δηλώνει την εισαγωγή της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη μάλλον από περιοχές της Ανατολής. Τα λίθινα εργαλεία και τα υφαντικά βαρίδια δείχνουν την πλήρη είσοδο της Κρήτης στο στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Νεολιθικής περιόδου. Τα γυναικεία ειδώλια μαρτυρούν τις θρησκευτικές δοξασίες, που ίσως απηχούν τα κοινωνικά πρότυπα της περιόδου.

Η Ύστερη Νεολιθική περίοδος στην Κνωσό έχει να επιδείξει κτήρια με σταθερές εστίες, ο τύπος των οποίων είναι μοναδικός στην Κρήτη ακόμη και μεταξύ των υστερότερων φάσεων. Κατά την ίδια περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται και ο ακατέργαστος χαλκός για την κατασκευή εργαλείων. Σε πολλά σημεία της Κρήτης παρατηρείται τώρα η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής οι νεκροί θάβονταν μέσα στους οικισμούς, πράγμα που βεβαιώνεται κυρίως από τα ευρήματα της Κνωσού, κατά δε την Ύστερη Νεολιθική περίοδο είναι συχνότερες οι ταφές σε σπήλαια και σε δυσπρόσιτα μέρη.



Πρωτομινωική Κατοίκηση

 

 Κατά την Πρωτομινωική εποχή (3000 - 2000 π.Χ.) η ανατολική Κρήτη εισέρχεται σε μία διαδικασία πρώιμης αστικοποίησης. Ο αριθμός των οικισμών αυξάνεται εντυπωσιακά σε σχέση τη Νεολιθική περίοδο. Υπολογίζεται ότι στην πρωτομινωική Κρήτη εμφανίστηκαν περισσότεροι από 100 νέοι οικισμοί. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα οικιστικά δεδομένα αυτής της εποχής είναι ότι η Κρήτη κατακλύζεται από κύματα αποίκων, μάλλον Μικρασιατικής προέλευσης.

Η οικιστική διάρθρωση και η εσωτερική δομή της κοινωνίας αλλάζουν την περίοδο αυτή, αφομοιώνοντας τις ξένες πολιτιστικές επιδράσεις που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Ανατολή. Στο τέλος της ίδιας περιόδου επισημαίνονται και οι πρώτες οργανωμένες δραστηριότητες των Μινωιτών σε χώρους έξω από τα σύνορα της Κρήτης, όπου καθιδρύουν εμπορικούς σταθμούς ή αποικίες, όπως η μινωική εγκατάσταση στα Κύθηρα. Τα οικοδομικά συγκροτήματα της Πρωτομινωικής περιόδου είναι μεγάλα, συλλογικά έργα, που έχουν κατασκευαστεί με τη συνείδηση της κοινής φυλετικής ταυτότητας και με κριτήριο τη μόνιμη εγκατάσταση.

 

 

Οι οικισμοί της Βασιλικής, της Μύρτου και του Μόχλου είναι μερικά από τα σημαντικά κέντρα αυτής της εποχής. Ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτομινωικής κοινωνικής συνείδησης δείχνει και η μνημειώδης ταφική αρχιτεκτονική, με καλύτερο παράδειγμα τους θολωτούς τάφους της Μεσαράς. Οι νεκροί δε θάβονταν πια με τα πρόχειρα μέσα της Νεολιθικής εποχής, αλλά σε πραγματικές "νεκρικές κατοικίες", που ήταν συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένες περιοχές μακριά από τους οικισμούς.



- Βασιλική

 

 Ο πρωτομινωικός οικισμός της Βασιλικής βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, στην ανατολική Κρήτη. Η λεγόμενη οικία στην κορυφή του λόφου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρωτομινωικής οικιστικής αρχιτεκτονικής. Στο σχεδιασμό του μεγάλου και πολύπλοκου αυτού κτηρίου, που μπορεί να θεωρηθεί και το διοικητικό κέντρο του οικισμού της Βασιλικής, διακρίνονται στοιχεία της αρχικής σύλληψης των Μινωικών ανακτόρων. Η οικία αποτελείται από πολλούς ορθογώνιους χώρους διαφόρων μεγεθών, που συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους, ενώ είναι πολύ πιθανή η ύπαρξη δύο ορόφων.

Οι εσωτερικοί χώροι αναπτύσσονται σε δύο σήμερα σωζόμενες πτέρυγες, οι οποίες ήταν αρχικά μάλλον τέσσερις και πλαισίωναν μία κεντρική αυλή. Στη νοτιοδυτική πτέρυγα βρίσκονταν οι αποθήκες και οι χώροι κατοικίας. Στα δυτικά της βρισκόταν μία πλακοστρωμένη αυλή. Στη νοτιοανατολική πτέρυγα του κτηρίου βρίσκονταν τα μεγαλύτερα δωμάτια. Η τοιχοδομία αποτελούνταν από λίθινα θεμέλια και πλίνθους, που στηρίζονταν σε μερικά σημεία σε ξύλινα δοκάρια τετράγωνης διατομής, ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με κόκκινο κονίαμα.

Νεότερες, όμως, ανασκαφικές έρευνες έδειξαν ότι οι δύο πτέρυγες της οικίας αποτελούσαν διαφορετικά κτήρια, που κτίστηκαν σε δύο διαδοχικές οικοδομικές περιόδους και μετονομάστηκαν σε ερυθρά οικία και δυτική οικία. Mε τα καινούργια δεδομένα η ομοιότητα του συγκροτήματος αυτού με τα ανάκτορα έγινε πιο μακρινή. Παρ' όλη όμως τη χρονική τους διάσταση τα δύο αυτά κτήρια της Βασιλικής παραμένουν δείγματα πολύπλοκων κτηρίων με πρωτοφανή για την εποχή τους σχεδιασμό, ένα μόλις στάδιο πριν από την έγερση των Μινωικών ανακτόρων.

Η οικία στην κορυφή του λόφου καταστράφηκε από φωτιά, αλλά ο χώρος ξανακατοικήθηκε σύντομα. Κατά τη Μεσομινωική Ι περίοδο (2000 - 1800 π.Χ.) κτίστηκε στην πλαγιά του λόφου και το κτήριο Α, το οποίο εμφανίζει την προσθετική οικοδόμηση που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική της περιόδου.



- Μύρτος

 

 Ο πρωτομινωικός οικισμός της Μύρτου βρίσκεται στη θέση Φούρνου Κορυφή, κοντά στη νότια ακτή της Ιεράπετρας. Ο οικισμός κτίστηκε κατά την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο και καταστράφηκε στο τέλος της ίδιας περιόδου από φωτιά. Η εξωτερική πλευρά αυτού του οικοδομικού συγκροτήματος περικλειόταν από ένα συνεχή εξωτερικό περίβολο, που διακοπτόταν από δύο εισόδους.

Μία κυκλική οχυρωματική κατασκευή, που προστάτευε τη νότια είσοδο, δείχνει την ανάγκη στοιχειώδους άμυνας, ένα στοιχείο που δεν εμφανίζεται πάλι στους οικισμούς της Κρήτης μέχρι και το τέλος της εποχής του Χαλκού. Οι τοίχοι, που είχαν κατασκευαστεί από ακατέργαστες πέτρες, θυμίζουν την απλή τοιχοδομία της Νεολιθικής περιόδου. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με κόκκινο ή καστανό κονίαμα, όπως οι πρωτομινωικές οικίες της Βασιλικής. Η στέγη είχε κατασκευαστεί από καλάμια ενωμένα με λάσπη και τα δάπεδα είχαν σχηματιστεί από πατημένο χώμα.

Στο εσωτερικό του οικισμού δεν υπήρχαν ανεξάρτητα κτίσματα αλλά χώροι που συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους, που φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν σε δύο οικοδομικές περιόδους. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι το οικοδομικό συγκρότημα αποτελείται από πέντε ή έξι ισομεγέθεις οικοδομικές ενότητες, όπου ζούσαν περίπου 50 οικογένειες. Σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση η Μύρτος προσφέρει μια ένδειξη της σχετικής ισοτιμίας της πρωτομινωικής κοινωνίας.

Συγκεκριμένοι χώροι του οικισμού αναγνωρίζονται ως εργαστηριακοί. Ένας από αυτούς αποτελεί το εργαστήριο ενός αγγειοπλάστη, εφόσον εκεί βρέθηκαν πρώιμοι αγγειοπλαστικοί δίσκοι, ενώ σε έναν άλλο γίνονταν υφαντικές εργασίες. Στους αποθηκευτικούς χώρους βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός πιθαριών. Από τον οικισμό της Μύρτου προέρχεται ένα πλήθος από πρωτομινωικά σφραγίσματα και σφραγίδες, μερικές από τις οποίες είναι ημιτελείς. Στο εσωτερικό του οικισμού εντοπίστηκε και ένα από τα πρωιμότερα ιερά της Μινωικής Κρήτης. Στο βωμό αυτού του ιερού βρέθηκε και ένα ιδιότυπο ειδώλιο θεότητας, η θεά της Μύρτου, που κρατά ένα προχυτικό αγγείο.

 

             Αρχιτεκτονική

 

 Oι αρχές της Μινωικής δόμησης έρχονται σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική της Αρχαιότητας, η οποία χαρακτηριζόταν από συμμετρία, λιτότητα και σαφήνεια των περιγραμμάτων. H αρχιτεκτονική της Μινωικής Κρήτης είναι πολύπλοκη και σκοτεινή στην ερμηνεία της. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα εμφανίστηκαν κατά τη Μεσομινωική εποχή (1900 π.Χ.) μέσα από μια σειρά αρχιτεκτονικών καινοτομιών, όπως οι κίονες, οι φωταγωγοί, τα πολύθυρα και η προσθήκη ορισμένων αρκετά ιδιόρρυθμων στοιχείων, όπως τα θυρώματα κοντά σε γωνίες, η εναλλαγή κιόνων και πεσσών και οι σκάλες που έστριβαν από όροφο σε όροφο.

Τα στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής επαναλαμβάνονται στις επαύλεις και τις ιδιωτικές κατοικίες, οι οποίες μοιάζουν συχνά με μικρογραφίες των ανακτόρων. Τα ιδιωτικά κτήρια είναι απλούστερα στο σχεδιασμό τους αλλά και σ' αυτά ισχύει η ασυμμετρία των προσόψεων, η ποικιλία του ύψους της στέγης και η διαίρεση σε χώρους καθορισμένων χρήσεων. Η βασική τους μορφολογική διαφορά από τα ανάκτορα βρίσκεται στην απουσία της κεντρικής αυλής και στην έλλειψη κεντρικού άξονα, ενός στοιχείου που διατηρήθηκε και στα ιδιωτικά κτήρια της Αρχαιότητας.

Σε ορισμένα ιδιωτικά μεσομινωικά συγκροτήματα, αλλά κυρίως στα ανάκτορα, φαίνεται ότι τα Μινωικά οικοδομήματα ήταν συχνά συγκροτήματα που είχαν δημιουργηθεί με διαδοχικές προσθήκες νέων κτισμάτων. Η πολυπλοκότητα και η διάθεση για συνεχείς επεκτάσεις δε σημαίνει όμως ότι δεν είχε προηγηθεί ένας αρχικός σχεδιασμός. Αυτό φαίνεται καλύτερα στα άριστα σχεδιασμένα συστήματα αποχέτευσης και εξαερισμού και στο σύστημα διαδρόμων που επέτρεπε την άνετη διακίνηση στο εσωτερικό.

H Μινωική αρχιτεκτονική διαπνέεται από τις ίδιες αισθητικές αρχές που κυριαρχούν και στη Μινωική τέχνη. Τα πολύθυρα και οι φωταγωγοί δημιουργούσαν παντού έντονες φωτοσκιάσεις, ενώ η χρωματική ποικιλία και η πλούσια διακόσμηση προκαλούσαν μια ατμόσφαιρα διαρκούς κίνησης. Η εξωτερική όψη των κτηρίων με τις μνημειώδεις εισόδους και τις στέγες σε διάφορα ύψη ήταν εντυπωσιακή και συγχρόνως γραφική. Οι εξωτερικοί όγκοι διαλύονταν στο φως και το χρώμα, τα περιγράμματα ήταν χαλαρά και απόλυτα προσαρμοσμένα στο φυσικό χώρο.

Λόγω της έλλειψης κανονικότητας στο σχεδιασμό των Μινωικών κτηρίων είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί αν οι αρχιτέκτονες της Μινωικής Κρήτης χρησιμοποιούσαν ένα σταθερό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων. Ο σχεδιασμός των κτηρίων γινόταν μάλλον με άρτια μέτρα. Οι ειδικές μελέτες που έγιναν στα ανάκτορα έδειξαν την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου συστήματος μέτρησης σ' αυτά, η μονάδα του οποίου πρέπει να ήταν ανάλογη με τον πόδα, το σταθερό μέτρο που χρησιμοποιούσαν και στην Αρχαιότητα.

Ο Μινωικός πους θα πρέπει να ισοδυναμούσε με 30,36 εκατοστά και οι υποδιαιρέσεις του ακολουθούσαν μάλλον το εξαδικό σύστημα. Είναι πολύ πιθανό ότι το Μινωικό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων υιοθετήθηκε αργότερα και από τους Μυκηναίους.



- Οικοδομικά Υλικά

 

 Στην οικοδόμηση των Μινωικών κτηρίων χρησιμοποιήθηκαν πολλά διαφορετικά πετρώματα διαφόρων χρωμάτων ώστε το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών χώρων να χαρακτηρίζεται από έντονη πολυχρωμία. Το κύριο υλικό της τοιχοδομίας ήταν οι λαξευμένοι δόμοι από πωρόλιθο. Άλλα, λιγότερο συνήθη υλικά ήταν οι κροκαλοπαγείς λίθοι, η κουσκουρόπετρα και ο σχιστόλιθος, ενώ ο γυψόλιθος χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την οικοδόμηση πολυτελών κτηρίων. Από λίθινους δόμους ήταν κτισμένοι οι εξωτερικοί και οι εσωτερικοί τοίχοι, ενώ τα κατώφλια ήταν στρωμένα με λίθινες πλάκες.

Διάφορα είδη μαρμάρου διακοσμούσαν μικρότερες επιφάνειες πολυτελών χώρων, δάπεδα, βάσεις κιόνων και επενδύσεις τοίχων. Ως συνδετικό υλικό μεταξύ των δόμων χρησιμοποιόταν πηλός ανακατεμένος με χαλίκια, όστρακα και άχυρο. Οι εξωτερικοί τοίχοι, που ήταν κτισμένοι με μεγαλύτερη επιμέλεια από τους εσωτερικούς, ήταν συνήθως στεγανοποιημένοι με πηλόχωμα. Οι εσωτερικοί τοίχοι καλύπτονταν από χρωματιστά ασβεστοκονιάματα, τα οποία στα σημαντικότερα διαμερίσματα ήταν διακοσμημένα μετοιχογραφίες υψηλής ποιότητας.

Στην τοιχοδομία χρησιμοποιήθηκε και αρκετό ξύλο, παρόλο που η ξυλεία δεν ήταν άφθονη στην Κρήτη. Το ξύλο εξασφάλιζε την ελαστικότητα των κτηρίων και κατά συνέπεια την προστασία τους από τους σεισμούς. Ξυλεία χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την κατασκευή κιόνων, παραστάδων και θυρωμάτων και ως στήριγμα της οροφής και των δαπέδων. Από ξύλο κατασκευάζονταν συχνά τα κλιμακοστάσια, ενώ οι ξύλινες επενδύσεις των τοίχων χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές ως φθηνό υποκατάστατο της ορθομαρμάρωσης.

Ξύλινα τμήματα σε οικοδομήματα δεν έχουν διατηρηθεί, αλλά αναπαριστώνται συχνά με λεπτομέρεια στην τέχνη. Τα δάπεδα παρουσίαζαν επίσης έντονη πολυχρωμία, καθώς οι λίθινες πλάκες συνδυάζονταν με χρωματιστά κονιάματα ή βοτσαλωτές επιφάνειες. Τα δάπεδα των ισογείων ήταν συχνά στρωμένα με χαλικάσβεστο, ενώ πολλές φορές μεταξύ των πλακών δημιουργούνταν διάχωρα γεμισμένα με φθαρτά υλικά. Αν και δεν υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση άλλων υλικών, θεωρείται πολύ πιθανό να είχε χρησιμοποιηθεί και το μέταλλο σε οικοδομικές λεπτομέρειες αλλά καιυφάσματα για την κάλυψη των πολυθύρων.

  

     

- Ο Οικισμός των Αρχανών

      Από ένα αστικό κτήριο των Αρχανών που χρονολογείται στη Μεσομινωική IIIA περίοδο, προέρχεται ένα πήλινο ομοίωμα σπιτιού, ο λεγόμενος οικίσκος των Αρχανών. Τα συνευρήματα του οικίσκου, που ήταν εργαλεία και ανεπεξέργαστες πρώτες ύλες, δίνουν κάποιες ενδείξεις για τη λειτουργία του συγκεκριμένου χώρου ως εργαστήριο.
     Ο οικίσκος αναπαριστά ένα διώροφο σπίτι με εσωτερική σκεπαστή αυλή στο ισόγειο και ένα δώμα με προεξέχουσα βεράντα στον πρώτο όροφο. Η οροφή του ισογείου και το δώμα στηρίζονταν με κίονες. Στο ισόγειο υπάρχουν 2 δωμάτια με παράθυρα που περικλείονται από ξύλινα πλαίσια. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του οικίσκου ανταποκρίνονται στις απεικονίσεις μινωικών κτηρίων στην τοιχογραφία του στόλου από το Ακρωτήρι της Θήρας και στις προσόψεις σπιτιών του μωσαϊκού της πόλης.

 


Ανάκτορα

 

Τα ανάκτορα ήταν τα κέντρα της πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής της μινωικής Κρήτης κατά τη δεύτερη χιλιετία π.X. και η ζωή τους διήρκεσε περίπου 600 χρόνια. Τα κυριότερα ανάκτορα κτίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, γύρω στο 1900 π.X., σε ήδη ακμαία αστικά κέντρα, όπως η Κνωσός, η Φαιστός και τα Μάλια, που βρίσκονταν στο μέσο εύφορων πεδιάδων ή σε σημαντικά για το εξωτερικό εμπόριο λιμάνια, όπως η Ζάκρος.

Εκτός από τα τέσσερα σημαντικότερα ανακτορικά κέντρα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, υπήρχαν και μικρότερης εμβέλειας και σημασίας ανάκτορα, που είχαν υπό τον έλεγχό τους μικρότερες περιοχές, όπως οι Αρχάνες και τα Χανιά. Μερικά εκτεταμένα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα, όπως της Αγίας Τριάδας, των Γουρνιών ή το μικρό ανάκτορο της Κνωσού, δεν είναι ακόμη επαρκώς ερευνημένα ή παρουσιάζουν ανάμικτα αρχιτεκτονικά στοιχεία ώστε να μπορούν να καταταχθούν με ασφάλεια στην κατηγορία των ανακτόρων ή των επαύλεων, που αποτελεί μία άλλη χαρακτηριστική μορφή της μινωικής οικιστικής παράδοσης.

Κατά τη μακρά διάρκεια της Μινωικής εποχής τα ανάκτορα υπέστησαν δύο μεγάλες καταστροφές που σηματοδότησαν νέες εξελίξεις στο Μινωικό πολιτισμό. Η πρώτη καταστροφή προκλήθηκε από σεισμό στο τέλος της Πρωτοανακτορικής εποχής, γύρω στο 1700 π.X. Σχετικά σύντομα μετά από αυτή την καταστροφή, τα ανάκτορα ξανακτίστηκαν από τους Μινωίτες και πέρασαν στη δεύτερη, λαμπρότερή τους περίοδο, τη Νεοανακτορική. Σεισμικές μάλλον δονήσεις και πάλι, κατέστρεψαν γύρω στο 1450 π.X. οριστικά τα Μινωικά ανάκτορα.

Μετά από αυτή την καταστροφή, κατά τη Μετανακτορική περίοδο, και ενώ η κεντρική εξουσία βρέθηκε αποδυναμωμένη, τα περισσότερα ανακτορικά κέντρα εγκαταλείφθηκαν και μόνο στο ανάκτορο της Κνωσού συνεχίστηκε η κατοίκηση μέχρι τη Μυκηναϊκή κυριαρχία. Τα ερείπια των ανακτόρων που είναι σήμερα ορατά και επισκέψιμα ανήκουν στη δεύτερη ανακτορική περίοδο. Η ανακτορική αρχιτεκτονική αντικατοπτρίζει τις ανάγκες μίας ιεραρχημένης και συγκεντρωτικής κοινωνίας, όπου όλες οι διαδικασίες ήταν απόλυτα καθορισμένες.

Στο σχεδιασμό και τη λειτουργικότητά τους υπάρχουν έμμεσες αναφορές στα ανάκτορα της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, από όπου οι Μινωίτες δανείστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία, που όμως στη συνέχεια προσάρμοσαν στο φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και τις απαιτήσεις της μινωικής κοινωνίας. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή των ανακτόρων εμφανίζουν κοινά στοιχεία που ακολουzθούνται πιστά, με εξαίρεση κάποιες ιδιομορφίες που διαμορφώθηκαν μάλλον ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε εγκατάστασης ή του εκάστοτε άρχοντα.

Τα ανάκτορα αποτελούνταν από πολυώροφα διαμερίσματα, που ήταν διαρθρωμένα σε τέσσερις πτέρυγες γύρω από μία τεράστια ορθογώνια κεντρική αυλή. Διέθεταν μεγάλες αίθουσες υποδοχών και συνεστιάσεων, ιερά με ειδικές εγκαταστάσεις τελετουργιών, εργαστήρια, αποθήκες όπου συσσωρευόταν το πλεόνασμα της περιφέρειας, αλλά και πολυτελή διαμερίσματα, όπου μάλλον κατοικούσαν οι βασιλείς-αρχιερείς. Στους εξωτερικούς χώρους των ανακτόρων υπήρχαν πλακοστρωμένες αυλές και θεατρικοί χώροι για τις δημόσιες τελετές και συναθροίσεις.

Τα ανάκτορα, αν και ήταν τα διοικητικά και οικονομικά κέντρα της μινωικής Κρήτης, όπου κατοικούσαν σίγουρα οι πολιτικοί ή και θρησκευτικοί ηγέτες και φυλάσσονταν πολύτιμοι θησαυροί, δεν ήταν οχυρωμένα, πράγμα που υποδεικνύει το αίσθημα ασφάλειας της ανακτορικής κοινωνίας στο εσωτερικό του νησιού.

 

      Ανακτορική Αρχιτεκτονική

 

 Από όλα τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα και από τις συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων ανακτορικών κέντρων προκύπτει ότι η οικοδόμηση των ανακτόρων έγινε βάσει συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού σχεδίου και με προκαθορισμένο διακοσμητικό πρόγραμμα. Εξαίρεση αποτελεί ίσως το ανάκτορο της Κνωσού, το οποίο φαίνεται ότι προέκυψε εν μέρει από τη συνένωση προϋπαρχόντων σημαντικών κτηρίων της πόλης. Ένα από τα βασικά κοινά στοιχεία όλων των ανακτορικών συγκροτημάτων ήταν η τεράστια κεντρική αυλή, που αποτελούσε το λειτουργικό πυρήνα του ανακτόρου.

Η κεντρική αυλή είχε παραλληλόγραμμο σχήμα και προσανατολισμό από βορρά προς νότο. Tα δύο αυτά στοιχεία των αυλών, το σχήμα και ο προσανατολισμός, για κάποιους μάλλον σοβαρούς, αλλά σε μας άγνωστους λόγους ακολουθούνταν πιστά και χωρίς καμία εξαίρεση. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονταν με δαιδαλώδη τρόπο μικρότερα διαμερίσματα διαφόρων χρήσεων. Η μετακίνηση ανάμεσα στους πολυάριθμους χώρους του ανακτόρου εξασφαλιζόταν με διαδρόμους, φωταγωγούς, εξώστες και πολύθυρα, τα οποία εξασφάλιζαν επίσης τον αερισμό και το φυσικό φωτισμό των εσωτερικών διαμερισμάτων.

Η εξαιρετικά πολύπλοκη μορφή των Μινωικών ανακτόρων έμεινε παροιμιώδης στην ιστορία, ώστε από εκεί να προέρχονται οι σημερινές λέξεις δαιλαδώδης και λαβύρινθος, που παραπέμπουν αντίστοιχα στο μυθικό αρχιτέκτονα του ανακτόρου της Κνωσού, Δαίδαλο, και την κατοικία των λάβρεων, δηλαδή των διπλών πελέκεων. Η ύπαρξη δύο ή τριών ορόφων στα ανάκτορα διαπιστώνεται από την ύπαρξη κλιμακοστασίων, από τους ιδιαίτερα παχείς τοίχους του ισογείου, αλλά και από ομοιογενείς ομάδες ευρημάτων, που θα πρέπει να έπεσαν στο ισόγειο μετά την κατάρρευση των επάνω ορόφων. Τα κλιμακοστάσια είχαν άνετα, χαμηλά σκαλιά και φαρδιά πλατύσκαλα σχήματος Π.

Στο ισόγειο βρίσκονταν διαμερίσματα με αίθουσες υποδοχής, μαγειρεία, αποθηκευτικούς χώρους, αλλά και χώροι λατρείας. Στους επάνω ορόφους βρίσκονταν οι χώροι κατοικίας, συμποσίων και εργαστηρίων υφαντουργίας, λιθοτεχνίας, ίσως και κεραμικά εργαστήρια. Στους εργαστηριακούς χώρους βρίσκονταν ακόμη και λατρευτικoί χώροι με κόγχες και ιερούς αποθέτες. Οι ιεροί χώροι στα ανάκτορα αναγνωρίζονται από τα κτιστά θρανία, όπου τοποθετούνταν οι προσφορές των πιστών, και τους βωμούς που μερικές φορές έφεραν αυλάκια για την απομάκρυνση των υγρών υπολοίπων των θυσιών.

Τέτοιοι χώροι υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα των ανακτόρων ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους, όπως επίσης και στην κεντρική αυλή, όπου οι κτιστές εξέδρες μαρτυρούν την τέλεση κοινωνικών εκδηλώσεων ιερού χαρακτήρα. Παρά τo γενικά ομοιόμορφο χαρακτήρα της ανακτορικής αρχιτεκτονικής μερικά στοιχεία, όπως οι κίονες δείχνουν μεγάλη ποικιλομορφία. Ήταν ξύλινοι με λίθινες βάσεις και το πάχος τους μειωνόταν προς το κάτω μέρος. Τα κιονόκρανα απαντούν σε πολλές διαφορετικές μορφές, χρωματισμούς και διακοσμήσεις.

 

  

-         Ανακτορικές Αποθήκες

 

 Όλα τα Μινωικά ανάκτορα διέθεταν ειδικά σχεδιασμένους χώρους για την αποθήκευση των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων, που συλλέγονταν από την επαρχία. Οι ανακτορικές αποθήκες ήταν στενοί χώροι σε παράλληλη διάταξη, γεμάτοι από τεράστια πιθάρια και βρίσκονταν συνήθως στη δυτική ισόγεια πτέρυγα, κοντά στην είσοδο. Κατά μία άποψη, η θέση των αποθηκών στη δυτική αυλή δεν ήταν τυχαία, αλλά στόχευε έμμεσα στην επίδειξη του οικονομικού κύρους, κατά τις συγκεντρώσεις του πλήθους στο θεατρικό χώρο.

Οι αποθήκες αυτές συνδέονταν με ένα διάδρομο, ο οποίος διέθετε έναν ευρύχωρο προθάλαμο, όπου γινόταν ίσως ο έλεγχος των προϊόντων και η αρχειοθέτηση. Οι πιο εκτεταμένες αποθήκες, που έχουν βρεθεί σε μινωικό ανάκτορο είναι αυτές της Κνωσού, όπου υπολογίζεται ότι υπήρχαν συνολικά 420 πιθάρια (με χωρητικότητα 246.000 λίτρα περίπου) και ερμάρια για τη φύλαξη των πολύτιμων προϊόντων. Στη δυτική πτέρυγα, ένας μακρύς διάδρομος, παράλληλος με τον άξονα της κεντρικής αυλής, συνέδεε πολλές στενόμακρες αποθήκες.

Οι αποθήκες, όπου συγκεντρωνόταν όλο μάλλον το αγροτικό πλεόνασμα της επικράτειας των ανακτόρων, όπως και άλλα πολύτιμα αγαθά με εμπορική αξία, φανερώνουν το συγκεντρωτικό χαρακτήρα της ανακτορικής οικονομίας. Το οργανωμένο σύστημα αποθήκευσης εξυπηρετούσε και την πληρωμή φόρων των πολιτών, που γινόταν, όπως και όλες οι υπόλοιπες συναλλαγές, σε είδος.

Εκτός από τους χώρους στο εσωτερικό των ανακτόρων, αποθήκες σιτηρών θεωρούνται και οι χαρακτηριστικές κατασκευές, που ονομάζονται κουλούρες και είναι γνωστές από τις αυλές του ανακτόρου της Κνωσού και των Μαλίων. Αυτές οι κατασκευές, αν και το περιεχόμενό τους δεν οδηγεί σε σαφείς ερμηνείες, αναφέρονται συχνά ως μία πρώιμη μορφή αποθηκών που θυμίζει τις Αιγυπτιακές σιταποθήκες.

  

  

Ανακτορικά Ιερά

 

             Oι ιεροί χώροι των ανακτόρων αναγνωρίζονται από συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία που ήταν σχεδιασμένα για να εξυπηρετούν τις ιερές τελετές, όπως οι δεξαμενές καθαρμών, οι ιερές κρύπτες, τα θρανία, οι κόγχες και οι πεσσοί. Στην Κνωσό η συχνή επίστεψη οικοδομικών μελών με λίθινα ιερά κέρατα, τα θρησκευτικά θέματα των τοιχογραφιών και τα λιθοξοϊκά χαράγματα του διπλού πελέκεως αποτελούν ενδείξεις ότι ολόκληρος ο χώρος του ανακτόρου χαρακτηριζόταν από ιερότητα.

Εκτός από αυτά τα στοιχεία που απαντούν σε πολλά κτίσματα, υπήρχαν και ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για θρησκευτικές τελετουργίες. Ήδη από τους παλαιοανακτορικούς χρόνους, κάνει την εμφάνισή του στο ανάκτορο της Φαιστού το τριμερές ιερό. Αυτό το οικοδόμημα αποτελείται από τρία μικρά, συνεχόμενα δωμάτια. Tο κεντρικό δωμάτιο είχε μάλλον μεγαλύτερο ύψος από τα άλλα δύο, όπως δείχνουν οι απεικονίσεις, που είναι γνωστές από τους νεοανακτορικούς χρόνους. Πίσω από το κεντρικό δωμάτιο υπήρχε ένα μικρότερο, με τράπεζα προσφορών και ένα κοίλωμα στο δάπεδο για να συγκεντρώνονται οι σπονδές.

Στο εσωτερικό του ιερού υπήρχαν θρανία και ποικίλα σκεύη για την προετοιμασία λατρευτικών τελετών. Ανάμεσα στα κινητά ευρήματα βρέθηκαν λίθινες και πήλινες τράπεζες προσφορών και μικροί βωμοί. Στο εξωτερικό παρατηρήθηκε ένα λάξευμα, όπου βρέθηκε τέφρα και οστά ζώων, και όπου πιθανότατα γίνονταν θυσίες. Στη δυτική πτέρυγα της Κνωσού υπήρχε ένα πιο οργανωμένο σύστημα χώρων με ιερές κρύπτες, περίστυλους χώρους, δεξαμενές καθαρμών και ιερά θησαυροφυλάκια, ενώ η χαρακτηριστική τριμερής διάταξη παρατηρήθηκε μόνο σε ένα μικρό τμήμα της δυτικής πρόσοψης.

Οι ιερές δεξαμενές ή δεξαμενές καθαρμών ήταν μικρά δωμάτια με χαμηλότερο δάπεδο, όπου κατέβαινε κανείς με σκαλιά. Αρχικά οι χώροι αυτοί ερμηνεύτηκαν ως λουτρά. Η εκδοχή αυτή είναι όμως πρακτικά αδύνατη, εφόσον λείπει από αυτές εντελώς η αποχέτευση. Το γεγονός ότι στο εσωτερικό τους βρέθηκαν αγγεία προχυτικά και περίτεχνα τελετουργικά σκεύη δείχνει ότι γίνονταν σπονδές και τελετουργικοί καθαρμοί. Οι κρύπτες είναι χώροι λατρείας των ανακτόρων, αν και έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για την ιερότητά τους. Στο κεντρικό τους τμήμα δεσπόζει ένας τετράγωνος πεσσός.

Οι κρύπτες είναι πολύ μικρές σε διαστάσεις ώστε να δικαιολογείται η παρουσία των κεντρικών πεσσών για στατικούς λόγους. Ίσως ο πεσσός να αποτελούσε το αντικείμενο λατρείας, που συμβόλιζε σ' αυτή την περίπτωση το ιερό δέντρο, όπως δείχνουν κάποια παραδείγματα λιθολατρείας και ανεικονικής θρησκείας από άλλους πολιτισμούς. Σε μινωική άλλωστε κατοικία στο λόφο Γυψάδες της Κνωσού βρέθηκαν διακόσια περίπου κωνικά κύπελλα, ίσως με ιερές προσφορές, γύρω από τον κεντρικό πεσσό.

Στις κρύπτες του ανακτόρου της Κνωσού εξάλλου, βρέθηκαν οστά ζώων, ενώ σε στύλους είχαν χαραχθεί διπλοί πελέκεις. Βάσεις διπλών πελέκεων βρέθηκαν και κοντά στους πεσσούς, όπως επίσης αυλάκια για τα υγρά των θυσιών. Οι χώροι επάνω από τις κρύπτες χαρακτηρίζονται επίσης ιεροί, είχαν όμως συνηθισμένους κίονες. Επάνω από τις κρύπτες της δυτικής πτέρυγας της Κνωσού υπήρχε ένας χώρος με τρεις κίονες, στον οποίο αναγνωρίζεται το τρικιόνιο ιερό, που απεικονίζεται συχνά στις τοιχογραφίες.

Ένα πήλινο ομοίωμα κτηρίου από την Kνωσό δείχνει τρεις κίονες, επάνω στους οποίους κάθονται πουλιά, ίσως σε μία σκηνή θεοφάνειας. Πολλές φορές στη μινωική τέχνη απεικονίζονται ζώα και μυθικά όντα να περιβάλλουν κίονες. Λιθοξοϊκά χαράγματα ιερών κόμβων και διπλών πελέκεων στους κίονες δείχνουν ότι και αυτοί είχαν λατρευτική σημασία.

 

 
- Κνωσός

 

 Το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού κτίστηκε γύρω στο 2000 π.X. στο νότιο άκρο της μεσομινωικής πόλης και καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1900 π.X. Στη θέση του κτίστηκε σχεδόν αμέσως ένα νέο, λαμπρότερο ανάκτορο, που υπέστη όμως μία δεύτερη καταστροφή το 1700 π.X. Μετά τη δεύτερη καταστροφή του δεν εγκαταλείφθηκε, όπως τα υπόλοιπα ανάκτορα της Κρήτης, αλλά συνέχισε να κατοικείται και κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Κνωσού από τους Μυκηναίους, ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Μυκηναϊκής επικράτειας. Το ανάκτορο της Κνωσού είναι το μεγαλύτερο στη Μινωική Κρήτη.

Συγκεκριμένα, είναι κατά δύο φορές μεγαλύτερο από το ανάκτορο της Φαιστού και των Μαλίων, τέσσερις φορές από εκείνο της Ζάκρου και επτά φορές από το ανακτορικό κέντρο των Γουρνιών. Σε αντίθεση από τη Φαιστό και τα Μάλια, που παρουσιάζουν ενιαίο σχεδιασμό, το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού δε φαίνεται να έχει κτιστεί σε μία σύντομη περίοδο, αλλά σε διαδοχικά στάδια, ίσως με την ενοποίηση σημαντικών κτηρίων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι, ενώ παρατηρείται πολύ συχνά η χρήση γωνιών και ψευδοεισόδων.

Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του σύλληψη, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου. Όπως και στα άλλα μινωικά ανάκτορα, τα διαμερίσματα του ανακτόρου της Κνωσού αναπτύσσονται γύρω από μία μεγάλη κεντρική αυλή. (Στο κέντρο του ανακτόρου της Κνωσού βρισκόταν η κεντρική αυλή, στην οποία είχαν θέα και πρόσβαση τα υπόλοιπα διαμερίσματα. Σε όλη την επιφάνεια της αυλής ανυψωμένοι και διασταυρούμενοι διάδρομοι οδηγούσαν τον επισκέπτη σε διαφορετικά σημεία του ανακτόρου.

Οι διάδρομοι αυτοί ερμηνεύτηκαν ως απλοί τρόποι πρόσβασης στο εσωτερικό του ανακτόρου αλλά και ως τελετουργικοί διάδρομοι στις διάφορες κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις). Στη βόρεια και τη δυτική πλευρά βρίσκεται η δυτική αυλή (Η κατασκευή της δυτικής αυλής του ανακτόρου της Κνωσού τοποθετείται χρονολογικά στην Μεσομινωική II περίοδο. Η αυλή διασχίζεται από ανυψωμένους διαδρόμους και φθάνει ως στο θεατρικό χώρο, περνώντας από τη δυτική πρόσοψη του παλαιού ανακτόρου. Στα μισά αυτής της απόστασης υπάρχει η βάση ενός βωμού. Σ' αυτή την πλευρά βρισκόταν και η κύρια είσοδος του ανακτόρου. 

Το περυψωμένο πλακόστρωτο της δυτικής αυλής οδηγούσε τον επισκέπτη στη δυτική είσοδο ή στο θεατρικό χώρο. Στη δυτική αυλή δεσπόζει η πρόσοψη του νέου ανακτόρου, στην οποία διατηρούνται και ορισμένοι δόμοι της πρόσοψης του παλαιού. Σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι η πρόσοψη του νέου ανακτόρου μετατέθηκε ελαφρά προς τα πίσω και μπροστά της τοποθετήθηκε ένας βωμός. Η δυτική πρόσοψη κατασκευάστηκε από γυψολιθικές πλάκες, υλικό που είχε προφανώς μεταφερθεί εκεί από το γειτονικό λόφο Γυψάδες. Oι δόμοι ήταν συνδεμένοι μεταξύ τους με ξυλοδεσιά και σε μερικούς από αυτούς εντοπίστηκαν χαράγματα διπλών πελέκεων και άλλωνιερών συμβόλων. 

Στη δυτική αυλή του ανακτόρου αλλά και στο βόρειο άκρο του βρίσκονται τρεις πανομοιότυπες λίθινες κατασκευές, που λόγω του κυκλικού σχήματός τους ονομάζονται κουλούρες. Στον πυθμένα τους διακρίνονται ακόμη τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της τελευταίας Προανακτορικής περιόδου. Στο εσωτερικό των κατασκευών αυτών βρέθηκαν μόνον όστρακα και άλλα συνηθισμένα απορρίμματα του οικισμού, έτσι ώστε να μην παρέχονται σαφείς πληροφορίες για τη χρήση τους. Οι κουλούρες, που υπάρχουν και στο ανάκτορο των Μαλίων, ήταν μάλλον σιταποθήκες.) και ο θεατρικός χώρος.

Η πρόσβαση στο εσωτερικό του ανακτόρου γινόταν από τρεις εισόδους (Στο κέντρο του ανακτόρου της Κνωσού οδηγούσαν τρεις είσοδοι, η βόρεια, η δυτική και η νότια. Η βόρεια είσοδος οδηγούσε στο ανάκτορο από το θεατρικό χώρο. Στη δυτική είσοδο βρισκόταν μάλλον ένα φυλάκιο, όπου γινόταν ο έλεγχος των εισερχομένων. Από εκεί ξεκινούσε κι ένας διάδρομος με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, που οδηγούσε στους κεντρικούς χώρους του ανακτόρου. Η δυτική είσοδος είχε εκτός από λειτουργική και τελετουργική χρήση. Από αυτήν εισέρχονταν οι επισκέπτες που προσέφεραν τιμές στον άνακτα ή την αρχιέρεια. 

Μία τέτοια σκηνή αναπαριστά η τοιχογραφία του πομπικού διαδρόμου, όπου απεικονίζονται επισκέπτες, οι οποίοι προχωρώντας κατά μήκος του διαδρόμου φέρουν πολύτιμα δώρα στον άνακτα ή τη θεά του λαβύρινθου. Η κύρια νοτιοδυτική είσοδος, που θα πρέπει να ήταν πολύ επιβλητική, καλυπτόταν από ένα στέγαστρο με περιστύλιο. Στην τοιχογραφία του νότιου προπύλου απεικονίζονται κατ' ανάλογο τρόπο με τη δυτική είσοδο οι φέροντες κύπελλα.) που βρίσκονταν στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά.

Στις πτέρυγες γύρω από την κεντρική αυλή υπήρχαν δωμάτια διαφόρων χρήσεων, όπως ιδιωτικά διαμερίσματα (Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του ανακτόρου της Κνωσού είναι το νοτιοανατολικό, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον Evans ως συγκρότημα ιδιωτικών διαμερισμάτων ή και κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα αυτής της πτέρυγας ονομάζεται μέγαρο της βασίλισσας. Σε αυτό ανήκαν μερικά μικρότερα δωμάτια, ένα λουτρό και μία τουαλέτα. Οι τοίχοι του κύριου δωματίου ήταν διακοσμημένοι με αλαβάστρινες επενδύσεις και τοιχογραφίες. 

Ένα σύμπλεγμα μικρότερων δωματίων στη νότια πλευρά του μεγάρου της βασίλισσας, που διέθετε δύο λουτρά, χαρακτηρίζεται ως χώρος φιλοξενίας επισκεπτών.), χώροι υποδοχής (Η αίθουσα του θρόνου της Κνωσού βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των ιερών διαμερισμάτων. Η είσοδος σε αυτήν γινόταν από την κεντρική αυλή με ένα τετραπλό πολύθυρο και τέσσερα σκαλιά. Στη μία μακριά πλευρά της αίθουσας αυτής δέσποζε ένας λίθινος θρόνος, που είχε κατασκευαστεί έτσι ώστε να μιμείται ξύλο. Μία τοιχογραφία παρουσίαζε ένα ζευγάρι γρύπες να πλαισίωνουν το θρόνο. 

Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν μία δεξαμενή καθαρμών, υποδηλώνει τον ιερό χαρακτήρα του χώρου. Η αίθουσα του θρόνου αποτελεί ένα μοναδικό εύρημα με καθαρά μινωικό χαρακτήρα, αν και παρατηρούνται ομοιότητες με το Μυκηναϊκό μέγαρο, όπως είναι γνωστό από το ανάκτορο της Πύλου. Ο θρόνος θεωρήθηκε η έδρα του Μίνωα και η αίθουσα του θρόνου ως η αίθουσα ακροάσεων των υπηκόων. 

Νεότερες ερμηνείες ωστόσο, που λαμβάνουν υπόψη το θεοκρατικό χαρακτήρα της ηγεσίας στη μινωική Κρήτη, τείνουν να χαρακτηρίσουν το θρόνο ως ιερατικό και όχι ως θρόνο του Μινωίτη ηγέτη.), αποθήκες, εργαστήρια και ιερά, ενώ ο προσδιορισμός της χρήσης πολλών από τους χώρους δεν είναι ακόμη σίγουρος. Η δυτική πτέρυγα είναι καλά διατηρημένη και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη πτέρυγα του ανακτόρου της Φαιστού, ενώ η ανατολική σώζεται σε κακή κατάσταση.

Το ανατολικό τμήμα καταλαμβανόταν από χώρους εργαστηριακούς και αποθηκών. Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όπως τα κλιμακοστάσια, οι ογκώδεις κίονες και το πεσμένο οικοδομικό υλικό δείχνουν ότι υπήρχε δεύτερος ή ίσως και τρίτος όροφος.

 
 

 

- Φαιστός

 

 Η Φαιστός βρίσκεται στο κέντρο της εύφορης κοιλάδας της Μεσαράς. Το ανάκτορό της θεωρείται το αισθητικά αρτιότερο από τα Μινωικά ανάκτορα, αν όχι από όλα τα ανάκτορα της Μέσης Ανατολής. Βρίσκεται σε ένα τεχνητά ισοπεδωμένο λόφο, στοιχείο που αποτελεί εξαίρεση, συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα. Οι λόγοι οικοδόμησής του σε αυτή τη θέση δεν αναζητούνται τόσο στην ανάγκη ασφάλειας, όσο στο κύρος που έδινε η πανοραμική θέα της κοιλάδας και της ιερής κορυφής της Ίδης.

Το πρώτο ανάκτορο της Φαιστού κτίστηκε γύρω στο 2000 π.X. με ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Τα λείψανα αυτού του πρώτου ανακτόρου διατηρούνται πολύ καλύτερα από τα αντίστοιχα της Κνωσού. Από το συνολικό χαρακτήρα της εγκατάστασης, τα κλιμακοστάσια και τα πεσμένα οικοδομικά και διακοσμητικά υλικά είναι βέβαιη η ύπαρξη ενός δευτέρου ορόφου, ενώ δεν αποκλείεται και η ύπαρξη τρίτου. Στα δυτικά του ανακτόρου δύο αυλές που συνδέονταν μεταξύ τους με πλατιές σκάλες αποτελούν το θεατρικό χώρο του ανακτόρου.

Από εκεί μια πολύ πλατιά σκάλα οδηγούσε σε διαδοχικούς προθαλάμους με κιονοστοιχίες και ένα φωταγωγό. Από εκεί μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στην κεντρική αυλή ή σε έναν περίστυλο χώρο. Ανάμεσα στην κεντρική είσοδο και την κεντρική αυλή υπήρχαν δύο σειρές αποθηκών με κοινό προθάλαμο. Στη βόρεια πλευρά της κεντρικής αυλής βρισκόταν μία μικρότερη πλακοστρωμένη αυλή και ένας στενός διάδρομος, ενώ δυτικότερα βρισκόταν μία άλλη, στεγασμένη. Τα διαμερίσματα της εισόδου στην κεντρική αυλή ήταν στρωμένα με πλάκες και είχαν ένα δεύτερο όροφο.

Στα ανατολικά αυτού του τμήματος υπήρχε ένα πολύθυρο. Στο εσωτερικό της κεντρικής αυλής μάλλον ήταν αναρτημένοι ιστοί σημαιών, ανάλογοι με εκείνους που αποδίδονται στην ανάγλυφη παράσταση του ρυτού της Ζάκρου, ενώ στο κέντρο της ανατολικής βρισκόταν ένας κλίβανος. Στη βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου βρίσκονταν τα βασιλικά διαμερίσματα, η πρόσβαση στα οποία γινόταν από σκάλα που ξεκινούσε από μία περίστυλη αυλή. Στην ανατολική πτέρυγα παρατηρείται παρόμοια διάταξη με τα βασιλικά διαμερίσματα που θα ήταν κατάλληλα για κατοίκηση τους χειμερινούς μήνες.

Εκεί βρισκόταν μία μεγάλη αίθουσα που διέθετε δικό της λουτρό και στεγασμένη βεράντα και ονομάζεται συμβατικά δωμάτιο της βασίλισσας. Τα υπόλοιπα δωμάτια της ανατολικής πτέρυγας προορίζονταν μάλλον, όπως στην Κνωσό και τα Μάλια, για το υπηρετικό προσωπικό και διέθεταν δική τους, ανεξάρτητη έξοδο.

Μία σειρά κιόνων στη δυτική πτέρυγα δείχνει την ύπαρξη ενός τεράστιου δωματίου με μεσημβρινό προσανατολισμό. Η γυψολιθική επένδυση των τοίχων και του δαπέδου, καθώς και οι κόγχες σε τρεις από τους τοίχους του, υποδηλώνουν τη λειτουργία ενός πολύ σημαντικού χώρου. Δύο άλλα δωμάτια είχαν λατρευτική χρήση, ενώ δύο χώροι με ατομικά λουτρά και κοινή αίθουσα έχουν χαρακτηριστεί ως δωμάτια φιλοξενίας.

 

 

- Ζάκρος 

 

Το ανάκτορο της Ζάκρου είναι το τέταρτο σε μέγεθος Μινωικό ανάκτορο και βρίσκεται στο κέντρο μίας εύφορης κοιλάδας, στο ομώνυμο λιμάνι της ανατολικής ακτής. Το λιμάνι της Ζάκρου θα πρέπει να ήταν ένα από τα πιο σημαντικά της Μινωικής Κρήτης, λόγω της θέσης του που επέτρεπε την άμεση επικοινωνία με τον κόσμο της Ανατολής. Αντίθετα η περιοχή ήταν γεωγραφικά απομονωμένη από την κεντρική περιοχή της Κρήτης λόγω των οροσειρών της Σητείας.

Το ανακτορικό συγκρότημα κτίστηκε γύρω στο 2000 π.X. στο μέσο ενός οικισμού και καταστράφηκε γύρω στο 1400 π.X. ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα ανάκτορα της δεύτερης Ανακτορικής περιόδου. Η γενική εικόνα της κατασκευής του ανακτόρου, που είναι κτισμένο από ντόπιους πωρολιθικούς δόμους, εμφανίζεται προχειρότερη από τα ανάκτορα της κεντρικής Κρήτης. Ο σχεδιασμός του όμως παρουσιάζει πολλά κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τα υπόλοιπα ανάκτορα, όπως την κεντρική αυλή, τα σύνθετα διαμερίσματα που αναπτύσσονται σε τέσσερις πτέρυγες και το άριστα σχεδιασμένο αποχετευτικό σύστημα.

Η κεντρική αυλή είναι μικρότερη σε σύγκριση με αυτές των υπολοίπων ανακτόρων και ο προσανατολισμός της έχει μία ελαφριά κλίση προς τα βορειοανατολικά. Η πρόσβαση στο ανάκτορο ήταν δυνατή από τέσσερις εισόδους. Η κυριότερη είσοδος βρισκόταν στα βορειοανατολικά, δηλαδή από την πλευρά του λιμανιού. Η είσοδος αυτή οδηγούσε στην κεντρική αυλή μέσω ενός βαθμιδωτού διαδρόμου. Στη δυτική πτέρυγα βρίσκονταν τα δημόσια διαμερίσματα που είχαν διακοσμημένα δάπεδα, ένα δωμάτιο συνεστιάσεων, μία μεγάλη αίθουσα τελετουργιών με τοίχους διακοσμημένους με χρωματιστό κονίαμα και δεξαμενές καθαρμών, και ένα ιερό θησαυροφυλάκιο.

Στην ίδια πτέρυγα βρισκόταν και το αρχείο, όπου βρέθηκαν πινακίδες Γραμμικής Β γραφής, αποθήκες και εργαστήρια. Στην ανατολική πτέρυγα βρίσκονταν τα ιδιωτικά διαμερίσματα, που συνδέονταν με πολύθυρα, και μία δεξαμενή καθαρμών. Στη νότια πτέρυγα υπήρχε ένα συγκρότημα εργαστηρίων λιθοτεχνίας, ελεφαντουργίας, επεξεργασίας φαγεντιανής, ίσως και αρωματοποιίας, που επικοινωνούσαν με την κεντρική αυλή.

Από το ανάκτορο της Ζάκρου προέρχεται ένα σύνολο από πολύ σημαντικά ευρήματα. Ανάμεσα σ' αυτά περιλαμβάνονται και μερικά αριστουργήματα της Μινωικής τέχνης, όπως τα πολυτελή λίθινα ρυτά, χάλκινα σπαθιά με χρυσά καρφιά, ενώ τα εργαλεία από τους εργαστηριακούς χώρους μας προσφέρουν μία εικόνα της υστερομινωικής τεχνολογίας. Ορισμένα ευρήματα, όπως τα ανεπεξέργαστα κομμάτια από ελεφαντόδοντο, που είναι μάλλον Συριακής προέλευσης, και χάλκινα τάλαντα από την Κύπρο μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις της Ζάκρου με την Ανατολή.

  

-         Μάλια

 Το ανακτορικό συγκρότημα περιστοιχιζόταν από σημαντικά κτήρια της πόλης των Μαλίων και φαίνεται ότι ακολούθησε μία παράλληλη ιστορική πορεία με τα υπόλοιπα Μινωικά ανάκτορα. Για την κατασκευή του ανακτόρου χρησιμοποιήθηκαν ντόπια οικοδομικά υλικά, όπως η σιδηρόπετρα, ο ψαμμόλιθος και οι κροκαλοπαγείς λίθοι. Τα ανασκαφικά δεδομένα βεβαιώνουν την ύπαρξη δύο ορόφων. H βόρεια είσοδος, από την πλευρά της θάλασσας ήταν η κυριότερη είσοδος του ανακτόρου. Κοντά σ' αυτή βρίσκεται το λεγόμενο λοξό κτήριο, ένα δείγμα της Μυκηναϊκής κυριαρχίας που γίνεται και εδώ αισθητή.

Το κύριο σημείο αναφοράς του ανακτόρου ήταν πάλι η κεντρική αυλή, που είχε έναν κεντρικό βωμό και στοές στις δύο πλευρές της. Μικρότερες αυλές βρίσκονταν και στο βόρειο τμήμα του ανακτόρου, ενώ πιστεύεται ότι στη βορειοδυτική πτέρυγα υπήρχαν εσωτερικοί κήποι. Στη δυτική πτέρυγα ήταν συγκεντρωμένα τα ιδιωτικά διαμερίσματα, τα διαμερίσματα για τις δημόσιες λειτουργίες και μία σειρά από λατρευτικούς χώρους.

Η λότζια, μία υπερυψωμένη αίθουσα με πεσσό, που επικοινωνούσε άμεσα με την κεντρική αυλή, ερμηνεύεται ως αίθουσα του θρόνου κατά το παράδειγμα της Κνωσού. Στην πίσω πλευρά αυτού του χώρου υπήρχε ένα θησαυροφυλάκιο. Τα γειτονικά δωμάτια ήταν μάλλον εργαστήρια ελεφαντουργίας και μεταλλουργίας, ενώ πίσω από τα εργαστήρια βρισκόταν μία δεξαμενή καθαρμών. Νότια της λότζιας, μία σκάλα οδηγούσε ίσως στο Piano Nobile του επάνω ορόφου. Mία άλλη μεγάλη αίθουσα με υπόστυλη κρύπτη, χαρακτηρίζεται ως χώρος συναθροίσεων.

Τα διαμερίσματα αυτά χωρίζονταν από τις αποθήκες της δυτικής πτέρυγας με έναν μακρύ διάδρομο. Στο νότιο τμήμα της δυτικής πτέρυγας μία πολύ πλατιά σκάλα αποτελεί τη μικρογραφία ενός θεατρικού χώρου, όπου εντοπίστηκε και ένας σταθερός λίθινος κέρνος. Ένα αυτόνομο διαμέρισμα, νότια του θεατρικού χώρου, με θρανία και λατρευτικά αντικείμενα έχει χαρακτηριστεί ως ιερό. Στη βόρεια πτέρυγα υπήρχαν επίσης δημόσιοι χώροι σημαντικοί για τη λειτουργία του ανακτόρου, όπως μία μεγάλη υπόστυλη αίθουσα με κίονες και ένα ιερό.

Γύρω από τη βόρεια αυλή υπήρχαν αποθήκες, εργαστήρια και ένα ελαιοτριβείο. Την ανατολική πλευρά καταλάμβαναν αποθήκες με χαμηλά πεζούλια για την τοποθέτηση πιθαριών και αγωγούς αποχέτευσης. Στη νοτιοδυτική άκρη του ανακτόρου υπήρχαν δύο σειρές από κουλούρες που χρησίμευαν μάλλον ως σιταποθήκες. Στη νότια πτέρυγα βρίσκονταν κυρίως εργαστηριακοί χώροι.

 
Επαύλεις

 

 Ως Μινωικές επαύλεις χαρακτηρίζονται κτήρια της Μεσομινωικής και Υστερομινωικής περιόδου, που είναι μικρότερα από τα ανάκτορα, αλλά πολύ μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα από τις απλές Μινωικές κατοικίες. Οι επαύλεις είναι συνήθως διώροφες και εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, πεσσούς, πολύθυρα, φωταγωγούς, όπως επίσης και την κοινή με τα ανάκτορα πρόβλεψη για ιδιαίτερους λατρευτικούς χώρους.

Μερικές από τις επαύλεις κτίστηκαν στο κέντρο των Μινωικών πόλεων, όπως αυτές της Τυλίσου, άλλες βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα ανάκτορα, όπως η βασιλική έπαυλη της Κνωσού και άλλες εντοπίζονται σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως η αγροτική έπαυλη του Βαθύπετρου και η έπαυλη του Σκλαβόκαμπου. Μερικές ιδιαίτερα εκτεταμένες κτιριακές εγκαταστάσεις, όπως αυτή της Αγίας Τριάδας, παρουσιάζουν κοινά στοιχεία τόσο με τα ανάκτορα όσο και με τις επαύλεις με αποτέλεσμα η κατάταξή τους στον έναν ή τον άλλον αρχιτεκτονικό τύπο να παραμένει προβληματική.

 


- Αγία Τριάδα

 

 Το κτιριακό συγκρότημα της Αγίας Τριάδας θεωρείται έπαυλη ή μικρό ανάκτορο, όπως και το μικρό ανάκτορο της Κνωσού. Η Αγία Τριάδα βρίσκεται κοντά στο ανάκτορο της Φαιστού. Το ανάκτορο κτίστηκε στο τέλος της Μεσομινωικής περιόδου (2000 - 1550 π.Χ.) και καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 1400 π.X. Η έπαυλη της Αγίας Τριάδας θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε από τον άνακτα της Φαιστού μετά την καταστροφή του ανακτόρου, αλλά ίσως να χρησιμοποιόταν παράλληλα με το ανάκτορο της Φαιστού. Αυτό το συγκρότημα χαρακτηρίζεται από ανυπέρβλητη κομψότητα.

Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν τα πιο πολύτιμα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι Μινωίτες. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με γυψολιθικές πλάκες και διακοσμημένοι με τοιχογραφίες, που ξεπερνούν σε αριθμό τις τοιχογραφίες όλης της Μινωικής Κρήτης. Τα διαμερίσματα της έπαυλης σχηματίζουν ένα ακανόνιστο σχήμα L. Μία σειρά από κλιμακοστάσια οδηγούσαν στον επάνω όροφο. Στο νότιο τμήμα, που ήταν πολύ απλά κατασκευασμένο, βρίσκονταν μάλλον οι βοηθητικοί χώροι.

Σε έναν από αυτούς βρέθηκε το περίφημο λίθινο κύπελλο της αναφοράς. Στο βορειοδυτικό τμήμα βρίσκονταν οι χώροι κατοικίας του άνακτα. Τα δάπεδα καλύπτονταν από κόκκινο κονίαμα. Η κεντρική αίθουσα συνδέεται, μέσω δύο πολυθύρων, με μία περίστυλη αυλή και ένα φωταγωγό. Στη δυτική πρόσοψη έχουν διατηρηθεί τα υπολείμματα ενός κλιμακωτού δρόμου που ονομάστηκε από τους ανασκαφείς ράμπα της θάλασσας. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκεται μία σειρά αποθηκών με τεράστια πιθάρια.

Ανατολικά των αποθηκών υπήρχαν πολυτελή διαμερίσματα με πολύθυρα και φωταγωγούς. Nοτιότερα, στο ανατολικό τμήμα της εγκατάστασης βρισκόταν μία σειρά ιερών, που οριοθετούνταν από τη ράμπα της θάλασσας και έναν πλακοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στη Φαιστό. Μετά την καταστροφή της έπαυλης, τα ιερά επεκτάθηκαν και πάνω από τα ερείπια των υπολοίπων χώρων. Ανάμεσα στα κτήρια της εποχής της Μυκηναϊκής κυριαρχίας ξεχωρίζει το τριμερές μέγαρο ενός Αχαιού ηγέτη, που θυμίζει τους ανάλογους χώρους των Μυκηναϊκών ανακτόρων.

Στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας βρέθηκαν, εκτός από πολλά εξαιρετικά δείγματα της κεραμικής τέχνης, ένα σημαντικό αρχείο από πινακίδες Γραμμικής Β, δείγματα λιθοτεχνίας, τρία λίθινα αγγεία με ανάγλυφες παραστάσεις, το κύπελλο της αναφοράς, το ρυτό των πυγμάχων και το αγγείο των θεριστών. Από τα πιο ιδιόμορφα ευρήματα που βρέθηκαν στην Αγία Τριάδα, είναι ένα πήλινο ομοίωμα της Μινωικής θεάς σε κούνια. Σε μια αποθήκη επίσης βρέθηκαν εννέα χάλκινα τάλαντα και ένας θησαυρός σφραγισμάτων. Το πιο σημαντικό, όμως, και από πολλές απόψεις ενδιαφέρον εύρημα είναι η σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας.



- Η Οικία των Τοιχογραφιών

 

 Η οικία των τοιχογραφιών βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του ανακτόρου της Κνωσού, στη νότια πλευρά της βασιλικής οδού. Είναι ένα μικρό και απλό κτήριο, που βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση κακής διατήρησης. Στην κύρια αίθουσα της κατοικίας βρισκόταν ένα δάπεδο με πλαίσιο. Το ενδιαφέρον του κτηρίου εντοπίζεται στα αναρίθμητα σπαράγματα τοιχογραφιών, από τα οποία συμπληρώθηκε η τοιχογραφία με τους γαλάζιους πιθήκους και η τοιχογραφία των χελιδονιών.

 

 

- Η Έπαυλη του Σκλαβόκαμπου

 

 Η έπαυλη του Σκλαβόκαμπου, τα ερείπια της οποίας καταστράφηκαν τελείως στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, βρισκόταν στους πρόποδες ενός βραχώδους λόφου σε μικρή απόσταση από την Τύλισο. Το μισό περίπου κτήριο της Υστερομινωικής I περιόδου είχε αποθηκευτική χρήση και το άλλο μισό ήταν κατοικήσιμος χώρος. Τα δύο αυτά τμήματα είχαν ξεχωριστές εισόδους. Στο κέντρο υπήρχε μία κεντρική αυλή με τέσσερις κίονες, παρόμοια με εκείνες των Μαλίων και του Παλαίκαστρου.

Δύο δωμάτια στη δυτική πλευρά της αυλής χρησίμευαν ως μαγειρεία αλλά ίχνη εστίας βρέθηκαν και στην αυλή. Στο βορειοδυτικό τμήμα βρίσκονταν τρία δωμάτια που επικοινωνούσαν μεταξύ τους, από τα οποία το ένα ήταν αποθηκευτικό. Στο χώρο κάτω από το κλιμακοστάσιο υπήρχε μία τουαλέτα με αποχέτευση προς τον εξωτερικό τοίχο. Μία φαρδιά στεγασμένη βεράντα με βόρειο προσανατολισμό προσέφερε θέα προς την πεδιάδα.



- Η Βασιλική Έπαυλις

 

 Η βασιλική έπαυλη κτίστηκε κατά την Υστερομινωική I περίοδο και βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το ανάκτορο της Κνωσού, από το οποίο τη χωρίζει ένας πλακοστρωμένος δρόμος, ο λεγόμενος βασιλικός δρόμος. Τόσο η θέση της, όσο και αρκετές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες δείχνουν ότι η βασιλική έπαυλη είχε λειτουργική εξάρτηση από το ανάκτορο. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, που δε συναντάται σε άλλα κτήρια αυτής της κατηγορίας, είναι ο λίθινος θρόνος, που βρέθηκε σε μία κόγχη της κύριας αίθουσας.

Η κόγχη, στην οποία βρέθηκε ο θρόνος, ήταν απομονωμένη με σκαλιά και κίονες και επικοινωνούσε μέσω ενός φωταγωγού με τον επάνω όροφο. Αυτή η αρχιτεκτονική διάταξη με το υποβλητικό σκηνικό δηλώνει ότι ο συγκεκριμένος χώρος προοριζόταν για κάποιες θρησκευτικές τελετουργίες. Από την κεντρική αίθουσα οδηγείται κανείς σε μία ιερή υπόστυλη κρύπτη, στην οποία υπήρχαν αυλάκια και κοιλότητες, κατασκευασμένα προφανώς για να δέχονται τις υγρές προσφορές.

Οι τοίχοι της κρύπτης ήταν κτισμένοι με γυψόλιθο, ενώ το δάπεδό της ήταν στρωμένο με γυψολιθικές πλάκες. Ένα ιδιόμορφο στοιχείο, που επίσης δε συναντάται σε κανένα άλλο Μινωικό κτίσμα, είναι το ιδιότυπο κλιμακοστάσιο που χωριζόταν σε δύο πτέρυγες καθώς οδηγούσε στον επάνω όροφο. Το νοτιοανατολικό τμήμα της έπαυλης, στο οποίο βρισκόταν μία πλακοστρωμένη αίθουσα, ένα λουτρό και μία τουαλέτα, φαίνεται ότι είχε ιδιωτικό χαρακτήρα.

 

 Η πόλη της Αμνισού βρίσκεται στη βόρεια παραλία της Κρήτης, ανατολικά του Ηρακλείου και ήταν μάλλον το επίνειο της Κνωσού κατά τη Μινωική εποχή. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από τη μαρτυρία του Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει ότι ο Μίνωας χρησιμοποιούσε το λιμάνι της Αμνισού. Η μινωική έπαυλη της Αμνισού, η έπαυλη των κρίνων όπως ονομάστηκε, κτίστηκε κατά την Υστερομινωική IA περίοδο (1550 - 1500 π.Χ.). Πρόκειται για μία διώροφη κατοικία με επιβλητική τοιχοδομία.

Η εικόνα της βίαιης μετατόπισης των δόμων δείχνει ότι το κτήριο αυτό καταστράφηκε από σεισμό. Η κύρια αίθουσα υποδοχής έχει δύο κεντρικούς πεσσούς και τοίχους διακοσμημένους με τοιχογραφίες θαυμαστής ποιότητας. Στις τοιχογραφίες αυτές απεικονίζεται ένα τοπίο με τεχνητή βλάστηση, όπου κυριαρχούν οι κρίνοι. Ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο είχε ένα εξαπλό πολύθυρο, που οδηγούσε σε βεράντα με θέα προς τη θάλασσα. Η έπαυλη της Αμνισού θεωρείται ότι ανήκε σε έναν ναυτικό με υψηλό αξίωμα.



- Οι Κήποι της Αμνισού

 

 Σαφή ένδειξη ότι στην Κρήτη υπήρχαν τεχνητοί κήποι αποτελεί ο τοιχογραφικός διάκοσμος της έπαυλης στην Αμνισό. Στη μία πλευρά της αίθουσας απεικονίζονταν κρίνοι, που φύτρωναν από χαμηλές βάσεις με βάθος ένα βραχώδες τοπίο και στην άλλη συστάδες κρίνων, που προέβαλλαν από οδοντωτά πλαίσια. Τα οδοντωτά αυτά πλαίσια ερμηνεύτηκαν και ως απεικόνιση τεχνητών λιμνών, που έχουν παράλληλα σε Αιγυπτιακές παραστάσεις πολυτελών κήπων. Επίσης, οι κάλυκες των κρίνων σχημάτιζαν το ιερογλυφικό σημείο μρ της αιγυπτιακής γλώσσας, που σημαίνει λίμνη ή δεξαμενή.

Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, οι τοιχογραφίες της αίθουσας των κρίνων, που απεικονίζουν έναν ιερό κήπο, παρουσιάζουν Αιγυπτιακές επιδράσεις τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό τους. Στη σχέση των Μινωιτών καλλιτεχνών με την Αίγυπτο και τους Αιγυπτιακούς κήπους παραπέμπουν και άλλες εικονιστικές παραστάσεις, όπως η τοιχογραφία της οικίας των τοιχογραφιών της Κνωσού, αλλά και η παρουσία αυθεντικών Μινωικών τοιχογραφιών στο Tell el Daba της Αιγύπτου.


Μινωικές Πόλεις

 

 Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με την πολεοδομική οργάνωση των αστικών κέντρων προέρχονται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα Μινωικών οικισμών αλλά και από απεικονίσεις κτηρίων και πόλεων στη Μινωική τέχνη. Την πληρέστερη εικόνα μιας Μινωικής πόλης δίνουν οι οικισμοί των Γουρνιών, του Παλαίκαστρου, του Κομού και του οικοδομικού συγκροτήματος Mu των Μαλίων, ενώ σε έδαφος εκτός Κρήτης το καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα είναι το Ακρωτήρι της Θήρας.

Τα αστικά κτήρια βρίσκονταν σε μεγάλα οικοδομικά συγκροτήματα που χωρίζονταν από στενούς δρόμους. Η διέλευση μέσα στην πόλη και προς τις εισόδους της γινόταν από πλατύτερους κεντρικούς δρόμους και πλατείες. Τα εξωτερικά αρχιτεκτονικά στοιχεία των κτηρίων είναι περισσότερο γνωστά από τις απεικονίσεις πόλεων στη Μινωική τέχνη. Σύμφωνα με αυτές τις παραστάσεις τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα. Τα παράθυρα συνήθως βρίσκονταν, μάλλον για λόγους ασφαλείας, στους ορόφους και όχι στο ισόγειο.

Ένα κοινό στοιχείο όλων σχεδόν των κτισμάτων ήταν το μικρό δώμα στην οροφή των σπιτιών. Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνεται και από το ομοίωμα ενός σπιτιού από τις Αρχάνες, τον οικίσκο των Αρχανών. Οι οικοδομικές λεπτομέρειες που παρατηρούνται σε όλα τα κτήρια είναι ο συνδυασμός πλινθοδομής και ξυλοδεσιάς και οι διακοσμητικές ζωφόροι από κατακόρυφα κομμένους κορμούς δένδρων. Αντίθετα από τις περισσότερες πόλεις της εποχής του Xαλκού στο νησιωτικό χώρο, οι Μινωικές πόλεις δε διέθεταν οχύρωση.

Αυτό το γεγονός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι ένιωθαν ασφάλεια στο εσωτερικό του νησιού και ότι πιθανότατα κατά το μεγαλύτερο μέρος της Μινωικής περιόδου επικρατούσε εσωτερική ειρήνη. Οι εξωτερικοί εχθροί αντιμετωπίζονταν πιθανότατα στις ανοικτές θάλασσες από το Μινωικό στόλο, η παντοδυναμία του οποίου εξασφάλιζε την pax minoica, τη Μινωική ειρήνη.



- Γουρνιά

 

 Ο οικισμός των Γουρνιών αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα και καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα μιας Μινωικής πόλης. Τα Γουρνιά βρίσκονται στον κόλπο του Μιραμπέλου, στο βορειότερο τμήμα του κόλπου της Ιεράπετρας. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε ένα λόφο και αποτελείται από συγκροτήματα κτηρίων, που είναι διαρθρωμένα ανάμεσα σε δρόμους. Στην κορυφή του λόφου αποκαλύφθηκαν τα αρχιτεκτονικά ερείπια ενός ανεξάρτητου συγκροτήματος, που αν και είναι δέκα φορές μικρότερο από το ανάκτορο της Κνωσού, θυμίζει έντονα τη διάταξη των Μινωικών ανακτόρων.

Η ομοιότητα με τα ανάκτορα αφορά κυρίως στη διαμόρφωση της δυτικής πτέρυγας του συγκροτήματος που είναι πλακοστρωμένη και κτισμένη με μεγάλους, ασβεστολιθικούς δόμους, όπως συνηθίζεται στις δυτικές προσόψεις των ανακτόρων. Άλλα, κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τα ανάκτορα εντοπίζονται στο συγκρότημα αποθηκών της δυτικής αυλής και το γειτονικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ίσως οδηγούσε και σ' αυτή την περίπτωση σε χώρους υποδοχής που βρίσκονταν στον επάνω όροφο.

Στο βόρειο άκρο εξάλλου, ένα μικρό κλιμακοστάσιο θυμίζει το θεατρικό χώρο της Κνωσού, ενώ στο νότιο τμήμα εντοπίζεται ένας ανοικτός χώρος, γνωστός ως δημόσιος χώρος, που φαίνεται ότι είχε σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί εκδηλώσεις κοινωνικού χαρακτήρα. Στη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος, σ' ένα μικρό δωμάτιο με πολύθυρο, που είχε θέα στην κεντρική αυλή, βρέθηκε ένα χαμηλό θρανίο που θυμίζει παρόμοια δωμάτια της δυτικής πτέρυγας του ανακτόρου της Φαιστού.

Σ' έναν άλλο χώρο επίσης, του οποίου το σχήμα θυμίζει τα τριμερή ιερά των ανακτόρων, βρέθηκαν ιερά κέρατα και βάσεις με κοιλότητες, στοιχεία που συντείνουν στο χαρακτηρισμό του ως ιερού.

 


- Απεικονίσεις Μινωικών Πόλεων

 

Σε μία σειρά από καλλιτεχνήματα της Μινωικής εποχής απεικονίζονται αποσπασματικά κτήρια ή και ολόκληρες πόλεις. Αυτά τα ευρήματα μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία για την εξωτερική εμφάνιση των κτηρίων και τη διάρθρωση της πόλης, αλλά και είναι χαρακτηριστικά του πώς οι Μινωίτες καλλιτέχνες αντιλαμβάνονταν και απέδιδαν καλλιτεχνικά το γύρω τους χώρο. Σε όλες αυτές τις παραστάσεις η θέα των πόλεων είναι ιδωμένη από τη θάλασσα, πράγμα που σημαίνει ότι για την απόδοσή της είχε παγιωθεί ένα ιδανικό, στερεότυπο μοντέλο απεικόνισης.

Ανάλογα δείγματα τέτοιων πρώιμων αστικών αποδόσεων είναι γνωστά και σε άλλους πολιτισμούς, όπως δείχνουν παρόμοιες απεικονίσεις πόλεων από το Νούτζι, η μακέτα της πόλης Ουρ και μερικά κάπως μεταγενέστερα Ασσυριακά ανάγλυφα. Επίσης στην Αίγυπτο υπάρχουν απεικονίσεις πόλεων με συγκεκριμένες γεωγραφικές και τοπογραφικές αναφορές.

 


- Το Μωσαϊκό της Πόλης

 

Το αρχαιότερο μέχρι στιγμής εύρημα που μας δίνει μία γλαφυρή εικόνα της Μινωικής πόλης είναι το μωσαϊκό της πόλης, ένα σύνολο από πλακίδια φαγεντιανής που βρέθηκαν στον ιερό αποθέτη της Κνωσού. Τα πλακίδια αυτά ήταν μάλλον τοποθετημένα επάνω σε μία πλάκα από φθαρτό υλικό ή ίσως σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Κάθε ένα απεικονίζει την πρόσοψη ενός σπιτιού και το σύνολό τους θα απεικόνιζε μία Μινωική πόλη. Μερικά άλλα πλακίδια που ανήκαν στο ίδιο σύνολο απεικόνιζαν ζώα, δέντρα και θαλάσσια κύματα, πράγμα που σημαίνει ότι στη σύνθεση είχαν συμπεριληφθεί και τμήματα του φυσικού περίγυρου και της ζωής στην πόλη.

 


Μινωικοί Κήποι

 

 Μία σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνει την ύπαρξη τεχνητών κήπων στα Μινωικά ανάκτορα. Σε παραστάσεις τοιχογραφιών, όπως αυτές της Αμνισού, απεικονίζεται η τοποθέτηση διακοσμητικών φυτών σε ανθοδοχεία ή γλάστρες. Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δείχνουν επίσης την ύπαρξη κήπων ανάμεσα σε ανακτορικά διαμερίσματα ή διάφορα κτήρια. Οι κήποι εντοπίζονται κυρίως σε φωταγωγούς Μινωικών κτηρίων.

Χώροι όπου υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις βρίσκονται στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ανακτόρου της Ζάκρου, στην αίθουσα των διπλών πελέκεων στην Κνωσό, στο βόρειο άκρο της δυτικής πτέρυγας των Μαλίων και ανάμεσα στα ιδιωτικά κτήρια του Παλαίκαστρου. Ως κήπος ερμηνεύτηκε και μία τεχνητή διαμόρφωση που εντοπίστηκε στην πλατεία των ιερών στο ανάκτορο της Φαιστού, στο χώρο της πλαγιάς προς την πεδιάδα. Ο χώρος αυτός φαίνεται ότι είχε κατόπιν σχεδίου ενταχθεί ανάμεσα στην αυλή και μία αίθουσα καθαρμών.

Το έδαφος σε αυτό το σημείο είναι βραχώδες και εμφανίζεται τρυπημένο με εργαλεία σε πολλά σημεία. Σε τέτοιους λάκκους τοποθετούνταν ίσως γλάστρες με φυτά, ίσως όμως πρόκειται και για λάκκους φυτέματος δέντρων. Τα μικρότερα τεχνητά ανοίγματα του βράχου ήταν κατάλληλα για τη φύτευση βολβών των λεπτότερων φυτών που απεικονίζονται συχνά στις τοιχογραφίες, όπως οι κρόκοι, οι μικροσκοπικές ίριδες, οι βιολέτες, οι κισσοί και τα αρωματικά βότανα.

Η καλλιέργεια αυτών των φυτών ίσως σχετίζεται με την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών, εφόσον είναι βεβαιωμένη η στενή σχέση της βλάστησης και της Μινωικής θρησκείας. Πρόσφατες έρευνες στο ανάκτορο της Πύλου φέρουν στο φως στοιχεία που βεβαιώνουν ότι το χαρακτηριστικό αυτό των Μινωικών ανακτόρων μεταδόθηκε και στα Μυκηναϊκά ανάκτορα καθώς συγκεκριμένοι χώροι της Πύλου ερμηνεύονται ως αυλές που περιέκλειαν κήπους με υδραυλικές εγκαταστάσεις.

 


Κοινωνία

 

 Τα πλούσια κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού της Μινωικής Κρήτης επιτρέπουν την παρακολούθηση της εξέλιξης της Μινωικής κοινωνίας που εμφανίζει διαφορετικά σχήματα σε κάθε περίοδο της Μινωικής εποχής. Μέσα από τα οικιστικά κατάλοιπα, τα νεκροταφεία και τα έργα τέχνης διαφαίνεται η ραγδαία εξέλιξη μιας γεωγραφικά κλειστής κοινωνίας που είναι δεκτική στις ξένες επιδράσεις, χρησιμοποιεί κατάλληλα τους πόρους της και δημιουργεί έναν υψηλό πολιτισμό. Κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000 - 2000 π.Χ.) παρουσιάζονται για πρώτη φορά συλλογικά έργα.

Τεχνική εξειδίκευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και κοινωνική διαστρωμάτωση, ως αποτέλεσμα των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων και της επιτυχημένης εκμετάλλευσης πρώτων υλών, πιθανότατα από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής τονώθηκε η κοινωνική συνείδηση και επιβλήθηκε μια άρχουσα τάξη που οδήγησε στην ίδρυση των ανακτόρων. Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 - 1550 π.Χ.), με την εμφάνιση των ανακτόρων, που εκτός από ένα ιδιάζον οικιστικό σχήμα ήταν και ο άξονας της κεντρικής διοίκησης.

Η Μινωική κοινωνία υπόκειται σε ριζικές αλλαγές και εμφανίζεται, σε όλες τις εκδηλώσεις της, άριστα οργανωμένη και συγκεντρωτική. Η εσωτερική οργάνωση των ανακτορικών κέντρων προϋπέθετε την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών τάξεων, που έπαιζαν συγκεκριμένο ρόλο στην ιεραρχία. Ο χαρακτήρας της ανακτορικής διοίκησης επιτρέπει το χαρακτηρισμό της κοινωνίας ως θεοκρατικής, αφού η συγκέντρωση της εξουσίας, που ασκούνταν σαφώς στα ανάκτορα, συνοδευόταν από την κυρίαρχη παρουσία της θρησκείας.

Τα όρια όμως μεταξύ της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, παραμένουν ακόμη ασαφή, καθώς για το μεγαλύτερο μέρος της Ανακτορικής περιόδου, η έρευνα στηρίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα που δεν τεκμηριώνονται από γραπτά μνημεία. Και ενώ η μυθολογική παράδοση του Κρητικού ηγέτη Μίνωα επηρέασε για ένα μεγάλο διάστημα την ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων, έχουν επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα προβλήματα αναγνώρισης και αυτών των ηγετικών προσώπων της Μινωικής Κρήτης.

 

 Μυκηναϊκή κυριαρχία εισήγαγε στην Κρήτη μία διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή της Μυκηναϊκής Ελλάδας, με το σύστημα αρχειοθέτησης και τη δημιουργία ορισμένων νέων θεσμών, στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι πλούσιοι τάφοι πολεμιστών. Κατά την Μετανακτορική περίοδο (1400 - 1050 π.Χ.) παρατηρούνται κοινωνικά φαινόμενα που συνοδεύουν συνήθως την εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας. Η εξουσία ασκούνταν πια από πολλούς άρχοντες, που κατοικούσαν μάλλον σε αγροτικές επαύλεις και έλεγχαν μικρότερες γεωγραφικές περιοχές.

Κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού η εξουσία ασκείται σε γεωγραφικά περιορισμένη κλίμακα, ενώ έχουν χαθεί οι εξειδικευμένες ομάδες που εξυπηρετούσαν το διοικητικό μηχανισμό. Η έλλειψη κεντρικής εξουσίας οδηγεί στον ολοένα αυξανόμενο ρόλο των αστικών κέντρων, όπου παρατηρούνται φαινόμενα διοικητικής ανεξαρτησίας που έχουν επίδραση και στη θρησκευτική οργάνωση. Η επιλογή νέων θέσεων κατοίκησης σε φυσικά οχυρωμένες περιοχές δείχνει την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων, που οφείλεται μάλλον στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.

Καθ' όλη τη διάρκεια της Μινωικής εποχής απουσιάζει τελείως από την Κρήτη ένα αμυντικό σύστημα, ανάλογο με τις ακροπόλεις της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Η διαπίστωση αυτή είναι μια ένδειξη ότι η ασφάλεια των κατοίκων εξασφαλιζόταν στο μεγαλύτερο μέρος της εποχής του Χαλκού από τη λεγόμενη Μινωική ειρήνη.

 


Θεοκρατία

 

 Μία σειρά από στοιχεία των ανακτόρων, όπως η τελετουργική χρήση σημαντικών χώρων, αλλά και παραδείγματα της εικονιστικής τέχνης, όπου ηγετικές μορφές συνοδεύονται από θρησκευτικά εμβλήματα και σύμβολα, οδηγούν στην παραδοχή ότι η ανώτατη εξουσία της Μινωικής Κρήτης είχε θεοκρατικό χαρακτήρα. Οι βασιλείς ήταν εκπρόσωποι των θεοτήτων και το κύρος τους πήγαζε από τη συγγένειά τους μ' αυτές.

Ίσως αυτή η ιδέα ενσάρκωσης της θεότητας οδήγησε στις τελετές μίμησης που παρουσιάζονται τόσο συχνά στη Μινωική εικονιστική τέχνη. Η σχέση τους με τις θεότητες υποδηλωνόταν μέσα από τη θεατρικότητα των βασιλικών εμφανίσεων. Οι βασιλείς-αρχιερείς, καθισμένοι σε θρόνους ή σε υπερυψωμένες εξέδρες στους θεατρικούς χώρους, θα ήταν ορατοί από τους υπηκόους τους που ήταν συγχρόνως και το θρησκευτικό τους ποίμνιο.

Μόνο ελάχιστα δείγματα της εικονιστικής τέχνης φανερώνουν αυτή τη σύζευξη της πολιτικής με τη θρησκευτική εξουσία. Ανάμεσά τους περιλαμβάνεται και το σφράγισμα της Μητέρας των ορέων, στο οποίο απεικονίζονται δύο επιβλητικές μορφές, μία ανδρική και μία γυναικεία, στις οποίες αποδίδονται θεϊκές ή διοικητικές ιδιότητες. Έχει προταθεί ότι αυτή η παράσταση απεικονίζει το βασιλιά που δεόμενος αντλούσε το κύρος του από τη θεά, η οποία τον νομιμοποιούσε.

Παρόμοια στοιχεία θεοκρατίας παρατηρούνται, με διαφορετικό όμως ύφος, σε όλους τους πρώιμους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής. Στην Αίγυπτο, η θεοποίηση του βασιλιά συνδεόταν στενά με τις δοξασίες για το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή και οι Φαραώ θεωρούνταν θεοί μετά το θάνατό τους. Αυτό δε φαίνεται να ίσχυε στη Μινωική Κρήτη, όπου οι βασιλείς ήταν οι ενσαρκώσεις των θεοτήτων εν ζωή, ένα φαινόμενο που πλησιάζει περισσότερο το Μεσοποταμιακό πρότυπο της απόλυτης θεϊκής υπόστασης του βασιλέα.

 


- Ο Πρίγκηπας με τα Κρίνα

 

 Από όλες τις ανθρώπινες μορφές της Μινωικής τέχνης ο πρίγκιπας με το φτερωτό στέμμα, με τον τρόπο που είχε αποκατασταθεί αρχικά από τον Evans, ήταν η μορφή εκείνη που ταίριαζε περισσότερο με την εικόνα του βασιλιά - αρχιερέα. Η μορφή αυτή όμως, που έχει συμπληρωθεί από πολλά μικρά, ασύνδετα θραύσματα, αποκαταστάθηκε πρόσφατα ως πυγμάχος, αν και αυτή η αποκατάσταση είναι επίσης αβέβαιη.

Έτσι, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο, αν η μορφή με το φτερωτό στέμμα ανήκει σε μία ανδρική ή γυναικεία μορφή με πολιτικό ή ιερατικό αξίωμα ή ακόμη και σε μία μυθική μορφή, όπως οι σφίγγες, οι οποίες απεικονίζονται συχνά με αυτό το κάλυμμα τόσο στη μινωική, όσο και στη μυκηναϊκή τέχνη. Μία σειρά συλλογισμών οδηγούν τους ειδικούς ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η μορφή αυτή είναι γυναικεία. Βασικό επιχείρημα αποτελεί το γεγονός ότι οι άνδρες στο προϊστορικό Αιγαίο δεν εμφανίζονται με καλυμμένο το κεφάλι ενώ αντίθετα οι σφίγγες και οι ιέρειες φέρουν μερικές φορές φτερωτά στέμματα.

Οι πλατείς ώμοι και ο μυώδης κορμός που θα συνηγορούσαν στην αποκατάσταση μιας ανδρικής μορφής συναντώνται και στις ταυροκαθάπτριες της Κνωσού που παρουσιάζουν αθλητικό, εφηβικό σώμα. Το δέρμα της μορφής, που φαίνεται σήμερα λευκό, είχε αρχικά περιγραφεί από τον Evans ως φθαρμένο κόκκινο με αποτέλεσμα να ερμηνευτεί αρχικά η μορφή ως ανδρική.

Οι χρωματικοί συνδυασμοί της τοιχογραφίας όμως, με τα γαλάζια και κόκκινα κοσμήματα που θα έδιναν καλύτερη εντύπωση σε λευκό βάθος, συνηγορούν στην αποκατάσταση του λευκού χρώματος στο δέρμα της μορφής. Έτσι οι πιο πρόσφατες μελέτες αποκαθιστούν τον πρίγκιπα με τα κρίνα ως μία γυναίκα υψηλού αξιώματος που οδηγεί έναν ταύρο στην αρένα.

 


- Το Κύπελλο της Αναφοράς

 

 Ανάμεσα στις μορφές της εικονογραφίας, που ίσως αποδίδουν πρόσωπα με πολιτική εξουσία, κατατάσσεται και η νεανική μορφή με το ραβδί που απεικονίζεται σε ένα λίθινο κύπελλο από την Αγία Τριάδα, το γνωστό ως κύπελλο της αναφοράς. Η μορφή αυτή ερμηνεύτηκε αρχικά από τον Evans ως νεαρός πρίγκιπας έξω από την είσοδο της κατοικίας του, που δίνει διαταγές σε αξιωματούχο της φρουράς του, δεν έλειψαν όμως και διαφορετικές ερμηνείες.

Η φανερή παιδικότητα των δύο μορφών οδήγησε στην υπόθεση ότι δεν πρόκειται για μία ηγετική φυσιογνωμία και έναν υπήκοο αλλά για δύο παιδιά που παίζουν παριστάνοντας τους ενήλικες. Μία πρόσφατη ερμηνεία υποστηρίζει ότι πρόκειται για αναπαράσταση της τελετής ενηλικίωσης, ενός εθίμου της μινωικής κοινωνίας που φαίνεται ότι απεικονίζεται και σε άλλες παραστάσεις. Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, κατά την πρώιμη εφηβεία τα αγόρια έπαιρναν μέρος σε μία τελετή.

Αν ακολουθήσουμε μια μεταγενέστερη Κρητική παράδοση, που ίσως ανάγεται σε έθιμα της Μινωικής εποχής, κατά την τελετή της ενηλικίωσης δωριζόταν στον έφηβο ένα ακόντιο, ένας ταύρος και ένα κύπελλο. Στην περίπτωση του κυπέλλου της αναφοράς, το ακόντιο και ο ταύρος βρίσκονται στην παράσταση ενώ το τρίτο στοιχείο είναι το ίδιο το κύπελλο.

 


Η Ανακτορική Κοινωνία

 

 Ο σχεδιασμός των Μινωικών ανακτόρων με τη σύνθετη αλλά καλά οργανωμένη διάταξη των χώρων του φανερώνει ένα αυστηρά ιεραρχημένο και συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν μία ηγετική μορφή η οποία είχε διοικητική και νομοθετική εξουσία, ενώ κατείχε ταυτόχρονα την ύψιστη αρχιερατική θέση. Γύρω της μια ομάδα από ευγενείς και οι συγγενείς της βασιλικής οικογένειας, που κατοικούσε μάλλον στις γειτονικές πολυτελείς επαύλεις, έπαιζε συμβουλευτικό ρόλο.

Αρκετά ισχυρή πρέπει να ήταν η θέση του ιερατείου, που αποτελούνταν από άνδρες και γυναίκες και ίσως διαχωριζόταν σε διάφορους βαθμούς ιεραρχίας και εξουσιαστικής δύναμης. Η κλίμακα της ιεραρχίας διαμορφωνόταν σε σαφώς διαχωρισμένες κοινωνικές τάξεις και ειδικότητες. Η ύπαρξη εργαστηριακών χώρων μέσα στα ανάκτορα, όπου κατασκευάζονταν πολυτελή αντικείμενα κατά παραγγελίαν της ηγετικής τάξης, δείχνει την ύπαρξη επαγγελματιών τεχνιτών, οι οποίοι λόγω της σπάνιας εξειδίκευσής τους μάλλον απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια.

Ανάμεσα σ' αυτούς κατείχαν αναμφίβολα σημαντική θέση και οι γραφείς οι οποίοι είχαν την ευθύνη της αρχειοθέτησης των αποθηκών. Ανάμεσα στο ανάκτορο και τους πολίτες βρίσκονταν μάλλον υψηλοί αξιωματούχοι, επιφορτισμένοι με το έργο της συλλογής των αγροτικών προϊόντων ή άλλων φόρων από την ύπαιθρο. Οι άνθρωποι στις πόλεις και την ύπαιθρο ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες, τη βιοτεχνία και το εμπόριο.

Οι συνεχείς εμπορικές επαφές με κοντινές αλλά και με πολύ μακρινές περιοχές εκτός Κρήτης προϋποθέτει τη διαρκή ενασχόληση μιας κοινωνικής ομάδας με τη ναυτιλία. Η οργάνωση και η κατανομή της εργασίας στην κοινωνία των ανακτόρων καθιστά αναγκαία την ύπαρξη μιας τάξης οικιακών βοηθών ή και σκλάβων που επιβεβαιώνεται και από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να συγκρίνονται με την εκμετάλλευση των δούλων στην κλασική Αθήνα και την αρχαία Ρώμη.

Η απασχόληση των γυναικών δεν είναι εύκολο να διαγνωστεί από τα αρχαιολογικά δεδομένα, αλλά στις πινακίδες των ανακτορικών αρχείων αναφέρονται ανάμεσα στα επαγγέλματα και υφάντρες, πράγμα που σημαίνει ότι γυναίκες που ασχολούνταν με την υφαντική τέχνη είχαν εργασιακή σχέση με τα ανάκτορα είτε ως επαγγελματίες είτε ως σκλάβες. Παρ' όλη τη δυσκολία ανάγνωσης λεπτομερών κοινωνικών δομών, είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι γυναίκες κατείχαν υψηλή θέση στη Μινωική κοινωνία και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή.

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις παραστάσεις της μινωικής εικονογραφίας, όπου οι γυναίκες εμφανίζονται συχνά να συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις ως θεατές δημόσιων θεαμάτων, ως ιέρειες αλλά και ως αθλήτριες. Τα προνόμια αυτά των γυναικών αλλά και η λατρεία της μητέρας-θεάς ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην υπόθεση ότι στη Μινωική κοινωνία επιβίωναν κατάλοιπα γυναικοκρατίας που ανάγονται στη Νεολιθική εποχή.

 


Ταφικά Έθιμα

 

 Ήδη από την αρχή της πρώιμης Χαλκοκρατίας (3650 - 2000 π.Χ) αρχίζει να εγκαταλείπεται στην Κρήτη το Νεολιθικό ταφικό έθιμο της απόθεσης των νεκρών σε σπήλαια ή βραχοσκεπές και γενικεύεται η χρήση των νεκροταφείων. Κάθε γένος διατηρούσε στα νεκροταφεία το δικό του ταφικό κτήριο που χρησιμοποιόταν από γενιά σε γενιά επί πολλούς αιώνες. Ο χαρακτηριστικότερος τύπος ταφικών κτηρίων της Μινωικής εποχής είναι τα κυκλικά ταφικά κτήρια, που είναι γνωστά ως θολωτοί τάφοι, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη διάδοση στο νοτιοδυτικό τμήμα της Κρήτης, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαράς.

Στην ανατολική Κρήτη συνηθίζονταν αντίθετα τα ορθογώνια ταφικά κτήρια. Οι νεκροί αποτίθενταν σε ιδιαίτερους χώρους και τα οστά των παλαιότερων ταφών συγκεντρώνονταν σε γειτονικά οστεοφυλάκια που προστίθενταν στο αρχικό κτίσμα. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του ορθογώνιου ταφικού τύπου βρέθηκαν στο Μόχλο, στο Παλαίκαστρο και στα Γουρνιά. Οι νεκροί τοποθετούνταν ανάσκελα με μαζεμένα τα πόδια σε λάρνακες, σε ξύλινα φέρετρα, σε ρηχούς λάκκους μέσα στους τάφους ή επάνω στο δάπεδο των τάφων.

Τα οστά των παλαιότερων ταφών παραμερίζονταν για να δημιουργηθεί χώρος για τις νέες ταφές και μερικές φορές καιγόταν το εσωτερικό του τάφου πριν από τη νέα ταφή. Αυτό το φαινόμενο, χωρίς να θεωρείται ασέβεια των νεκρών προγόνων, διαφοροποιείται πολύ από τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου, όπου δινόταν σημασία όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στη διατήρηση του σώματος των νεκρών. Η καύση των νεκρών στην Κρήτη παρατηρείται μόνο κατ' εξαίρεσιν. Οι νεκροί συνοδεύονταν από κτερίσματα που ήταν συνήθως κοσμήματα, όπλα, προσωπικά αντικείμενα και αγγεία, ο αριθμός και η ποιότητα των οποίων ήταν ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού.

Οι πολεμιστές της εποχής της μυκηναϊκής κυριαρχίας στην Κρήτη θάβονταν με ολόκληρο τον οπλισμό τους, κατά το έθιμο της Μυκηναϊκής Ελλάδας. Εκτός από τα ταφικά κτήρια υπήρχαν και ανεξάρτητες ταφές. Οι λακκοειδείς τάφοι ήταν απλοί λάκκοι σκαμμένοι σε μαλακό βράχο. Ένα σπανιότερο είδος αποτελούσαν οι κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, που θεωρούνται μία από τις Κυκλαδικές επιρροές και περιορίζονται στη βόρεια Κρήτη. Ένα άλλο ταφικό έθιμο, που ήταν διαδεδομένο κυρίως κατά τη Μεσομινωική περίοδο, ήταν οι πιθοταφές. Οι νεκροί τοποθετούνταν μέσα σε πίθους, δεμένοι σε συνεσταλμένη στάση.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα πιθοταφών βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Παχυάμμου. Κατά τη Μετανακτορική εποχή (1390 - 1070 π.Χ.) οι τάφοι περιείχαν τρεις έως πέντε νεκρούς. Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται συχνά ως αποδυνάμωση του κοινωνικού ρόλου του γένους και ισχυροποίηση της ατομικότητας των μελών του, ένα φαινόμενο που ήταν αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του πλούτου. Οι πλουσιότεροι τάφοι αυτής της εποχής ανήκουν στον τύπο του θολωτού τάφου, ενώ εμφανίζονται και οι θαλαμοειδείς τάφοι.

Oι τάφοι αυτοί ήταν υπόγειοι, λαξευμένοι σε πλαγιές λόφων και είχαν είσοδο στο τέρμα ενός μακρόστενου, επίσης λαξευμένου δρόμου. Είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευθούν οι δοξασίες των Μινωιτών για τις σχέσεις των νεκρών με τις θεότητες. Είναι βέβαιο όμως ότι καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού, στους χώρους των νεκροταφείων τελούνταν ειδικές νεκρικές τελετουργίες και ίσως ολόκληροι οι χώροι των νεκροταφείων να θεωρούνταν ιερές περιοχές.

Προς τιμήν του νεκρού γίνονταν τελετουργικές πόσεις, μετά από τις οποίες τα κύπελλα σπάζονταν και τα θραύσματά τους εγκαταλείπονταν κοντά στον τάφο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι στα νεκροταφεία λάμβαναν χώρα πομπές και θυσίες. Η καλύτερη μαρτυρία για τις νεκρικές τελετουργίες προσφέρεται στις παραστάσεις της περίφημης σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας, όπου απεικονίζονται με μεγάλη ακρίβεια σκηνές χοής, πομπής και θυσίας συνδεμένες με τη νεκρική λατρεία.

 


- Ταφές σε Σπήλαια

 

 Το έθιμο των ταφών σε σπήλαια που συνηθιζόταν κατά τη Νεολιθική εποχή (6000 - 3500 π.Χ.) επιβίωσε μέχρι το τέλος της πρώιμης Xαλκοκρατίας (2000 π.Χ. περίπου) στο βόρειο και το ανατολικό τμήμα της Κρήτης. Tα οστά των νεκρών βρίσκονται σ' αυτές τις περιπτώσεις μαζεμένα, πράγμα που σημαίνει ότι οι νεκροί τοποθετούνταν σε πλάγια, συνεσταλμένη στάση. Οι εστίες φωτιάς που εντοπίζονται συχνά κοντά σ' αυτές τις ταφές δείχνουν ότι τα ταφικά έθιμα των σπηλαιοταφών περιλάμβαναν ίσως περιοδικές καύσεις ή τελετουργικά δείπνα που συνοδεύονταν από πυρές.

 


- Ταφικά Κτίρια

 

 Τα ορθογώνια ταφικά κτήρια ήταν οικοδομήματα προορισμένα για ταφική χρήση και διακρίνονται σε δύο διαφορετικούς τύπους. Στον πρώτο τύπο ανήκουν όσα αποτελούνται από μακρόστενα, παράλληλα δωμάτια, όπως αυτά του Παλαικάστρου, των Aρχανών και του Πλατάνου. Στον δεύτερο τύπο ανήκουν όσα αποτελούνται από τετράγωνους ή ορθογώνιους χώρους, με πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τα ταφικά κτήρια του Μόχλου. H οροφή των κτηρίων αυτών δε σώζεται πουθενά, αλλά αποκαθίσταται συνήθως ως επίπεδη. Oι δύο αυτές παραλλαγές απαντούν συχνά στo ίδιo νεκροταφείο και είναι μάλλον σύγχρονες.

Σ' αυτό τον ταφικό τύπο ανήκουν μερικά πολύ εντυπωσιακά παραδείγματα, όπως το ταφικό κτήριο του Χρυσόλακκου Μαλίων που χρονολογείται στη Μεσομινωική I περίοδο (2000 - 1900 π.Χ.). H μορφή αυτού του ταφικού τύπου παρουσιάζει ομοιότητες με την οικιστική αρχιτεκτονική, υποδηλώνοντας ίσως έτσι τη συνάφεια του σπιτιού των νεκρών με το σπίτι των ζώντων. H διάδοσή του είναι μεγαλύτερη στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού.

Tα πρώτα παραδείγματα ταφικών κτηρίων χρονολογούνται στην Πρωτομινωική III (2300 - 2100 / 2000 π.Χ.) και τα τελευταία κατά το τέλος της Μεσομινωικής εποχής (2000 - 1550 π.Χ.). Στην κοιλάδα της Mεσαράς τα ορθογώνια ταφικά κτήρια συνυπάρχουν με τους θολωτούς τάφους και φαίνεται ότι κτίστηκαν ως επέκτασή τους για να συμπεριλάβουν τα οστά και τα κτερίσματα των παλαιότερων ταφών.

 


- Κιβωτόσχημοι Τάφοι

 

 Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι αποτελούν ένα λιγότερο αντιπροσωπευτικό ταφικό τύπο της Μινωικής Κρήτης, ο οποίος είναι κυρίως γνωστός από τις Κυκλάδες. Η διάδοσή τους στην Κρήτη περιορίζεται στα βόρεια παράλια. Tα κυριότερα παραδείγματα κιβωτιόσχημων τάφων βρίσκονται σε πρωτομινωικές θέσεις, οι οποίες εμφανίζουν έντονες Κυκλαδικές επιδράσεις και στην τέχνη, όπως ο Mόχλος, η Ψείρα, η Aγία Φωτιά και η Zάκρος.

 

 

- Θολωτοί Τάφοι

 

           Με τον όρο θόλοι χαρακτηρίζονται συνήθως όλα τα κυκλικά κτίσματα, αν και πολλές φορές δεν είναι γνωστή η ακριβής μορφή της οροφής τους. Οι Μινωικοί θολωτοί τάφοι είναι ο πιο χαρακτηριστικός και διαδεδομένος τύπος οικογενειακού τάφου της Μινωικής Κρήτης, ο οποίος είχε διάρκεια ζωής σχεδόν μία χιλιετία. Θολωτοί τάφοι βρέθηκαν κυρίως στο νότιο τμήμα της Κρήτης και περισσότεροι στην κοιλάδα της Μεσαράς. Στην κοιλάδα του Αγιοφάραγγου που είναι μια αρκετά καλά ερευνημένη περιοχή αντιστοιχούν ένας έως δύο τάφοι σε κάθε οικισμό.

Οι πρωιμότεροι χρονολογούνται στην Ύστερη Νεολιθική και βρίσκονται στις πλαγιές των Αστερουσίων. Θολωτοί τάφοι κτίστηκαν ή επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 - 1550 π.Χ.), πολλοί δε από αυτούς εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται και κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Οι θολωτοί τάφοι είναι κυκλικά κτίσματα με διάμετρο από 4 μέχρι 13 μέτρα. Οι τοίχοι τους ήταν παχείς και κτισμένοι με μεγάλες πέτρες. Το διάχωρο των λίθων γεμιζόταν με λάσπη. Στα πρωιμότερα παραδείγματα οι τοίχοι ήταν θεμελιωμένοι σε λαξευμένο βράχο.

Οι πέτρες ήταν ακατέργαστες στην εξωτερική τους πλευρά αλλά λειασμένες εσωτερικά έτσι ώστε η εσωτερική πλευρά των τοίχων να παίρνει μία εντελώς επίπεδη όψη. Η είσοδος των θολωτών τάφων βρισκόταν πάντοτε στα ανατολικά, πράγμα που υποδηλώνει μία συγκεκριμένη ταφική πρακτική. Σε κάποιες περιπτώσεις η κατασκευή του ανωφλίου δείχνει μια μακρινή σχέση με το χαρακτηριστικό ανακουφιστικό τρίγωνο των Μυκηναϊκών θολωτών τάφων. Το είδος τηςστέγασης των θολωτών τάφων, αν και έχει απασχολήσει αρκετά τους ερευνητές, αποτελεί ακόμη ένα άλυτο πρόβλημα.

Στην περιφέρεια των τάφων κτίζονταν μερικές φορές προθάλαμοι ή δωμάτια που ήταν σύγχρονα ή και μεταγενέστερα από το αρχικό κτίσμα και είχαν ένα άνοιγμα στην οροφή. Αυτές οι προεκτάσεις χρησιμοποιούνταν ως οστεοφυλάκια των παλαιότερων ταφών. Σε μερικούς από αυτούς τους χώρους ίσως να τελούνταν τελετές νεκρολατρείας, όπως δείχνουν οι εκεί εγκατεστημένοι βωμοί, τα υπολείμματα τροφών και τα λατρευτικά αντικείμενα. Μία τέτοια σκηνή νεκρολατρείας αναπαριστά ίσως ένα πήλινο ομοίωμα που προέρχεται από τον τάφο του Καμηλάρη.

Σχετικά με την προέλευση του αρχιτεκτονικού τύπου των θολωτών τάφων έχουν διατυπωθεί πολλές και εντελώς διαφορετικές θεωρίες. Εκείνο που φαίνεται σίγουρο είναι ότι οι θολωτοί τάφοι της Κρήτης είναι μάλλον οι πρόγονοι των μυκηναϊκών θολωτών τάφων, οι οποίοι παρουσιάζουν στη συνέχεια διαφορετική εξέλιξη. Κατά τη μυκηναϊκή κυριαρχία διαδόθηκε στην Κρήτη ο Μυκηναϊκός τύπος θολωτού τάφου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το ανακουφιστικό τρίγωνο και μακρύ δρόμο.

Η κατασκευή των θολωτών τάφων προκάλεσε πολλές συζητήσεις σχετικές με την προέλευσή τους, οι οποίες δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε κοινώς αποδεκτά πορίσματα. Με τους θολωτούς τάφους έχουν συγκριθεί ευρήματα διαφορετικής προέλευσης και χρονολογίας, όπως ταφικά μνημεία και λείψανα της οικιστικής αρχιτεκτονικής από το Αιγαίο, την Κύπρο και την Αφρική. Μία από τις θεωρίες υποστηρίζει ότι τα πρότυπα των θολωτών τάφων ήταν οι θολωτές κατοικίες της Συρίας, που ανήκουν στον πολιτισμό Χαλάφ της Χαλκολιθικής εποχής.

Κατά μία άλλη θεωρία προέρχονται από τους κυκλικούς τάφους της Νουβίας, της εποχής του Παλαιού Βασιλείου, αφού μάλιστα πολλά, κάπως μεταγενέστερα ευρήματα στην Κρήτη μαρτυρούν τις επαφές με τη χώρα αυτή, με τη διαφορά ότι οι τάφοι της Νουβίας έχουν επίπεδη στέγη. Μία άλλη σύγκριση παρέχεται από τα κυκλικά σπίτια της Πρώιμης Νεολιθικής εποχής στη Χοιροκοιτία της Κύπρου. Στον Αιγαιακό χώρο υπάρχουν μικροί κυκλικοί τάφοι στην Κεφάλα της Κέας από την Τελική Νεολιθική.

Oι τάφοι αυτοί είναι όμως πολύ μικροί σε σχέση με τους μεγάλους θολωτούς τάφους της Κρήτης και είναι δύσκολο να υποτεθεί Κυκλαδική επίδραση, αφού οι Μινωικοί θόλοι συγκεντρώνονται στη νότια Κρήτη, όπου η κυκλαδική παρουσία δεν είναι τόσο έντονη. Μία εντελώς διαφορετική άποψη υποστηρίζει ότι οι θολωτοί τάφοι με τον ευρύ κυκλικό τους χώρο, μιμούνται τα σπήλαια, που ήταν οι συνηθισμένοι ταφικοί χώροι της Τελικής Νεολιθικής περιόδου.

Πράγματι το γεγονός ότι οι θολωτοί τάφοι εμφανίζονται στην κοιλάδα της Μεσαράς, σε μία περιοχή όπου δεν υπήρχαν σπήλαια, ίσως σημαίνει τη υιοθέτηση του συνηθισμένου σχήματος των τάφων για την εξυπηρέτηση της ίδιας ανάγκης.

 


- Πιθοταφές

 

 Oι ταφές σε πίθους εμφανίζονται κατά το τέλος της Πρωτομινωικής περιόδου (κατά το 2000 π.Χ. περίπου), σχεδόν συγχρόνως με τις ταφές σε λάρνακες, αλλά η χρήση τους γενικεύεται κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 - 1550 π.Χ.). Οι πιθοταφές ήταν ευρέως διαδεδομένες στη δυτική Mικρά Aσία κατά την Πρώιμη Eποχή του Xαλκού, ενώ το πρωιμότερο παράδειγμα στον Αιγαιακό χώρο προέρχεται από την Κεφάλα της Κέας και χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική (3650 - 3500 π.Χ.). Aυτός ο τρόπος ταφής είχε σποραδική μόνο διάδοση κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία, ενώ ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, ειδικότερα για ταφές παιδιών και βρεφών.

 


- Λάρνακες

 

 Κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000 - 2000 π.Χ.) εμφανίζεται ένα νέο είδος τάφου, οι λάρνακες ή σαρκοφάγοι, πήλινα σκεύη ταφής που ίσως αποτελούν μιμήσεις ξύλινων φέρετρων. Tα πρώτα δείγματα λαρνάκων είχαν ελλειπτικό σχήμα, ήταν αβαθή και αδιακόσμητα. Στην ανατολική Kρήτη οι λάρνακες εμφανίζονται σε εξωτερικούς χώρους, απλώς βυθισμένες στο χώμα, ενώ σε μερικές θέσεις τοποθετούνταν σε κτιστούς, κιβωτιόσχημους τάφους. Αυτός ο τρόπος ταφής επεκτάθηκε κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000-1550 π.Χ.) και στα νεκροταφεία της Mεσαράς.

Κατά την Υστερομινωική III περίοδο (1400 - 1100 π.Χ.) εμφανίστηκε ένα χαρακτηριστικό είδος λαρνάκων με γραπτή διακόσμηση. Οι λάρνακες αυτής της περιόδου είχαν ωοειδές σχήμα, επίπεδη βάση και λαβές τοποθετημένες οριζόντια. Η τρύπα για την εκροή υγρού στο κάτω μέρος της βάσης τους δείχνει ότι ο αρχικός προορισμός τους ήταν μάλλον η οικιακή χρήση. Οι λάρνακες κατασκευάζονταν από χονδρό πηλό και ήταν διακοσμημένες με σχηματοποιημένα θέματα που κάλυπταν συχνά ολόκληρη την επιφάνειά τους.

Ανάμεσα στα διακοσμητικά θέματα διακρίνονται και αρκετά θρησκευτικά σύμβολα, όπως τα ιερά κέρατα, οι ταύροι, τα πλοία ή ανθρώπινες μορφές που θρηνούν, ενώ σπανιότερα εμφανίζονται και παραστάσεις διηγηματικού χαρακτήρα. Τέτοιες λάρνακες με παραστάσεις αρμάτων, πομπών και σκηνών κυνηγίου προέρχονται από την Eπισκοπή και τους Αρμένους, ενώ η λίθινη σαρκοφάγος από το θολωτό τάφο της Αγίας Τριάδας με τις πλούσιες παραστάσεις των πλευρών της αποτελεί την καλύτερη μέχρι σήμερα πηγή πληροφοριών για τις νεκρικές τελετουργίες.

 Το Μινωικό έθιμο της ταφής σε λάρνακες αλλά και το είδος της εικονογράφησής τους μεταφέρθηκαν από την Κρήτη και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα.

 


Σωματική Διάπλαση των Μινωιτών

 

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν αρχικά θέματα σχετικά με την όψη και τη σωματική διάπλαση των ανθρώπων της Μινωικής εποχής. Σύμφωνα με μελέτες σύγχρονων επιστημόνων oι άνδρες είχαν ύψος κατά μέσο όρο 1.67 -τονίζουμε εδώ ότι η διαφοροποίηση του μέσου ύψους των ανδρών με το σημερινό υπολογίζεται σε περίπου 1 εκατοστό- και οι γυναίκες 1.54.

Ο μέσος όρος ζωής των ανδρών ήταν τα 36 χρόνια και των γυναικών 28. Το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών πέθαινε την περίοδο της ζωής τους που συνέπιπτε με την κορύφωση της αναπαραγωγικής τους δραστηριότητας. Φαίνεται πως τα τρόφιμα που είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες αύξαναν τη θνησιμότητα. Οι άνθρωποι κατανάλωναν ελάχιστο κρέας, διότι εξέτρεφαν τα ζώα για το μαλλί τους.



Το Μινωικό Ένδυμα

 

 Ο θαυμαστός πολιτισμός των Μινωικών χρόνων (3000 περ. - 1050 περ. π.Χ.), ο πρώτος πολιτισμός επί Ευρωπαϊκού εδάφους, αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορικής πορείας της Κρήτης. Έξοχος σε κάθε τομέα, διέγραψε τη φυσική πορεία του κατά τη διάρκεια δύο σχεδόν χιλιετιών. Η μεγαλύτερη ακμή του εντοπίζεται ανάμεσα στο 2000 και το 1400 π.Χ., εποχή της Μινωικής θαλασσοκρατορίας, που έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του πολιτιστικού επιπέδου, ιδιαίτερα υψηλού στους χώρους των ανακτόρων.

Στην τελευταία περίοδο της Μινωικής εποχής η Κρήτη κυριεύτηκε από τους Αχαιούς, και όπως είναι φυσικό οι αλληλεπιδράσεις ήταν έντονες. Η εξαιρετικά σημαντική άλλωστε γεωγραφική θέση που κατείχε το νησί, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, των μόνων γνωστών του αρχαίου κόσμου, δικαιολογεί απόλυτα το ρόλο της στη διαμόρφωση της πορείας του πολιτισμού σε όλες του τις εκφάνσεις. Όλα τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία γίνονται έμμεσα εμφανή από την εικόνα των Μινωιτών.

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το Μινωικό ένδυμα προέρχονται από ένα πλήθος τοιχογραφικών παραστάσεων, από τα ενδύματα των ανθρωπόμορφων ειδωλίων και από τα αφιερωματικά φορέματα. Δεδομένου όμως ότι οι περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις είναι θρησκευτικού περιεχομένου, δεν είναι συχνά σαφές, αν τα ενδύματα που απεικονίζονται στην τέχνη αντιπροσωπεύουν την καθημερινή φορεσιά των Μινωιτών, αν πρόκειται για τα ενδύματα που φοριόνταν μόνο στις επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις ή ακόμα αν ήταν τα ενδύματα των ιερέων για τις θρησκευτικές τελετές.

Οι εικονογραφικές πηγές προέρχονται κυρίως από τα ανάκτορα και σημαντικά κτήρια, όπου συνήθως απεικονίζονται επιλεκτικά στιγμιότυπα της λατρείας και της ζωής των ανθρώπων με υψηλό κοινωνικό κύρος. Έτσι, στην εικονογραφία αντιπροσωπεύονται συνήθως τα ενδύματα των ιερέων και της αριστοκρατίας, ενώ οι γνώσεις μας για την ενδυμασία των απλών ανθρώπων είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μία εύκολη διαπίστωση είναι παρόλα αυτά ότι το γυναικείο και το ανδρικό ένδυμα ήταν σαφώς διαφοροποιημένα.

Ο διαχωρισμός αυτός είναι εμφανής στα ιερατικά ενδύματα, όπως δείχνουν τα χαρακτηριστικά φορέματα των ιερειών και οι κροσσωτοί χιτώνες που φοριόνταν μόνο από άνδρες ιερείς. Εξαίρεση αποτελεί ίσως η φορεσιά των αθλητών, η οποία ήταν κοινή και για τα δύο φύλα και ένας συγκεκριμένος τύπος ιερατικού μανδύα που κάλυπτε τον ένα ώμο και φοριόταν από άνδρες και γυναίκες ιερείς. Για την κατασκευή τόσο των γυναικείων όσο και ανδρικών ενδυμάτων χρησιμοποιούνταν υφάσματα με πολύχρωμα σχέδια, κατασκευασμένα με διαφορετικές τεχνικές.

Τα τελειώματα των ενδυμάτων αλλά και οι επιφάνειές τους διακοσμούνταν από πολύχρωμες υφαντές ταινίες, κρόσσια και επίρραπτα κοσμήματα. Οι Μυκηναίοι εισήγαγαν Κρητικά έργα, πιστεύεται δε ότι Μινωίτες καλλιτέχνες ταξίδεψαν και δούλεψαν στην ηπειρωτική Ελλάδα δημιουργώντας καλλιτεχνήματα και αντικείμενα που μοιάζουν εξαιρετικά με Μινωικά. Από την άλλη πλευρά και οι Μινωίτες δέχτηκαν επιρροές από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα. Συνεπώς αντλούνται στοιχεία για τον Μινωικό πολιτισμό και από τη μελέτη ευρημάτων της υπόλοιπης Ελλάδας.

Λίγα γραπτά κείμενα, αν και λογιστικού χαρακτήρα, δηλ. απογραφές, κατάλογοι προϊόντων κλπ., που προέρχονται από την Κρήτη, αλλά κυρίως από την ηπειρωτική Ελλάδα σε Γραμμική Β γραφή, προσφέρουν στοιχεία κυρίως για την παραγωγή υφασμάτων και αρωμάτων. Ελάχιστα αλλά χαρακτηριστικά είναι τα αντίστοιχα κείμενα άλλων σύγχρονων λαών, όπως των Αιγυπτίων, με τους οποίους διατηρούσαν οι Μινωίτες στενές επαφές.

 

Μεταγενέστερα κείμενα, όπως τα ομηρικά έπη και γενικά τα λογοτεχνικά -και όχι μόνο- έργα των αρχαίων Ελλήνων, συχνά διασώζουν και αντικατοπτρίζουν παλαιότερες συνήθειες, κάποιες από τις οποίες επιβίωσαν και στους ιστορικούς χρόνους. Την εντυπωσιακή εμφάνιση των Μινωιτών, παράλληλα με την πολυχρωμία των ενδυμάτων και τον πλούτο των κοσμημάτων, συμπλήρωναν συχνά διάφορες τεχνικές καλλωπισμού, όπως το βάψιμο του δέρματος και η δερματοστιξία που χρησιμοποιούνταν και από τα δύο φύλα.

 


- Ανδρικά Ενδύματα

 

 Το ένδυμα αποτέλεσε σε όλες τις εποχές ένα είδος ταυτότητας για τους ανθρώπους που το φορούσαν. Φανερώνει την ηλικία, την απασχόληση, την ιδεολογία την κοινωνική τάξη, σηματοδοτεί επομένως τη θέση του ατόμου στην κοινωνία του. Ακόμη και την ελευθερία από τη σκλαβιά σηματοδοτεί. Κάποτε βέβαια το ρούχο μπορεί και να διαλύσει την ατομικότητα μέσα σε μία λειτουργική ανωνυμία, όπως στους στρατιώτες ή στους συμμετέχοντες σε μια γιορτή, οπότε οι άνθρωποι της ομάδας φέρουν στολές.

Άλλοτε τέλος προβάλλει την ανισότητα. Οι άρχοντες, εν γένει οι δυνατοί μέσω της όψης επιβλήθηκαν σε όλες τις εποχές. Στην καθημερινή τους ζωή αλλά και στη δημόσια οι άνδρες φορούσαν το λεγόμενο «ζώμα», που έμοιαζε με κοντή φούστα ή ποδιά σφιγμένη στη μέση. Το ζώμα είχε ποικίλους τύπους. Ο απλούστερος ήταν μια ζώνη και μια ορθογώνια ταινία που ξεκινούσε από τη μέση, περνούσε ανάμεσα στους μηρούς και κατέληγε πάλι σ’ αυτήν. Ο πιο περίτεχνος κάλυπτε την περιοχή από τη μέση μέχρι το άνω τμήμα των μηρών σε διάφορα σχήματα και μήκη.

Την ανδρική ενδυμασία χαρακτηρίζουν οι σφικτές υφασμάτινες, δερμάτινες, ίσως και μεταλλικές ζώνες. Πάντως η πολύ λεπτή μέση, που εμφανίζεται στις απεικονίσεις Μινωιτών μάλλον αποτελεί καλλιτεχνική σύμβαση και δεν ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα. Οι ζώνες ήταν συχνά πλούσια διακοσμημένες και συχνά στα άκρα τους έφεραν κρόσσια ή χάντρες. Σ’ αυτές στήριζαν οι άνδρες το εγχειρίδιο, μικρό σπαθί ή μαχαίρι, κάτι που συναντάται στην προ λίγων χρόνων κρητική ενδυμασία.

Στην καθημερινή τους ζωή και το κυνήγι προτιμούσαν το απλό ζώμα, που άφηνε ελεύθερα τα πόδια, ενώ σε επίσημες περιστάσεις επιμελούνταν ιδιαίτερα την εμφάνισή τους: το ζώμα ήταν εντυπωσιακά διακοσμημένο με πλούσια σχέδια και συμπληρωνόταν με κοσμήματα. Μακρύ ένδυμα έφεραν κάποιες φορές κατά τη διάρκεια τελετουργιών, κυρίως αν ήταν μουσικοί ή άρχοντες.

 


- Γυναικεία Ενδύματα

 

 Εντυπωσιακά ήταν τα ενδύματα και εν γένει η εμφάνιση των γυναικών της Μινωικής εποχής, αλλά και η ίδια η θέση τους στην κοινωνία, που θεωρείται ότι ήταν ισότιμη με του άνδρα. Νεαρές κοπέλες συμμετείχαν για παράδειγμα σε ένα εξαιρετικά δύσκολο αγώνισμα, τα ταυροκαθάψια ντυμένες σαν άνδρες, δηλαδή μόνο με ζώμα. Ακόμη σχεδόν αποκλειστικά ελάμβαναν την εξέχουσα θέση της ιέρειας των μεγάλων θεαινών της Μινωικής Κρήτης. Οι περισσότερες απεικονίσεις γυναικών αφορούν τη συμμετοχή τους σε τελετουργίες είτε ως άμεσα εμπλεκόμενα με αυτές πρόσωπα, είτε ως θεατές.

Το γυναικείο Μινωικό ένδυμα, όπως παρουσιάζεται στις εικονιστικές παραστάσεις, φαίνεται ότι αποτελούνταν από τρία τμήματα: ένα στενό περικόρμιο με κοντά μανίκια, μια μακριά φούστα σχηματισμένη από ανεξάρτητα υφασμένες ταινίες και μια διακοσμητική ποδιά. Στο κεφάλι οι γυναίκες φορούσαν κεφαλόδεσμους και διαδήματα, και διακοσμούσαν τα μαλλιά τους με πολλά διαφορετικά κοσμήματα και περίτεχνα δεμένες κορδέλες.

Οι ενδυματολογικοί αυτοί συνδυασμοί συναντώνται αυτούσιοι στις παραστάσεις ανατολικών ιερειών και γυναικείων θεοτήτων και μπορεί ανεπιφύλακτα να υποστηριχθεί ότι το γυναικείο Μινωικό ένδυμα είναι αντιγραφή του ιερατικού ενδύματος της Εγγύς Ανατολής. Στις περισσότερες θρησκευτικές παραστάσεις θεοφανείων το περικόρμιο ήταν μπροστά ανοικτό ή άφηνε εντελώς γυμνό το στήθος. Δεν είναι όμως σίγουρο, αν η αποκάλυψη του γυναικείου στήθους ήταν ένα βασικό στοιχείο της Μινωικής ενδυμασίας ή μία τελετουργική πράξη κατά την τελετή της Θεοφάνειας.

 


- Η Εξάπλωση της Μινωικής Μόδας

 

 Ζήτημα μεγάλης σημασίας για την ακτίνα επιρροής του Μινωικού πολιτισμού αποτελεί ο βαθμός επίδρασης της ενδυμασίας της μητρόπολης - Κρήτης σ' αυτήν άλλων περιοχών του Μινωικού κόσμου. Αν και φαίνεται αναμφίβολη η επιρροή, από τις μέχρι τώρα συγκρίσεις των ενδυμάτων διαφόρων περιοχών έχουν διαπιστωθεί ορισμένες ενδυματολογικές διαφορές μεταξύ των περιοχών επιρροής του Μινωικού πολιτισμού.

Η εντύπωση που προκύπτει από τις Μινωικές τοιχογραφίες είναι ότι η γυναικεία ενδυμασία στη Θήρα ήταν γενικά απλούστερη από αυτήν της Κρήτης, ενώ παρατηρείται και η συχνότερη χρήση των διάφανων και των φλοκωτών υφασμάτων που συνηθίζονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μια σίγουρη παρατήρηση είναι επίσης ότι οι Μινωικές ενδυματολογικές τάσεις επηρέασαν αποφασιστικά και την αμφίεση των Μυκηναίων, με αποτέλεσμα τα μυκηναϊκά ενδύματα, κυρίως τα γυναικεία, να μη διαφοροποιούνται σχεδόν καθόλου από τα Μινωικά τους πρότυπα.

Έχουν ακόμη διαπιστωθεί μικρές διαφοροποιήσεις στο ένδυμα στις διάφορες χρονικές φάσεις της Μινωικής εποχής. Στην αρχή προτιμώνται για παράδειγμα ενδύματα με λιγότερη διακόσμηση, ενώ στην όψιμη φάση υπάρχει κάποια επιρροή από το Μυκηναϊκό ένδυμα. Είναι επίσης βέβαιο ότι η Μινωική μόδα στην ένδυση και στην κόμμωση δεν άφησε ασυγκίνητες τις Μυκηναίες που εντρυφούσαν στα ανάκτορα, καθώς και τις γυναίκες της Θήρας, οι οποίες φαίνεται να μιμήθηκαν πάρα πολλά στοιχεία της ένδυσης των Κρητικών.

 


- Το Μινωικό Ζώμα

 

 Η περιβολή των ανδρών της Μινωικής Κρήτης απεικονίζεται σε αναρίθμητα Μινωικά ειδώλια και σε παραστάσεις σφραγίδων και τοιχογραφιών. Ο κορμός των ανδρών έμενε συνήθως γυμνός, ενώ η περιφέρειά τους τυλιγόταν με το λεγόμενο Μινωικό περίζωμα ή ζώμα. Το Μινωικό ζώμα ήταν ένα κοντό ύφασμα που δενόταν σφιχτά γύρω από την περιφέρεια. Οι διάφορες απεικονίσεις του δείχνουν ότι το ένδυμα αυτό απαντά σε διαφορετικά σχήματα και μήκη και δενόταν στο σώμα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.

Tις περισσότερες φορές τα ανδρικά περιζώματα μοιάζουν με κοντές φούστες, ενώ δύο από τις πιο σπάνιες εκδοχές τους θυμίζουν η μια τα σημερινά κοντά παντελόνια και η άλλη κοντά παντελόνια με τιράντες. Στη μέση τους οι άνδρες φορούσαν μία σφιχτή ζώνη επάνω στην οποία στερεωνόταν συχνά ένας ξεχωριστός αιδοιοθύλακας. Ελαφρώς διαφοροποιημένο εμφανίζεται το ένδυμα των αθλητών, οι οποίοι φορούσαν ένα μικρό ζώμα που θυμίζει τα σημερινά μαγιό ή μόνο έναν αιδοιοθύλακα στερεωμένο επάνω στη ζώνη.

 


- Ενδύματα Αθλητών

 

 Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το ένδυμα των αθλητών της Μινωικής Κρήτης προέρχονται από τις παραστάσεις ταυροκαθαψίων και από τις σκηνές πυγμαχίας. Το αθλητικό ένδυμα ήταν απλό και μικρό, διευκολύνοντας έτσι τις κινήσεις των αθλητών. Αποτελούνταν από το λεγόμενο Μινωικό ζώμα που θυμίζει τα σημερινά μαγιό και από μία πολύ στενή ζώνη που στήριζε τη μέση των αθλητών. Στη ζώνη στερεωνόταν τις περισσότερες φορές ένας αιδοιοθύλακας. Οι αθλητές είχαν συνήθως γυμνά πόδια αλλά μερικές φορές φορούσαν μαλακά παπούτσια με ελαφρά ανασηκωμένες μύτες ή δερμάτινα πέδιλα με λουριά.

Όπως δείχνει η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων από την Κνωσό, όπου απεικονίζονται γυναίκες και άνδρες αθλητές ταυτόχρονα, το αθλητικό ένδυμα ήταν κοινό και για τα δυο φύλα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και επειδή τα σώματα των αθλητριών δε διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τα ανδρικά, η διάκριση του φύλου στην τοιχογραφία αυτή δηλώνεται μόνο από το διαφορετικό χρώμα που χρησιμοποιούνταν για την απεικόνιση του δέρματος των δύο φύλων. Οι γυναίκες αθλήτριες φορούσαν όμως κοσμήματα και είχαν περισσότερο περίπλοκα χτενίσματα.

 


- Υλικά Κατασκευής Ενδυμάτων

 

 Τα κρητικά ενδύματα κατασκευάζονταν από μαλλί, λινάρι και κατεργασμένο δέρμα. Το μαλλί ήταν το συνηθέστερο υλικό για την κατασκευή της ενδυμασίας, υπήρξε μάλιστα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα της Κρήτης, ενώ η υφαντουργία ήταν από τις κύριες βιοτεχνίες της Μινωικής εποχής. Αυτό γίνεται φανερό από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν καταλόγους με κοπάδια προβάτων που πιθανότατα ελέγχονταν από το ανάκτορο και την ποσότητα μαλλιού που αντιστοιχούσε σ’ αυτά, καθώς και από τους καταλόγους ονομάτων πεντακοσίων και πλέον γυναικών και πολλών νεαρών αγοριών και κοριτσιών που αντίστοιχα δίδασκαν και διδάσκονταν την υφαντική τέχνη.

Το ίδιο το ρήμα μάλιστα «διδάσκω» εμφανίζεται στα γραπτά κείμενα για πρώτη φορά ακριβώς για τη διδασκαλία της υφαντικής τέχνης. Είναι λοιπόν εμφανές ότι η κεντρική εξουσία συγκέντρωνε το μαλλί και το διένειμε για επεξεργασία. Γενικά ενδιαφερόταν από τη μια πλευρά για την αύξηση της παραγωγής και από την άλλη για την ποιότητά της, διότι προφανώς τα υφαντά θα ήταν εξαγώγιμο είδος, γι’ αυτό φρόντιζε τόσο πολύ για την εκπαίδευση, και ακόμη περισσότερο για την εξειδίκευση τόσο πολλών ανθρώπων σε εργασίες επεξεργασίας του μαλλιού.

 


Μινωική Υπόδηση

 

 Οι Μινωίτες εμφανίζονται σε άλλες παραστάσεις ξυπόλητοι, σε άλλες με σανδάλια, που προσαρμόζονταν στο πόδι με σχετικά ψηλές ταινίες και σπανιότερα με μπότες. Η ίδια η λέξη «σάνδαλον» είναι προελληνικής προέλευσης, πιστεύεται μάλιστα Μινωικής. Μπότες φορούσαν συνήθως οι συμμετέχοντες σε αγώνες, οι κυνηγοί και οι στρατιώτες και συγκρατούνταν στο πόδι με ταινία που περνούσε από ανοίγματα. Από αρχαία κείμενα της Βόρειας Αφρικής βγαίνει το συμπέρασμα ότι Κρήτες έμποροι, που είχαν και αντιπροσώπους στην περιοχή, εξήγαγαν υποδήματα, που θα ήταν προφανώς πολύ καλής ποιότητας.

 


Μινωική Κόμμωση

 

 Άνδρες και γυναίκες είχαν κατά κανόνα μακριά και σγουρά μαλλιά. Τα μακριά μαλλιά των ανδρών ήταν χωρισμένα σε μπούκλες. Κάποτε εμφανίζονται με ξυρισμένο το κεφάλι ή με λίγες τούφες μαλλιών σε μερικά σημεία του κρανίου, παρουσιάζονται δε αγένειοι. Οι γυναικείες κομμώσεις ήταν περίτεχνες. Άλλοτε τα μαλλιά ήταν μαζεμένα σε κότσο και έπεφταν μικρές μπούκλες στο μέτωπο και στα αυτιά. Άλλοτε οι μακριές και λεπτές μπούκλες («βόστρυχοι») στολίζονταν με χάνδρες, «σφηκωτήρες» και περόνες με ένα εξόγκωμα συχνά σε σχήμα άνθους.

Για τη χρήση βέβαια των περονών έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες: Πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν για να στερεώνονται διαδήματα στο κεφάλι, κυρίως όμως για την ταχτοποίηση ή τη συγκράτηση των μαλλιών, διότι τα ψηλά και περίτεχνα χτενίσματα απαιτούσαν ειδική προετοιμασία και κατάλληλα εξαρτήματα για στερέωση. Μια ακόμη πιθανότητα είναι ότι χρησίμευαν ως κοσμήματα της κόμης των νεκρών κατ’ αντιστοιχία με τη χρήση πραγματικών λουλουδιών στα μαλλιά από τους ζωντανούς. Τις κομμώσεις συμπλήρωναν συχνά ταινίες, δίχτυα, διαδήματα κι ακόμη καπέλα σε διάφορα σχήματα, κάποτε με αγκράφες και τιάρες.

 

 
Καλλωπισμός

Το μακιγιάζ ήταν επιμελημένο. Η εικόνα ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε όταν το 1905 αποκαλύφθηκε στην Κνωσό μια τοιχογραφία του 15ου αι. περίπου π.νέας γυναίκας, θεάς ή ιέρειας πιθανότατα, οι εργάτες του Έβανς την ονόμασαν Παριζιάνα. Οι γυναίκες άπλωναν στο πρόσωπο λευκή πούδρα, ενώ έβαφαν κόκκινα τα χείλη, τα μάγουλα, τα νύχια και τους λοβούς των αυτιών. Έντονα βαμμένα με σκούρα βαφή ήταν και τα μεγάλα μάτια τους. Οι βαφές προέρχονταν από φυτά.

Τα αρώματα και τα αρωματικά έλαια που ήταν και εξαγώγιμο είδος, φαίνεται να έπαιζαν μεγάλο ρόλο στη ζωή των Μινωιτών και μάλιστα η κατασκευή τους ήταν οργανωμένη. Δημιουργούσαν αιθέρια έλαια, τα οποία εξήγαγαν από διάφορα μέρη φυτών. Δημιουργούσαν αιθέρια έλαια, τα οποία εξήγαγαν από διάφορα μέρη φυτών όπως από λουλούδια (τριαντάφυλλο), από βλαστάρια (μοσχοκάρφι), από φύλλα, ρίζες, σπόρους (μάραθο, γλυκάνισο).Από τις πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού φαίνεται να γίνεται προμήθεια λαδιών που παρασκευάζονταν από φυτά, όπως φασκομηλιά (σφακόεν, pakowe), τριαντάφυλλο (ροδόεν, wodowe) κ.α.

Άλλα συστατικά που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή αρωμάτων και αλοιφών ήταν ο κορίανδρος, το μέλι και το κρασί. Έχουν εντοπιστεί και εργαστήρια παρασκευής αρωμάτων στο ανάκτορο της Ζάκρου και στις Μυκήνες, όπου εκτός από τα πιθάρια, υπήρχε εγκατάσταση θέρμανσης, κατάλογοι με αρωματικά φυτά και ψευδόστομοι αμφορείς, τα κατεξοχήν αγγεία για τη φύλαξη και όπως έχει αποδειχτεί, για τη μεταφορά αρωμάτων στο εξωτερικό. Το λεπτό και στενό στόμιο διευκόλυνε τη διατήρηση του προϊόντος που φυλασσόταν σ’ αυτά.

 


Αθλήματα και Παιχνίδια

 

 Σε θραύσματα τοιχογραφιών από την Κνωσό και τις Μυκήνες, αλλά και σε μια σειρά από σφραγίδες και σφραγίσματα απεικονίζονται Μινωίτες σε διάφορες αθλητικές σκηνές. Aνάμεσα σ' αυτές διακρίνονται ακροβατικά άλματα, σκηνές πάλης, πυγμαχίας και ένα χαρακτηριστικό είδος ταυρομαχίας, τα λεγόμενα ταυροκαθάψια. Στο άθλημα των ταυροκαθαψίων εμφανίζονται και τα δύο φύλα, ενώ στα αθλήματα της πάλης και της πυγμαχίας δεν εικονίζονται ποτέ γυναίκες. Οι αθλητικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών που μάλλον γίνονταν σε τακτά διαστήματα και ίσως συνδέονταν με τη γέννηση, το θάνατο και την ανάσταση του νεαρού θεού.



- Ταυροκαθάψια

 

 Tα αγωνίσματα των ταυροκαθαψίων αποτελούσαν ίσως μέρος των γιορτών της άνοιξης και συμβόλιζαν τη σύλληψη του ιερού ταύρου. Κατά τη διάρκεια αυτού του αθλήματος, οι ταυροκαθάπτες πιάνονταν από τα κέρατα ενός ταύρου, εκτελούσαν ένα επικίνδυνο άλμα στον αέρα, επάνω από τη ράχη του ζώου, και κατόπιν προσγειώνονταν στο έδαφος. Οι διάφορες παραστάσεις ταυροκαθαψίων δείχνουν τους αθλητές σε ποικίλες στάσεις. Οι αγωνιζόμενοι δεν έφεραν βαρύ οπλισμό, αλλά μερικές φορές κρατούσαν δίχτυα για να παγιδεύουν το θύμα και λόγχες, με τις οποίες όμως δε σκότωναν αλλά τραυμάτιζαν ελαφρά τον ταύρο με σκοπό να τον ερεθίσουν.

Το έθιμο αυτό φαίνεται ότι συνδέεται με το μύθο του Μινώταυρου, σύμφωνα με τον οποίο επτά νέοι και επτά νέες από την Αθήνα στέλνονταν ετησίως στην Κρήτη για να γίνουν βορά ενός άγριου ταύρου. Τα ταυροκαθάψια επιβίωσαν μέχρι τους κλασικούς χρόνους σε διάφορες περιοχές, όπως στην Έφεσο, τη Σμύρνη και τη Σινώπη, ενώ τα γνωστότερα της Αρχαιότητας ήταν τα Θεσσαλικά. Το άθλημα των ταυροκαθαψίων ομοιάζει με τις σημερινές ταυρομαχίες στην Ισπανία. Η βασική τους διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι στο μινωικό άθλημα ο ταύρος δεν σκοτωνόταν κατά τη διάρκεια του αθλήματος αλλά μάλλον αργότερα σε ειδική τελετή από τους αρχιερείς.

 

 

- Πυγμαχία και Πάλη

 

 Σε μια σειρά παραστάσεων της Μινωικής τέχνης αναγνωρίζονται σκηνές πυγμαχίας και πάλης. Τέτοιες σκηνές είναι γνωστές κυρίως από σφραγίσματα και από την τοιχογραφία της Τυλίσου. Η καλύτερη όμως μαρτυρία αυτών των αθλημάτων είναι το περίφημο λίθινο ρυτό των πυγμάχων από την Αγία Τριάδα, όπου απεικονίζονται διάφορες σκηνές πυγμαχίας και πάλης διατεταγμένες σε ζώνες. Οι αθλητές σε αυτές τις σκηνές απεικονίζονται με αθλητικό ζώμα, γάντια, κράνος και περιβλήματα στα γόνατα.

Μια παρόμοια αθλητική σκηνή πυγμαχίας προσφέρει και η τοιχογραφία των νεαρών πυγμάχων από το Ακρωτήρι της Θήρας. Αν και τα ταυροκαθάψια συνδέονταν στενά με τις θρησκευτικές δοξασίες, δεν είναι γνωστό αν οι αγώνες πυγμαχίας ήταν μια απλή αθλητική επίδειξη στο πλαίσιο των θρησκευτικών τελετών ή αν είχαν κάποια συμβολική σημασία, όπως συνέβαινε στην Αίγυπτο, όπου παρόμοιοι αγώνες πάλης αναπαριστούσαν τη νίκη του Όσιρι κατά των αντιπάλων του.

 


- Επιτραπέζια Παιχνίδια

 

Ένα ιδιότυπο αντικείμενο, το λεγόμενο ζατρίκιο, που προέρχεται από το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού μάς δίνει μια εικόνα για τα επιτραπέζια παιχνίδια της Μινωικής Κρήτης. Πρόκειται για μια ελεφάντινη πλάκα διαστάσεων περίπου 1,00 x 0,50 μέτρα, με επιχρυσωμένη επιφάνεια. Τα εσωτερικά διάχωρα της πλάκας ήταν σχηματισμένα από ένθετα κομμάτια ορείας κρυστάλλου και γαλάζιας φαγεντιανής. Η πολυτελής αυτή κατασκευή στηριζόταν μάλλον σε ένα ξύλινο πλαίσιο και ήταν σταθερά τοποθετημένη στο δάπεδο ενός διαδρόμου στη βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου.

Η διακόσμηση του ζατρικίου αποτελείται από σειρές μεταλλίων, ευθύγραμμων ταινιών και σχηματοποιημένων ναυτίλων, ακολουθώντας τα κλασικά διακοσμητικά πρότυπα της μεσομινωικής τέχνης. Κοντά στο ζατρίκιο βρέθηκαν τέσσερις μεγάλοι κώνοι από ελεφαντόδοντο που ερμηνεύτηκαν ως πιόνια, ενώ δεν αποκλείεται και η χρήση ζαριών. Από το παλαιό ανάκτορο της Φαιστού προέρχονται επίσης δύο ελεφάντινα πιόνια σε σχήμα λεοντοκεφαλής και ταυροκεφαλής, τα οποία βρέθηκαν μέσα σε ένα κύπελλο που μάλλον χρησίμευε ως θήκη.

Από τάφο της Υστερομινωικής εποχής (1600 - 1050 π.Χ.) στον Κατσαμπά προέρχεται ένας αστράγαλος που φέρει αρίθμηση από το ένα μέχρι το τέσσερα και δύο συμπλέγματα ανδρικών μορφών. Κατά την άποψη του A. Evans ίσως και οι σφραγίδες που έχουν πρισματικό σχήμα και φέρουν κύκλους και στιγμές σε κάθε τους πλευρά, χρησιμοποιούνταν ως ζάρια. Η έμπνευση αυτών των παιχνιδιών ανήκει στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, όπου υπήρχε μια τεράστια ποικιλία παρόμοιων επιτραπέζιων παιχνιδιών.

 

 

Οικονομία

 

           Καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού η οικονομία της Κρήτης παρέμεινε προνομισματική, βασιζόταν δηλαδή στις ανταλλαγές προϊόντων και όχι στη χρήση νομισμάτων. Μέχρι τα τέλη της Μινωικής περιόδου οι κύριοι οικονομικοί πόροι ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και κατά δεύτερο λόγο το εμπόριο των βιοτεχνικών προϊόντων. Ανάμεσα στα πρώτα ανταλλάξιμα είδη της Πρωτομινωικής εποχής θεωρούνται τα μέταλλα, ο οψιανός και σπανιότερα τα έργα της τέχνης.

           Την οργανωμένη άσκηση του εμπορίου κατ' αυτή την περίοδο υποδηλώνει η ευρεία χρήση των σφραγίδων που βρίσκονται κυρίως σε ταφικά σύνολα. Το διοικητικό σύστημα της ανακτορικής εποχής οδήγησε σε μία νέα μορφή συγκεντρωτικής οικονομίας, όπου τα προϊόντα συλλέγονταν και διατίθενταν αποκλειστικά από τα ανακτορικά κέντρα. Τα αγαθά που διακινούνταν στα ανάκτορα ήταν κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα εργαλεία και τα πολυτελή έργα της Μινωικής τέχνης.

Όπως προκύπτει από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, μεγάλη εμπορική αξία θα πρέπει να είχαν και βιοτεχνικά προϊόντα από φθαρτές ύλες, όπως τα υφάσματα και τα έργα της ξυλουργικής. Τα χάλκινα τάλαντα που βρέθηκαν σε μερικές θέσεις, αν και μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί ως ανταλλάξιμα είδη, μάλλον δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως καθαρή νομισματική αξία, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. Για τον έλεγχο του εμπορίου αναπτύχθηκε ένα ασφαλές γραφειοκρατικό σύστημα. Τα προϊόντα σφραγίζονταν και αποθηκεύονταν σε ειδικούς χώρους μέχρι τη μεταφορά τους στον τόπο του τελικού τους προορισμού.

Η συστηματική και ευρείας κλίμακας αποθήκευση αγαθών δημιούργησε στη συνέχεια την ανάγκη της αρχειοθέτησης που οδήγησε με τη σειρά της, όπως και στη Μεσοποταμία, στην επινόηση και τη συστηματική χρήση του συστήματος γραφής. Η αναζήτηση πρώτων υλών για τις ανάγκες της ανακτορικής βιοτεχνίας αποτέλεσε ένα καθοριστικό έναυσμα για την άσκηση του εμπορίου σε διεθνή κλίμακα και κατά συνέπεια για την εντατικοποίηση των μεταφορών και της ναυτιλίας.

Το εξωτερικό εμπόριο συνίστατο στις ανταλλαγές Κρητικών προϊόντων με δυσεύρετες πρώτες ύλες και πολυτελή προϊόντα ξένων χωρών, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι οι Κρήτες ναυτικοί είχαν αναλάβει και το διαμετακομιστικό εμπόριο στο πλαίσιο ενός διεθνούς εμπορικού δικτύου. Η εισαγωγή των αναγκαίων πρώτων υλών και η ειρηνική περίοδος που εξασφάλιζε η Μινωική Θαλασσοκρατία βοήθησαν την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την άσκηση των τεχνών σε επίπεδο σημαντικής οικονομικής εκμετάλλευσης.

Ανάμεσα στα αποτελέσματα της ακμάζουσας οικονομίας ήταν και η κατασκευή δημόσιων έργων, όπως δρόμοι, γέφυρες και υδραγωγεία. Η Μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη οδήγησε σταδιακά σε μια οικονομία αυστηρά γραφειοκρατική και μάλλον στρατοκρατούμενη που κατά τα τέλη της Ύστερης Χαλκοκρατίας άρχισε να εμφανίζει έντονα σημάδια παρακμής. Ως κύρια αίτια της οικονομικής παρακμής θεωρούνται η φυσική φθορά του πολιτικού συστήματος αλλά και οι διεθνείς αναταραχές αυτής της εποχής που εξιστορούνται γλαφυρά στις γραπτές πηγές της Ανατολής.

Οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ανατολή είχαν αντίκτυπο και στο εσωτερικό του νησιού λειτουργώντας έτσι ανασταλτικά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εξαιτίας τους αποκλείσθηκαν ίσως πολλές από τις διεθνείς αγορές, ενώ η πιθανή εμπλοκή της Κρήτης στις πολεμικές συρράξεις κατέστειλε την ανάπτυξη των ειρηνικών έργων. Μετά τη συρρίκνωση της οικονομίας της, η Κρήτη έχασε τη διεθνή της ακτινοβολία, που στηριζόταν κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο και ακολούθησε την ιστορική πορεία της μυκηναϊκής Ελλάδας που εισήλθε στην οικονομική παρακμή και την απομόνωση των σκοτεινών χρόνων.

 


Εμπόριο και Διεθνείς Σχέσεις

 

 Ήδη από την Προανακτορική εποχή (3000 - 2000 π.Χ.) η διάδοση των προϊόντων της εγχώριας βιοτεχνίας εμφανίζεται αρκετά διαφορετική στα μεγάλα αστικά κέντρα και την περιφέρεια της Κρήτης. Το φαινόμενο αυτό δείχνει τη σταδιακή ένταξη των αγροτικών περιοχών στην τροχιά μιας σειράς οικισμών με εμπορική και πολιτική δύναμη. Στην ίδια εποχή χρονολογούνται και τα πρώτα εισηγμένα προϊόντα που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο.

Κατά την Ανακτορική περίοδο (2000 - 1400 π.Χ.) η οργάνωση και ο έλεγχος του εμπορίου πέρασε εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία των ανακτόρων. Εκεί συλλέγονταν τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής και της βιοτεχνίας και κατόπιν κατευθύνονταν προς τις εγχώριες και τις ξένες αγορές. Οι ανταλλαγές προϊόντων με μακρινές χώρες, απ' όπου οι Μινωίτες προμηθεύονταν τις πρώτες ύλες, εξυπηρετούνταν από την άριστα οργανωμένη ναυτιλία και την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου.

Είναι δε πολύ πιθανό ότι οι Μινωίτες είχαν αναλάβει και ένα μέρος του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου, μεταφέροντας μαζί με τα δικά τους προϊόντα και αυτά άλλων χωρών. Η μνήμη της παντοδυναμίας της Κρήτης στη θάλασσα έμεινε ζωντανή στις μεταγενέστερες παραδόσεις, ώστε οι πηγές της Αρχαιότητας να αναφέρονται στη "Μινωική Θαλασσοκρατορία".

 Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα που αποκαλύπτουν την έντονη Μινωική παρουσία σε ορισμένους μακρινούς νησιωτικούς οικισμούς, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας και τα Κύθηρα, οι οποίοι εμφανίζουν το χαρακτήρα σταθερών Μινωικών εγκαταστάσεων αν όχι των οργανωμένων αποικιών. Ανάλογα Μινωικά στοιχεία εμφανίζονται και σε μια σειρά σημαντικών οικισμών στα παράλια της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου.
            Μια διακριτική αλλά διαρκής παρουσία των Κρητικών προϊόντων εντοπίζεται και στη δυτική Μεσόγειο, σε λιμάνια της Ιταλικής χερσονήσου, στη Μάλτα και τη Σαρδηνία. Σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ελλάδα, που διατηρούσε εμπορικές επαφές και με την Ανατολή και με τη Δύση, οι σχέσεις της Κρήτης περιορίζονταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της εποχής του Χαλκού μόνο στην Ανατολή. Προς το τέλος της Μινωικής εποχής παρατηρείται όμως μία αντίστροφη τάση.

Το κρητικό εμπόριο προσανατολίστηκε περισσότερο προς τη Δύση ενώ εκείνο της ηπειρωτικής Ελλάδας προς την Ανατολή. Η διακίνηση των Μινωικών προϊόντων σε τόσο μεγάλη έκταση δεν εννοείται χωρίς την εγκατάσταση μιας μερίδας του πληθυσμού στο εξωτερικό. Έτσι θεωρείται βέβαιο ότι υπήρχε ένα ποσοστό μόνιμα απασχολούμενων εμπόρων, τεχνιτών, ναυτικών και διπλωματών, οι οποίοι είχαν μόνιμες ή προσωρινές κατοικίες σε διάφορα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.

 


Το Μινωικό Ναυτικό

 

 Οι κάτοικοι των Κυκλάδων ήταν οι πρώτοι στον χώρο της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και πιθανώς σε όλο τον κόσμο, που αποτόλμησαν τη ναυσιπλοΐα στην ανοικτή θάλασσα. Τα νησιά του Αιγαίου μοιάζουν με σκαλοπάτια διάσπαρτα στο πέλαγος που απέχουν λίγο μεταξύ τους και συχνά έχουν οπτική επαφή, στοιχεία που συγκεντρώνουν περισσότερο οι Κυκλάδες. Επιπλέον το Αιγαίο είναι μια κυματώδης αλλά κλειστή και προσπελάσιμη θάλασσα. Είναι λοιπόν φυσικό το ότι πρώτοι οι Κυκλαδίτες ένιωσαν έντονη την ανάγκη να ανοιχθούν στο απέραντο γαλάζιο για να έλθουν σε επαφή με τους κατοίκους του γειτονικού τους νησιού.

Όπως επίσης να ανταλλάξουν με αυτούς αγαθά και ιδέες και, αν τους δινόταν η ευκαιρία, να αρπάξουν τα υπάρχοντά τους και να τους υποδουλώσουν με τις οικογένειές τους. Το εμπόριο και η πειρατεία συναρτώνται άμεσα ακόμη και σήμερα. Είναι πιθανό κάποια υποτυπώδης ναυσιπλοΐα να διεξαγόταν στα νερά του Νείλου, του Τίγρη, του Ευφράτη ή του Ινδού, όμως επρόκειτο γι' αυτήν του απλού ποτάμιου τύπου. Οι πραγματικοί δημιουργοί της ναυτιλίας, αυτοί που νίκησαν τον αρχέγονο ανθρώπινο φόβο προς την ανοικτή θάλασσα, ήταν οι Κυκλαδίτες και οι άλλοι νησιώτες του Αιγαίου.

 


- Τα Ναυτικά του Αιγαίου

 

 Οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη ναυσιπλοΐας προκύπτουν από αρχαιολογικά ευρήματα των βορείων Σποράδων που χρονολογήθηκαν κατά το 18000 π.Χ. Πιο σημαντική είναι η ανακάλυψη οψιανού στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας, στην Πελοπόννησο, επειδή είναι το πρώτο ασφαλές εύρημα σχετικά με τη ναυτιλία στο Αιγαίο. Αυτό το ηφαιστειακό πέτρωμα, πολύτιμο για την καθημερινή ζωή των Μεσολιθικών ανθρώπων, θεωρείται ότι είχε εισαχθεί κατά την 8η χιλιετία π.Χ. στην Ερμιονίδα από τις Κυκλάδες.

Οι κάτοικοι του Αιγαίου διέσχιζαν τις θάλασσες επί αρκετό διάστημα πριν από τη Νεολιθική περίοδο η οποία σηματοδοτεί τη διάδοση της γεωργίας. Όσον αφορά το είδος των πλωτών μέσων ή των σκαφών που χρησιμοποιούντο σε αυτή τη φάση μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Ίσως επρόκειτο για πρωτόγονες σχεδίες ή σκαμμένους κορμούς δέντρων. Άλλες περιπτώσεις που εξετάζονται είναι αυτές των δερμάτινων «ραπτών» πλοίων ή της παπυρέλλας της Κέρκυρας, της παραδοσιακής βάρκας κατασκευασμένης από καλάμια.

Η χρήση του οψιανού σε πολλούς απομακρυσμένους οικισμούς της Νεολιθικής περιόδου στους οποίους μπορούσε να μεταφερθεί μόνο διά θαλάσσης, φανερώνει εκτεταμένη ναυσιπλοΐα στον χώρο του Αιγαίου και της Κύπρου. Τα Νεολιθικά πλωτά μέσα συνεχίζουν να είναι τα Μεσολιθικά προαναφερθέντα έως τη στιγμή που οι κάτοικοι των Κυκλάδων, στην ανάγκη τους να ταξιδέψουν σε περισσότερο απομακρυσμένες ακτές και πιο ταραγμένες θάλασσες, κατασκευάζουν τον πρώτο σκελετό πλοίου, την τρόπιδα. Το νέο σκάφος με τρόπιδα, σύντομα θα διαδοθεί σε όλο το Αιγαίο και θα κυριαρχήσει στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού.

Όσον αφορά τα πλοία της 3ης και της 2ης χιλιετίας π.Χ. θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Τα πλοία της περιόδου διεδραμάτιζαν διπλό ρόλο καθώς ήταν ταυτόχρονα εμπορικά και πολεμικά - πειρατικά.  Γι' αυτούς τους πρώτους ναυτικούς – αλλά και για τους περισσότερους μεταγενέστερους – το ειρηνικό εμπόριο αγαθών ήταν το ίδιο φυσικό με τη βίαιη αρπαγή τους, στην περίπτωση που ένιωθαν ισχυρότεροι από το άτυχο πλοίο που θα συναντούσαν στη θάλασσα.

 Σε αυτό το πλέγμα εμπορίου και πειρατείας, διακίνησης αγαθών και ιδεών, αλλά και αντιπαράθεσης πλοίων από διάφορα νησιά και αρχιπελάγη, ήταν επόμενο να δημιουργηθούν οι πρώτες θαλάσσιες σφαίρες επιρροής, οι πρώτες μικρές θαλασσοκρατορίες, υποστηριζόμενες από τους αντίστοιχους αντιμέτωπους στόλους. Αρχικά η μεγαλύτερη τέτοια σφαίρα ήταν αυτή των Κυκλαδιτών. Στην αρχή της περιόδου οι κάτοικοι κάθε νησιού της συστάδας, ακόμη και των διαφορετικών οικισμών που υπήρχαν στο νησί, δεν φαίνεται ότι συνεργάζονταν μεταξύ τους. 

Ωστόσο, η ανάγκη της επέκτασης σε νέα πελάγη και η εμφάνιση ανταγωνιστών από άλλα νησιά τους ώθησε να συμφιλιωθούν μεταξύ τους και πιθανόν να ενωθούν σε μια άτυπη συνομοσπονδία βασιζόμενη στην κοινή καταγωγή, τον κοινό πολιτισμό και τα κοινά συμφέροντα. Αυτοί οι ατρόμητοι ναυτικοί, χάρη στην ανακάλυψη της τρόπιδας, όργωσαν το Αιγαίο αναπτύσσοντας παντού εμπορικές σχέσεις. Σε αυτήν την πρώιμη εποχή δεν δίστασαν να εξέλθουν και σε άλλες θάλασσες συνάπτοντας μόνιμες ή περιστασιακές σχέσεις με την Κύπρο, τον Εύξεινο πόντο και την Αδριατική. 

Το Κυκλαδικό εμπόριο προκάλεσε την ανάπτυξη δύο ναυτικών δυνάμεων οι οποίες σύντομα έγιναν ανταγωνιστικές χρησιμοποιώντας σκάφη του ιδίου τύπου. Η μια από αυτές τις δυνάμεις ήταν μια ακόμη συνομοσπονδία, αυτή των κέντρων του πολιτισμού του βορειοανατολικού Αιγαίου της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Πολιόχνη της Λήμνου, Θέρμη Λέσβου, Εμποριό Χίου, Ηραίο Σάμου). Αυτός ο υψηλού επιπέδου πολιτισμός συχνά λησμονείται όταν απαριθμούνται οι πανάρχαιες θαλάσσιες δυνάμεις. 

Αν οι Κυκλαδίτες είναι οι πρώτοι ναυτίλοι, ο λαός του βορειοανατολικού Αιγαίου είναι ο δημιουργός των πρώτων πραγματικών αστικών κέντρων στην Ευρώπη. Θεωρείται ότι οι στόλοι του με ορμητήριο τα μεγάλα νησιά, κατάφεραν να ελέγχουν τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια και το βόρειο Αιγαίο, περιορίζοντας έτσι τα Κυκλαδικά πλοία στο εντατικό εμπόριο σε αυτά τα νερά και όχι σε πειρατικές ενέργειες οι οποίες, όπως αναφέραμε, συνδέονταν άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες.

Ο άλλος πόλος ισχύος που αναπτύχθηκε ήταν αυτός της μεγαλονήσου Κρήτης που έμελλε να επισκιάσει τους άλλους και να κυριαρχήσει σε πολύ πιο απομακρυσμένα πελάγη. Το πλεονέκτημα των Κρητών έναντι των ανταγωνιστών τους ήταν το μέγεθος και η γεωμορφολογία του νησιού που το καθιστά αυτάρκες όσον αφορά την καλλιεργήσιμη γη, τις πρώτες ύλες κλπ., μια γεωγραφική μονάδα ηπειρωτικού μεγέθους ικανή να επιβιώσει από μόνη της. Οι κάτοικοι της Κρήτης, έχοντας αυτό το προβάδισμα και την αποφασιστικότητα, περιόριζαν τους Κυκλαδίτες από την πλευρά του νότου. 

Κατά το τέλος της 3ης Χιλιετίας π.Χ., ο πολιτισμός του βορειοανατολικού Αιγαίου κατέρρευσε για αδιευκρίνιστους ακόμη λόγους. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, οι Κυκλαδίτες, έχοντας εξασθενήσει από τον συναγωνισμό και την πίεση των Κρητών, δεν ήταν σε θέση να καλύψουν το κενό που παρουσιάστηκε στο βόρειο Αιγαίο. Ο στόλος της Κρήτης κυριάρχησε σταδιακά, σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή, όπως και στο ίδιο το Κυκλαδικό αρχιπέλαγος. Ολόκληρο το Αιγαίο πέρασε υπό τον Μινωικό έλεγχο.

 


- Μινωική Θαλασσοκρατία και Αποικισμός  

 

Μινωίτες ονομάζονται σήμερα οι Κρήτες της περιόδου που καλύπτει την Πρώιμη (2700 - 1700 π.Χ.) και τη Μέση (1700 - 1450) εποχή του Χαλκού στο νησί. Αποκαλούνται έτσι από το όνομα του βασιλιά Μίνωα, η δε λέξη έχει αρχαία προέλευση καθώς Μνωίτες ονόμαζαν οι μεταγενέστεροι Δωριείς κατακτητές της Κρήτης τους εντόπιους. Το πιθανότερο είναι ότι η λέξη Μίνωας δεν ήταν ανθρωπωνύμιο αλλά τίτλος όπως π.χ. ο όρος Φαραώ. Μέχρι τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι Κρήτες είχαν κυριαρχήσει σε ολόκληρο το Αιγαίο.

Όμως, το απότομο τέλος του πολιτισμού του βορειοανατολικού Αιγαίου και η συνακόλουθη κατάρρευση της Κυκλαδικής ισχύος, έδωσε χώρο στην πειρατεία. Όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης, ο Απολλόδωρος και ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Μίνωας υπέταξε τους πειρατές και κυριάρχησε στα νησιά και τα πελάγη. Ο αγώνας εναντίον τους αρχικά πρέπει να είχε τη μορφή «αστυνομικών επιχειρήσεων», σταδιακά όμως έλαβε γιγαντιαίες διαστάσεις, αν αναλογιστούμε την έκταση όλης της Μεσογείου στην οποία τελικά επεκτάθηκε η Μινωική επιρροή. 

Στον ανελέητο πειρατικό πόλεμο του Ρωμαίου Πομπηίου εναντίον των κουρσάρων του 1ου αι. π.Χ. έχουμε ένα παράλληλο συμβάν το οποίο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς οι Μινωίτες κατόρθωσαν το ίδιο στην εποχή τους. Ανάμεσα μάλιστα στους βασικούς αντιπάλους του Πομπηίου ήταν οι Κρήτες απόγονοι των Μινωιτών. Φαίνεται ότι η καταστροφή, μετά από ισχυρό σεισμό, όλων των ανακτορικών κέντρων της Κρήτης κατά το 1700 π.Χ. έδωσε την ευκαιρία στον ηγεμόνα της Κνωσού να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του και τα άλλα βασίλεια του νησιού (Φαιστός, Μάλλια, Ζάκρος κ.ά.) μαζί με τους στόλους τους.

Ο διαρκής πόλεμος εναντίον των πειρατών και η ανάγκη για νέες αγορές και πηγές πρώτων υλών, έδωσαν το έναυσμα για την εποποιία του Μινωικού ναυτικού. Οι κύριοι ανταγωνιστές του στη θάλασσα ήταν τώρα η ηπειρωτική Ελλάδα, τα παράκτια κράτη της Συρίας - Παλαιστίνης (Χαναάν) και η Αίγυπτος. Όλοι τους είχαν παλαιά ναυτική παράδοση, όχι όμως ικανή να συγκρατήσει τα Κρητικά πλοία. Οι αρχαίες παραδόσεις και η αρχαιολογική σκαπάνη αποδεικνύουν τα στάδια της θαυμαστής επέκτασης. Λόγω της ανεπάρκειας αυτών των πηγών σε πολλά σημεία, η αποκατάσταση των γεγονότων ακολουθεί μερικές μόνο από τις πολλές σχετικές θεωρίες.

Εκτεταμένες περιοχές της χερσαίας Ελλάδας βρέθηκαν υπό τη Μινωική πολιτική κυριαρχία, όπως αποδεικνύουν ο μύθος του Θησέα στον οποίο η Αθήνα παρουσιάζεται ως υποτελής της Κρήτης πληρώνοντας μάλιστα φόρο αίματος και η δράση Μινωιτών - Κουρήτων (Κρητών) ηρώων σε πολλές άλλες περιοχές, η γνωστή μεταφύτευση του Μινωικού πολιτισμού στην ηπειρωτική χώρα από την οποία άλλωστε γεννήθηκε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός κ.ά. Οι Κρητικές ναυτικές εγκαταστάσεις στις Μακρόνησο και Μινώα (Μεγαρίδος) πιθανόν επιτηρούσαν την Αττική.

Ο πολεμικός στόλος δημιουργούσε συνεχώς νέες κτήσεις αλλά μετέφερε και αποίκους σε νησιά και ακτές. Οι πιο μεγάλες Κρητικές εγκαταστάσεις έγιναν στα δύο μεγάλα νησιά που προστατεύουν τις πύλες του Μινωικού Αιγαίου – τη Ρόδο από τα νοτιοανατολικά και τα Κύθηρα από τα νοτιοδυτικά. Τόσο τα αρχαιολογικά τεκμήρια όσο και οι παραδόσεις συνδέουν λίγο ως πολύ τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου με τους Μινωίτες. Οι Κρήτες άποικοι που εγκαταστάθηκαν σε αυτά συνήθως αφομοίωναν ειρηνικά τους παλαιούς κατοίκους, όπως φαίνεται στην περίπτωση της λαμπρής Μινω-Κυκλαδικής κοινότητας της Θήρας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη μεγάλη Μυκηναϊκή ναυτική εκστρατεία, η Αργοναυτική, που έγινε υπό την ηγεσία των Μινύων, δεν στράφηκε προς τη Μεσόγειο αλλά αναγκαστικά προς τον Εύξεινο πόντο ο οποίος πάντα άφηνε αδιάφορους τους Κρήτες. Αν μάλιστα δεχθούμε την άποψη που θεωρεί Μινωικής καταγωγής τους Μινύες της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας, της Μεσσηνίας και άλλων περιοχών, τότε η Αργοναυτική εκστρατεία ήταν μια ναυτική εξόρμηση των Κρητών αποίκων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στο διάστημα 1700 - 1450 π.Χ. ο Κρητομυκηναϊκός κόσμος ήταν ενιαίος και δεν φαινόταν κανενός είδους ανταγωνισμός. 

Γνωρίζοντας ότι η Κρήτη ήταν η μεγάλη δύναμη μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι οι Μινωίτες ήλεγχαν πολιτικά πολλές ηπειρωτικές περιοχές. Ο Μινωικός αποικισμός όμως εφαρμόστηκε και στη νοτιοανατολική ακτή της Μικράς Ασίας, όπως μαρτυρούν τα πολλά κοινά τοπωνύμια, οι παραδόσεις και τα πολιτισμικά στοιχεία μεταξύ αυτής και της Κρήτης. Η Συροπαλαιστινιακή ακτή βρέθηκε από νωρίς υπό την επιρροή του Μινωικού στόλου και πολιτισμού. Είναι αποδεκτό ότι η εγκατάσταση Κρητών εποίκων σε αυτές τις περιοχές ήταν πυκνή λόγω και του κύματος προσφύγων από τη μεγαλόνησο όταν την κατέλαβαν οι Μυκηναίοι. 

Θεωρείται μάλιστα ότι ο Φοινικικός πολιτισμός γεννήθηκε από τη Μινωική επίδραση επί του τοπικού παράκτιου Χαναανικού πολιτισμού, κάτι που φαίνεται καθαρά στη φημισμένη Ουγκαρίτ. Οι Κρήτες έφθασαν μέχρι τη Μεσοποταμία, όπου στη μεγαλούπολη Μάρι έγιναν γνωστοί ως Καπταρού. Η Κύπρος δεν φαίνεται να δέχθηκε σημαντικές Μινωικές εγκαταστάσεις, αλλά διατηρούσε πάντα φιλικές σχέσεις με την Κρήτη.Οι επαφές και το εμπόριο με την Αίγυπτο ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. και γίνονταν όλο και πιο πυκνές με την πάροδο του χρόνου. 

Μέχρι τον 15ο αιώνα οι Κρήτες είχαν γίνει οικείες παρουσίες στη χώρα του Νείλου και απεικονίζονται στις δυναστικές της τοιχογραφίες. Αυτοί οι Κεφτί, όπως τους αποκαλούσαν οι Αιγύπτιοι, ήταν Μινωίτες από την Κρήτη ή Μινωίτες άποικοι της Συροχαναανικής περιοχής. Σημαντική εξάλλου είναι η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη στο νησάκι του Φάρου, έξω από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μιας Μινωικής εγκατάστασης που ιδρύθηκε περί στο 1600 π.Χ. Η πρώτη εκτίμηση των ανασκαφέων ήταν ότι επρόκειτο για Μινωική στρατιωτική αποικία με πολεμικό και εμπορικό λιμάνι. 

Η άποψη ότι ήλεγχε στρατιωτικά τη θαλάσσια είσοδο στο Νείλο εκβιάζοντας έτσι την Αίγυπτο, είναι σίγουρα υπερβολική. Μάλλον πρόκειται για ναυτική βάση που είχε παραχωρηθεί από κάποιον Φαραώ στους Μινωίτες με αντάλλαγμα την υποχρέωσή τους να προστατεύουν το δέλτα του Νείλου από θαλάσσιους επιδρομείς ή ήταν μισθοφορική αποικία Μινωιτών ναυτικών με την ίδια υποχρέωση (στη διάρκεια των 1.500 ετών που ακολούθησαν η Αίγυπτος προσελάμβανε μαζικά μισθοφόρους από την Ελλάδα, τόσο Μυκηναίους όσο και Αθηναίους και Λακεδαιμονίους).

Ωστόσο η παρουσία τους σε τόσο στρατηγικό σημείο, στην πύλη της Αιγύπτου προς τη Μεσόγειο, φανερώνει την ισχύ του Μινωικού ναυτικού. Άλλα στοιχεία επίσης αποδεικνύουν την παρουσία Μινωιτών υπαλλήλων και τεχνιτών των Φαραώ στην Αιγυπτιακή πρωτεύουσα. Οι Κεφτί - Μινωίτες πρέπει να ίδρυσαν και την αναφερόμενη από τις αρχαίες πηγές Μινώα (πολεμική ναυτική εγκατάσταση) στην Αραβική ακτή της Ερυθράς θάλασσας.

 Από πολλούς θεωρείται υπερβολή να γίνεται λόγος για Μινωική θαλασσοκρατορία, αυτό δε που υπήρχε στην πραγματικότητα κατ' αυτούς ήταν μια απλή ναυτική υπεροχή των Κρητών η οποία ενισχυόταν από τη διπλωματία και τα οικονομικά οφέλη, μέσα από τα οποία εξασφάλιζαν την ανοχή και την καλή πίστη των Αιγυπτίων και των Χανααναίων πιθανών ανταγωνιστών τους. Πολλά μπορούν να ειπωθούν εναντίον αυτής της άποψης αλλά ας αρκεστούμε στα εξής: 

Από τη στιγμή που οι επεκτατικοί Αιγύπτιοι και οι ανήσυχοι Χανααναίοι όχι μόνο είχαν περικλεισθεί στις ακτές τους (εκτός από μερικά εμπορικά σκάφη τους) αλλά επιπλέον δέχονταν μαζικά Κρήτες εποίκους, η Μινωική διπλωματία πρέπει να ήταν ασυναγώνιστη. Και η ιστορία έχει διδάξει ότι τέτοιες διπλωματικές επιτυχίες στηρίζονται πάντα στη στρατιωτική απειλή. Οι δύο αυτοί πιθανοί ανταγωνιστές περιορίστηκαν επειδή ακριβώς απειλούντο από τον Μινωικό στόλο. 

Όσον αφορά τα οικονομικά οφέλη και οι δύο λαοί είχαν ήδη παλαιά ναυτική παράδοση και δεν είχαν ιδιαίτερη ανάγκη τους Κρήτες ως εμπορικούς μεσολαβητές, αναγκάζονταν όμως να τους χρησιμοποιούν ως τέτοιους όταν ο στόλος των τελευταίων έφθασε στο σημείο να ελέγχει την ανατολική Μεσόγειο. Ας σημειωθεί ότι ακόμα και μια μοίρα του Μινωικού ναυτικού παρουσίαζε ένα επιβλητικό θέαμα που παρέλυε την αντίσταση των περισσοτέρων εχθρών. Οι Βρετανοί του 18ου και του 19ου αιώνα είχαν κερδίσει πολέμους χωρίς να εμπλακούν σε συρράξεις παρά μόνο με την εμφάνιση του ναυτικού τους.

Ασφαλώς, με τον ίδιο τρόπο θα είχαν κερδίσει πολέμους και οι άνδρες του Μίνωα. Η δυτική Μεσόγειος, η «άγρια δύση» της εποχής, δεν ανήκε στις θάλασσες που ενδιέφεραν πραγματικά τους Κρήτες. Οι περισσότερες χώρες που την περιέβαλλαν ήταν επικίνδυνες, χωρίς σημαντικές δυνατότητες εμπορίου, με άγριους λαούς, πολλές φορές κανιβάλους (κάτι που δημιούργησε τις παραδόσεις για τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες).

Όμως η ύπαρξη μιας Μινώας στη Σικελία και ενδείξεις για περισσότερες στην Ισπανία και αλλού, όπως και το αποδεδειγμένο διαρκές εμπόριο με την Ιβηρική, τη Σαρδηνία, την Ιταλία και άλλες περιοχές, φανερώνουν ότι ο κρητικός στόλος είχε συνεχή παρουσία και σε αυτά τα νερά. Το πιθανότερο είναι ότι ο Μίνωας, θέλοντας να προστατεύσει την ανατολική Μεσόγειο από τους πειρατές της δυτικής Μεσογείου οι οποίοι πάντα θαλασσοπορούσαν προς τα ανατολικά για να βρουν λάφυρα, πολέμησε συστηματικά την πειρατεία και στη δύση. 

Μάλιστα ο Γερμανός ιστορικός Σούλτεν πίστευε ότι ο λαμπρός Ιβηρικός πολιτισμός της Ταρτησσού δημιουργήθηκε από πυκνό Μινωικό αποικισμό στην περιοχή της Ανδαλουσίας, ενώ άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι οι ταυρομαχίες - παραδοσιακό άθλημα της Ισπανίας - έλκουν την καταγωγή τους από τα μινωικά ταυροκαθάψια. Έτσι οι Μινωίτες πέτυχαν 1.500 χρόνια πριν από τους Ρωμαίους τη δική τους «Pax Minoica» σε όλη τη Μεσόγειο. Αλλά φαίνεται ότι δεν αρκέστηκαν σε αυτήν.

Ο Δανός αρχαιολόγος Μπίμπι, στηριζόμενος σε έναν ιδιαίτερο τύπο ταφικού μνημείου διαδεδομένο ήδη από το 2200 π.Χ. στις ακτές της βορειοδυτικής Μεσογείου και της Ιβηρικής, της Βρετάνης, της Ιρλανδίας, της Ουαλίας και της Δανίας, στα περιεχόμενα ειδώλια και σε άλλα ευρήματα από τους τοπικούς πολιτισμούς, θεωρεί ότι Μινωίτες και άλλοι λαοί του Αιγαίου εμπορεύονταν τακτικά με αυτές τις χώρες στο διάστημα 2200 - 1450 π.Χ.

Αξίζει να αναφερθεί η Μεσαιωνική Ιρλανδική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στην αρχαιότητα οι Μιλήσιοι έφθασαν στο νησί και ίδρυσαν εκεί την πανάρχαια πόλη Τάρα, πρωτεύουσα της Ιρλανδίας επί πολλούς αιώνες. Θεωρείται ότι αυτοί ήταν οι Ίωνες της Μιλήτου της Μικρασιατικής ακτής. Πιθανότερο όμως φαίνεται να πρόκειται για τους Μινωίτες της Μιλάτου της Κρήτης οι οποίοι ίδρυσαν και τη Μικρασιατική Μίλητο πολύ πριν αυτή γίνει Ιωνική. Δεν είναι τυχαίο επίσης το ότι μια άλλη πόλη της Κρήτης ονομαζόταν Τάρα. 

Οι επιτυχίες του στόλου απέφεραν αμύθητα πλούτη στην Κρήτη. Η πρωτεύουσα Κνωσός εξελίχθηκε σε μια μητρόπολη δεκάδων χιλιάδων κατοίκων με ένα πολύβουο λιμάνι, στις αποβάθρες και τις αγορές του οποίου συνωστίζονταν ναυτικοί και έμποροι από όλους τους λαούς: Μυκηναίοι, Λούβιοι, Αιγύπτιοι, Αμορρίτες, Χανααναίοι, Χετταίοι, Λίβυες, Σικανοί κ.ά.

 


- Τα Σκάφη και οι Άνθρωποι

 

 Οι Κυκλαδίτες ναυπήγησαν τα πρώτα πραγματικά πλοία στην ανθρώπινη Ιστορία, αυτά που διέθεταν τρόπιδα, δηλαδή καρίνα. Τα «τηγανόσχημα» σκεύη της Σύρου, όπως και μερικά πήλινα ομοιώματα, αποδίδουν τα σκάφη της εποχής επιτρέποντάς μας να αποκαταστήσουμε τη μορφή τους. Τα πλοία αυτά ήταν αποκλειστικά κωπήλατα, με ευθείες γραμμές, στενά και χαμηλά, κατασκευασμένα από ξύλο το οποίο υπήρχε σε αφθονία στο Αιγαίο της εποχής. Το ένα άκρο τους ήταν χαμηλό και ογκώδες ενώ το άλλο λεπτό και υπερυψωμένο. Υπάρχει διχογνωμία στους ειδικούς σχετικά με το ποιο από τα δύο άκρα ήταν η πρύμνη και ποιο η πλώρη.

Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι η πρύμνη είναι το χαμηλό και ογκώδες τμήμα, ενώ το λεπτό και υπερυψωμένο άκρο είναι η πλώρη, σχεδιασμένη με αυτόν τον τρόπο για να σχίζει τα ψηλά κύματα του Αιγαίου και να δίνει στο σκάφος σταθερότητα και ταχύτητα. Η όψη τους έμοιαζε πολύ με αυτήν που έχουν οι πιρόγες των ιθαγενών της Νέας Ζηλανδίας. Στις απεικονίσεις τους, στην απόληξη της πλώρης πάνω από τον θύσανο (ο οποίος διακρίνεται σε αυτές) υπάρχει το σχέδιο ενός ψαριού, προφανώς κάποιο σήμα ή έμβλημα. Οι γραμμές στην πρύμνη ίσως εικονίζουν σκοινιά ή σημαίες. 

Το πηδάλιο ήταν ένα μεγάλο κουπί στερεωμένο στην πρύμνη, ενώ ως άγκυρες χρησιμοποιούσαν βαριές λαξεμένες πέτρες με μια τρύπα στην κορυφή τους από όπου περνούσαν το βαρύ παλαμάρι ποντισμού τους. Δεν χρησιμοποιείτο ακόμη το ιστίο και η μόνη κινητήρια δύναμη ήταν τα κουπιά, των οποίων ο αριθμός κυμαινόταν μεταξύ 10 και 15 σε κάθε πλευρά. Φαίνεται όμως ότι τα περισσότερα σκάφη ήταν πρώιμες τριακόντοροι, δηλαδή διέθεταν 15 κουπιά ανά πλευρά. Ο αριθμός των ανδρών του πληρώματος ήταν ανάλογος με το μέγεθος του πλοίου και τον αριθμό των κουπιών του. Οι ερέτες (κωπηλάτες) ήταν από 20 έως 30. 

Χρειάζονταν πέντε επιπλέον άνδρες για την πλοήγηση και τις άλλες ανάγκες, ανάμεσά τους δε ήταν και ο κυβερνήτης. Συνολικά το πλήρωμα αποτελείτο από 25 - 35 άνδρες. Δεν υπήρχε ακόμη η διάκρισή τους σε καθαυτό πλήρωμα και μαχίμους. Τη στιγμή της σύρραξης με τους εχθρούς όλοι οι άνδρες πολεμούσαν ή έστω ένα μέρος τους, ανάλογα με τους ελιγμούς που έπρεπε να πραγματοποιήσει το σκάφος. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα πλοία αυτής της περιόδου ήταν ταυτόχρονα εμπορικά και πολεμικά - πειρατικά. Τα Μινωικά σκάφη αρχικά ανήκαν στον ίδιο τύπο με τα Κυκλαδικά. 

Μετά το 1700 π.Χ. που σηματοδοτεί την επικράτησή τους στη Μεσόγειο, οι Κρήτες είχαν πλέον αναπτύξει ένα νέο είδος πλοίου το οποίο όταν έλαβε την τελική του μορφή ελάχιστα θύμιζε το αρχικό μοντέλο. Η πλώρη και η πρύμνη των Μινωικών πλοίων έως και τον 17ο αι. π.Χ. είχαν αιχμηρό σχήμα και ήταν δύσκολο να διακριθεί καθεμία από αυτές. Στη θέση του Κυκλαδικού εμβλήματος του ψαριού υπήρχε μια διχαλωτή απόληξη η οποία ίσως παραπέμπει στα κέρατα ταύρου, κλασικό σύμβολο της Μινωικής θρησκείας και κατ' επέκταση του Μινωικού κράτους. Μια άλλη καινοτομία είναι τα ιστία, ένα ή περισσότερα, τα οποία συνυπήρχαν με τα κουπιά. Θεωρείται ότι οι Μινωίτες επινόησαν το κωπήλατο ιστιοφόρο σκάφος. 

Παρά το ότι υπήρχαν και μεγαλύτερα πλοία στον στόλο τους φαίνεται ότι οι Κρήτες επέμειναν στη χρήση μικρών τέτοιων σκαφών όπως οι προκάτοχοί τους Κυκλαδίτες. Οι λόγοι που εξηγούν αυτή την προτίμησή τους είναι μάλλον πολεμικής φύσης. Οι πειρατές ήταν σημαντικοί αντίπαλοί τους και, όπως σε όλες τις ιστορικές περιόδους, τα πειρατικά σκάφη αντιμετωπίζονται με μικρά, ευέλικτα και επομένως γρήγορα πλοία που μπορούν να τα καταδιώξουν. Όπως και παλαιότερα, τα περισσότερα πλοία των Κρητών σε αυτή την πρώτη φάση είχαν 10 - 15 κουπιά σε κάθε πλευρά και πλήρωμα 25 - 35 ανδρών. Το μήκος τους έφθανε τα 20 μέτρα.

Στη χρυσή εποχή της θαλασσοκρατορίας, από τον 17ο αιώνα. έως τα μέσα του 15ου είχε αναπτυχθεί το κλασικό μινωικό πλοίο, απαλλαγμένο από τις Κυκλαδικές επιρροές. Οι αιχμηρές απολήξεις πλώρης και πρύμνης εξομαλύνθηκαν ή καταργήθηκαν και το σκαρί απέκτησε το λεπτό λυγερό σχήμα που έχει στη «Νηοπομπή», τη φημισμένη τοιχογραφία του 1500 π.Χ. περίπου, η οποία αποκαλύφθηκε σε μια οικία του Ακρωτηρίου της Θήρας. Τώρα που η πειρατεία είχε υποχωρήσει και οι νέοι πιθανοί ανταγωνιστές ήταν οι Χανααναίοι και Αιγύπτιοι χρήστες μεγαλύτερων σκαφών, οι Κρήτες μπορούσαν να θυσιάσουν την ταχύτητα του δικού τους πλοίου υπέρ του μεγέθους του: τα κουπιά σε αυτή τη φάση ήταν 25 ανά πλευρά. 

Τα νέα σκάφη είχαν ισχυρό έμβολο και το μήκος τους έφθανε τα 23 - 30 μέτρα ή ακόμη περισσότερο. Το πλήρωμα στα μεγαλύτερα ήταν 60 άνδρες με δυνατότητα μεταφοράς περισσοτέρων μαχίμων, αν κρινόταν απαραίτητο. Παρόλα αυτά τα μικρότερα πλοία παρέμεναν η πλειοψηφία του στόλου. Αυτά τα κατεξοχήν Μινωικά σκάφη της δεύτερης φάσης μοιάζουν με λεπτά μισοφέγγαρα και διαφέρουν σημαντικά από τα προγενέστερα Κυκλαδικά με τις σκληρές ευθείες αλλά και από τα σύγχρονά τους Ζαναανικά (πρωτο-Φοινικικά) πλοία που έχουν σχήμα στενόμακρης γαβάθας με υπερυψωμένες άκρες. 

Και από τα Αιγυπτιακά που συνεχίζουν να κρατούν από την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου, το σχήμα μπανάνας ή δύο στενών κουταλιών με κοινή ράχη. Ετσι, μπορούμε να πούμε ότι το Κυκλαδικό έχει σχήμα που μοιάζει με L, το Κρητικό μοιάζει με C, το Χαναανικό με U, και το Αιγυπτιακό με V. Παρά την επιτυχία του Μινωικού, το Κυκλαδικό σκάφος με τις ευθείες γραμμές δεν εξαφανίστηκε, επειδή σε αυτό το σχέδιο στηρίχθηκαν οι μεταγενέστερες τριήρεις και πεντήρεις που αποτέλεσαν τους τεράστιους στόλους της κλασικής Ελλάδας και της Ρώμης.

Οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι ήταν οι Μυκηναίοι και όχι οι Μινωίτες αυτοί που διαχώρισαν το πολεμικό από το εμπορικό πλοίο. Ωστόσο η μελέτη του ναυαγίου ενός εμπορικού πλοίου του 1200 π.Χ. στα Ιρια της Αργολίδας μετέβαλε την άποψη αυτή. Το σχήμα και η κατασκευή του σκάφους των Ιρίων φανερώνει μακρά πείρα στη ναυπήγηση εμπορικών και έχει μερικά Μινωικά χαρακτηριστικά χωρίς Μυκηναϊκή παρέμβαση. Αυτά φαίνονται και σε μεταγενέστερα εμπορικά των Φοινίκων, απευθείας κληρονόμων της Κρητικής ναυπηγικής.

 Επίσης, η παρουσία στους Μινωικούς σφραγιδόλιθους κάποιων πλοίων που αποκλίνουν αρκετά από τον συνήθη τύπο, αποδεικνύει ότι ίσως είναι κατά κύριο λόγο εμπορικά. Άλλωστε μια θαλασσοκρατορία όπως η Μινωική, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε ένα είδος πλοίου που είναι ταυτόχρονα εμπορικό και πολεμικό και επομένως αργό, αλλά σε ένα ταχύ σκάφος που είναι κυρίως πολεμικό και ενίοτε εμπορικό μαζί με την ύπαρξη άλλων πλοίων εξειδικευμένων στον τελευταίο ρόλο.

Ο πολεμικός ρόλος των πλοίων δεν περιοριζόταν στη ναυμαχία αλλά διενεργούσαν αποβατικές επιχειρήσεις και επιθέσεις από θαλάσσης σε πόλεις, κάτι που απεικονίζουν οι νωπογραφίες της Θήρας. Τα πληρώματα παρέμεναν ταυτόχρονα ναυτικοί και πολεμιστές. Η πλειοψηφία τους ήταν Κρήτες αλλά είναι γνωστό ότι υπήρχαν πολλοί μισθοφόροι, οι οποίοι μάλλον δεν είχαν ναυτική πείρα οπότε χρησιμοποιούντο στα πλοία ως κωπηλάτες ή μόνο ως πολεμιστές. Οι αρχικοί ήταν Κυκλαδίτες και Λέλεγες, οι κύριοι πειρατές που αντιμετώπισαν οι Μινωίτες στο Αιγαίο. 

Οι επιζήσαντες από αυτούς κατατάχθηκαν ενδεχομένως στον Κρητικό στόλο ως μισθοφόροι ή υποτελείς. Ακολούθησαν Λίβυες, Λούβιοι (Μ. Ασίας), Νούβιοι (προερχόμενοι από το σημερινό Σουδάν μέσω Αιγύπτου) και άλλοι μισθοφόροι, αλλά οι περισσότεροι ήταν Μυκηναίοι. Αυτή η νέα δύναμη αναπτυσσόταν αθόρυβα στην ηπειρωτική Ελλάδα παρακολουθώντας τη Μινωική Κρήτη και τα πλούτη της. Όσο ο Μινωικός στόλος κυριαρχούσε οι Μυκηναίοι πολέμαρχοι δεν αποτολμούσαν κάποια εκστρατεία εναντίον της. Πλησίαζε όμως η ώρα που θα έπαιρναν στα χέρια τους τις τύχες της Μεσογείου.

Σημειώνουμε ότι ο αριθμός των πλοίων του Μινωικού στόλου δεν μπορεί να υπολογιστεί αλλά ήταν με βεβαιότητα πολύ μεγάλος. Οι κάτοικοι της Κρήτης στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας ανέρχονταν σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες (ο πληθυσμός της κλασικής Κρήτης υπολογίζεται συνήθως σε 200.000 αλλά ο Μινωικός πληθυσμός ήταν σημαντικά μεγαλύτερος). Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν χιλιάδες διαθέσιμοι Μινωίτες ναυτικοί. Αν υπολογιστούν και τα μισθοφορικά πληρώματα, όπως επίσης και τα σκάφη των άλλων νησιών και ακτών που ανήκαν στο κράτος του Μίνωα, τα πλοία του στόλου του υπολογίζονται σε πολλές εκατοντάδες. 

Ίσως να υπερέβαιναν τα χίλια λόγω του μικρού μεγέθους τους και του ότι ήταν ταυτόχρονα και εμπορικά. Ο αριθμός αυτός επιβεβαιώνεται και από τα 1.200 σκάφη που συγκέντρωσαν αργότερα για τα Τρωικά οι Αχαιοί (Μυκηναίοι) οι οποίοι ήλεγχαν περιοχές με τις ίδιες περίπου δυνατότητες παροχής στόλων και πληρωμάτων όπως αυτές των Μινωιτών. Ο αριθμός αυτός των πλοίων των Αχαιών τείνει να γίνει όλο και πιο αποδεκτός, επειδή ακριβώς τα περισσότερα από αυτά τα πολεμικά πλοία ήταν συγχρόνως και εμπορικά, ενώ πολλά από αυτά ήταν καθαρά μεταγωγικά.

Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι Κρήτες «επιβάτες» (μάχιμοι των πλοίων) ήταν τα ίδια με αυτά των χερσαίων μαχών, αλλά πιθανόν χωρίς τις βαριές ολόσωμες ασπίδες και τις μεταλλικές θωρακίσεις οι οποίες εμπόδιζαν την ισορροπία του πολεμιστή στο σκάφος και θα ήταν μοιραίες για τη ζωή του αν έπεφτε στη θάλασσα. Από τα αγχέμαχα επιθετικά όπλα ξεχώριζαν τα επιμήκη δόρατα και τα ακόντια με ενισχυμένες αιχμές, τα χαρακτηριστικά μακριά Μινωικά σπαθιά, θαυμάσια σφυρηλατημένα και ενισχυμένα με ειδική ράχη, κατάλληλα περισσότερο για διατρητικό κτύπημα, και τα στέρεα εγχειρίδια, συχνά με χρυσά καρφιά στη λαβή τους. 

Από τα εκηβόλα μεταχειρίζονταν το τόξο και τη σφενδόνη (οι μεταγενέστεροι Κρήτες της 1ης χιλιετίας π.Χ. θεωρούντο οι καλύτεροι τοξότες στη Μεσόγειο). Για την προστασία τους φορούσαν δερμάτινα γιλέκα, σκούφους και περικεφαλαίες κατασκευασμένες από δόντια αγριόχοιρου ή από ορείχαλκο. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να γίνει αναφορά στη θεωρία που ίσχυε από παλαιά για τους «φιλειρηνικούς Μινωίτες», κάτι που αφορά και το πολεμικό ναυτικό τους. Η άποψη αυτή θεωρεί ότι οι Κρήτες ήταν ένας φιλειρηνικός λαός ο οποίος απέφευγε όσο ήταν δυνατόν τον πόλεμο, κάτι που τελικά επιτύγχανε με τον ισχυρό στόλο του. 

Η φιλειρηνικότητά τους ήταν μια από τις βασικές αιτίες της πτώσης τους επειδή τους ώθησε να προσλάβουν πολλούς Μυκηναίους μισθοφόρους, οι οποίοι βρισκόμενοι στην αντίθετη ψυχική κατάσταση, της «χαράς του πολέμου», τελικά κατέλαβαν την εξουσία στο νησί. Η άποψη αυτή αναθεωρήθηκε από νωρίς αλλά συνεχίζει να έχει λίγους οπαδούς και να επηρεάζει όλους τους ασχολουμένους με τον μινωικό πολιτισμό.

Παραλλαγές αυτής είναι τα κατά καιρούς συμπεράσματα ορισμένων ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε μινωικός στρατός αλλά μόνο στόλος και συνεχής, συχνά ασυνείδητη, αντιπαραβολή των πολιτισμένων Μινωιτών με τους αιμοδιψείς Μυκηναίους. Το ότι δεν υπήρχε μινωικός στρατός αλλά μόνο στόλος είναι σίγουρα υπερβολή αλλά οι μεγάλες ανάγκες του κρητικού ναυτικού σε πληρώματα έφερναν αναγκαστικά πολλούς μισθοφόρους στη μεγαλόνησο.

Παρόλα αυτά δεν είναι λογικό να μην υπήρχαν και ισχυρές εθνικές κρητικές χερσαίες δυνάμεις που θα απέτρεπαν την προσπάθεια των μισθοφόρων ή κάποιων Μινωιτών επαναστατών ή σφετεριστών να καταλάβουν την εξουσία. Μια τόσο σχολαστική και προνοητική εξουσία όπως η ανακτορική της Κνωσού δεν μπορεί να είχε αμελήσει κάτι τόσο πολύ σημαντικό. Για τον ίδιο λόγο το γνωστό επιχείρημα ότι η Κρήτη μπορούσε να προστατευθεί μόνο από τον στόλο της οπότε δεν χρειαζόταν ισχυρός μινωικός στρατός, είναι εξίσου σαθρό. 

Εξάλλου τη Μινωική πολεμική ικανότητα επιβεβαιώνουν και οι σφραγίδες και άλλα ευρήματα με παραστάσεις πολεμοχαρούς χαρακτήρα (πολεμικές συρράξεις και κυνήγι), με εικόνες οπλισμένων αξιωματούχων κλπ. – ανάμεσά τους ίσως και ο Δίσκος της Φαιστού. Αλλά το σημαντικότερο τεκμήριο είναι η Μινωική προέλευση όλων σχεδόν των όπλων, αμυντικών και επιθετικών, των Πρωτο-Μυκηναίων (1700 - 1300 π.Χ.). Ανάμεσα σε αυτά που επινοήθηκαν στην Κρήτη είναι οι εντυπωσιακές ασπίδες, οκτώσχημη και πυργόσχημη. 

Το σχήμα τους που αγκαλιάζει το ανθρώπινο σώμα, το μέγεθος, το βάρος τους που απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα για τον χειρισμό τους στη συμπλοκή, και από την άλλη το γεγονός ότι λόγω αυτού του βάρους δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε ναυμαχία, δείχνουν μακρά παράδοση των Μινωιτών στη χερσαία μάχη εκ του συστάδην. Ακόμη και η περίφημη περικεφαλαία από χαυλιόδοντες που γεννήθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, υιοθετήθηκε στην Κρήτη από πολύ νωρίς και κατασκευαζόταν με τεχνουργία γνήσια Μινωική ακόμη και στη Μυκηναϊκή περιοχή.

Γενικά είναι γνωστό ότι οι Θαλασσοκρατορίες και οι Αυτοκρατορίες, δεν μπορούν να δημιουργηθούν ούτε να διατηρηθούν από λαούς με φιλειρηνικό χαρακτήρα. Τα όπλα που ανακαλύφθησαν στη Μυκηναϊκή Κρήτη είναι περισσότερα από αυτά της Μινωικής εποχής αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μυκηναίοι ήταν πιο στρατιωτικοποιημένοι από τους Μινωίτες, διότι ήταν δύο λαοί που στηρίζονταν σε διαφορετικές μορφές πολέμου.

Οι Μινωίτες στηρίζονταν κυρίως στον στόλο τους για να πολεμούν, να αποκρούουν επιδρομείς και να κατακτούν χώρες, αλλά και στην οικονομική επιρροή τους, στοιχεία που εξηγούν τα λιγότερα όπλα στην Κρήτη κατά τη δική τους εποχή. Αντίθετα, οι Μυκηναίοι είχαν αργότερα και αυτοί ισχυρό στόλο αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να πετύχουν με αυτόν όσα πέτυχε ο ανώτερος Μινωικός στόλος. Γι' αυτό στηρίζονταν κυρίως στον χερσαίο στρατό τους, κάτι που εξηγεί τα πολλά όπλα στη Μυκηναϊκή Κρήτη. 

Επιπλέον, οι Μινωίτες από τη στιγμή που έφθασαν σε ένα υψηλό πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο, πολεμούσαν μόνο όταν εξαντλούσαν κάθε διπλωματικό μέσο όπως έκαναν τα πολιτισμένα κράτη, οι κατεξοχήν υπερδυνάμεις Αίγυπτος, Χιττιτικό βασίλειο και Βαβυλώνα. Σε αυτό το πεδίο οι Κρήτες σίγουρα προηγούνταν κατά πολύ των ηπειρωτικών Μυκηναίων και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι τελευταίοι θεωρήθηκαν πολεμοχαρείς συγκριτικά με τους πρώτους. 

Το Αιγαίο και η Μεσόγειος όπου έδρασαν οι Κυκλαδίτες και οι Μινωίτες την 3η και τη 2η χιλιετία π.Χ., παρά τον υψηλό πολιτισμό τους, ήταν πεδία φονικών συρράξεων όπως αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Βαλκανικής όπου έζησαν οι Μυκηναίοι. Ο πληθυσμός ενός νησιού μικρού ή μεσαίου μεγέθους μπορούσε να εξολοθρευτεί μέσα σε λίγες ώρες από θαλασσινούς επιδρομείς που θα εμφανίζονταν από το πουθενά, με την ίδια ευκολία που μπορούσε να συμβεί το ίδιο σε ένα χωριό στην ηπειρωτική χώρα

 

 
- Το Λυκόφως και η Κληρονομιά

 

 Το μέλλον θα ήταν λαμπρό για το Μινωικό ναυτικό αν το Θηραϊκό ηφαίστειο, ο κακός δαίμονας της Κρήτης, δεν έθετε ένα απότομο τέλος. Ανάμεσα στις πολλές απόψεις γι' αυτό το τέλος, η επικρατέστερη συνεχίζει να είναι αυτή που θεωρεί την τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη της Θήρας τον 15ο αι. π.Χ. ως τον άμεσο ή έμμεσο αυτουργό. Η έκρηξη δημιούργησε τεράστια παλιρροϊκά κύματα τα οποία αφάνισαν τον Κρητικό στόλο μαζί με τα λιμάνια, τις βάσεις του και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. 

 Ο μύθος της δράσης του Δαιδάλου στη Σικελία στην οποία συμμαχεί με τον ιθαγενή βασιλιά Κώκαλο εναντίον του Μίνωα που εκστρατεύει εναντίον τους, ίσως αντικατοπτρίζει την προσπάθεια κάποιων Κρητών «αντιφρονούντων» (αντιπροσωπευόμενων από τον Δαίδαλο) ενωμένων με τους εντοπίους Σικανούς εναντίον της Μινωικής εξουσίας. Επιπλέον οι Μινωίτες πιθανώς ενδιαφέρονταν για την πλήρη κατάκτηση της εύφορης και στρατηγικής Σικελίας. Το επόμενο βήμα τους θα ήταν προφανώς η κατάληψη της Σαρδηνίας, της Κορσικής και των Βαλεαρίδων, τα οποία θα γίνονταν οι νέες βάσεις του Μινωικού στόλου ούτως ώστε να γιγαντωνόταν περισσότερο. 

            Αν δεν είχαν πληγεί από την ηφαιστειακή έκρηξη ίσως να το είχαν καταφέρει και σε μερικούς αιώνες, με την αφομοίωση των εντοπίων η Κύπρος, η Ρόδος, η Λέσβος, η Εύβοια, η Σικελία, η Σαρδηνία και η Κορσική να είχαν μεταβληθεί σε νέες Μινωικές πατρίδες. Αλλά η εκστρατεία στη Σικελία είχε τραγική κατάληξη, όπως αυτή των Αθηναίων στο ίδιο νησί μετά από χίλια χρόνια (414 - 413 π.Χ). Ο ίδιος ο Μίνωας (μάλλον ο διάδοχος του θρόνου) έχασε τη ζωή του και η μοναδική ίσως αποτυχημένη επιχείρηση του ναυτικού του ήταν κακός οιωνός για ό,τι θα ακολουθούσε. 

Στο μεταξύ η καταστροφή που προκάλεσε η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας έδωσε το σύνθημα στους Αχαιούς (Μυκηναίους) της ηπειρωτικής Ελλάδας που καραδοκούσαν. Σύμφωνα με ένα πολύ πιθανό σενάριο, μετά από το τρομερό κτύπημα, οι Μινωίτες έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσουν την προστασία του νησιού τους που ήταν απογυμνωμένο πια από τον στόλο του. Τα πλοία των επιδρομέων δεν θα αργούσαν να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα προκειμένου να ληστέψουν ό, τι απέμεινε. 

Με τους περισσότερους άνδρες τους διασκορπισμένους στη Μεσόγειο ή νεκρούς – ανάμεσά τους ήταν και ο νέος Μίνωας – οι επιζώντες Κρήτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ριψοκινδυνεύσουν καλώντας και άλλους Μυκηναίους μισθοφόρους, μεταξύ αυτών και τον Θησέα, υποτελή τους πρίγκιπα των Αθηνών. Όμως οι Αχαιοί κατέλαβαν τη μεγαλόνησο για λογαριασμό τους και ο Θησέας θυσίασε τον Ιερό Ταύρο (Μινώταυρο) σηματοδοτώντας έτσι το τέλος της Μινωικής εξουσίας. Σε σύντομο διάστημα οι Μυκηναίοι υπέταξαν όλες τις Κρητικές κτήσεις στο Αιγαίο.

Ο περήφανος στόλος της Κρήτης εξολοθρεύτηκε, καθώς τη στιγμή της ηφαιστειακής έκρηξης πολλά πλοία του βρίσκονταν σε διάφορα σημεία της Μεσογείου διεξάγοντας εμπόριο ή διενεργώντας περιπολίες και πολεμικές επιχειρήσεις. Το μεγαλύτερο όμως μέρος τους πρέπει να βρισκόταν στο νότιο Αιγαίο, αγκυροβολημένα ή εν πλω, πράγμα που σήμαινε τη βέβαιη καταστροφή τους. Αρκετά από τα πληρώματα των πλοίων που βρίσκονταν ανά τη Μεσόγειο όταν πληροφορήθηκαν τη φοβερή καταστροφή που έπληξε την Κρήτη και την ακόλουθη Μυκηναϊκή κατάκτησή της, επέλεξαν προφανώς να μην επιστρέψουν σε αυτήν και να ζήσουν για πάντα ως πρόσφυγες σε ακτές που γνώριζαν ήδη καλά.

Επιπλέον, πλήθη Μινωιτών προτίμησαν να εγκαταλείψουν το νησί τους παρά να υπηρετήσουν τους Αχαιούς, και κατέκλυσαν τη Συροπαλαιστινιακή ακτή, την Αίγυπτο και άλλες χώρες. Δύο αιώνες αργότερα περίπου η Μυκηναϊκή Κρήτη συμμετείχε στον πόλεμο εναντίον της Τροίας με 80 πλοία, πολύ λιγότερα από αυτά της Μινωικής. Όμως ο Αχαιός ηγεμόνας της Ιδομενέας ήλεγχε μόνο το μισό νησί και δεν είχε υπερπόντιες κτήσεις όπως ο Μίνωας. Και πάλι όμως η Κρητική συνεισφορά ήταν αριθμητικά η τρίτη μεγαλύτερη ανάμεσα στα κράτη των Αχαιών, απόδειξη του ότι η ναυτοσύνη των Κρητών επιβίωνε ακόμη.

Μετά τα Τρωικά οι Κρήτες δεν κατείχαν πάλι αξιόλογο στόλο (εκτός από μια σύντομη περίοδο στους 2ο - 1ο αιώνες π.Χ.) καθώς δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από το κτύπημα του ηφαιστείου. Ωστόσο είναι γνωστό ότι ο λαός της Κρήτης έχει διττό χαρακτήρα, ηπειρωτικό και νησιωτικό συγχρόνως. Εως τον 15ο αιώνα π.Χ. επικρατούσε ο δεύτερος. Από τότε και μετά επικράτησε ο χερσαίος. Ο βασικός λόγος γι' αυτό είναι, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου, το μέγεθος και η αυτάρκεια της μεγαλονήσου. Στη συνέχεια οι Κρήτες έγιναν διάσημοι ως τοξότες και μισθοφόροι.

Παρόλα αυτά η παράδοση του Μινωικού ναυτικού επιβίωσε. Κληρονόμοι της ήταν, περισσότερο ή λιγότερο, όλες οι ναυτικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν μετά τον 14ο αι. π.Χ. Άριστοι μαθητές των Κρητών υπήρξαν οι Μυκηναίοι παρά το ότι ανέπτυξαν μετά από αιώνες έναν τύπο πλοίου που διέφερε αρκετά από το Μινωικό. Εξίσου καλοί μαθητές υπήρξαν οι Φοίνικες οι οποίοι, όπως είδαμε, διαφοροποιήθηκαν από τους Χανααναίους αδερφούς τους λόγω του πυκνού Μινωικού εποικισμού στην περιοχή τους. 

Οι Μινωίτες έποικοι τελειοποίησαν την υπάρχουσα Χαναανική ναυτική τέχνη παίρνοντας έτσι μια έμμεση εκδίκηση από τους Αχαιούς κατακτητές της πατρίδας τους, επειδή οι Φοίνικες στο μέλλον ξεπρόβαλαν ως μεγάλοι ανταγωνιστές των τελευταίων. Άλλοι ωφελημένοι από τις διδαχές των Μινωιτών ναυτικών και ναυπηγών ήταν οι Αιγύπτιοι και οι Λαοί της Θάλασσας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα Αιγυπτιακά πλοία μετά τον 14ο αιώνα ναυπηγούντο με βάση τα Αιγαιοπελαγίτικα πρότυπα και οι Αιγύπτιοι, αφήνοντας τη ναυσιπλοϊα στον Νείλο, ανοίχθηκαν στη θάλασσα. 

Αυτά συνέβησαν περίπου έναν αιώνα μετά την εγκατάσταση Μινωιτών προσφύγων στη χώρα και είναι βάσιμο να αποδώσουμε αυτή την εξέλιξη της Αιγυπτιακής ναυτιλίας στην Κρητική επιρροή. Τα σκάφη των Λαών της Θάλασσας, των τρομερών επιδρομέων της Υστερης Χαλκοκρατίας, λίγο διέφεραν από αυτά των Μυκηναίων οι οποίοι άλλωστε αποτελούσαν το σημαντικότερο στοιχείο τους. Επομένως και αυτοί υπήρξαν κληρονόμοι της Μινωικής ναυπηγικής, κάτι φυσικό αφού οι περισσότεροι Λαοί της Θάλασσας ξεκίνησαν από το πρώην Μινωικό Αιγαίο.

Τα ίδια ισχύουν για τον ισχυρότερο λαό αυτής της θαλασσινής φυλετικής ένωσης, τους Φιλισταίους-Πελασγούς. Πολλούς αιώνες αργότερα οι Σάρδοι και Κύρνιοι, οι λαοί της Σαρδηνίας και της Κορσικής, εμφανίστηκαν στα νερά της δυτικής Μεσογείου με σκάφη που έμοιαζαν με τα Μινωικά. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πρόγονοί τους περιλαμβάνονταν στους Λαούς της Θάλασσας.

 

 

Σφραγίδες και Σφραγίσματα

 

 Από την Πρωτομινωική περίοδο εμφανίζονται σε ευρεία κλίμακα οι σφραγίδες, πολύ μικρά αντικείμενα διαφόρων σχημάτων, με ανάγλυφα διακοσμημένες πλευρές, που χρησίμευαν στη σφράγιση των μεταφερόμενων αγαθών. Αν και δε γνωρίζουμε ακριβώς τη διαδικασία και τις συνθήκες του σφραγίσματος των προϊόντων, θεωρείται βέβαιο ότι η σφράγιση ήταν ένας τρόπος να προστατεύονται από την κλοπή. Οι σφραγιστικές επιφάνειες πιέζονταν επάνω σε νωπό πηλό αφήνοντας το αποτύπωμά τους στην επιφάνειά του.

Έτσι, το πήλινο σφράγισμα, που δενόταν κατόπιν με σχοινί στη συσκευασία των προϊόντων, έφερε, όταν ξηραινόταν, μόνιμα το αποτύπωμα της σφραγίδας. Με αυτό τον τρόπο ο κάτοχος της σφραγίδας μπορούσε να ελέγξει την ασφάλεια της αποστολής του. Οι σφραγίδες ήταν συνήθως λίθινες, φτιαγμένες από εγχώρια ή εισηγμένα πετρώματα, ενώ οι πολυτελέστερες ήταν κατασκευασμένες από ελεφαντόδοντο και πολύτιμα μέταλλα. Πολύ συχνά, σφραγίδα αποτελούσε και η σφενδόνη των χρυσών δακτυλιδιών.

Τόσο τα σφραγιστικά δακτυλίδια, όσο και οι οπές ανάρτησης που παρατηρούνται μερικές φορές σε άλλα είδη σφραγίδων δείχνουν ότι τα αντικείμενα αυτά φοριόνταν συχνά από τους κατόχους τους ως κοσμήματα. Το υλικό που χρησιμοποιόταν για την κατασκευή τους και το είδος της διακόσμησης εξέφραζαν την ιδιότητα και το κύρος του κατόχου τους. Έτσι, οι σφραγίδες χρησίμευαν συγχρόνως ως υπογραφή και ως ταυτότητα και, καθώς ανήκαν στα απολύτως προσωπικά αντικείμενα, τοποθετούνταν συχνά ως κτερίσματα στους τάφους.

Προκειμένου να δηλωθεί η ταυτότητα του κατόχου ή του αποστολέα αγαθών δημιουργήθηκε μία τεράστια ποικιλία από διακοσμητικά μοτίβα, ιδεογράμματα ή συνθέσεις που ακολουθούσαν τις καλλιτεχνικές τάσεις κάθε περιόδου της Μινωικής εποχής. Οι Μινωίτες ειδικεύθηκαν στη σφραγιδογλυφία και με μια σειρά από πρωτότυπες τεχνικές και διακοσμήσεις την ανήγαν σε υψηλή τέχνη. Πολλές φορές, στη μικρή επιφάνεια των σφραγίδων χαράζονταν λεπτομερείς αναπαραστάσεις της καθημερινής και της θρησκευτικής ζωής, που προσφέρουν σήμερα πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση, τα έθιμα και τη λατρεία της Μινωικής Κρήτης.

 


Ανταλλάξιμα Προϊόντα

 

 Τις επαφές των Μινωιτών με το εξωτερικό δείχνει η παρουσία των χαρακτηριστικών αντικειμένων Μινωικής τέχνης, κυρίως της κεραμικής, που εντοπίζονται σε μακρινές περιοχές, και οι σύγχρονες εισαγωγές ξένων προϊόντων στην Κρήτη. Οι βασικότερες πρώτες ύλες που εισάγονταν ήταν τα μέταλλα, οι πολύτιμοι λίθοι και το ελεφαντόδοντο. Μαζί με αυτές εισαγόταν και ένας μεγάλος αριθμός πολυτελών αντικειμένων ανατολικής και Αιγυπτιακής προέλευσης. Στις αγορές του εξωτερικού εξάγονταν τα προϊόντα της μινωικής βιοτεχνίας και τα εκλεκτότερα είδη της Κρητικής γης.

Κατά την Υστερομινωική εποχή (1550 - 1100) το κρασί, το λάδι και διάφορα είδη αρωματικών ελαίων μεταφέρονταν σφραγισμένα σε ειδικά σχεδιασμένα μεταφορικά αγγεία, τους ψευδόστομους αμφορείς. Πιθανά ανταλλάξιμα είδη μπορεί να ήταν και προϊόντα από φθαρτά υλικά που δεν άφησαν ίχνη, όπως τα προϊόντα της υφαντικής. Ανάμεσα στα περιζήτητα είδη ανήκε ίσως και η ξυλεία της Κρήτης που μπορεί να εξαγόταν σε χώρες με πλήρη έλλειψη δασών, όπως η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία, όπου είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε εισηγμένη ξυλεία.

Μία γλαφυρή εικόνα των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600 - 1050 π.Χ.) μας δίνουν τα ευρήματα από δύο ναυάγια πλοίων στο Ulu Burun και στην Καληδονία, κοντά στη νότια Μικρασιατική ακτή. Οι υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες στις περιοχές αυτές αποκάλυψαν ένα πλούσιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα προϊόντων διαφορετικής προέλευσης που διακινούνταν ταυτόχρονα στην ανατολική Μεσόγειο.

 


- Σχέσεις με την Αίγυπτο

 

 Μέσα από τις γραπτές πηγές της 18ης Αιγυπτιακής δυναστείας αλλά και από μία σειρά Μινωικών ευρημάτων στην Αίγυπτο γίνεται φανερή η παρουσία των Μινωιτών στη χώρα του Νείλου. Στον τοιχογραφικό διάκοσμο των τάφων Αιγυπτίων αξιωματούχων αναγνωρίζονται Κρήτες, που ονομάζονταν στην Αίγυπτο Κεφτιού, να προσφέρουν δώρα στο Φαραώ, ανάμεσα σε απεσταλμένους άλλων χωρών.

Η ταύτιση αυτών των μορφών με τους Μινωίτες γίνεται από το ένδυμά τους, το Μινωικό ζώμα και από τα πολυτελή αντικείμενα που μεταφέρουν, στα οποία αναγνωρίζονται χαρακτηριστικά πρoϊόντα Μινωικών εργαστηρίων. Οι πυκνότερες επαφές της Κρήτης με την Αίγυπτο παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της 18ης δυναστείας που αντιστοιχεί με τα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ. Ιδιαίτερα σημαντικοί για την απόλυτη χρονολόγηση είναι οι Αιγυπτιακοί σκαραβαίοι με τα χαρακτηριστικά εμβλήματα των Φαραώ που βρίσκονται συχνά σε τάφους της Κρήτης, καθώς η διαδοχή των βασιλέων της Αιγύπτου είναι σίγουρα χρονολογημένη.

 Τα Μινωικά προϊόντα στην Αίγυπτο λιγοστεύουν κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1600 - 1400 π.Χ.), ενώ αντίθετα πληθαίνουν τα προϊόντα των Μυκηναϊκών κέντρων. Η στροφή αυτή είναι ενδεικτική για τη μετατόπιση της εμπορικής δύναμης στα χέρια των Μυκηναίων και ίσως σημαίνει ότι τα Μινωικά προϊόντα διακινούνταν πια μέσω των Μυκηναϊκών εμπορικών σταθμών.


 

Θρησκεία

 

 Χάρις στην πλούσια εικονογραφική κληρονομιά που άφησε η Μινωική εποχή, είμαστε σήμερα σε θέση να συλλάβουμε την κεντρική ιδέα της Μινωικής θρησκείας. Η βασική έκφραση όλων των θρησκευτικών εκδηλώσεων είναι η λατρεία μιας γυναικείας θεότητας, που φαίνεται να έχει στενή σχέση με τη λατρεία της θεάς Αστάρτης στη Μέση Ανατολή. Η θεότητα αυτή νυμφεύεται ένα νέο θεό, ο οποίος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, μεταφέροντας έτσι σε θεϊκό επίπεδο την αναγέννηση της φύσης.

Η λατρεία της θεότητας εκφράζεται με την τέλεση συγκεκριμένων ιερών τελετουργιών, η απεικόνιση των οποίων επαναλαμβάνεται συχνά στη Μινωική τέχνη. Οι τελετουργίες αυτές είχαν σκοπό την έκκληση της εύνοιας της θεότητας ή και την εμφάνισή της στους θνητούς, μέσω μίας οραματικής διαδικασίας, της Θεοφάνειας.

Η τέλεση των ιερών τελετουργιών γινόταν από το ιερατείο, σε χώρους που είχαν διαμορφωθεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό στις ιδιωτικές κατοικίες και τα ανάκτορα και χαρακτηρίζονται ως ιερά, αλλά και σε τοποθεσίες μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε ιερά σπήλαια και σε απρόσιτες βουνοκορφές, τα λεγόμενα ιερά κορυφής. Αυτοί οι ιδιαίτεροι χώροι, που συνδέθηκαν τόσο νωρίς με τη θρησκευτική λατρεία και χαρακτηρίστηκαν ήδη από τη Μινωική εποχή ιεροί, απέκτησαν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε να συνεχιστεί εκεί η λατρεία μέχρι την κλασική Αρχαιότητα.

Ένα σύνολο από λειτουργικά σκεύη, που η ακριβής τους χρήση δεν εξηγείται στον οικιακό ή εργαστηριακό χώρο, ερμηνεύονται ως ιερά και χρησίμευαν κυρίως σε χοές και προσφορές. Τέτοια σκεύη, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα ρυτά και οι κέρνοι, απεικονίζονται πολλές φορές σε παραστάσεις θρησκευτικών τελετών και με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η χρήση τους.

 


Η Μινωική Θεότητα

 

 Κεντρική ιδέα της Μινωικής θρησκείας είναι η λατρεία της θεάς της γονιμότητας, της οποίας ο εραστής γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, συμβολίζοντας έτσι την αναγέννηση της φύσης. H παρατήρηση του κύκλου της φύσης οδήγησε στην προσωποποίηση ενός γονιμοποιητικού στοιχείου, του νεαρού θεού, που γεννιέται και πεθαίνει. Η θεά, που ορίζεται και ως μεγάλη μητέρα, είναι η σύζυγος του θεού. O ιερός γάμος, ένα θρησκευτικό θέμα που απεικονίζεται και στην τέχνη μεταγενέστερων περιόδων, συμβολίζει την ένωση των δύο θεών.

Τελετουργικές αναπαραστάσεις γάμων γίνονταν για να συντείνουν στη γονιμοποίηση και την καρποφορία. Παρόμοια ζεύγη θεών συναντώνται και σε ανατολικές θρησκείες. H γέννηση και ο θάνατος του θεού συμπίπτει αντίστοιχα με την ετήσια αναγέννηση και το μαρασμό της βλάστησης. Μερικές θρησκευτικές τελετές θυμίζουν μαγικές τελετουργίες που γίνονταν για να προκαλέσουν την παραγωγική λειτουργία των φυσικών δυνάμεων, οι οποίες εμφανίζονται προσωποποιημένες.

Οι σχετικές με τη βλάστηση Μινωικές τελετές θυμίζουν τη λατρεία της Μητέρας και Κόρης στην Ελευσίνα των κλασικών χρόνων, η οποία μάλλον ανάγεται σε προελληνικούς χρόνους. Ενδείξεις προς αυτήν την κατεύθυνση προσφέρουν ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα της Ύστερης Χαλκοκρατίας, όπως ένα ελεφάντινο ειδώλιο - σύμπλεγμα από τις Μυκήνες που αναπαριστά δύο θεές με ένα βρέφος.

Εκτός από τις απεικονίσεις της θεότητας και των δεομένων, στις λατρευτικές σκηνές εμφανίζονται μερικές φορές και διάφορα ζώα ή φανταστικά όντα με ενδιάμεση μορφή ανθρώπου - ζώου, τα οποία ερμηνεύονται ως δαίμονες της βλάστησης που συμμετέχουν στη λατρεία. Ίσως όμως οι μορφές αυτές να μην αναπαριστούν κάποιες ζωόμορφες θεότητες αλλά ιερείς που φορούσαν ζωόμορφες μάσκες κατά τη διάρκεια τελετών.

 Η Μινωική θεά απεικονίζεται σε τόσες πολλές διαφορετικές σκηνές ώστε να υπάρχουν αμφιβολίες για το αν πρόκειται για μία ή για διαφορετικές θεότητες. Απεικονίζεται σε κορυφή όρους μεταξύ δύο λεόντων, ως Ορεία Μήτηρ ή Πότνια Θηρών, ως θεά του ιερού δέντρου, θεά των όφεων, των περιστεριών ή των Μηκώνων. Η θεά εμφανίζεται επίσης σε πολεμικές παραστάσεις με ξίφος και ασπίδα και άλλες φορές σε θαλασσινό ταξίδι. Γνωστό εικονιστικό θέμα αποτελεί επίσης η μητέρα - θεά κουροτρόφος.

Τα διάφορα σύμβολα της θεάς συμβολίζουν τις διαφορετικές της ιδιότητες. Έτσι τα φίδια μαρτυρούν το χθόνιο χαρακτήρα της, τα περιστέρια είναι το σύμβολο του ουράνιου πεδίου και οι υπνοφόρες παπαρούνες τα σύμβολα της μητρικής θεάς, που κατευνάζει τα νήπια. Κατά μία ερμηνεία οι διάφορες εκφάνσεις της Μινωικής θρησκείας συντείνουν στο μονοθεϊσμό. Τα πρώτα πλήρως διαμορφωμένα στοιχεία της Μινωικής θρησκείας εμφανίζονται ήδη κατά τη διάρκεια της Προανακτορικής περιόδου. Μετά την κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού η Μινωική θρησκεία επηρέασε τη Μυκηναϊκή και στη συνέχεια τη θρησκεία της Αρχαιότητας.

Οι επιβιώσεις της φαίνονται σε μερικά ονόματα θεοτήτων της βλάστησης, που είναι προελληνικά, όπως Δίκτυννα, Βριτόμαρτυς, Αριάδνη και Υάκινθος. Πολλά από τα σύμβολα της Μινωικής θεάς συνοδεύουν γυναικείες θεότητες των αρχαίων χρόνων. Η Αθηνά, η θεά του πολέμου, απεικονίζεται με όπλα, η Ειλείθυια σχετίζεται με τον τοκετό, η Άρτεμις είναι η θεά των θηρίων, η Αφροδίτη συμβολίζεται με τα περιστέρια, η Δήμητρα με τους Μήκωνες, ενώ τα λιοντάρια συναντώνται στη λατρεία της Κυβέλης.

Ειδικά στη θρησκεία της Μικράς Ασίας βρίσκονται θεότητες που αντιστοιχούν στη Μινωική θεά, όπως μία πολεμική θεά των Χετταίων, που είχε για σύμβολά της τον πάνθηρα, το λιοντάρι αλλά και το περιστέρι. Αντίθετα με τις γυναικείες θεότητες, οι άνδρες θεοί του μεταγενέστερου Ελληνικού δωδεκαθέου, δεν ανταποκρίνονται στους συμβολισμούς του Μινωικού κόσμου. Αυτό δείχνει ότι το πάνθεον της Ελληνικής Αρχαιότητας αποτελείτο μάλλον από άρρενες θεούς Ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, που αναμίχθηκαν με το προελληνικό στοιχείο των γυναικείων θεοτήτων.

 


Οι Ιερείς με τους Κροσσωτούς Χιτώνες

 

 Οι ιερείς με τους Κροσσωτούς Χιτώνες, που απεικονίζονται κυρίως σε σφραγίδες, είναι ίσως οι μόνοι εκπρόσωποι του ανδρικού φύλου σε Μινωικές θρησκευτικές παραστάσεις. Η ιερατική ιδιότητα των μορφών αυτών φαίνεται βέβαιη, εφόσον εμφανίζονται μαζί με διάφορα θρησκευτικά σύμβολα, όπως το περιστέρι, το δελφίνι και ο γρύπας. Κατά τον Evans οι μορφές αυτές ήταν απεικονίσεις ιερέων, ενώ μερικοί από αυτούς ίσως παρίσταναν το βασιλιά - αρχιερέα.

Το ένδυμά τους αποτελούνταν από ένα μακρύ ύφασμα με κρόσσια, που τυλιγόταν πολλές φορές γύρω από το σώμα. Αυτό το ύφασμα φοριόταν επάνω από ένα φόρεμα που έπεφτε από τους ώμους σχηματίζοντας κοντά μανίκια. Ίσως αυτά τα υφάσματα δένονταν σε διάφορα σημεία, σχηματίζοντας τους ιερούς κόμπους, που είναι γνωστοί και από τη θρησκευτική εικονογραφία της Μέσης Ανατολής. Στο Αιγαίο, κροσσωτά ενδύματα φοριόνταν και από άνδρες και από γυναίκες, αλλά τα τυλιγμένα μονοκόμματα υφάσματα φοριόνταν αποκλειστικά από άνδρες.

Δύο άλλες εικονογραφικές παραλλαγές του ιερέα με τον κροσσωτό χιτώνα προέρχονται από τη σφραγιστική τέχνη. Στη μία, η μορφή κρατάει ένα τόξο και στην άλλη έναν πέλεκυ. Μερικές φορές κρατούν τους λεγόμενους συριακούς τελετουργικούς πελέκεις που -όπως και ο κροσσωτός χιτώνας- προέρχονταν μάλλον από την Ανατολή. Η παρουσία των σφραγίδων αυτών σταματάει το διάστημα της Μυκηναϊκής κυριαρχίας.

Από την εποχή αυτή και μετά συναντώνται ανδρικές μορφές με κροσσωτούς χιτώνες μόνο στη ζωγραφική, πράγμα που δείχνει ότι οι Μινωίτες ιερείς συνέχιζαν με παρόμοιο τρόπο το έργο τους και υπό την Μυκηναϊκή ηγεμονία  Στην τοιχογραφία από την Κνωσό οι ιερείς εμφανίζονται με αυτό το είδος του χιτώνα. Και εδώ τυλιγόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα ενδύματα των παραστάσεων στις σφραγίδες. Η παράσταση αυτή επιβεβαιώνει ότι ο κροσσωτός χιτώνας ήταν μάλλον το ένδυμα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας και όχι το ένδυμα μιας ηγετικής φυσιογνωμίας.

 


Πορτραίτα Ιερέων

 

 Tα μέλη του ιερατείου που μεσολαβούσαν μεταξύ των θεϊκών δυνάμεων και της κοινότητας ήταν πρόσωπα με αυξημένο κοινωνικό κύρος. Οι άνδρες ιερείς είναι αναγνωρίσιμοι στις εικονιστικές παραστάσεις από το μακρύ ένδυμα με τις πλάγια υφασμένες ρίγες και τον κροσσωτό χιτώνα, που συναντιέται και σε απεικονίσεις ιερέων της Ανατολής. Oι ίδιες μορφές κρατούν στα χέρια τους πελέκεις και λίθινα δικέφαλα σφυριά που χρησιμoποιούσαν στις θυσίες. Τέτοια αντικείμενα περιέχονταν στα ιερά θησαυροφυλάκια και αποτελούσαν σύμβολα των αξιωματούχων του ιερατείου.

 Μεταξύ των εμβλημάτων του ιερατείου συγκαταλέγονται υφασμάτινες ταινίες, που συνδέονται μάλλον με το συμβολισμό του ιερού κόμβου. Καθήκοντα του ιερατείου ήταν οι σπονδές και οι θυσίες, η ανάπεμψη ευχών, ο ψαλμός ύμνων και οι εξορκισμοί. Στις εκδηλώσεις, που ήταν μάλλον πολυπληθείς, η φωνή των ιερέων ενισχυόταν με τη χρήση ενός θαλάσσιου Τρίτωνος, που χρησίμευε ως μεγάφωνο.

 Η παράσταση μίας σφραγίδας δείχνει μία ιέρεια μπροστά σε βωμό, που φέρνει έναν τρίτωνα κοντά στο στόμα της. Λόγω της χρήσης τους στις τελετές οι τρίτωνες απέκτησαν ιερό συμβολισμό, γι' αυτό και απεικονίζονται πολύ συχνά σε θρησκευτικές παραστάσεις. Ιερά αγγεία και ρυτά σε σχήμα τρίτωνος, συνήθως με κομμένο το στόμιό τους, βρίσκονται επίσης συχνά στα μινωικά ιερά.



Χώροι Λατρείας σε Νεκροταφεία

 

Ειδικά διαμορφωμένοι λατρευτικοί χώροι παρατηρούνται συχνά σε νεκροταφεία της Πρωτομινωικής περιόδου. Στην Κουμάσα βρέθηκαν πλακοστρωμένοι χώροι ανάμεσα στους τάφους, που ερμηνεύτηκαν ως χώροι λατρευτικών τελετών. Στις πλακοστρωμένες αυλές των τάφων εντοπίστηκαν κατασκευές που μοιάζουν με βωμούς. Τέτοιες κατασκευές έχουν παρατηρηθεί κυρίως στην κοιλάδα της Μεσαράς και στο Mόχλο. Εκτός Κρήτης έχουν βρεθεί στις Λακκούδες της Νάξου. Η χρονολόγηση αυτών των κατασκευών δεν είναι σίγουρη.

Μπορεί να προέρχονται από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, όπου χρονολογούνται τα ταφικά μνημεία, αλλά μπορεί να είναι και μεταγενέστερες προσθήκες. Oι τελετουργίες στα νεκροταφεία συνδυάζονταν μάλλον με την ταφή σημαντικών ατόμων. Τέτοιοι χώροι δεν εμφανίζονται σε όλη την Κρήτη. Από τις Αρχάνες, για παράδειγμα, αν και εκεί το νεκροταφείο είναι εκτεταμένο, λείπουν εντελώς.


Πομπές

 

Πομπές ιερέων, μουσικών και άλλων προσώπων που σχετίζονται με τη λατρεία απεικονίζονται σε πολλές παραστάσεις. Οι ιερείς παρέλαυναν κρατώντας σπονδικά αγγεία, όπως φαίνεται σε ένα λίθινο ανάγλυφο από την Κνωσό. Οι πομπές κατευθύνονταν στο ναό ή σε κάποιον άλλο ιερό χώρο, όπου γίνονταν δεκτές από τη θεά. Mία τέτοια διαδρομή απεικονίζεται στο διάδρομο της τοιχογραφίας της πομπής, όπου νέοι από το προσωπικό του ιερατείου μεταφέρουν πολύτιμα αγγεία και ρυτά. Στα μέλη της πομπής ανήκουν και κάποιες μορφές με μακριά ενδύματα, πιθανώς μουσικοί, ενώ μία ιέρεια υποδύεται τη θεά.

Οι θρησκευτικές πομπές, που λάμβαναν χώρα μάλλον σε τακτά διαστήματα, ήταν και μία ευκαιρία επίδειξης των πολύτιμων ιερών σκευών στο πλήθος, τα οποία όλο το υπόλοιπο διάστημα ήταν προσιτά μόνο στους ιερείς. Έτσι η πομπή ήταν ένας συνδυασμός προσφοράς προς τη θεότητα και επίδειξης κύρους. Μερικά από τα μέλη της πομπής δε μετέφεραν δώρα, αλλά προσεύχονταν προτείνοντας τα χέρια.

Οι πομπές αυτές περιλάμβαναν κάποιες φορές και την περιφορά ενός ξόανου της θεάς ή ενός προσώπου, που την υποδυόταν. Η περιφορά ξύλινου ειδώλου των θεοτήτων από ναό σε ναό και από πόλη σε πόλη ήταν ένα θρησκευτικό έθιμο γνωστό και από την Αίγυπτο. Η διαδικασία αυτή συμβόλιζε την επίσκεψη της θεότητας. Oι θρησκευτικές πομπές ίσως λάμβαναν χώρα στους ειδικά σχεδιασμένους πομπικούς διαδρόμους των ανακτόρων, που βρίσκονταν σε ψηλότερο επίπεδο.

Η περιφορά του ξόανου γινόταν και στη θάλασσα, όπως γνωρίζουμε επίσης από Αιγυπτιακές παραστάσεις. Μερικές φορές στο φορείο της θεότητας δινόταν το σχήμα ενός πλοίου. Το μοτίβο αυτό πλησιάζει θεματικά τις παραστάσεις του θεού του ήλιου σε σφραγιδοκυλίνδρους της Μεσοποταμίας. Σε ένα χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι από το Μόχλο, η θεά απεικονίζεται σε θαλασσινό ταξίδι, ενώ επάνω στο καράβι διακρίνεται και ένα δέντρο. Πρόκειται για το ιερό δέντρο, που συμβολίζει την επερχόμενη και απερχόμενη βλάστηση.

Στο λεγόμενο δακτυλίδι του Μίνωα απεικονίζεται ένα παραθαλάσσιο ιερό ή νησίδες με ιερά δέντρα και η θεά να κωπηλατεί σε πλοίο μεταξύ τους. Υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ σχημάτων και συμβόλων. Οι παραστάσεις απαγωγής και τα θαλασσινά ταξίδια είναι ένα συχνό εικονιστικό θέμα σε Κρητομυκηναϊκά σφραγιστικά δακτυλίδια, έτσι ώστε να υποθέτουμε την ύπαρξη μυθολογικών κύκλων.

Κάποιες λατρευτικές πομπές συνδέονται με την αγροτική λατρεία. Μία τέτοια πομπή απεικονίζεται στο ρυτό της Αγίας Τριάδος. Η πομπή σε αυτή την παράσταση αποτελείται από θεριστές, που περπατούν σε ζεύγη υπό την μουσική υπόκρουση ενός σείστρου. Θεωρείται βέβαιο ότι η μουσική συνόδευε έναν ύμνο προς τη θεότητα και ότι η τελετή αποσκοπούσε στην ευλογία της συγκομιδής.



Τελετουργίες

 

Ο σκοπός των θρησκευτικών τελετών ήταν η δημόσια ευχαριστία της θεάς με προσφορές, προκειμένου να διατηρηθεί η ευημερία της κοινότητας. Κατά τη διάρκεια των τελετουργιών το ιερατείο και προπάντων οι βασιλείς μπορούσαν να παίξουν το ρόλο της θεότητας. Έτσι εξηγούνται οι πολυάριθμες θρησκευτικές παραστάσεις, όπου ανθρώπινες μορφές δέχονται δώρα από λατρευτές.



- Θεοφάνεια 

 

Mία θεμελιώδης τελετουργία της Μινωικής θρησκείας αποσκοπούσε στη Θεοφάνεια, δηλαδή την εμφάνιση της θεάς στη θρησκευτική κοινότητα. Αυτή η διαδικασία προκαλούνταν μέσω επικλήσεων, ύμνων ή εκστατικού χορού των θνητών. Η σκηνή της Θεοφάνειας είναι πολύ αγαπητή στη Μινωική εικονιστική τέχνη. Σε τέτοιες αναπαραστάσεις, η θεότητα κατεβαίνει από τον ουρανό με κόμη που ανεμίζει ή δέχεται τις ικεσίες των πιστών σε ιερό περίβολο κοντά σε ένα βωμό ή ένα ιερό δέντρο.

Μερικές παραστάσεις δείχνουν την ιέρεια-θεά πάνω σε μία κούνια, στηριγμένη σε δέντρα ή στύλους. Σε ένα πήλινο ομοίωμα από την Αγία Τριάδα η ιέρεια - θεά αιωρείται μεταξύ δύο κιόνων, επάνω στους οποίους κάθονται περιστέρια. H ιέρεια - βασίλισσα περιφερόταν από τους υπηκόους σε φορητό κάθισμα κατά τις εορτές.

Το φορείο είχε έτσι αποκτήσει συμβολική, ιερή σημασία. Ένα πήλινο ομοίωμα φορείου βρέθηκε στην Κνωσό μαζί με άλλα ομοιώματα ιερών αντικειμένων. Έχει εκφραστεί επίσης η άποψη ότι ο αλαβάστρινος θρόνος στο ανάκτορο της Κνωσού ίσως δεν προοριζόταν για το βασιλιά αλλά για την ιέρεια - βασίλισσα, που υποδυόταν τη θεά και περιβαλλόταν από δύο γρύπες. Αυτή η διαπίστωση συντείνει στην εκδοχή του θεοκρατικού χαρακτήρα του Μινωικού πολιτικού συστήματος.



- Τελετουργικός Χορός

 

Σε πολλές Μινωικές εικονιστικές παραστάσεις εμφανίζονται γυναικείες μορφές σε εκστατικό χορό. Σχεδόν όλες οι μουσικές εκδηλώσεις και οι χοροί έχουν ιερό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στις σκηνές αυτές εμφανίζονται θρησκευτικά σύμβολα. Ο χορός προκαλούσε την έκσταση και συνέβαλλε έτσι στον οραματισμό της Θεοφάνειας. Οι τελετουργικοί χοροί λάμβαναν χώρα συχνά σε ιερά άλση. Σε ένα χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι από τα Ισόπατα τέσσερις ιέρειες χορεύουν γυμνόστηθες.

Σε μία καρποδόχη από τη Φαιστό δύο γυναίκες χορεύουν κρατώντας στα χέρια τους άνθη. Ένα πήλινο ομοίωμα από τάφο στον Καμηλάρη αναπαριστά τέσσερις άνδρες σε ιερό κυκλικό χορό. Η ιερότητα της σκηνής υποδηλώνεται εδώ από τα κέρατακαθοσιώσεως, που διακρίνονται στη βάση του ομοιώματος.



- Στάσεις Λατρείας

 

Πολλά από τα ειδώλια και τις θρησκευτικές σκηνές δείχνουν μία συγκεκριμένη στάση προσευχής. Oι λατρευτές εμφανίζονται μπροστά από το ιερό ή το όραμα της θεάς όρθιοι, με τεντωμένο τον κορμό προς τα πίσω και το ένα χέρι στο κεφάλι. Άλλες στάσεις προσευχής που μαρτυρούνται στις παραστάσεις λατρευτών είναι η ύψωση των χεριών, η έκτασή τους και το μάζεμα στο σώμα. Οι στάσεις αυτές σήμαιναν ικεσία, δέηση και αφιέρωση στη θεότητα και ίσως αντιπροσωπεύουν τις διαδοχικές φάσεις τελετουργικών κινήσεων, κατά τις οποίες τα χέρια εκτείνονται και μαζεύονται.



- Αιματηρές Θυσίες

 

Προς τιμήν της θεάς θυσιάζονταν μικρά και μεγάλα ζώα. Ένα μοναδικό εύρημα, η ζωγραφιστή λάρνακα της Αγίας Τριάδας, δείχνει σημαντικές λεπτομέρειες της τελετουργίας των θυσιών. Στη μία πλευρά εικονίζεται ένας θυσιασμένος ταύρος δεμένος επάνω σε βωμό. Το αίμα, που τρέχει από το λαιμό του, συλλέγεται σε αγγείο. Άλλα, μικρότερα ζώα περιμένουν να θυσιαστούν, ενώ ένας μουσικός με τον αυλό του συνοδεύει την τελετή. Το αίμα του θυσιασμένου ζώου μεταφέρεται με αγγεία περασμένα σε ξύλο, που κρατάει μία ιέρεια.

 Μία άλλη ιέρεια χύνει το αίμα σε ένα μεγαλύτερο κάδο, που βρίσκεται μεταξύ δύο διπλών πελέκεων. H ιερότερη στιγμή της αιματηρής θυσίας συνοδεύεται από μουσική, που παιζόταν με επτάχορδη λύρα. Σε μερικά ιερά, όπως στην οικία του αρχιερέα στην Κνωσό υπήρχε πρόβλεψη για τη συλλογή του αίματος της θυσίας, που κυλούσε στη βάση του βωμού και απομακρυνόταν με αγωγό. Ίσως γινόταν και μετάληψη από το θυσιαστήριο, ενώ τα δέρματα των θυσιασμένων ζώων προσφέρονταν στο ιερό. Υπάρχουν σήμερα σαφείς ενδείξεις ότι στη μινωική Κρήτη τελούνταν ανθρωποθυσίες.

Η σημαντικότερη μαρτυρία προέρχεται από ένα σχετικά πρόσφατο εύρημα από το ιερό κορυφής στα Ανεμοσπήλια κοντά στις Αρχάνες. Σε αυτό το κτήριο βρέθηκε κατά χώραν (in situ) ο σκελετός ενός νέου σκοτωμένου με μαχαίρι, που είχε μάλλον θυσιαστεί λίγο πριν την κατάρρευση του κτηρίου κατά την Μεσομινωική IIIA περίοδο (1750 - 1700 π.Χ.). Η ερμηνεία αυτού του ευρήματος ως στοιχείο ανθρωποθυσίας θεωρήθηκε αρχικά ασυμβίβαστη με το χαρακτήρα της Μινωικής κοινωνίας, η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν φιλειρηνική χωρίς ίχνη βιαιοτήτων.

 


- Αναίμακτες Προσφορές

 

 Ενώ οι αιματηρές θυσίες ήταν αναμφίβολα η υψηλότερη τιμή στη θεότητα, οι προσφορές αντικειμένων ήταν επίσης πολύ διαδεδομένες. Οι προσφορές ομοιωμάτων ζώων συμβόλιζαν και αντικαθιστούσαν τα ζώντα θύματα, ενώ η προσφορά ομοιωμάτων λατρευτών δήλωνε την αφοσίωση του πιστού στο ιερό. Μεγάλη είναι και η ποικιλία ομοιωμάτων αντικειμένων. Ανάμεσα σ' αυτά συγκαταλέγονται τελετουργικά εξαρτήματα, όπως ιερατικά φορέματα, θρόνοι, βωμοί και φορεία της ιέρειας - θεάς.

Η προσφορά ομοιωμάτων ναών ίσως ήταν ένα υποκατάστατο της έγερσης ιερού. Ένα άλλο πολύ συνηθισμένο είδος ιερών προσφορών ήταν τα αγροτικά προϊόντα, ανάμεσα στα οποία τα πιο συνηθισμένα ήταν το κρασί και το μέλι. Ιδιαίτερα το μέλι μνημονεύεται στα κείμενα των πινακίδων Γραμμικής Β γραφής από την Κνωσό, ως προσφορά στην Ειλείθυια, τη θεά του τοκετού.


- Θυμίαμα

 

 Κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών τελετών γινόταν καύση αρωματικών ουσιών από τους ιερείς. Θυμιατήρια, παρόμοια με αυτό που απεικονίζεται σε τοιχογραφία της Θήρας, βρέθηκαν σε ιερά κτίσματα αλλά και σε τάφους. Ίσως σε συγκεκριμένες τελετές οραματισμού χρησιμοποιόταν και το όπιο για την επίτευξη της ύπνωσης και της έκστασης.


- Μαγεία

 

Παράλληλα με τις θρησκευτικές τελετές, οι Μινωίτες θα πρέπει να ασχολούνταν και με λαϊκές μαγικές τελετουργίες. Οι Κρητικοί εξορκισμοί εναντίον ασθενειών και άλλων δεινών ήταν γνωστοί μέχρι την Αίγυπτο. Η μαγική ρήση σε ένα κύπελλο από την Κνωσό υποσχόταν την απελευθέρωση μαγικής δύναμης στο αναποδογύρισμά του. Οι εξορκισμοί συνδυάζονταν ίσως με τη χρήση σπάνιων φαρμακευτικών βοτάνων, που συλλέγονταν συστηματικά στην Κρήτη και ήταν φημισμένα μέχρι την Αρχαιότητα.


- Δικταία

 

 Τα Δικταία, σωστότερα η γιορτή του Διός, (η ονομασία «τα Δίκαια», είναι σημερινή), ήταν αφιερωμένα στο μέγιστο Κούρο, δηλαδή το γιο του Κρόνου και της Ρέας, το Δία. Ειδικότερα η γέννηση του ∆ία εορταζόταν την Εαρινή Ισημερία, από τους ιερείς του ∆ία στις πόλεις Λύκτο (σ’ αυτήν ανήκε το Δικταίο άντρο, όπου γεννήθηκε ο Δίας), Πραισό (εκεί υπήρχε ιερό του Δικταίου Δία). Κατά τη διάρκεια της γιορτής, οι νέοι ιερείς μιμούνταν τους Κουρήτες , εκτελώντας θορυβώδεις χορούς, κρατώντας σπαθιά και ασπίδες.

Η ίδια γιορτή επαναλαμβανόταν την ημέρα της φθινοπωρινής Ισημερίας, όπου οι ιερείς αποχαιρετούσαν τη θνήσκουσα φύση. Οι Θρησκευτές καλούσαν το ∆ία να΄ ρθει στο όρος Δίκτη για άλλη μια φορά, επικεφαλής του θιάσου των δαιμόνων Κουρήτων, ως Μέγιστος Κούρος, ενώ ο κορυφαίος του θιάσου υποδύεται το ∆ία. Κούροι λέγονταν οι νέοι (είτε γιατί κούρευαν τα μαλλιά τους είτε γιατί ήσαν «κούροι – κόρες» (κοράσια ) και κουρήτες = οι κουραδιάρηδες (οι βοσκοί, που είχαν την αίγα Αμάλθεια). Στον ύμνο του Δικταίου ∆ιός, οι Θρησκευτές έψαλλαν:

 

Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι

Κρόνιε, παγκρατές γάνους,

βέβακες δαιμόνων αγώμενος.

Δίκταν ές ενιαυτόν έρπε

και γέγαθι μολπά

ταν τοι κρέκομεν πακτίσι

μείξαντες αμ΄ αυλοίσιν,

και στάντες αείδομεν τεόν

αμφί βωμόν ευερκή.

 

Ιώ. Μέγιστε Κούρε, Χαίρε μοι

Κρόνιε, παγκρατές γάνους,

βέβακες δαιμόνων αγώμενος

Δίκταν ές ενιαυτόν.

Ωραι Δε βρύον κατήτος

και βροτούς Δίκα κατήχε

άλλα τε θνατ΄ ‘αμφεπε ζω

α φίλολβος Ειρήνα.

 

Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι

Κρόνιε, παγκρατές γάνους,

βέβακες δαιμόνων αγώμενος

Δίκταν ες ενιαυτόν.

Αμών θόρε κ΄ ες δέμνια

και θορ΄ εύποκ΄ ες ποίμνια

κ΄ ες λήϊα καρπών θόρε

κ΄ ες τελεσφόρους αύρας.

 

Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι

Κρόνιε, παγκρατές γάνους,

βέβακες δαιμόνων αγώμενος

Δίκταν ες ενιαυτόν.

Θόρε κ΄ ες πόληας αμών

κ΄ ες ποντοφόρας νάας

Θόρε κ΄ ες νέους πολείτας

Θόρε κ΄ ες Θέμιν κλειτάν.

 

- Το Πήλινο Ομοίωμα του Καμηλάρη

 

          Από το θολωτό τάφο του Καμηλάρη προέρχεται ένα πήλινο ομοίωμα, το οποίο χρονολογείται στη Μεσομινωική περίοδο III. Πρόκειται για την πλαστική απεικόνιση μίας θρησκευτικής τελετουργίας που λαμβάνει χώρα σ' έναν ορθογώνιο κτιστό χώρο με πλάγια ανοίγματα. Ο χώρος αντιπροσωπεύει ίσως ένα ιερό ή την ορθογώνια προέκταση ενός θολωτού τάφου. Στο εσωτερικό του δύο ζεύγη μορφών, που αναπαριστούν ίσως νεκρούς ή θεότητες, δέχονται προσφορές ποτών και εδεσμάτων που τοποθετούνται σε βωμούς μπροστά τους από δύο μορφές.


Ιερά Σύμβολα

 

 Η προβολή της θρησκείας στους ιερούς χώρους, αλλά και σε χώρους ή αντικείμενα κοσμικής χρήσης, γινόταν μέσω μίας σειράς ιερών συμβόλων, τα οποία επαναλαμβάνονταν συχνά είτε ως ρεαλιστικές απεικονίσεις είτε ως αφηρημένα διακοσμητικά θέματα στην τέχνη. Τα κυριότερα από αυτά τα σύμβολα ήταν το ζεύγος των ιερών κεράτων και ο διπλός πέλεκυς, που αποτελούσαν και τα δύο μία έμμεση αναφορά στην ιερότερη τελετουργία της Μινωικής θρησκείας, τη θυσία του ταύρου.


- Ζεύγος Κεράτων

 

 Το ζεύγος των ιερών κεράτων ή κεράτων καθοσιόσεως ήταν το κυριότερο θρησκευτικό σύμβολο της Μινωικής θρησκείας και αποτελούσε αντικείμενο λατρείας. Τα κέρατα συμβόλιζαν μάλλον βουκράνια, δηλαδή τα κεφάλια θυσιασμένων ταύρων που κρέμονταν στα ιερά δένδρα και στους τοίχους των ιερών. Η λατρεία των ταύρων είναι γνωστή από ιερά της Νεολιθικής εποχής στη Μικρά Ασία. Κέρατα καθοσιόσεως διακοσμούσαν συχνά τα βάθρα ιερών, ενώ μερικές φορές απεικονίζονται στην τέχνη ανθρώπινες μορφές, που προσεύχονται μπροστά στα ιερά κέρατα.

Υπάρχουν πολλά ομοιώματα ιερών κεράτων σε πηλό, ασβεστοκονίαμα και πέτρα, που διακοσμούν κοσμικά οικοδομήματα. Ένα τεράστιο ζεύγος τέτοιων κεράτων βρέθηκε κοντά στο νότιο πρόπυλο της Κνωσό κι ένα άλλο στο ανακτορικό συγκρότημα των Αρχανών. Στο μέγαρο Νίρου λατρευτικά κέρατα βρέθηκαν τοποθετημένα σε μία βαθμιδωτή βάση στη νότια πλευρά της αυλής.

 


- Διπλοί Πέλεκεις

 

 Ανάμεσα στα κυριότερα αρχαιολογικά ευρήματα με θρησκευτική σημασία διακρίνονται οι διπλοί πελέκεις, που είχαν λατρευτική ή αναθηματική χρήση. Ο διπλός πέλεκυς ήταν μάλλον το σύμβολο της θυσίας του ταύρου. Οι λατρευτικοί πελέκεις έχουν μεγάλο μέγεθος. Οι αναθηματικοί είναι μικρών διαστάσεων. Εκτός από τα ανάκτορα και τους οικισμούς, όπως το Νίρου Χάνι, την Αγία Τριάδα, την Τύλισο, τα Γουρνιά, το Παλαίκαστρο, τον Πλάτανο και την Kνωσό, αναθηματικοί πελέκεις βρέθηκαν και σε ιερά σπήλαια, όπως το Αρκαλοχώρι και τα σπήλαια του Ψυχρού και του Σκοτεινού.

Διπλοί πελέκεις απεικονίζονται συχνά σε αγγεία και σφραγίδες μεταξύ ιερών κεράτων, επάνω σε ταυροκεφαλές ή αναρτημένοι σε στειλεούς. Στη λατρευτική σκηνή της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδος διπλοί πελέκεις στέκονται σε στειλεό που καλύπτεται από φύλλα, ενώ στην κορυφή ενός βάθρου βρίσκεται ένα πτηνόμορφο ομοίωμα της θεότητας.

Το σχήμα του διπλού πέλεκυ εμφανίζεται συχνά στην Μινωική εικονογραφία και αγγειογραφία συνοδευόμενο από τον ιερό κόμβο ή από φυτικά διακοσμητικά θέματα. Απεικονίζεται σε ιερά αγγεία και ως χάραγμα στους πεσσούς των ιερών κρυπτών και σε τοίχους των ανακτόρων. Ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση του συμβόλου με τη γλωσσική παράδοση. Το όνομα του πελέκυ στην Καρική γλώσσα είναι λάβρυς, εξηγώντας έτσι το όνομα του ανακτόρου της Κνωσού, λαβύρινθος, που θα σήμαινε το ανάκτορο των διπλών πελέκεων.

Σπανιότερα μαρτυρείται η ύπαρξη ενός τελετουργικού πέλεκυ με δύο ισομεγέθη ανοίγματα. Ο χαρακτηριστικός αυτός τύπος προέρχεται από τη Μέση Ανατολή, όπου συναντάται ως κτέρισμα στους βασιλικούς τάφους της Βύβλου και σε απεικονίσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκε μόνο ένας παρόμοιος πέλεκυς, στον τάφο του Βαφειού, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική II A περίοδο.

 

 

- Ιερός Κόμβος

 

         Ένα από τα μοτίβα με θρησκευτική σημασία ήταν ο ιερός κόμβος, δηλαδή μία λωρίδα υφάσματος που ήταν δεμένη κόμπο περίπου στο μέσο της. Παραστάσεις ιερών κόμβων συναντώνται σε αγγεία και τοιχογραφίες με θρησκευτικά θέματα. Ομοιώματα ιερών κόμβων από ελεφαντοστό και φαγεντιανή βρέθηκαν στην Κνωσό, τη Ζάκρο, αλλά και τις Μυκήνες. Ένα παράδειγμα ιερού κόμβου βρίσκεται στην τοιχογραφία της Παριζιάνας από την Κνωσό.

Το σύμβολο του ιερού κόμβου ίσως συνδέεται και με πρακτικές μαγείας, όπως αυτές εκφράζονται σε άλλους πολιτισμούς. Πιθανός σκοπός αυτών των πρακτικών ήταν το λύσιμο της βασκανίας, η κατοχή του εραστή, η διευκόλυνση του τοκετού, η θεραπεία ασθενειών και η δέσμευση της θεότητας. Προφύλαξη από τα δεινά προσέφερε η χρήση του στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, όπως είναι γνωστή από τη λατρεία της Ίσιδος και της Ινάνα.


- Όπλα

 

 Ανάμεσα στα άλλα, λιγότερο συχνά θρησκευτικά σύμβολα, βρίσκονταν μέρη του οπλισμού, ειδικά του αμυντικού, όπως η ασπίδα, το κράνος και ο θώρακας. Αυτά τα σύμβολα συνδέονται μάλλον με την πολεμική υπόσταση της θεότητας. Ειδικά το μοτίβο της ασπίδας, στην οποία είχε ίσως αποδοθεί η δύναμη φυλαχτού, επαναλαμβάνεται πολύ συχνά στη Μυκηναϊκή τέχνη. Παραστάσεις κρανών εικονίζονται επάνω σε χάλκινο πέλεκυ, ενώ οι οκτώσχημες ασπίδες εμφανίζονται μαζί με άλλα ιερά σύμβολα.

Οκτώσχημες ασπίδες φτιαγμένες από δέρματα ταύρων διακοσμούσαν το μέγαρο του άνακτα στην Κνωσό. Επίσης, σε ένα σφράγισμα διακρίνεται μία γυναικεία μορφή σε λατρευτική στάση μπροστά σε μία ασπίδα.


- Σταυρός

 

 Ο σταυρός και διάφορες παραλλαγές του, όπως το άστρο, ο αγκυλωτός σταυρός και ο τροχός συναντώνται σε παραστάσεις με θρησκευτικό περιεχόμενο. Μερικές φορές βρίσκονται ανάμεσα σε κέρατα καθοσιόσεως. Ένας λίθινος σταυρός προέρχεται από το ιερό θησαυροφυλάκιο της Κνωσού. Oι σταυροί και τα παρεμφερή σύμβολα ερμηνεύονται ως αστρικά σύμβολα και τα αντικείμενα με παρόμοιες παραστάσεις χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως φυλακτά.

 


Τέχνες και Τεχνολογία

 

Ο ιδιότυπος χαρακτήρας και οι πνευματικές αναζητήσεις του Μινωικού πολιτισμού γίνονται περισσότερο σαφείς μέσα από τα έργα τέχνης. Μέσα από την εξέλιξη των τεχνών παρακολουθούνται τα βήματα της τεχνολογίας που από την κατασκευή απλών χρηστικών αντικειμένων φθάνει στο επίπεδο της υψηλής τέχνης. Η λαμπρότητα και η ακτινοβολία της Μινωικής τέχνης ήταν αποτέλεσμα της ακμάζουσας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου.

Η εισαγωγή πρώτων υλών, χρήσιμων στην τεχνολογία, βοήθησαν στην κατασκευή μίας τεράστιας ποικιλίας εργαλείων, ενώ τα πολυτιμότερα εισηγμένα υλικά, όπως ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο, μπορούσαν να εκφράσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των ανώτερων τάξεων. Η τέχνη της Πρωτομινωικής περιόδου (3000 - 2000 π.Χ.), όπως εκφράζεται κυρίως στη σφραγιδογλυφία, είχε έναν απλό διακοσμητικό χαρακτήρα, όπου κυριαρχούσε ο αφαιρετικός συμβολισμός.

Από τη Μεσομινωική περίοδο όμως η παραστατική τέχνη οδηγήθηκε σταδιακά σε μία φυσιοκρατική έκφραση που απέδιδε τις ανθρώπινες μορφές και τις μορφές του ζωικού και του φυτικού βασιλείου με ρεαλιστικό τρόπο. Ο συνδυασμός του ρεαλισμού, των καλλιτεχνικών συμβάσεων και του αφαιρετικού συμβολισμού δημιούργησε μία μοναδική καλλιτεχνική έκφραση. Οι μορφές και τα διακοσμητικά θέματα αυτής της τέχνης αποδίδονται με χάρη και ζωντάνια, ενώ συχνά μεταφέρεται η κίνηση που κάνει ακόμη και τα πιο απλά διακοσμητικά θέματα να δονούνται από μία κυρίαρχη ζωτική δύναμη.

Οι θεμελιώδεις αρχές της Μινωικής τέχνης, η γλαφυρότητα, η πολυχρωμία και η κίνηση ακολουθούνται και στην αρχιτεκτονική, όπου βρίσκουν την καλύτερη έκφρασή τους κυρίως στο σχεδιασμό των Μινωικών ανακτόρων. Κατά την Ανακτορική περίοδο, οι καλύτερα ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα βασιλικά εργαστήρια που βρίσκονταν σε ειδικά διαμερίσματα των ανακτόρων. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τους χώρους αυτούς βεβαιώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, λιθοτεχνίας, μεταλλοτεχνίας, μικρογλυπτικής και κατεργασίας της φαγεντιανής.

 Παράλληλα με τα ανακτορικά λειτουργούσαν και εργαστήρια στις πόλεις και την ύπαιθρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη πλανόδιων καλλιτεχνών. Τέχνες όπως η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ασκούνταν μάλλον σε οικιακές βιοτεχνίες. Η παραστατική τέχνη είτε αποδίδεται σε μικρές επιφάνειες, όπως στις σφραγίδες, είτε στις μεγάλες επιφάνειες του τοιχογραφικού διακόσμου, αναπτύσσει χαρακτηριστικούς θεματικούς κύκλους, εμπνευσμένους κυρίως από την κοινωνική, την πολιτική και τη θρησκευτική ζωή.

Οι συνθέσεις αυτές, που καταγράφουν με λεπτομέρεια τις συνήθειες αλλά και τις ηθικές αξίες των Μινωιτών, αποτελούν ένα χρήσιμο μέσο ερμηνείας της Μινωικής κοινωνίας. Όσον αφορά στην αισθητική πλευρά του χαρακτήρα της Μινωικής τέχνης καταγράφεται η ζωντάνια, η χάρη και η απόλυτη εναρμόνιση με τη φύση, στοιχεία που αποδίδονται στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών και στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον. Από την πλευρά της θεματογραφίας όμως διαπιστώνεται ένας συντηρητισμός που οφείλεται μάλλον στο συγκεντρωτικό και Θεοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος.

 


Τεχνολογίες Ύδρευσης και Αποχέτευσης στην Αρχαία Κρήτη

 

Η αρχή ότι το παρελθόν αποτελεί το κλειδί για το μέλλον έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν αναφέρεται σε αντικείμενα υδατικών πόρων. Αρχαιολογικές και άλλες μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι, κατά τη διάρκεια της μεσομινωϊκής περιόδου, μια πολιτισμική έκρηξη χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των αρχαίων πολιτισμών έλαβε χώρα στην νήσο Κρήτη. Αυτό καταδεικνύεται από τις προωθημένες τεχνικές, που εφαρμόστηκαν στη διαχείριση του νερού την περίοδο αυτή. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτές οι τεχνικές συναντώνται και σε σύγχρονες επιστημονικές περιοχές των υδατικών πόρων, των υγρών αποβλήτων και της υδρολογίας του υπόγειου νερού.

Πιο συγκεκριμένα αφορούν στα δίκτυα νερού και κυρίως αυτών οικιστικής χρήσης, στην κατασκευή, αξιοποίηση και χρήση επιφανειακών νερών, στα λουτρά και άλλες σχετικές κατασκευές υγιεινής και κάθαρσης, στα συστήματα αποχέτευσης και διάθεσης υγρών αποβλήτων και των νερών της βροχής, στην αποκατάσταση και άρδευση της γεωργικής γης και τέλος, στη χρησιμοποίηση νερού για αναψυχή. Ένα από τα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά του Μινωϊκού πολιτισμού είναι η αρχιτεκτονική των συστημάτων ύδρευσης και των συστημάτων για την αποχέτευση των αποβλήτων και των νερών της βροχής στα ανάκτορα και στις πόλεις της εποχής εκείνης.

Στην δομή των περισσότερων Μινωϊκών ανακτόρων και πόλεων τίποτε δεν είναι πιο αξιοπρόσεκτο από τα πολύπλοκα και πολύ λειτουργικά συστήματα υδροδότησης και αποχέτευσης. Επιπλέον στην ίδια περίοδο υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση υγρών αποβλήτων για την άρδευση γεωργικών καλλιεργειών (ca.3000 - 1100 π.Χ.). Από την αρχαιολογική έρευνα συμπεραίνεται ότι οι Mινωΐτες υδρολόγοι και μηχανικοί ήταν γνώστες σε κάποιο βαθμό βασικών αρχών των επιστημών υδατικών πόρων και περιβάλλοντος, δηλαδή πολύ πριν από την καθιέρωσή τους στη σύγχρονη εποχή.

Οι τεχνολογίες αυτές συνεχίστηκαν και βελτιώθηκαν στη διάρκεια των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων και συγχρόνως διαδόθηκαν σ’ άλλες πόλεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι στέρνες κι άλλες εγκαταστάσεις υδροδότησης, καθώς και τα λουτρά, ονομαζόμενα και ως ''θέρμες'' στην Ελεύθερνα, στα Άπτερα και στην Κίσσαμο. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι οι δεξαμενές υδροδότησης και τα λουτρά στην αρχαία Φαλάσαρνα της Ελληνιστικής περιόδου και μετέπειτα την Ενετική περίοδο. Η σπουδαιότητα των υδραυλικών έργων των Μινωιτών βασίζεται:


α) Στην αρτιότητα των κατασκευών και λειτουργία τους πριν πολλές χιλιετίες

β) Στον πρωτοποριακό χαρακτήρα πολλών τεχνολογιών, όπως είναι οι στέρνες συλλογής όμβριων νερών, τα υδραγωγεία μεταφοράς νερού σε οικιστικές περιοχές και τα αποχετευτικά συστήματα και

γ) Στην μεταφορά αυτών των τεχνολογιών στην κεντρική Ελλάδα και σε άλλες περιοχές του κόσμου.

 Αξίζει να σημειωθεί ότι μετέπειτα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων βασιστήκαν σε τεχνολογίες και πρακτικές των αρχαίων Κρητών. Φορείς της χώρας μας, όπως είναι τα ερευνητικά ιδρύματα, δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς και διάφορες ιδιωτικές εταιρείες που ασχολούνται με σχετικά αντικείμενα, έχουν πολλά να διδαχθούν από τις τεχνολογίες υδατικών πόρων και υγρών αποβλήτων, που οι αρχαίοι Κρητικοί ανέπτυξαν και εφάρμοσαν στους οικισμούς τους.

 


- Πολιτισμική Έκρηξη

 

 Από τη νεολιθική εποχή, η Κρήτη κατοικήθηκε από διεσπαρμένους πληθυ­σμούς που ζούσαν εν μέρει σε σπηλιές σε κάποια απόσταση από την ακτή, αλλά και σε οργανωμένους οικισμούς. Αν και πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με την προέλευση αυτών των πρώτων αποίκων, η ενασχόληση τους με την αγγει­οπλαστική και διάφορα χειροποίητα αντικείμενα υποδεικνύουν την καταγωγή τους από την Ανατολία και ενδεχομένως από την Αίγυπτο, παρά από την ηπειρωτική Ελλάδα. 

Ο πληθυσμός της Κρήτης ενισχύθηκε στην αρχή της Μινωικής περιόδου, δηλαδή αμέσως μετά από το ca.3 000 π.Χ., με την άφιξη νέων αποίκων, ίσως από τη Μικρά Ασία. Επιπλέον, γλωσσικές και τοπωνυμικές συγγένειες αποτελούν ένδειξη συγγένειας του Κρητικού πληθυσμού με τους Λουβίους, που στη μεσο-και υστερο-Μινωική περίοδο, εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία.

Σημαντική πολιτιστική πρόοδος παρατηρήθηκε στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια της τρίτης και δεύτερης χιλιετίας π.Χ., ενώ μια χωρίς προηγούμενο πολιτιστική και τεχνολογική ανάπτυξη παρατηρήθηκε στη μεσο-Μινωική περίοδο (ca.2 100 - 1 600 π.Χ.), όταν ο πληθυσμός του νησιού στις κεντρικές και νότιες περιοχές αυξήθηκε σημαντικά, αναπτύχθηκαν οικισμοί, οικοδομήθηκαν τα πρώτα ανάκτορα, και γενικότερα αναπτύχθηκε ένας ακμάζων και ομοιόμορφος πολιτισμός.

Μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου εξελίχθηκαν οι τέχνες, η τεχνολογία, η βιοτεχνία και το εμπόριο με το νησιωτικό Αιγαίο, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Στις πρώτες φάσεις της υστερο-Μινωικής περιόδου (ca. 1600 - 1400 π.Χ.), η Κρήτη εμφανίζεται να ευημερεί, όπως μαρτυρούν τα μεγέθη των οικιστικών περιοχών και των κατοικιών, και τα πολυτελή ανάκτορα αυτής της περιόδου. Τα έργα τέχνης, η ανάπτυξη της μεταλλουργίας, η κατασκευή προηγμένων και εξοπλισμένων ανακτόρων και το άριστο οδικό σύστημα, πιστοποιούν την ύπαρξη μιας πλούσιας, ιδιαίτερα καλλιεργημένης, καλά οργανωμένης κοινωνίας και διακυβέρνησης στην Κρήτη.

Η κατάρρευση του Mινωικού πολιτισμού, με την καταστροφή των ανακτόρων τοποθετείται περί το ca.1400 π.Χ. Τα ανάκτορα με εξαίρεση αυτό της Κνωσού δεν ξανακατοικήθηκαν. Μετά την κατάρρευση, οι ηπειρωτικές επιρροές στα ταφικά έθιμα, τον οπλισμό, την αρχιτεκτονική αλλά και την τέχνη και τη γλώσσα δείχνουν πως Μυκηναίοι Έλληνες επικράτησαν στην Κρήτη καθιστώντας το ανάκτορο της Κνωσού σημαντικό κέντρο.

Η σοβαρή και αναδυόμενη «πολιτισμική έκρηξη» από την πρωτο-Μινωική εποχή που παρατηρείται στη συνέχεια, αναφέρεται, σε πολλά πολιτιστικά και επιστημονικά θέματα, τυπικά του καιρού μας, όπως η αρχιτεκτονική, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ένας κοινωνικά ανθρώπινος, υγιειονολογικός και καλαίσθητος τρόπος ζωής, η πρόοδος στη γεωργία, στη δασοπονία και στη ναυτιλία, η περιβαλλοντική ευαισθησία και προστασία και άλλα. Αυτή η πολιτιστική άνθηση ήταν εντονότερη κατά τη διάρκεια των σχετικά ψυχρών και υγρών περιόδων.

Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι υδραυλικά και άλλα τεχνικά έργα σχετιζόμενα με τη διαχείριση λεκανών απορροής, την ανάπτυξη υδατικών πόρων, τα λουτρά και τις τουαλέτες, τα πλυσταριά, τις δεξαμενές αποθήκευσης και διανομής νερού και τα αποχετευτικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης των εκροών των αποβλήτων, έχουν πραγματοποιηθεί με διάφορες μορφές από το ca.3000 π.Χ. και μετά, ( κατά τη πρωτο-Μινωική περίοδο).

Γενικά διαπιστώνεται ότι περίοδοι έντονης κοινωνικής ανάπτυξης και πολιτιστικών εκρήξεων, όπως και τα παραδοσιακά κριτήρια επιλογής των θέσεων εγκατάστασης και ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών, σχετίζονται με τις συνθήκες προστασίας, την καλαισθησία και το περιβάλλον, την επάρκεια τροφών και κυρίως τη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων.

Οι τεχνολογίες υδατικών πόρων που αναπτυχθήκαν και εφαρμόστηκαν την Μινωική περίοδο, παρά την διακοπή που παρατηρήθηκε στην εξέλιξη τους στις σκοτεινές περιόδους των φαίνεται ότι ακολούθησαν μια αυξητική πορεία, πράγμα που παρατηρείται στα έργα υδατικών πόρων κυρίως μεγάλης κλίμακας, κατά τη διάρκεια κυρίως της Ελληνιστικής περιόδου. Η εξέλιξη αυτή συνεχίστηκε κατά τη Ρωμαϊκή και την Ενετική περίοδο κατά τις οποίες παρατηρείται η υλοποίηση έργων υδατικών πόρων ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας.

Εδώ περιγράφονται οι σημαντικότερες πρακτικές και τεχνολογίες υδατικών πόρων σε περιόδους Αρχαίων Κρητικών πολιτισμών. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στον Μινωϊκό πολιτισμό, που φαίνεται να αποτελεί την αρχή σχεδιασμού και υλοποίησης έργων κυρίως ύδρευσης, που τεκμηριώνουν ότι οι υδραυλικοί μηχανικοί της περιόδου εκείνης ήταν γνώστες βασικών αρχών της επιστήμης υδατικών πόρων (όπως της ροής υγρών σε κλειστούς και ανοικτούς αγωγούς και του σίφωνος, καθώς ακόμη υδρογεωλογίας και υγειονολογίας). Οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών, των Ρωμαϊκών και των Ενετικών περιόδων. 

 

- Η Ανάπτυξη των Τεχνολογιών

          Η πολιτιστική ανάπτυξη, που εμφανίστηκε σε διάφορες περιόδους στην Κρήτη, καλύπτει πολλές πτυχές, χαρακτηριστικές του σύγχρονου κόσμου, όπως η αρχιτεκτονική, η τέχνη, η τεχνολογία, η ναυσιπλοΐα, η γεωργία, η δασοπονία και η προστασία του περιβάλλοντος. Από τα αξιολογότερα χαρακτηριστικά του Mινωικού πολιτισμού ήταν κατασκευή και χρήση εγκαταστάσεων υγιεινής, καθώς και συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης ομβρίων και υγρών αποβλήτων στα ανά­κτορα και τις πόλεις, με εξελιγμένη αρχιτεκτονική και υδραυλική λειτουργία.

Ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του ανακτόρου της Κνωσού είναι τα επιμελημένα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, που διασχίζουν όλο το εσωτερικό του ανακτόρου. Ενδεικτικές τεχνολογίες, που αναπτυχτήκαν την περίοδο αυτή είναι οι παρακάτω:


- Υδραγωγεία

 

Από την Μινωϊκή μέχρι την Ενετική περίοδο είναι γνωστά πάνω από 40 υδραγωγεία στην αρχαία Κρήτη. Τα πρώτα υδραγωγεία βρίσκονται στην Μινωϊκή Κρήτη, που πιθανόν είναι τα πρώτα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τέτοια είναι τα υδραγωγεία της Κνωσού, των Μαλίων, της Τυλίσσου και άλλα. Αρκετά υδραγωγεία κατασκευάσθηκαν και λειτούργησαν κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών περιόδων.


- Δεξαμενές (Στέρνες)

 

 Πέντε στέρνες είναι γνωστές από την μεσο-και υστερο-Μινωική περίοδο (ca.2000- 1200 π.Χ) δύο στον Πύργο Μύρτου και από μια στην κεντρική πλατεία του ανακτόρου της Ζάκρου, στις Αράχνες και στην Οικία Γ. Οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν από προγενέστερους τύπους όπως αυτός της οικίας στο Χαμαίζι και βελτιώθηκαν περαιτέρω στους μετέπειτα πολιτισμούς και είχαν σημαντική ανάπτυξη, κυρίως στην Ανατολική Κρήτη μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα.


- Πηγάδια

 

 Πηγάδια αναπτύχθηκαν επίσης κατά τη Μέσο Μινωϊκή εποχή (ca. 2000 - 1550) στην περιοχή του «ανακτόρου» της Κνωσού. Η χρήση πηγαδιών ήταν πιο εκτεταμένη στην Ανατολική Κρήτη εξαιτίας των περιορισμένων επιφανειακών υδατικών πόρων. Έτσι, σε ανάκτορα και πόλεις, όπως της Ζάκρου, του Παλαιόκαστρου και της Ιτάνου, η χρήση υπόγειου νερού ήταν υποχρεωτική. Οι τεχνολογίες χρήσης υπόγειων νερών συνεχίστηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω στους μετέπειτα πολιτισμούς. Αυτή η τεχνολογική ανάπτυξη δημιούργησε μια σημαντική παράδοση σε όλη την Κρήτη με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα η υδατική οικονομία της νήσου να βασίζεται στα υπόγεια νερά.


- Άλλες Εγκαταστάσεις

 

 Στους αρχαίους Κρητικούς πολιτισμούς αναπτύχθηκαν επίσης άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις, όπως πήλινοι σωλήνες διαφόρων διατομών και διαστάσεων, ανοικτοί ή κλειστοί, μολύβδινοι αγωγοί διαφόρων διαστάσεων, πέτρινοι αγωγοί σχήματος ανεστραμμένου Π και κτιστοί αγωγοί βαρύτητας, κυρίως σε αποχετευτικά συστήματα.


- Η Υδροδότηση των Μινωικών Οικισμών

 

 Οι συνθήκες υδροδότησης των ανακτόρων και άλλων οικιστικών εγκαταστάσεων, διαφοροποιούνται όχι μόνο ανάλογα με τις χρονικές περιόδους, αλλά και ανάλογα με τις υδρολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Έτσι, οι βασικές Μινωικές τεχνολογίες και πρακτικές που εφαρμόζονταν διακρίνονται σε τρεις κυρίως κατηγορίες:

α) Σε περιοχές με σχετικά υψηλά υψόμετρα και έλλειψη υπόγειων υδροφορέων αλλά και άλλων πηγών νερού η υδατική οικονομία βασιζόταν στη συλλογή και αποθήκευση σε υπόγειες δεξαμενές επιφανειακών απορροών τις περιόδους των βροχοπτώσεων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική η διευθέτηση πλατειών, αυλών και άλλων ανοιχτών χώρων κατάλληλα, ώστε να καθαρίζονται επιμελώς πριν από τη διαδικασία συλλογής με την επιμελή δημιουργία υποτυπωδών αυλάκων συλλογής ή ειδικών πήλινων αγωγών, που όμως δεν επηρεάζουν άλλες λειτουργίες των θεωρούμενων χώρων.

Επίσης, παράπλευρα των δεξαμενών αποθήκευσης κατασκευάζονται αμμοδιυλιστήρια για την επεξεργασία του επιφανειακού νερού πριν από την αποθήκευσή του σε καλαίσθητες, προστατευμένες και πολύ λειτουργικές υπόγειες δεξαμενές. Τέτοιες εγκαταστάσεις παρατηρούνται στη Φαιστό, όπου δεν ήταν διαθέσιμες άλλες πηγές νερού. Σημειώνεται ότι ο καθηγητής Μ. Δέφνερ περιγράφει πήλινες στενόμακρες κατασκευές (υδραυλικά φίλτρα) με μικρές οπές στο ένα άκρο, που πιθανόν χρησιμοποιούνταν ως μικρά διυλιστήρια στις εξόδους του νερού από τα υδραγωγεία.

 Η στροβιλώδης ροή του νερού δημιουργεί μικρές σχετικά πιέσεις στα εξωτερικά διάτρητα τοιχώματα εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητας ροής. Έτσι, η εκροή απαλλάσσεται από αιρούμενα και διαλυτά στερεά

 β) Σε περιοχές με πηγαία νερά η μεταφορά του νερού ύδρευσης σε ανάκτορα και άλλους κατοικήσιμους χώρους δεν γινόταν με κτιστούς αγωγούς όπως στην Ενετοκρατία και αργότερα κατά την Τουρκοκρατία αλλά με πήλινους σωλήνες κατασκευασμένους επιμελώς, ώστε ο ένας να συνδέεται με τον άλλο με ειδική συνθετική ύλη. Οι σωλήνες ήταν σχήματος κωνικού, μήκους 76 εκ. περίπου. Το σχήμα τους διευκόλυνε τη σύνδεση τους και επιδρούσε σημαντικά στη μείωση εναπόθεσης αλάτων στα τοιχώματά τους σε περιπτώσεις νερών με αυξημένο pH.

Τέτοιοι κλειστοί αγωγοί χρησιμοποιήθηκαν στο ανάκτορο της Κνωσού για τη μεταφορά του νερού ύδρευσης αρχικά από την πηγή «Μαυροκόλυμπος» και αργότερα από άλλες γειτονικές πηγές. Επίσης, η ίδια τεχνολογία εφαρμόστηκε στη διανομή του νερού σε ανάκτορα και άλλους κατοικήσιμους χώρους.

γ) Τέλος, σε περιοχές με υπόγειους υδροφορείς, όπως στο ανάκτορο της Ζάκρου και στην πόλη του Παλαιοκάστρου, η τεχνολογία ανόρυξης και άντλησης νερού από πηγάδια φαίνεται να ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Η τεχνολογία που εφαρμοζόταν για την άντληση του νερού των πηγαδιών ήταν επίσης αξιοθαύμαστη.


- Η Χρήση Νερού για Αναψυχή και Δημιουργία Περιβάλλοντος

 

 Οι πρώτες ενδείξεις για χρήση του νερού για αναψυχή αναφέρονται στο Μινωικό πολιτισμό. Οι υδραυλικοί μηχανικοί εκείνης της περιόδου φαίνεται να είχαν αρκετές γνώσεις και αναπτύξει τεχνολογίες χρήσης του νερού για αναψυχή και βελτίωση του περιβάλλοντος. Διάφορα ευρήματα υποδεικνύουν την ύπαρξη στα «ανάκτορα» αυτής της εποχής συντριβανιών, πιδάκων νερού, ιχθυοτροφείων, ενυδρείων και άλλων σχετικών εγκαταστάσεων.

Η πρώτη σοβαρή ένδειξη στην ιστορία των αρχαίων Ελληνικών πολιτισμών χρήσης νερού για αναψυχή, αποτελεί τμήμα αναπαράστασης, που ανακαλύφθηκε στο «Οικία των Τοιχογραφιών» στην Κνωσό και παριστάνει ένα τύπο αναβρυτηρίου ή πίδακα νερού “jet d’ eau”, που εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου.

Μια άλλη ένδειξη παρόμοιας χρήσης του νερού αποτελεί η υπόγεια, κυκλικής διαμέτρου (7 m) δεξαμενή που ανακαλύφθηκε στο κεντρικό τμήμα δίπλα (κατά μήκος) του ονομαζόμενου Βασιλικού Διαμερίσματος του «ανακτόρου» της Ζάκρου. Το δωμάτιο που βρίσκεται η δεξαμενή ονομάζεται «Δωμάτιο Δεξαμενής». Για τη χρήση αυτής της δεξαμενής έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες και απόψεις, όπως είναι η χρήση της για κολύμβηση, ως ενυδρείου ή για θρησκευτικές τελετές. Σήμερα πιστεύεται ότι η δεξαμενή αυτή είχε πολλαπλές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών αναψυχής.


- Λουτρά και Άλλες Υγειονομικές Εγκαταστάσεις

 

 Στα Μινωικά ανάκτορα αποχετευτικοί αγωγοί των λουτρών δεν ήταν πάντοτε απαραίτητοι, αν και χρήσιμοι. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα ανάκτορα δεν διέθεταν τέτοιους αγωγούς. Παρ' όλο που η λειτουργικότητα των δωματίων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, ο Εβανς αναγνώρισε στην Κνωσό τρία δωμάτια ως λουτρά. Τα λουτρά και οι δεξαμενές νερού ήταν χώροι απαραίτητοι στους Μινωικούς οικισμούς, χώροι ιεροί για τις καθάρσεις, κάτι παρόμοιο με τα χριστιανικά καθαρτήρια.

Οι δεξαμενές των καθαρμών, ήταν απαραίτητες σ’ όλους τους Μινωικούς οικισμούς, γιατί η Μινωική θρησκεία απαιτούσε από τους πιστούς να ήταν πάντοτε καθαροί (Πλάτων, 1990). Χαρακτηριστικές είναι οι εγκαταστάσεις στο «Καραβάν Σεράι», που βρίσκεται απέναντι από την κυρία είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού. Εκεί ήταν πάντοτε διαθέσιμο νερό από το υδραγωγείο της Κνωσού για τον καθαρισμό των επισκεπτών. Εκεί υπήρχε και η λεγόμενη «ιερή κρήνη». Ο βασικός τύπος λουτρών είναι αυτός που βρέθηκε δίπλα στην τραπεζαρία της βασίλισσας του ανακτόρου της Κνωσού.

Αυτός ο τύπος ομοιάζει με τα λουτρά που βρέθηκαν στη Φαιστό και στα Μάλια. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι στο δάπεδο του ανακτόρου της Κνωσού δεν ήταν στο κατώτερο επίπεδο. Τμήματα πήλινων αγωγών βρέθηκαν λίγο έξω από την πόρτα του δωματίου. Προφανώς το νερό περνούσε μέσα από ένα μικρό κανάλι στο πάτωμα, που άρχιζε ακριβώς έξω από την πόρτα του λουτρού. Ένας αγωγός κάτω από το πάτωμα συνέδεε το άνοιγμα με τον πήλινο αγωγό κάτω από τη λεκάνη. Η τουαλέτα μπορούσε επίσης να καθαριστεί ακόμη και κατά τη διάρκεια ξηρασίας το καλοκαίρι, είτε από κάποιον άλλο είτε από τον ίδιο τον χρήστη.

Στην Κνωσό υπήρχε και δεύτερη τουαλέτα στο άνω όροφο ακριβώς επάνω από το δωμάτιο του λίθινου θρόνου στην ΝΔ γωνία του ανακτόρου. Τουαλέτες παρόμοιας χρήσης με αυτές της Κνωσού, υπήρχαν στη Φαιστό, στα Μάλια, καθώς και σ’ άλλους οικισμούς. Μια κατοικία στην περιοχή του ανακτόρου των Μαλίων έχει κάθισμα τουαλέτας σε σχεδόν άριστη κατάσταση, αφού είχε κατασκευαστεί από συμπαγή πέτρα, όπως αυτό του ανακτόρου της Κνωσού. Αυτό το πέτρινο κάθισμα είχε διαστάσεις 68,60 - 45,70 cm πλάτος και 35 - 38 cm ύψος από το δάπεδο.

Έχει κτιστεί ακριβώς απέναντι από έναν εξωτερικό τοίχο, διά μέσου του οποίου περνάει ένας ευρύχωρος αποχετευτικός αγωγός. Στην Κνωσό είναι προφανές ότι η χρήση του ήταν για κάθισμα και όχι για στήριγμα. Επιπλέον, μοιάζει περισσότερο με τις Αιγυπτιακές τουαλέτες παρά με αυτές «Τουρκικού τύπου» που βρέθηκαν στα ανάκτορα του Mari στον Ευφράτη. Μια παρόμοια τουαλέτα έχει ανακαλυφθεί στη δυτική πλευρά του λεγομένου «διαμερίσματος της βασίλισσας» στη Φαιστό, που συνδεόταν με έναν μικρό αποχετευτικό αγωγό, μέρος του οποίου υπάρχει ακόμη.

Ένας άλλος αγωγός τουαλέτας είχε ανακαλυφθεί στο σπίτι Γ, στην Τύλισο. Παρόμοιες εγκαταστάσεις έχουν αναφερθεί σε άλλες περιοχές της Μινωικής Κρήτης. Ορισμένες ημέρες του χρόνου, όπως προαναφέρθηκε, αγωγοί αποχέτευσης και τουαλετών στο ανάκτορο του Μίνωα πρέπει να καθαρίζονταν επαρκώς με νερό της βροχής που συλλεγόνταν σε δεξαμενές αποθήκευσης. Στην πραγματικότητα ο Εβανς παρατήρησε ότι στη μία άκρη του καθίσματος υπήρχε αρκετός χώρος για την τοποθέτηση μιας μεγάλης κανάτας.

Με αυτά τα δεδομένα συμπέρανε με φανερή ικανοποίηση ότι συστήματα αποχέτευσης και άλλες υγειονολογικές εγκαταστάσεις όπως αυτά που υπήρχαν στην Κνωσό δεν διαθέτουν πολλά έθνη ακόμη και στις μέρες μας, δηλαδή μετά ca 4.000 έτη. Οι λουτήρες στα λουτρά της Μινωικής Κρήτης πρέπει να γέμιζαν και να άδειαζαν με το χέρι. Ωστόσο, ένας ποδολουτήρας από το «Καραβανσεράι», στο νότιο μέρος του ανακτόρου της Κνωσού, γέμιζε με νερό από σωλήνα του συστήματος υδροδότησης και η υπερχείλισή του αποχετευό­ταν με άλλο αγωγό. Επιπλέον, πολλοί από τους χαρακτηριζόμενους ως λουτήρες ίσως να είχαν άλλες χρήσεις όπως η αποθήκευση ρουχισμού.

Οι Πλάτων (1974) και Graham (1987) αναφέρουν ότι οι καθαρτήριες δεξαμενές χρησιμο­ποιούνταν για τον καθαρισμό του σώμα­τος, και συμβολικά της ψυχής. Τα περισσότερα λουτρά της Μινωικής περιό­δου συνδέονταν με ανεξάρτητα εξωτε­ρικά σηπτικά συστήματα, μια πρακτική ενδεικτική της προηγμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων και του περιβάλ­λοντος εκείνης της περιόδου.

 


- Συστήματα Αποχέτευσης

 

 Ένα από τα αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά του Μινωικού πολιτισμού ήταν η αρχιτεκτονική και η υδραυλική λειτουργία των αποχετευτικών συστημάτων στα ανάκτορα και άλλους οικισμούς. Από το σύνολο των υποδομών του Μινωικού ανάκτορου στην Κνωσό τίποτε δεν είναι πιο αξιοσημείωτο από τα περίπλοκα αλλά πολύ λειτουργικά αποχετευτικά συστήματα, που διέρχονται διά μέσου των δημοτικών εγκαταστάσεων των πόλεων και των γειτονικών συνοικιών τους. Ο Εβανς (1964) και οι MacDonald και Driessen (1988) αναφέρθηκαν στην πορεία αυτών των αγωγών και σχεδίασαν την πιθανή αρχική τους μορφή, με ιδιαίτερη αναφορά στην αρχιτεκτονική τους.

Αυτό το σχέδιο παρέχει στον επισκέπτη ένα βασικό προσανατολισμό της τοποθεσίας και τον βοηθάει να έχει πλήρη αντίληψη του όλου δικτύου. Το συνολικό μήκος του αποχετευτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών και δευτερευόντων αγωγών του, υπερβαίνει τα 150m. Το μικρό μέγεθος των αγωγών σε ορισμένα τμήματά του, οι κλίσεις και οι γωνίες εμποδίζουν τη λεπτομερή διερεύνηση του δικτύου.

Από ένα μέρος του κεντρικού δικοιτηρίου του ανακτόρου του Μίνωα, το επιφανειακό νερό συλλεγόταν από ένα πολύ μεγάλο σε χωρητικότητα υπόγειο τούνελ, κτισμένο από πέτρα, το οποίο διερχόταν κάτω από τον διάδρομο που οδηγούσε στη βόρεια είσοδο και μέσα στο οποίο αποχετεύονταν τα υγρά απόβλητα από διάφορες συνοικίες. Το πιο εξερευνημένο μέρος του αποχετευτικού συστήματος του ανακτόρου είναι το τμήμα που διερχόταν υπόγεια των συνοικιών, το οποίο σχημάτιζε ένα μεγάλο κύκλο, με το υψηλότερο σημείο του τοποθετημένο κάτω από τη δεξαμενή αποθήκευσης, δίπλα στη μεγάλη σκάλα, ανατολικά του ανακτόρου.

Τουαλέτες, όπως αυτές που αναφέρονται παραπάνω, πιθανόν να καθαρίζονταν ακόμη και με το νερό της βροχής. Κατακόρυφοι σωλήνες συνέλλεγαν νερό από την ταράτσα και το διαμοίραζαν κατά πάσα πιθανότητα στις τουαλέτες των τελευταίων πατωμάτων. Οι αγωγοί, κτισμένοι με κατεργασμένες πέτρες, ήταν αρκετά μεγάλοι, ώστε να είναι δυνατός ο καθαρισμός και η συντήρησή τους. Στην πραγματικότητα υπήρχαν μικρά ανοίγματα γι' αυτό το σκοπό. Ανοίγματα των αγωγών βοηθούσαν στην εξαέρωση τους.  

Γενικά οι υδραυλικές εγκαταστάσεις και ειδικά οι αγωγοί αποχέτευσης και μεταφοράς νερού στις Μινωικές πόλεις ήταν σχεδιασμένοι «τέλεια». Είναι αποδεδειγμένο ότι σε πολλές πόλεις τα αποχετευτικά συστήματα, καλυμμένα με πέτρα ή κτισμένα από μάρμαρο, αποχέτευαν τα υγρά απόβλητα μαζί με τα νερά της βροχής. Επίσης, νερό της βροχής συλλεγόταν από οροφές κτιρίων σε δεξαμενές αποθήκευσης και χρησιμοποιούνταν για να καθαρίζουν αγωγούς αποχέτευσης και τουαλέτες.

Τέλος, στη βίλα της Αγίας Τριάδας ανακαλύφθηκε το πιο προωθημένο αποχετευτικό σύστημα, τόσο των υγρών αστικών αποβλήτων όσο και των ομβρίων νερών σε ολόκληρη την ιστορία του Μινωικού πολιτισμού. Στις αρχές το 20ού αιώνα, αναφέρεται ότι ο συγγραφέας Angelo Mosso επισκέφθηκε τον οικισμό αυτόν κατά τη διάρκεια μιας έντονης νεροποντής και παρατήρησε ότι το όλο αποχετευτικό σύστημα λειτουργούσε τέλεια εξαιτίας της υδροδυναμικής προώθησης που δημιουργείται από την υψομετρική διαφορά και το σχήμα του αγωγού.

Ο Mosso, που ήταν επίσης διάσημος υγιειονολόγος επιστήμονας, κατέγραψε το περιστατικό αναφέροντας ότι: «Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη περί­πτωση αποχετευτικού συστήματος ομβρίων νερών, που να λειτουργεί 4000 χρόνια μετά την κατασκευή του». Ο αμερικάνος Gray (1940), που μεταφέρει την ιστορία συμπληρώνει: «Ίσως μπορεί να μας επιτραπεί να αμφιβάλλουμε αν τα σύγχρονα αποχετευτικά συστήματα θα λειτουργούν σε χίλια έστω χρόνια».

Επομένως, οι Μινωίτες υδραυλικοί σχεδίαζαν και υλοποιούσαν έργα που λειτουργούσαν για πολλούς αιώνες, σε αντίθεση με τους σημερινούς που η λειτουργία ενός έργου για 40 - 50 έτη θεωρείται ικανοποιητική. Εξελιγμένα αποχετευτικά συστήματα υπήρχαν και σε άλλες Μινωικές πόλεις και ανάκτορα, όπως σε αυτά της Φαιστού και της Ζάκρου. Το αποχε­τευτικό σύστημα της Ζάκρου ήταν αρκετά πυκνό και υψηλών προδιαγραφών.

Όπως στην Κνωσό, έτσι και στη Ζάκρο οι κύριοι αποχετευτικοί αγωγοί ήταν πέτρινοι και αρκετά μεγάλης διατομής ώστε να επιτρέπουν τη διάβαση για τον καθαρισμό και τη συντήρησή τους. Οι μικρότερης διατομής αγωγοί ήταν κεραμικοί. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το σύστημα δεν ήταν αποτε­λεσματικό σε περιόδους έντονων βροχοπτώ­σεων, παρόλο που η θέση της περιοχής, σε μια φυσική κλίση, είναι ευνοϊκή για την αποχέτευση των νερών της βροχής.

Οι έξοδοι των συστημάτων αποχέτευσης ανακτόρων και πόλεων, όπως στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Μάλια φαίνεται να είναι παρόμοιες. Οι περιοχές διάθεσης των αποβλήτων στα ανάκτορα Κνωσού και Ζάκρου ήταν στο χείμαρρο Καίρατο και στη θάλασσα, αντίστοιχα. Στο ανάκτορο της Φαιστού, αναφέρονται οι πρώτες δεξαμενές συλλογής, αποθήκευσης και επαναχρησιμοποί­ησης ομβρίων νερών. Παρόμοιες τεχνικές αποχέτευσης και συλλογής ομβρίων αναφέρονται και σε άλλες πόλεις και ανάκτορα της Μινωϊκής Κρήτης.

Χαρακτηριστική είναι μια ορθογώνια δεξαμενή αποθήκευσης ομβρίων (διαστάσεων 1,6 × 2,0 × 6,0 m³) στην Αγία Τριάδα. Από αυτή τη δεξαμενή το νερό χρησιμοποιούνταν πιθανώς για πλύση ή άλλες οικιακές χρήσεις. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι στο ανάκτορο της Φαιστού και στη βίλα της Αγίας Τριάδας, εκτός από τη χρήση ομβρίων, γινόταν διάθεση εκροών αστικών υγρών αποβλήτων σε γεωργικές εκτάσεις. Όπως είναι γνωστό, η Κρήτη δεν έχει πλούσιο υδατικό δυναμικό, ενώ αρκετές περίοδοι του Μινωϊκού πολιτισμού πρέπει να χαρακτηρίζονταν από σοβαρή λειψυδρία.

Κατά συνέπεια, η επαναχρησιμοποίηση νερού ήταν μια ανάγκη. Έτσι, φαίνεται ότι νερό λουτρών μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί για άρδευση κήπων και γεωργικών εκτάσεων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τη Μινωική εποχή η γεωργική ανάπτυξη της Κρήτης ήταν αναγκαία προκειμένου να γίνει δυνατή η υποστήριξη της πληθυσμιακής έκρηξης. Στη Νεοανκτορική περίοδο (ca.1750 - 1490 π.Χ.) η πρακτική των αρδεύσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Από τα αρδευτικά συστήματα που αναπτύχθηκαν την εποχή αυτή το πιο γνωστό είναι αυτό που ονομάζεται Λίνιες (από τη λέξη linea = ευθεία γραμμή), που εντοπίστηκε στο οροπέδιο Λασιθίου.

Το οροπέδιο Λασιθίου σίγουρα αρδευόταν από την Μινωική περίοδο. Αυτό συνάγεται συμπερασματικά και από τους Νεολιθικούς και Μινωικούς οικισμούς που βρέθηκαν στην Παπούρα, στον Κάστελο, στην Πλάτη και στο Καρφί καθώς και τα ονομαστά ιερά σπήλαια κορυφής στο Κρόνιον στη Τραπέζα και το Δικταίο Άνδρο στο Ψυχρό. Εκεί τα πολυάριθμα στραγγιστικά κανάλια και αυλάκια άρδευσης διασταυρώνονται και δημιουργούν ένα αξιοπρόσεκτο σχήμα. Αυτή η τεχνική θεωρείται ότι μεταφέρθηκε μεταγενέστερα από τους Μινύες στην Κεντρική Ελλάδα.

 

 

           Τοιχογραφίες

 

           Οι εσωτερικοί τοίχοι σημαντικών Μινωικών κτηρίων και διαμερισμάτων διακοσμούνταν συχνά με πολύχρωμες ζωγραφικές παραστάσεις, που ήταν φτιαγμένες με την τεχνική της νωπογραφίας. Η διακοσμητική αυτή τέχνη έκανε την εμφάνισή της στο Αιγαίο κατά τη Μεσομινωική περίοδο, οι αρχές της όμως ανάγονται στη μετάβαση από τη Νεολιθική στην Πρωτομινωική εποχή, κατά την οποία παρατηρούνται για πρώτη φορά χρωματιστά κονιάματα.

Τοιχογραφικός διάκοσμος βρέθηκε στα Μινωικά ανάκτορα αλλά και σε μία σειρά από πολυτελείς επαύλεις. Το εικονογραφικό πρόγραμμα των τοιχογραφιών διαμορφωνόταν ανάλογα με τη χρήση των χώρων που διακοσμούσαν. Έτσι, τους τοίχους των ιερών χώρων διακοσμούσαν παραστάσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, ενώ σε ιδιωτικούς χώρους επικρατούσαν καθαρά διακοσμητικά θέματα. Η ειδική θεματογραφία και η εκζήτηση στην κατασκευή των τοιχογραφιών πρόβαλλαν το κύρος των ηγεμόνων, των ιδιοκτητών της οικίας ή το κύρος της επίσημης θρησκείας.

Η εικονογράφηση αναπτυσσόταν συχνά σε όλους τους τοίχους των δωματίων, με θέματα που συμπλήρωναν το ένα το άλλο με έναν ιεραρχικό και λειτουργικό τρόπο. Η ανάπτυξή τους προσαρμοζόταν στο χώρο που διακοσμούσαν αναδεικνύοντας έτσι τη διαρρύθμιση και τη λειτουργία του. Τέτοια παραδείγματα αποτελεί η τοιχογραφία των γρυπών στην αίθουσα του θρόνου, η τοιχογραφία της πομπής στον πομπικό διάδρομο του ανακτόρου της Κνωσού και οι τοιχογραφίες της Δυτικής Οικίας στο Ακρωτήρι της Θήρας.

Χρωματιστές ζωγραφικές παραστάσεις παρατηρούνται, εκτός από τις τοιχογραφίες, στη διακόσμηση δαπέδων αλλά και φορητών αντικειμένων, όπως η λίθινη σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας, τα οποία θα πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν από τους ίδιους καλλιτέχνες. H τεχνική της τοιχογραφίας χρησιμοποιήθηκε επίσης συχνά για να αποδώσει την επένδυση μαρμάρου σε εσωτερικούς χώρους, εκεί όπου ήταν αδύνατη η κατασκευή πραγματικής ορθομαρμάρωσης.

Η τέχνη της τοιχογραφίας πέρασε από διάφορα τεχνοτροπικά στάδια. Από την απλή δίχρωμη διακόσμηση της Μεσομινωικής I περιόδου (2000 - 1930 π.Χ.), οδηγήθηκε στην πολυχρωμία της Μεσομινωικής II για να καταλήξει σε μία χαρακτηριστική τριχρωμία κόκκινου, μαύρου και λευκού, η οποία είχε μια παράλληλη εξέλιξη με την Καμαραϊκή κεραμική. Στo τελευταίο και πιο ώριμo στάδιό της, κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1700 - 1400 π.Χ.), παγιώθηκε μία τεχνοτροπία που χαρακτηρίζεται από τη συχνή χρήση του κίτρινου και του γαλάζιου χρώματος και από τις παραστάσεις με μορφές και θέματα φυσικού μεγέθους.

Τα διακοσμητικά θέματα των τοιχογραφιών επηρεάζονται ή και πηγάζουν απευθείας από άλλες τέχνες, όπως η κεραμική και η υφαντική. Ιδιαίτερα οι πολλές ομοιότητες του τοιχογραφικού διακόσμου με την Καμαραϊκή κεραμική δείχνουν ότι οι πρώτοι τεχνίτες τοιχογραφιών ίσως να ήταν αγγειογράφοι. Ο τρόπος που απεικονίζονται οι μορφές, τα τοπία και τα συμπληρωματικά θέματα στις τοιχογραφίες φανερώνει Αιγυπτιακές και Συροπαλαιστινιακές επιδράσεις. Ο σχετικά περιορισμένος αριθμός των διαθέσιμων χρωμάτων οδήγησε σε ορισμένες καλλιτεχνικές συμβάσεις που αντλήθηκαν από τις Αιγυπτιακές τοιχογραφίες.

Έτσι, για τη δήλωση του δέρματος των ανθρώπινων μορφών χρησιμοποιήθηκαν το λευκό και το κόκκινο χρώμα, όπου το κόκκινο δήλωνε τις ανδρικές μορφές ενώ το λευκό τις γυναικείες. Η φύση και τα μέσα αυτής της τέχνης, όπου τα θέματα μπορούσαν να εκτυλιχθούν σε μία πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια από ότι στα αγγεία και τα έργα της μικροτεχνίας, συντέλεσε στο να αναπτυχθούν μεγάλες, σύνθετες παραστάσεις όπου καταγράφονταν με λεπτομέρεια σκηνές της καθημερινής ζωής και της λατρείας. Έτσι, οι τοιχογραφίες, εκτός από φορείς της υψηλής τέχνης, αποτελούν εξαιρετικά πολύτιμες πηγές πληροφοριών για την καθημερινή ζωή στη μινωική Κρήτη.

 


- Tell el Daba

 

 Το Tell el Daba, η αρχαία Άβαρις, στη βόρεια παραλία της Αιγύπτου, ήταν η πρωτεύουσα των Υκσώς κατά τη δεύτερη χιλιετία π.X. Σε μία ανοικτή περιοχή της πόλης αυτής βρέθηκαν τοιχογραφίες, οι οποίες θεωρούνται αυθεντικά έργα Μινωιτών τεχνιτών. Στις τοιχογραφίες της Tell el Daba, χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της νωπογραφίας, η οποία ήταν άγνωστη στην Αίγυπτο, αλλά ήταν η κύρια τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες της Μινωικής Κρήτης.

Η θεματική αυτών των τοιχογραφιών περιλαμβάνει συχνά το μινωικό έθιμο των ταυροκαθαψίων και η εκτέλεση της εργασίας ανταποκρίνεται απόλυτα σε ανάλογα έργα της Κρήτης. Αν και τα ευρήματα της Tell el Daba δεν έχουν ακόμη ερμηνευτεί με απόλυτη σαφήνεια, οδηγούν ωστόσο ανεπιφύλακτα στην υπόθεση ότι ο τοιχογραφικός διάκοσμος ήταν μία παραγγελία, που δόθηκε από Αιγυπτίους σε Μινωίτες καλλιτέχνες ή ακόμη και από Μινωίτες αποίκους που κατοικούσαν στην πόλη αυτή.

 

Ελεφαντουργία

 

Η τέχνη της ελεφαντουργίας ήταν μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες των ανακτορικών βιοτεχνιών. Tο ελεφαντόδοντο εισαγόταν στην Κρήτη από τη Συρία, όπου υπήρχαν άγριοι ελέφαντες μέχρι τον 9ο αιώνα π.X. Η πρώτη ύλη της ελεφαντουργίας ήταν οι χαυλιόδοντες του Συριακού ελέφαντα αν και νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα και χαυλιόδοντες ιπποπόταμου.

Όπως δείχνουν οι χαυλιόδοντες που βρέθηκαν σε εργαστηριακούς χώρους των ανακτόρων, το ελεφαντόδοντο εισαγόταν ως ακατέργαστη ύλη, ενώ η κατεργασία της ολοκληρωνόταν στα Κρητικά εργαστήρια. Παράλληλα με την εισαγωγή της πρώτης ύλης εισήχθησαν και έτοιμα ελεφάντινα αντικείμενα από τη Συρία και την Αίγυπτο. Η τεχνοτροπία των πρώτων ελεφάντινων έργων τέχνης επηρεάστηκε από την αντίστοιχη της Συρίας αλλά, σύντομα, δημιουργήθηκε μία καθαρά Μινωική παράδοση με χαρακτηριστική τεχνοτροπία και επιλογή διακοσμητικών θεμάτων.

Η φύση του υλικού, που είναι πολύ μαλακό, επέτρεπε μία λεπτομερή απόδοση ανάγλυφης διακόσμησης. Από ελεφαντόδοντο φτιάχνονταν διάφορα αντικείμενα μικρού μεγέθους όπως σφραγίδες, χάντρες κοσμημάτων, υφαντικά σφονδύλια ή πιόνια επιτραπέζιων παιχνιδιών. Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε πολύ και στην κατασκευή πολυτελών ειδών καλλωπισμού, όπως δείχνουν οι ελεφάντινες χτένες και οι λαβές που ανήκαν σε περίτεχνους καθρέπτες.

Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μία συνδυαστική τεχνική, κατά την οποία μικρές διακοσμητικές πλάκες ελεφαντόδοντου τοποθετούνταν σε ειδικά προετοιμασμένα πλαίσια μεταλλικών ή ξύλινων αντικειμένων. Ένα αριστουργηματικό δείγμα αυτής της τεχνικής συναντάμε στο περίφημο ζατρίκιο από το ανάκτορο της Κνωσού, όπου επάνω σε μία ξύλινη πλάκα στερεώθηκαν πλάκες ελεφαντόδοντου διακοσμημένες με κύανο και ασήμι. Η φύση και το σχήμα της πρώτης ύλης έθετε ορισμένους περιορισμούς στην κατασκευή των ελεφάντινων αντικειμένων.

Τα κομμάτια του ελεφαντόδοντου κόβονταν με πριόνι σε μικρότερα κομμάτια που είχαν ένα σχεδόν κυλινδρικό σχήμα. Από αυτό αποσπάζονταν μικρότερες πλάκες ανάλογα με το είδος των αντικειμένων που έπρεπε να κατασκευαστούν. Οι πυξίδες, ένα είδος αγγείου με κάθετα τοιχώματα ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποκοπεί από τους χαυλιόδοντες, χωρίς μεγάλο ποσοστό απόρριψης υλικού. Γι' αυτό ίσως το λόγο οι ελεφάντινες πυξίδες ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα και αγαπητά προϊόντα της Κρητομυκηναϊκής ελεφαντουργίας.

Τα ειδώλια, που είχαν μεγαλύτερο μέγεθος και ελεύθερο σχήμα, όπως ο ελεφάντινος ακροβάτης από την Κνωσό ή μία εκδοχή της θεάς των όφεων με ψηλό στέμμα, κατασκευάζονταν από διαφορετικά τμήματα ελεφαντόδοντου που ενώνονταν με λεπτά καρφιά. Συχνά, οι ανατομικές λεπτομέρειες των ειδωλίων και η διακόσμησή τους αποδίδονταν με επιθέματα φύλλων χρυσού.

 


Η Κατεργασία της Φαγεντιανής

 

 Φαγεντιανή ονομάζεται μια σύνθετη ύλη που κατασκευάζεται από κονιορτοποιημένο χαλαζία, αμμόλιθο ή πυριτόλιθο και από ένα διάλυμα ανθρακικού νατρίου. Το υγρό μείγμα αυτών των υλικών τοποθετούνταν σε μήτρες και ψηνόταν σε υψηλή θερμοκρασία, περίπου στους 870o C. Κατά την καύση το υλικό στερεοποιούνταν, ενώ το εξωτερικό επίχρισμα έλιωνε, δίνοντας στην επιφάνεια των αντικειμένων μια υπόλευκη, στιλπνή όψη που θύμιζε ελεφαντόδοντο. Για την απόκτηση του έντονου γαλάζιου χρώματος που χαρακτηρίζει την Αιγυπτιακή φαγεντιανή, η επιφάνεια των αντικειμένων καλυπτόταν με ένα διάλυμα από οξείδιο του χαλκού και άμμο και ξαναψηνόταν.

Η φαγεντιανή, λόγω των πρώτων υλών από τις οποίες κατασκευαζόταν, συγχέεται συχνά με την υαλόμαζα και το πραγματικό γυαλί, υλικά τα οποία ήταν επίσης σε χρήση κατά την εποχή του Χαλκού. Αν και η τεχνική κατεργασίας της είναι περισσότερο γνωστή από την Αίγυπτο, όπου ήταν σε χρήση από την τέταρτη χιλιετία, η τέχνη αυτή φαίνεται ότι εισήχθη στην Κρήτη από τη Συρία και τη Μεσοποταμία. Στη Μινωική Κρήτη τα πρώτα δείγματα της τέχνης της φαγεντιανής εμφανίζονται λίγο πριν από το τέλος της Πρωτομινωικής εποχής (3000 - 2000 π.Χ.).

Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν χρηστικά αγγεία, τελετουργικά αντικείμενα και ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα ειδώλια. Σημαντική είναι επίσης η χρήση της στην κοσμηματοποιία και τη σφραγιδογλυφία. Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν ακόμη χάντρες, περίαπτα και ένα πλήθος από διακοσμητικά πλακίδια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, άγνωστης χρήσης. Χρησιμοποιούνταν επίσης συχνά και ως ένθετη διακοσμητική ύλη σε αντικείμενα από διαφορετικά υλικά.

 Από άποψη τεχνοτροπίας, τα έργα της Μινωικής φαγεντιανής χαρακτηρίζονται από τον έμπειρο χειρισμό της πολυχρωμίας, την εφευρετικότητα και την προτίμηση των φυσιολατρικών θεμάτων, ενώ ορισμένα τεχνολογικά και διακοσμητικά στοιχεία μαρτυρούν ότι στην τέχνη αυτή έγινε μεταφορά από άλλες Μινωικές τέχνες, όπως η λιθοξοΐα και η μεταλλοτεχνία. Η Κνωσός ήταν ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής φαγεντιανής κατά τη Μεσομινωική I (2000 - 1550 π.Χ.) περίοδο, ενώ ένα άλλο εργαστήριο εντοπίστηκε στη Ζάκρο την Υστερομινωική Ι περίοδο (1550 - 1450 π.Χ.).

Η τέχνη της φαγεντιανής, όπως και άλλες μορφές της τέχνης που πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη, μεταδόθηκε και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήδη από τη Μέση εποχή του Χαλκού (2000 - 1600 π.Χ.) κατασκευάζονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα απλά κοσμήματα, ενώ στα μεγαλύτερα κέντρα του Μυκηναϊκού κόσμου ίσως λειτούργησαν και οργανωμένα εργαστήρια κατεργασίας. Ένα τέτοιο εργαστήριο υπήρχε στις Μυκήνες κατά την περίοδο των λακκοειδών τάφων (1600 - 1500 π.Χ.).

Ευρήματα από φαγεντιανή βρέθηκαν συχνά στην κεντρική Ευρώπη και τα βρετανικά νησιά μαζί με άλλα Μυκηναϊκά προϊόντα. Η καλλιτεχνική τεχνοτροπία και ο τρόπος κατεργασίας αυτών των ευρημάτων θυμίζουν τόσο έντονα τα ανάλογα Αιγαιακά ευρήματα, ώστε να διατυπωθεί πολύ νωρίς το ερώτημα, αν τα ευρήματα αυτά σχετίζονται με τις εμπορικές δραστηριότητες των Μυκηναίων και μάλιστα με την αναζήτηση πρώτων υλών στις χώρες αυτές.

 


Μινωική Κεραμική

 

 Από όλες τις μορφές τέχνης η κεραμική μπορεί να δείξει καλύτερα τα διαδοχικά στάδια στην εξέλιξη της τεχνολογίας και το καλλιτεχνικό αισθητήριο των Μινωιτών. Στους Μινωικούς οικισμούς, στους τάφους και τα ανάκτορα έχει βρεθεί ένα πλήθος αγγείων και οστράκων που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τα εξελικτικά στάδια της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη.

Κατά την Πρωτομινωική εποχή, το στάδιο δηλαδή που η Κρήτη βγήκε από την απομόνωση της Νεολιθικής, άρχισαν να εμφανίζονται πολλά εργαστήρια σε διάφορες περιοχές του νησιού που δημιούργησαν κεραμικούς ρυθμούς με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Η πολυμορφία αυτή συνεχίστηκε και στη Μεσομινωική εποχή, όταν δηλαδή ιδρύθηκαν τα πρώτα Μινωικά ανάκτορα. Κατά το διάστημα αυτό, οι υψηλές απαιτήσεις της ανακτορικής κοινωνίας επέτρεψαν τη δημιουργία ανακτορικών εργαστηρίων που μετέτρεψαν την κεραμική παραγωγή σε υψηλή τέχνη.

Η αξία της κεραμικής ξεπέρασε τότε τα όρια του νησιού και τα έργα των Μινωικών κεραμικών εργαστηρίων έγιναν περιζήτητα σε ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο. Δείγματά της εντοπίστηκαν σε παράλιους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, των Κυκλάδων, της Μικράς Ασίας, αλλά και στην Αίγυπτο, όπου τα προϊόντα μεταφέρονταν ως πολύτιμα δώρα ή ανταλλάσσονταν με τα σπάνια και πολύτιμα υλικά της χώρας του Νείλου. Ο ανακτορικός ρυθμός της Υστερομινωικής εποχής επηρέασε αισθητά τη Μυκηναϊκή κεραμική από την αρχή της εξέλιξής της.

Εκτός από τη μεγάλη καλλιτεχνική της αξία και τις πληροφορίες που παρέχει στον τομέα της τεχνολογίας, η Μινωική κεραμική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την υποδιαίρεση των Μινωικών περιόδων και τη σχετική χρονολόγηση άλλων ευρημάτων στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου. Η εισηγμένη Μινωική κεραμική σε άλλες χώρες αποκαλύπτει τις σχέσεις της Κρήτης με την Ανατολή και την Αίγυπτο, επιτρέποντας έτσι χρονολογικές αντιστοιχίες μεταξύ των χωρών ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου.

 


- Νεολιθική

 

 Η πρωιμότερη κεραμική της Κρήτης τοποθετείται στη Νεολιθική εποχή γύρω στο 6000 π.Χ. Τα κεραμικά ευρήματα αυτής της περιόδου, τα οποία εντυπωσιάζουν με την άρτια τεχνική τους, προέρχονται από οικισμούς αλλά και από σπήλαια που χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες. Μία γενική παρατήρηση είναι ότι η Νεολιθική κεραμική της Κρήτης παρέμεινε ανεπηρέαστη από τις ταυτόχρονες εξελίξεις της Στερεάς Ελλάδας. Τα Νεολιθικά αγγεία ήταν χειροποίητα και ψημένα σε χαμηλή θερμοκρασία.

Ο χονδροειδής πηλός είχε προσμίξεις άμμου και χαλικιών που βοηθούσαν στο να ψηθούν τα αγγεία χωρίς να σπάσουν. Η επιφάνειά τους ήταν σκουρόχρωμη και στιλβωμένη με επιμέλεια. Πολύ συχνά εμφανίζεται εγχάραξη της επιφάνειας των αγγείων με ευθύγραμμα διακοσμητικά θέματα ή στίξεις αλλά και διακοσμητικά ανάγλυφα κουμπιά. Η ποικιλία των σχημάτων της πρώιμης και της μέσης Νεολιθικής κεραμικής είναι αρκετά πλούσια και επιτρέπει την αναγνώριση τριών εξελικτικών σταδίων.

 Τα κυριότερα από τα σχήματα είναι τα ευρύστομα κύπελλα, μία ποικιλία από κύπελλα με στενό στόμιο και οι λεκάνες. Τα αγγεία της Ύστερης ή Τελικής Νεολιθικής εποχής, όπως μας είναι γνωστά από την Κνωσό, τον Κατσαμπά και το σπήλαιο της Τράπεζας, προαναγγέλλουν με τα σχήματα και τη διακόσμησή τους την εξέλιξη της κεραμικής τεχνολογίας στην εποχή του Χαλκού. Στο τελικό νεολιθικό στρώμα της Φαιστού αλλά και σε μία σειρά από άλλες θέσεις, όπως η Λεβήνα, το Παλαίκαστρο, η Πάρτιρα και τα σπήλαια Ειλειθύιας, Τράπεζας και Πλατυβόλας παρατηρείται μια νέα τάση στην κεραμική.

Τα νέα στοιχεία αυτής της περιόδου είναι η συχνότερη χρήση κλειστών σχημάτων και η εμφάνιση των πρόχων, των δίωτων αγγείων και των μικρών πίθων. Οι παλαιές τεχνικές διακόσμησης συνεχίζονται αλλά τώρα υπερισχύει η λεγόμενη γραμμική στίλβωση, ενώ εμφανίζονται αγγεία που φέρουν κερατοειδείς αποφύσεις. Κατά τη μετάβαση προς την εποχή του Χαλκού τα κεραμικά είδη περνούν από τη στενή σφαίρα της οικιακής κατασκευής στη μαζικότερη εργαστηριακή παραγωγή. Παράλληλα παρατηρείται ραγδαία τεχνολογική πρόοδος και πληθαίνει η κατασκευή κεραμικών σκευών συγκεκριμένης χρήσης.

Ορισμένες εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγή της κεραμικής, που είχαν παρατηρηθεί από την Τελική Νεολιθική περίοδο, εντείνονται περισσότερο και προέρχονται κυρίως από το χώρο των Κυκλάδων, της Μικράς Ασίας και του βορειοανατολικού Αιγαίου. Αυτές οι επιδράσεις αφορούν ωστόσο στα γενικότερα χαρακτηριστικά και τις τάσεις αυτής της εποχής. Ο πλούτος αυτός των εξωτερικών επιδράσεων σε συνδυασμό με την αισθητή αύξηση του αριθμού των οικισμών της Πρωτομινωικής περιόδου οδηγεί στην υπόθεση της μερικής εποίκισης της Κρήτης κατά τη μετάβαση στην εποχή του Χαλκού.

 


- Πρωτομινωική

 

 Τα αγγεία της Πρωτομινωικής εποχής ήταν κατασκευασμένα από καθαρότερο πηλό και ήταν καλύτερα ψημένα από τα Νεολιθικά. Αρχικά κατασκευάζονταν όπως τα Νεολιθικά, με το χέρι, από την Πρωτομινωική ΙΙ όμως περίοδο άρχισαν να χρησιμοποιούνται περιστρεφόμενες βάσεις. Οι τεχνολογικές καινοτομίες, η ταχεία εξέλιξη των σχημάτων και η επινόηση ιδιόμορφων σκευών που χαρακτηρίζουν την πρωτομινωική κεραμική, δείχνει το πέρασμα από την απλή κατασκευή αγγείων οικιακής χρήσης στη βιοτεχνική παραγωγή.

Τα αγγεία που βρίσκονται σε οικισμούς εμφανίζουν διαφορετικά σχήματα από εκείνα που συναντώνται συνήθως σε τάφους, πράγμα που φανερώνει ότι υπήρχε μάλλον εξειδικευμένη παραγωγή ταφικών κτερισμάτων. Στους τάφους της Πρωτομινωικής εποχής βρίσκεται συνήθως ένας μεγάλος αριθμός από σπασμένα προχυτικά αγγεία και αγγεία πόσης, γεγονός που προδίδει συγκεκριμένα ταφικά έθιμα, τα οποία περιλάμβαναν ίσως συμβολικές προπόσεις και κατέληγαν στη θραύση των αγγείων. Την ίδια εποχή άρχισαν να κατασκευάζονται και οι πήλινες λάρνακες.

Η κεραμική των οικισμών μαρτυρεί μια διαφοροποίηση των εθίμων πόσης και μια συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για λεπτότεχνα αγγεία. Οι πρωτομινωικοί κεραμικοί ρυθμοί έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά αλλά ταυτόχρονα διακρίνονται σε ποικιλίες με έντονα τοπικά στοιχεία. Οι διάφορες κατηγορίες, μετά από την επιτυχή εισαγωγή τους στην αγορά, εξαπλώνονταν σε ευρύτερα γεωγραφικά διαμερίσματα, ένα φαινόμενο που δείχνει ότι κατά την πρώιμη Χαλκοκρατία είχαν αυξηθεί οι δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των γεωγραφικών διαμερισμάτων της Κρήτης.

Κατά την αρχή της Πρωτομινωικής περιόδου συνεχίζεται η παραγωγή των τύπων αγγείων της Τελικής Νεολιθικής, ο χτενιστός ρυθμός και ο ρυθμός του Πύργου, κατά τα μέσα της εποχής όμως, παρατηρείται μια ταχεία εξέλιξη των ρυθμών και η παραγωγή νέων τύπων σχημάτων. Τα σφαιρικά σχήματα της εποχής θεωρείται ότι έχουν πρότυπα τους δερμάτινους ασκούς ή τις κολοκύθες, που μπορεί να χρησίμευαν επίσης ως αγγεία πόσης.

Ο ρυθμός του Πύργου είναι μια κατηγορία που είχε μεγάλη διάδοση στη βόρεια και την κεντρική Κρήτη. Η επιφάνεια των αγγείων αυτών ήταν σκουρόχρωμη και είχε ένα απλό επίχρισμα, έντριπτη ή και γραμμική διακόσμηση που κάλυπτε μόνο ορισμένα σημεία των αγγείων. Μια προχειρότερα κατασκευασμένη παραλλαγή του ονομάζεται ρυθμός της Πάρτιρας. Τα συνηθέστερα σχήματα της κατηγορίας αυτής ήταν οι σκύφοι και οι σκύφοι με πόδι.

Η κεραμική του Αγίου Ονουφρίου είναι ένας ρυθμός, με μεγαλύτερη διάδοση στην κεντρική Κρήτη. Η επιφάνεια των αγγείων αυτών ήταν διακοσμημένη με συστάδες γραμμών από ερυθρόχρωμη βαφή και συνηθέστερο σχήμα τους αποτέλεσε η σφαιρική πρόχους. Ο ρυθμός της Λεβήνας, που ήταν διαδεδομένος περισσότερο στη νότια Κρήτη, διακρίνεται από τη λευκή διακόσμηση επάνω σε κοκκινωπό βάθος και παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία ιδιότυπων σχημάτων.

Κατά την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο παρατηρείται μια αισθητή βελτίωση της ποιότητας της κεραμικής, ενώ έχουν εντοπιστεί καλά οργανωμένα εργαστήρια, όπως αυτό της Μύρτου, όπου βρέθηκαν κεραμικοί δίσκοι περιστροφής. Ένα νέο, χαρακτηριστικό σχήμα της εποχής, υπήρξαν οι λεγόμενες τσαγιέρες, αγγεία με σφαιρικό σώμα και έντονα προεξέχουσα προχοή. Ένας πολύ διαδεδομένος ρυθμός ήταν ο λεγόμενος τεφρός, που φέρει συχνά εγχάρακτη διακόσμηση, και ο ρυθμός της Βασιλικής, μία χαρακτηριστική κατηγορία με κηλιδωτή διακόσμηση.

Ο ρυθμός της Κουμάσας, ο οποίος διακρίνεται από την πλούσια σκουρόχρωμη διακόσμηση, φαίνεται ότι ήταν μια εξέλιξη του ρυθμού του Αγίου Ονουφρίου. Κατά την Πρωτομινωική ΙΙΙ περίοδο τα σχήματα των αγγείων εμφανίζονται ελαφρά διαφοροποιημένα. Στα κύπελλα, η κωνική βάση αντικατέστησε σταδιακά το ψηλό πόδι, ενώ αρκετά διαδεδομένα ήταν τα κύπελλα με σφαιρικά ή ημισφαιρικά τοιχώματα.

Οι ρυθμοί της πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου σταδιακά εγκαταλήφθηκαν και επικράτησαν νέοι ρυθμοί, με γραμμικά σκουρόχρωμα σχέδια σε ωχρό πηλό και κυρίως τα αγγεία του λεγόμενου λευκού ρυθμού, τα οποία ήταν καλυμμένα με ένα σκουρόχρωμο επίχρισμα και είχαν παχιά λευκή διακόσμηση. Ο τελευταίος αυτός ρυθμός εμφανίζεται σε όλη την Κρήτη, με μια καθυστέρηση στο ανατολικό τμήμα της και θεωρείται ο πρόδρομος του Καμαραϊκού ρυθμού της Μεσομινωικής περιόδου.

 


- Μεσομινωική

 

 Η κεραμική της Μεσομινωικής περιόδου αντικατοπτρίζει τις νέες, αυξημένες απαιτήσεις της ανακτορικής κοινωνίας σε ποσότητα και ποιότητα. Ο τρόπος που κατασκευάζονταν και διαδίδονταν τα κεραμικά είδη αυτής της εποχής εξαρτιόταν άμεσα από τη συγκεντρωτική οικονομία της εποχής, κατά την οποία όλα σχεδόν τα προϊόντα αναδιανέμονταν μέσω των ανακτορικών κέντρων. Η αυξημένη σημασία της κεραμικής στην οικονομία αντικατοπτρίζεται στις απεικονίσεις αγγείων σε Μεσομινωικές σφραγίδες, οι οποίες ερμηνεύτηκαν και ως σκηνές από αγγειοπλαστικά εργαστήρια.

Στα ανακτορικά εργαστήρια, όπου αναπτύχθηκαν οι σημαντικότεροι ρυθμοί της Μεσομινωικής κεραμικής εργάζονταν κεραμείς ανταλλάσσοντας ιδέες και καταρρίπτοντας διαρκώς το βαθμό τελειότητας των προϊόντων. Οι ηγέτες των ανακτόρων και οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις φαίνεται ότι προτιμούσαν τα εντυπωσιακά, εξεζητημένα καλλιτεχνήματα, που επιβεβαίωναν το κοινωνικό τους κύρος. Έτσι, υπάρχει μεγάλη διαφορά ποιότητας και εκζήτησης ανάμεσα στα ανακτορικά και τα μη ανακτορικά εργαστήρια.

Στην καλλιτεχνική δημιουργία των τοπικών εργαστηρίων συχνά διακρίνεται η μίμηση της ανακτορικής παραγωγής. Η ταχεία εξέλιξη των κεραμικών ρυθμών και η τυποποίηση ορισμένων προϊόντων χαρακτηρίζουν την κεραμική της περιόδου. Η εκτόξευση της ποιότητάς της σε απροσδόκητα ύψη συνδέεται και με σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες που έλαβαν χώρα αυτή την εποχή. Η εισαγωγή του κεραμικού τροχού στην Κρήτη κατά τη Μεσομινωική IΒ (1930 - 1800 π.Χ) βοήθησε στην παραγωγή περισσότερων και καλύτερης ποιότητας αγγείων.

Η Μεσομινωική κεραμική παρουσιάζει πολλές ιδιομορφίες όχι μόνο ως προς την καλλιτεχνική σύλληψη αλλά και ως προς τη χρηστικότητα των ειδών. Η πληθυσμιακή αύξηση που διαπιστώνεται κατά τη Μέση Χαλκοκρατία οδήγησε σε μαζικότερη παραγωγή κεραμικής και νέες χρήσεις των κεραμικών ειδών. Τα σκεύη χρησιμοποιούνταν όπως και πριν ως μαγειρικά και επιτραπέζια αλλά τώρα κατασκευάζονταν και ειδικά αγγεία κατάλληλα για την αποθήκευση και τη μεταφορά των υγρών αγροτικών προϊόντων.

Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 - 1550 π.Χ.) παρατηρείται εξάλλου συχνότερη χρήση πήλινων λαρνάκων και πίθων για τις ταφές των νεκρών, ενώ άρχισε να εμφανίζεται μία μεγάλη ποικιλία ειδικών σκευών για τελετουργικές χρήσεις. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για τη χρονολόγηση και την κατανόηση του Μεσομινωικού πολιτισμού είναι η αδιαφιλονίκητη παρουσία της Μεσομινωικής κεραμικής σε άλλους πολιτισμούς. Μια σειρά ευρημάτων Καμαραϊκής κεραμικής στην Αίγυπτο αποκαλύπτει τη Μινωική παρουσία στη χώρα του Νείλου κατά τη διάρκεια της 12ης και της 13ης δυναστείας.

Οι πολιτιστικές ανταλλαγές με την Αίγυπτο διαπιστώνονται και από ένα σύνολο Αιγυπτιακών αντικειμένων σε κρητικό έδαφος. Κατά το ίδιο διάστημα παρατηρούνται και στενές επαφές με την Ανατολή, όπως δείχνει η παρουσία Μεσομινωικής κεραμικής στην Ουγκαρίτ. Οι ανταλλαγές αυτές, αν και παρουσιάζουν επιμέρους χρονολογικά προβλήματα, αποδεικνύουν ότι η Μεσομινωική κεραμική ήταν ήδη σε πλήρη άνθηση κατά το 19ο αιώνα π.Χ.

 

 

 - Καμαραϊκός Ρυθμός

 

Το χαρακτηριστικότερο και λαμπρότερο παράδειγμα κεραμικής τέχνης κατά τη Μεσομινωική περίοδο αποτελεί η πολύχρωμη Καμαραϊκή κεραμική. Η διακόσμηση αυτού του ρυθμού γινόταν με έντονα χρώματα επάνω στο σκουρόχρωμο επίχρισμα της επιφάνειας των αγγείων. Τα διακοσμητικά θέματα ήταν άλλοτε φυσιοκρατικά και άλλοτε σχεδιαστικά απλουστευμένα. Η διακόσμηση εντασσόταν σε απλές ζώνες ή σε ελεύθερες συνθέσεις που κάλυπταν μια πλευρά ή απλώνονταν σε όλη την επιφάνεια των αγγείων. Πολύ συχνά, στις ελεύθερες αυτές συνθέσεις αναπτύσσονταν δυναμικά θέματα που έδιναν την ψευδαίσθηση του ρυθμού και της κίνησης.

Τα σχήματα των Καμαραϊκών αγγείων είναι γωνιώδη ή ημισφαιρικά. Οι συνηθέστεροι τύποι είναι τα κύπελλα με λαβή, τα άωτα κωνικά κύπελλα, οι σκύφοι και τα γεφυρόστομα αγγεία ή τσαγιέρες. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Καμαραϊκής κεραμικής είναι τα ασυνήθιστα σχήματα, όπως μία καρποδόχη από τη Φαιστό με ανάγλυφους κάλυκες που φύονται στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου. Στα νέα σχήματα προστίθενται τα τελετουργικά ρυτά σε σχήμα ταυροκεφαλής καθώς και νέοι τύποι λυχναριών.

 


- Υστερομινωική

 

 Η εξέλιξη της υστερομινωικής κεραμικής επηρεάστηκε βαθιά από τις γενικότερες εξελίξεις της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Η πιθανή συγκέντρωση της εξουσίας στην Κνωσό στην αρχή της Υστερομινωικής περιόδου συντέλεσε στην επικράτηση του Κνωσιακού κεραμικού εργαστηρίου που διακινούσε αυτή την εποχή τα προϊόντα του σε όλη τη Μινωική επικράτεια. Το εμπόριο των κεραμικών ειδών διασφαλιζόταν από τη μακρά περίοδο της λεγόμενης Μινωικής ειρήνης που εγγυόταν η ανακτορική πολιτική δύναμη.

Η Ύστερη εποχή του Χαλκού στην Κρήτη σηματοδοτήθηκε από σημαντικές αλλαγές στην κεραμική παράδοση που οφείλονταν εν μέρει σε μια νέα τεχνική παραγωγής. Ο πηλός της εποχής εμφανίζεται καθαρός από προσμίξεις, τα τοιχώματα των αγγείων συμπαγή, η επιφάνεια λεία και στιλπνή, δείχνοντας μια γενικότερη βελτίωση της ποιότητας σε σχέση με τη Μεσομινωική παραγωγή. Τα κεραμικά σκεύη ψήνονταν σε μικρές κτιστές εστίες, σε λιθόκτιστους αψιδωτούς θαλάμους ή ίσως και σε κλιβάνους που διέθεταν αεραγωγούς για την καλύτερη κυκλοφορία του αέρα.

Ανάμεσα στις καινοτομίες της περιόδου σημειώνεται και η χρήση ενός νέου είδους στιλβωμένου επιχρίσματος, που προσέδιδε στην επιφάνεια των αγγείων μια στιλπνή όψη. Η σημαντικότερη όμως αλλαγή σημειώνεται στα χρώματα της διακόσμησης και του βάθους των αγγείων που από ανοικτό σε σκούρο μετατρέπονται σε σκούρο επάνω σε ανοικτό. Η νέα αυτή τεχνοτροπία εξαπλώθηκε ραγδαία και η διάδοσή της έγινε αισθητή τόσο στα ανακτορικά όσο και στα μικρότερα εργαστήρια δίνοντας ώθηση στην επινόηση νέων σχημάτων και διακοσμητικών μοτίβων.

Η θεματική της διακόσμησης των αγγείων αποτελεί εξέλιξη εκείνης της Μεσομινωικής κεραμικής. Από τους ρυθμούς της προηγούμενης περιόδου διαδόθηκε σε ευρεία κλίμακα ο ρυθμός του χελωνίου και ο ρυθμός με τη σκοτεινή διακόσμηση σε ανοικτό βάθος.

 


- Η Εξέλιξη της Υστερομινωικής Κεραμικής

 

 Η ανακτορική κεραμική της Υστερομινωικής περιόδου (1550 - 1050 π.Χ.) θεωρείται το αποκορύφωμα της Μινωικής κεραμικής και απολάμβανε την εκτίμησή του αγοραστικού κοινού σε όλο το γνωστό κόσμο. Στα διακοσμητικά θέματά της επικρατούσε η περίπλοκη σχεδιαστική σύλληψη και η έντονα φυσιοκρατική τάση. Η νέου τύπου φυσιοκρατία της Υστερομινωικής κεραμικής περιείχε περισσότερα στοιχεία ρεαλισμού από εκείνη της προηγούμενης περιόδου. Συχνά χρησιμοποιήθηκαν περιγράμματα ζώων ή φυτών που δε λειτουργούσαν ως εικονογραφικά θέματα αλλά ως διακοσμητικά στοιχεία.

Στην κεραμική παραγωγή αυτής της περιόδου διακρίνονται δύο κύριοι ρυθμοί, ο βασικός και ο ανακτορικός, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στα ανακτορικά εργαστήρια. Οι επιμέρους ρυθμοί της ανακτορικής κεραμικής είναι ο θαλάσσιος, ο φυτικός, ο αφηρημένος ή γεωμετρικός και ο εναλλασσόμενος, στον οποίο συνδυάζονταν στοιχεία από τους άλλους τρεις. Μετά τις καταστροφές της Υστερομινωικής ΙΒ (1500 - 1450 π.Χ.) στην Κρήτη, πύκνωσαν οι επαφές με τη Μυκηναϊκή Ελλάδα, δημιουργώντας μια νέα καλλιτεχνική έμπνευση στη Μινωική κεραμική.

Κατά την Υστερομινωική II (1550 - 1380 π.Χ.) περίοδο αναγνωρίζονται αρκετά Ελλαδικά στοιχεία που είναι προϊόντα αυτών των αμφίδρομων πολιτιστικών επιρροών. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της περιόδου είναι οι λεγόμενοι πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Παρά τον πλούτο των διακοσμητικών μέσων, παρατηρείται μία σταθερά αυξανόμενη σχηματοποίηση των θεμάτων που φθάνει στην τυποποίηση της Υστερομινωικής ΙΙΙ (1400 - 1100 π.Χ.) περιόδου.

Οι στενές σχέσεις της Κρήτης με τον Ελλαδικό χώρο κατά την Υστερομινωική IIIΑ-Β (1400 - 1200 π.Χ.) περίοδο εξομοιώνουν την Κρητική κεραμική με τη Μυκηναϊκή, ενώ παράλληλα διακρίνονται και προϊόντα Κρητικών εργαστηρίων με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Τα σχήματα που επικρατούν είναι οι γνωστές και από την ηπειρωτική Ελλάδα Μυκηναϊκές κύλικες, τα κύπελλα, οισκύφοι, οι κρατήρες.

Οι ψευδόστομοι αμφορείς που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά υγρών προϊόντων εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και οι μεγαλύτεροι από αυτούς αναγράφουν μερικές φορές διάφορους χαρακτηρισμούς του περιεχομένου τους σε Γραμμική Β γραφή. Τέτοιοι Κρητικοί ενεπίγραφοι αμφορείς βρέθηκαν και σε Μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού στην Υστερομινωική ΙΙΙ Α2 (γύρω στα 1400 π.Χ.) περίοδο έφερε μια σύντομη αναστολή στην παραγωγή.

Η γενικότερη δε πολιτισμική τομή της Υστερομινωικής ΙΙΙB (1340 - 1200 π.Χ.) περιόδου, που συνοδεύει την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων, είναι εμφανής και στη Μινωική κεραμική. Η παραγωγή χαρακτηρίζεται τώρα από μια σαφή αυτονομία ως προς τη Μυκηναϊκή και την αυξανόμενη ενδυνάμωση νέων τοπικών χαρακτηριστικών. Στην κεραμική της Υστερομινωικής ΙΙΙ Β περιόδου διακρίνεται η ανάμιξη πολλών διαφορετικών στοιχείων από τον ευρύτερο Αιγαιακό χώρο.

Δύο νέοι ρυθμοί, ο λιτός και ο πυκνός κάνουν την εμφάνισή τους. Πέρα από την ανάγκη παραγωγής χρηστικής κεραμικής αυτή την εποχή εκδηλώνεται και η ανάγκη κατασκευής λατρευτικών αντικειμένων νέου τύπου, όπως ειδώλια, θυμιατήρια ή τελετουργικές βάσεις στήριξης άλλων σκευών που βρίσκονται συνήθως σε ιερούς χώρους.

 


- Υπομινωική

 

 Κατά το τελικό στάδιο της εποχής του Χαλκού, την Υπομινωική περίοδο (1050 - 1015 π.Χ.), παρατηρούνται στην κεραμική αρκετά στοιχεία συνέχειας από την προηγούμενη παράδοση αλλά και κοινά στοιχεία με την Υπομυκηναϊκή κεραμική που οφείλονται στην προηγούμενη κοινή τους εξέλιξη. Το κύριο χαρακτηριστικό της κεραμικής αυτής της εποχής είναι η αισθητή πτώση της ποιότητας σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα είναι οι κύλικες, οι κάλαθοι, οι ψευδόστομοι αμφορείς, οι μεγάλου μεγέθους κρατήρες, αλλά και ένα νέο σχήμα, οι πτηνόμορφοι ασκοί.

Η διακόσμηση των αγγείων γίνεται περισσότερο αφαιρετική, ενώ ο κροσσωτός ρυθμός εξακολουθεί να υπάρχει σε μια απλούστερη μορφή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγιναν πιο στενές οι επαφές της Κρήτης με την Κύπρο, όπως μαρτυρούν τα νέα σχήματα αγγείων που είναι κοινά στα δύο νησιά. Ακόμη απλούστερα είναι τα σχήματα αλλά και τα διακοσμητικά θέματα της κεραμικής της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου. Τα σχεδιαστικά στοιχεία αποτελούν ένα μακρινό απόηχο των παλαιότερων θεμάτων που εμφανίζονται σχηματοποιημένα και αμετάβλητα.

Τα καλύτερα δείγματα αυτής της κεραμικής χαρακτηρίζονται από μια αρκετά προσεγμένη εκτέλεση της διακόσμησης, αλλά όχι πια από τους επιτυχείς αισθητικούς συνδυασμούς και την εμπνευσμένη δημιουργία που χαρακτήριζαν τη μινωική κεραμική στην περίοδο της ακμής της.

 


Λιθοτεχνία

 

 Η τεχνική της λάξευσης του λίθου έφθασε στην Κρήτη κατά τις αρχές της εποχής του Χαλκού (3000 π.X.) από την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και τις Κυκλάδες, όπου ήταν διαδεδομένη πολύ νωρίτερα. Οι Μινωίτες άρχισαν να κατασκευάζουν λίθινα αγγεία από την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο (2600 - 2300 π.X.). Τα αγγεία αυτής της εποχής εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες με τα εισηγμένα πρότυπά τους. Η επιρροή της Αιγυπτιακής λιθοτεχνίας ειδικότερα γίνεται περισσότερο εμφανής στην τεχνική κατασκευής και λιγότερο στα σχήματα των λίθινων αγγείων.

Σταδιακά όμως δημιουργήθηκε μια μακρά παράδοση που μεταδόθηκε κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600 - 1070 π.X.) και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Τα πρώτα λίθινα αγγεία κατασκευάζονταν για να χρησιμοποιηθούν ως ταφικά κτερίσματα, μια πρακτική που συνηθιζόταν και στους Αιγυπτιακούς τάφους. Στους πρωτομινωικούς τάφους της Μεσαράς και των Αστερουσίων και σε θέσεις όπως ο Μόχλος, η Ψείρα και το Παλαίκαστρο συνηθίζονταν οι προσφορές πολλών μικρών λίθινων αγγείων στο εσωτερικό των τάφων και στους προθαλάμους των ταφικών κτηρίων.

Από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. παρατηρείται ριζική αλλαγή στη χρήση των λίθινων αγγείων. Χρησιμοποιούνται πια σε νέα, διαφοροποιημένα σχήματα, σε οικιακούς και εργαστηριακούς χώρους. Για την κατασκευή των λίθινων αγγείων χρησιμοποιήθηκαν πολλά είδη εγχώριων πετρωμάτων αλλά και εισηγμένα από τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο. Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα κροκαλοπαγή πετρώματα και εκείνα με τις έντονες χρωματιστές φλεβώσεις που έδιναν ένα διακοσμητικό τόνο στα σκεύη.

 Τα πολυτελέστερα λίθινα σκεύη έφεραν διακοσμητικές λεπτομέρειες από μέταλλο, κυρίως χαλκό και χρυσό, μιμούμενα χρυσά ανάγλυφα αγγεία. Τα σχήματα των λίθινων αγγείων μεταφέρονταν συχνά αυτούσια από την κεραμική, μερικές φορές όμως επινοούνταν ιδιότυπα σχήματα που απαντούν μόνο στα λίθινα σκεύη. Τα συνηθέστερα ήταν τα άωτα κύπελλα, τα κύπελλα με ψηλό πόδι, ένα είδος προχυτικών αγγείων που θυμίζουν τσαγιέρες και τα αλάβαστρα. Από λίθο κατασκευάζονταν και σκεύη οικιακής και εργαστηριακής χρήσης, όπως τα λυχνάρια, τα τριβεία, οι λουτήρες και οι λεκάνες για το πάτημα των σταφυλιών.

Από το σύνολο των αντικειμένων της λιθοτεχνίας προέρχονται μερικά από τα αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, όπως ένα ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής από την Κνωσό, ένα δίωτο αγγείο από λευκό μάρμαρο και ένα σύνολο κομψών λίθινων αγγείων από τη Ζάκρο, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα μοναδικό για το ιδιόμορφο σχήμα και την κομψότητά του ρυτό από ορεία κρύσταλλο.

Από την Αγία Τριάδα προέρχονται τρία από τα πιο γνωστά λίθινα κύπελλα με ανάγλυφες παραστάσεις, το λεγόμενο κύπελλο της αναφοράς όπου απεικονίζεται ένα τριμερές ιερό, το αγγείο των θεριστών με παράσταση αγροτικής λατρείας και το αγγείο των πυγμάχων με αθλητικές σκηνές κατανεμημένες σε ζώνες. Μία ιδιαίτερη κατηγορία λίθινων αγγείων, η οποία αποτελείται από τα ρυτά, τους κέρνους και έναν τύπο κοχλιαρίου φαίνεται ότι προοριζόταν για τελετουργική χρήση, όπως υποδεικνύουν τα ιδιόμορφα σχήματά τους, η εύρεσή τους σε χώρους που χαρακτηρίζονται ιεροί και οι χαραγμένες αφιερώσεις Γραμμικής Α γραφής που διακρίνονται σε μερικά από αυτά.

 


- Πρώτες Ύλες

 

 Τα πετρώματα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των μινωικών λίθινων αγγείων ήταν αρχικά τα εγχώρια ασβεστολιθικά πετρώματα, οι χλωρίτες, ο σερπεντινίτης και ο στεατίτης. Η σταθερή βελτίωση της τεχνικής επέτρεψε την κατεργασία σκληρότερων και εύθραυστων πετρωμάτων. Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα πολύχρωμα κροκαλοπαγή πετρώματα και εκείνα με τις έντονες φλεβώσεις, οι οποίες προσέδιδαν στα αγγεία ένα διακοσμητικό τόνο.

Στη λιθοτεχνία χρησιμοποιήθηκαν και εισηγμένα πετρώματα ανάμεσα στα οποία διακρίνονται το κόκκινο μάρμαρο (rosso antico), ο πράσινος πορφυρίτης (lapis lacedaemonius) που προέρχεται από τη νότια Πελοπόννησο, το λευκό Κυκλαδικό μάρμαρο και ο οψιανός από τη Νίσυρο. Από την Αίγυπτο προέρχονταν το αλάβαστρο, o κόκκινος πορφυρίτης και η ορεία κρύσταλλος.

 


- Τεχνικές Κατασκευής

 

 Ένα σύνολο από ημιτελή λίθινα αγγεία που βρίσκονται σε ανασκαφές Μινωικών θέσεων μας διαφωτίζουν για τα στάδια κατεργασίας τους. Από αυτά τα ευρήματα γνωρίζουμε ότι πρώτα δινόταν σχήμα στο εξωτερικό των αγγείων και κατόπιν λαξευόταν το εσωτερικό τους. Τα πρωιμότερα λίθινα αγγεία φαίνονται κατασκευασμένα με σμίλες και κοπίδια που χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την εξωτερική λάξευση όσο και για την αφαίρεση τμημάτων του λίθινου πυρήνα στο εσωτερικό των αγγείων, μια τεχνική που συναντάται και στη λιθοτεχνία των Κυκλάδων.

Από την αρχή της Πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου (2600 π.Χ.) άρχισε να χρησιμοποιείται το κυλινδρικό τρυπάνι για την αφαίρεση του εσωτερικού του λίθινου πυρήνα. Το εργαλείο αυτό ήταν ένα κοίλο στέλεχος, μάλλον ένα κομμάτι από καλάμι που γεμιζόταν με λειαντική άμμο. Με την περιστροφική πίεση του τρυπανιού στο εσωτερικό τμήμα του υπό κατασκευήν αγγείου, αφαιρούνταν διαδοχικά μικροί κυλινδρικοί πυρήνες μέχρι την απόσπαση όλου του πυρήνα και το σχηματισμό του εσωτερικού κοιλώματος.

Κατά το διάστημα από τη Μεσομινωική ΙΙΙ μέχρι την Υστερομινωική Ι περίοδο (1750 - 1450 π.Χ.) χρησιμοποιήθηκε μια πιο εξελιγμένη τεχνική που επέτρεπε τη λάξευση σκληρότερων υλικών. Στα λίθινα αγγεία αυτής της εποχής διακρίνονται ίχνη τορνευτικών εργαλείων. Αυτά θα πρέπει να ήταν κυλινδρικά εργαλεία από μέταλλο που περιστρέφονταν στο κέντρο του λίθινου πυρήνα και αφαιρούσαν το εσωτερικό του με τη βοήθεια νερού και σμύριδας, ενός ορυκτού μεγάλης σκληρότητας που χρησιμοποιείται για τη λείανση.

Τα σκεύη με σύνθετο σχήμα κατασκευάζονταν τμηματικά από διάφορα κομμάτια που ενώνονταν. Η εξωτερική πλευρά των αγγείων έπαιρνε την τελική της μορφή με λείανση της επιφάνειας, ενώ η ανάγλυφη διακόσμηση που φέρουν μερικά λίθινα αγγεία γινόταν με μεταλλικά μαχαίρια, σμίλες και αιχμές, με μια τεχνική ανάλογη μ' εκείνη της σφραγιδογλυφίας.

 

 

- Η Αιγυπτιακή Λιθοτεχνία

Η Μινωική λιθοτεχνία θεωρείται ότι επηρεάστηκε από την Αιγυπτιακή. Από παραστάσεις της Αιγυπτιακής τέχνης, όπου απεικονίζονται λιθοξόοι κατά την εργασία τους, μας είναι γνωστά τα στάδια κατασκευής των λίθινων αγγείων και τα εργαλεία λάξευσης. Σύμφωνα με αυτές αρχικά γινόταν η προετοιμασία του λίθινου πυρήνα με σφυρηλάτηση και σμίλευση και κατόπιν η λάξευση των αγγείων με ένα ειδικά σχεδιασμένο τρυπάνι. Το εργαλείο αυτό αποτελούνταν από ένα κοίλο και αιχμηρό στέλεχος που περιστρεφόταν από τον τεχνίτη με πίεση στο εσωτερικό του αγγείου, λαξεύοντάς το.

Η λάξευση γινόταν με τη βοήθεια νερού και λειαντικής άμμου. Η δράση του τρυπανιού επιτεινόταν και με την προσθήκη βαρών που ήταν τοποθετημένα σε σακούλες και είχαν στερεωθεί με σχοινί στο στέλεχος του τρυπανιού.


             Μεταλλουργία

 

 Η Κρήτη θεωρείται ανεπαρκής σε μέταλλα και οι λιγοστές πηγές μεταλλεύματος δεν είχαν εντοπιστεί από τους Μινωίτες. Έτσι ο χαλκός εισαγόταν αναγκαστικά από μακρινές χώρες, όπου είχε αρχίσει ήδη η συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων. Θεωρείται μάλιστα ότι η Κύπρος, που ήταν μία από τις σημαντικότερες πηγές χαλκού της Αρχαιότητας, ήταν και η κύρια χώρα προμήθειας του χαλκού στη μινωική Κρήτη. Η απόκτηση του κασσίτερου, μίας εξαιρετικά σπάνιας πρώτης ύλης, οδήγησε τους Μινωίτες σε ακόμη μακρινότερους εμπορικούς δρόμους μέχρι το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και το Αφγανιστάν.

Έτσι, η αναζήτηση των μετάλλων έδωσε την κυριότερη ώθηση στο διεθνές εμπόριο, ενώ οδήγησε ταυτόχρονα στην εισαγωγή και άλλων πρώτων υλών και στη γνώση της κατεργασίας τους. Οι πρώτες μεταλλουργικές δραστηριότητες στον Αιγαιακό χώρο παρατηρούνται από την Τελική Νεολιθική εποχή (3500 π.Χ.). Το πρώτο είδος μετάλλου που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένα κράμα σε μαλακή μορφή, που αποτελούνταν από χαλκό, αρσένιο και μόλυβδο.

Αργότερα, κατά τις αρχές της τέταρτης χιλιετίας χρησιμοποιήθηκε ο ορείχαλκος, ένα κράμα χαλκού με κασσίτερο, το οποίο έδινε τη δυνατότητα κατασκευής ανθεκτικότερων αντικειμένων. Η πρώτη χρήση του ορείχαλκου στην Κρήτη τοποθετείται στην Πρωτομινωική II περίοδο (2600 - 2300 π.Χ.).

 


- Τρόποι Χύτευσης 

 

Στη Μινωική Κρήτη, τα πρωιμότερα μεταλλικά αντικείμενα κατασκευάζονταν με δύο διαφορετικές τεχνικές, τη σφυρηλάτηση και τη χύτευση. Κατά τη χύτευση, το υγρό μέταλλο χυνόταν σε λίθινες μήτρες, οι οποίες είχαν μια όψη για την κατασκευή επίπεδων αντικειμένων και δύο όψεις για την κατασκευή των ολόγλυφων. Η εξωτερική πλευρά των μεταλλικών αντικειμένων διαμορφωνόταν πάντα με εξωτερική σφυρηλάτηση ή λείανση.

Κατά την Παλαιοανακτορική εποχή (2000 - 1700 π.Χ.) άρχισε να χρησιμοποιείται και η μέθοδος του "χαμένου κεριού", μια τεχνική που ήταν μέχρι τότε γνωστή μόνο από το βορειοανατολικό Αιγαίο. Με αυτή την τεχνική τα αντικείμενα μορφοποιούνταν σε μήτρες από κερί, οι οποίες έλιωναν και εξαφανίζονταν κατά τη χύτευση.

 


- Μεταλλοτεχνία

 

 Η μεταλλοτεχνία στη Μινωική Κρήτη παρουσιάζει σχετική καθυστέρηση σε σχέση με άλλες περιοχές του Αιγαίου, όπως οι Κυκλάδες και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, όπου η μεταλλουργία άρχισε από την Τελική Νεολιθική εποχή (3500 - 3000 π.Χ.). Στην Κρήτη, τα πρώτα μεταλλικά αντικείμενα ανάγονται στην Πρωτομινωική εποχή (3000 - 2000 π.Χ.). Τα πρώτα μέταλλα που χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα ήταν ο χαλκός, ο χρυσός, ο μόλυβδος και το ασήμι.

Η ποικιλία και η ακριβής μέθοδος κατασκευής των μεταλλικών αντικειμένων δεν είναι πολύ γνωστές αφού τα μέταλλα ήταν κατεξοχήν προϊόντα ανακύκλωσης που λιώνονταν και ξαναχρησιμοποιούνταν κατά τις ανάγκες των χρηστών τους. Έτσι, η κύρια πηγή πληροφοριών για τη μεταλλοτεχνία της Πρωτομινωικής εποχής είναι τα μεταλλικά κτερίσματα που διατηρήθηκαν ανέπαφα μέσα σε τάφους. Οι γνώσεις μας για τη μεταλλουργία αυτής της περιόδου προέρχονται κυρίως από την οπλουργία, τη χρυσοχοΐα, την κατασκευή εργαλείων και από ελάχιστα μεταλλικά αγγεία.

 Τα μεταλλικά αγγεία απαντούν σε μεγαλύτερες ποσότητες κατά την εποχή των πρώτων ανακτόρων (2000 - 1700 π.Χ.), ενώ η παραγωγή τους φαίνεται να αυξάνει κατακόρυφα κατά τη Νεοανακτορική εποχή (1700 - 1450 π.Χ.). Τα σχήματα αυτών των αγγείων εμφανίζουν ομοιότητες με τα σχήματα της κεραμικής, γεγονός που υποδεικνύει καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις και παρόμοια χρησιμότητα. Ένα χαρακτηριστικό τύπο Μινωικών μεταλλικών αγγείων αποτελούν οι μεγάλες χύτρες που ήταν κατασκευασμένες από επίπεδα φύλλα χαλκού, ενωμένα μεταξύ τους με καρφιά.

Τα αγγεία αυτά εμφανίστηκαν στην αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας, γύρω στο 1600 π.X. περίπου, και χρησίμευαν ως μαγειρικά και αποθηκευτικά σκεύη. Το ίδιο διάστημα πλήθυναν και τα σκεύη από πολύτιμα μέταλλα, που έγιναν σύντομα περιζήτητα και στη Στερεά Ελλάδα, η οποία διένυε την πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή, την εποχή των λακκοειδών τάφων. Μία άλλη χαρακτηριστική εκδοχή της Μινωικής μεταλλοτεχνίας είναι τα χάλκινα, σφυρήλατα ειδώλια λατρευτών, που άρχισαν να κατασκευάζονται κατά την Υστερομινωική εποχή (1600 - 1070 π.Χ.).

Αυτή η τέχνη δημιούργησε μία μακρά παράδοση στην Κρήτη, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την ειδωλοπλαστική της Γεωμετρικής εποχής (900 - 700 π.Χ.). Κατά τη Μετανακτορική περίοδο (1400 - 1050 π.Χ.) η Μινωική μεταλλοτεχνία, όπως και διάφορες άλλες μορφές της τέχνης εμφανίζεται συρρικνωμένη. Μια νέα ώθηση σ' αυτή την τέχνη παρατηρείται κατά τον 9ο αιώνα. Αυτή την εποχή εμφανίζονται νέου τύπου εργαλεία και κοσμήματα από χαλκό και σίδηρο, που μαρτυρούν ριζικές αλλαγές στην τεχνολογία και τα έθιμα της καθημερινής ζωής, σηματοδοτώντας την είσοδο σε μία νέα εποχή, την Εποχή του Σιδήρου.

 


- Μεταλλικά Εργαλεία

 

 Η κατασκευή εργαλείων θεωρείται από τα πρώτα πεδία χρήσης των μετάλλων. Τα πρώτα εργαλεία από μέταλλο, που αντικατέστησαν σταδιακά τα λίθινα εργαλεία, εμφανίζονται κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000 - 2000 π.Χ.). Τα εργαλεία αυτής της περιόδου ήταν κυρίως όργανα κοπής, όπως λεπίδες, μαχαίρια, σουβλιά και σπάτουλες. Η μεγάλη ποικιλία των εργαλείων εξυπηρετούσε πολλές διαφορετικές εργασίες, όπως τη λιθοτεχνία, τη βυρσοδεψία, την ξυλουργική και την οικοδομική τέχνη.

 


- Χρυσοχοΐα

 

  χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη ήδη από την Προανακτορική εποχή (3500 - 1900 π.Χ.) κυρίως για την κατασκευή κοσμημάτων, αλλά και άλλων αντικειμένων όπως τα όπλα και τα τελετουργικά σκεύη. Σ' αυτό το πρώιμο στάδιο της χρυσοχοΐας ανήκει ένα σύνολο χρυσών κοσμημάτων από τα πρωτομινωικά νεκροταφεία του Μόχλου, της Κουμάσας, των Αρχανών, του Πλάτανου και της Λεβήνας. Στα είδη πρωτομινωικών κοσμημάτων ανήκουν περιδέραια, βραχιόλια, διαδήματα, επίρραπτα στολίδια και κοσμήματα μαλλιών.

Τα πρωτομινωικά χρυσά κοσμήματα φτιάχνονταν από σύρμα ή επίπεδα φύλλα καθαρού χρυσού με τις πρώιμες τεχνικές της σφυρηλάτησης, της συρματοτεχνικής και του περίτμητου. Η πιο συνηθισμένη τεχνική διακόσμησης των πρωτομινωικών κοσμημάτων ήταν η έκκρουστη διακόσμηση, δηλαδή η επανάληψη ανάγλυφων στιγμών που δημιουργείται στην επιφάνεια των κοσμημάτων με τη βοήθεια ενός αιχμηρού εργαλείου. Κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3600 - 2000 π.Χ.) εμφανίστηκαν και οι πιο προηγμένες τεχνικές της χύτευσης, της κοκκίδωσης και της συρματοκολλητικής.

Ενώ μερικές από τις λιγότερο συνηθισμένες τεχνικές ήταν η επικάλυψη με ελάσματα, η συγκολλητική και η συρματοτεχνική. Παρόμοιες τεχνικές χρυσοχοΐας συναντώνται και σε άλλες Αιγαιακές περιοχές απ' όπου υπάρχουν πρώιμα δείγματα χρυσοχοΐας, όπως οι Κυκλάδες, η περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου, η οποία ανήκει στη σφαίρα του Τρωικού πολιτισμού, και η Λευκάδα. Με αυτές τις τεχνικές είναι κατασκευασμένα και τα κοσμήματα από τους βασιλικούς τάφους της Βύβλου που ανήκουν στην ίδια χρονική περίοδο.

Κατά την περίοδο ακμής των Μινωικών ανακτόρων (1900 - 1450 π.Χ.) η χρυσοχοΐα έφθασε σε τεχνική τελειότητα. Ο χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή κοσμημάτων αλλά και ως ένθετες ύλες για τη διακόσμηση πολυτελών αντικειμένων, όπως δείχνουν οι λεπτομέρειες σε όπλα και λατρευτικά ειδώλια. Οι κυριότερες διακοσμητικές τεχνικές αυτής της περιόδου ήταν η συρματοτεχνική και η κοκκίδωση, οι οποίες εισήχθησαν μάλλον μαζί με το χρυσό από την Αίγυπτο.

Στην κοσμηματοποιία της ανακτορικής εποχής ο χρυσός συνδυαζόταν συχνά με άλλα πολύτιμα υλικά, όπως το ελεφαντόδοντο και οι ημιπολύτιμοι λίθοι, υλικά που με την υψηλή ποιότητα και τη σπανιότητά τους μπορούσαν να προβάλουν την εκλέπτυνση και το κύρος των ανώτερων τάξεων της ανακτορικής κοινωνίας.

 

 
- Κοσμήματα

 

 Τα κοσμήματα κατασκευάζονταν από ένα πλήθος υλικών: από χρυσάφι εισηγμένο από την Ασία ή την Αφρική, από άλλους πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, όπως άργυρο, αχάτη, αμέθυστο, ορεία κρύσταλλο, ήλεκτρο, lapis lazuli κ.α., οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν επίσης εισηγμένοι, από οστό ιπποποτάμου η ελέφαντα. Οι σταγονόσχημες, αμυγδαλωτές ή σφαιρικές χάντρες («ψήφοι») κατασκευάζονταν από τα παραπάνω υλικά αλλά και από φαγεντιανή και μια γαλάζια υαλόμαζα, που ως φθηνότερο υλικό μπορούσαν να υποκαταστήσουν το χρυσό, κυρίως μετά το 13ο αι. π.Χ.

Οι Κρήτες έμποροι ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο για να προμηθευτούν χρυσό, χαλκό, ελεφαντόδοντο και ως αντάλλαγμα προσέφεραν λάδι, κρασί, αρωματικά έλαια. Τα ανακτορικά εργαστήρια επεξεργάζονταν με εξαιρετική προσοχή τα υλικά αυτά, δημιουργώντας έργα τέχνης αξεπέραστα από πλευράς ποιότητας και τεχνικής.

Κοσμήματα, όπως σκουλαρίκια («ενώτια»), βραχιόλια (ψέλλια), δαχτυλίδια, περιδέραια (από «περίαπτα», δηλ. κοσμήματα που κρέμόνταν στο λαιμό με αλυσίδα, συχνά ως φυλακτό και χάντρες), περόνες, «σφηκωτήρες», ελάσματα και μικρά οστέινα χτένια (κοσμήματα κεφαλής και ενδυμάτων), φαίνεται να ήταν αναγκαία για τη συμπλήρωση της εμφάνισης ανδρών και γυναικών σε κάθε επίσημη εκδήλωση. Οι καλλιτέχνες εμπνέονταν τα σχέδια από φυτά, ζώα της θάλασσας και της ξηράς, θρησκευτικά σύμβολα.

Τα αγαπημένα διακοσμητικά θέματα ήταν κεφάλι ταύρου («βουκράνιο»), λέοντες, αίγαγροι, έντομα, μικρά φυτά, άνθη ή καρποί, αλλά και παραστάσεις με σκηνές θρησκευτικού χαρακτήρα. Όλα αυτά αντιπροσωπεύονται με αριστουργηματικό τρόπο στην κοσμηματική χρυσοχοία. Κυρίαρχη ήταν εξάλλου η σφραγιστική μικρογλυπτική που απέδωσε τεράστιο αριθμό παραστάσεων.

Ζώα αλλά και ανθρώπινες ή θεϊκές μορφές εικονίζονται συχνά πάνω στις σφραγίδες που εμφανίζονται ήδη από το 2500 π.Χ. και αποτελούσαν τους προσωπικούς τύπους των αξιωματούχων κατόχων τους, ενός είδους ταυτότητας και έτσι εξασφαλιζόταν το απαραβίαστο των αντικειμένων που σφράγιζαν. Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσαν τα μετάλλινα σφραγιστικά δακτυλίδια, συνήθως χρυσά, των οποίων οι στεφάνες αποτελούσαν το χώρο για ανθρώπινες μορφές και πολυπρόσωπες παραστάσεις.

 


Υφαντική

 

Τα μινωικά υφάσματα ήταν φτιαγμένα από ίνες λιναριού και μαλλιού που θα πρέπει να υφαίνονταν σε διαφορετικές ποιότητες και με διαφορετικές τεχνικές, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονταν. Μια ιδιαίτερη, πολυτελή κατηγορία αποτελούσαν τα αραχνοΰφαντα υφάσματα, από τα οποία ήταν φτιαγμένα γυναικεία περικόρμια που άφηναν το σώμα να διακρίνεται. Το είδος των διάφανων αυτών υφασμάτων απαντά σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης αλλά φαίνεται ότι ήταν περισσότερο αγαπητό στη Θήρα.

Τα υφάσματα αυτά ήταν φτιαγμένα από λεπτότατο νήμα ή ήταν δικτυωτά, ενώ έχει προταθεί από μερικούς μελετητές και το ενδεχόμενο χρήσης λεπτού μεταξωτού νήματος. Τα πολυάριθμα υφαντικά βαρίδια που βρίσκονται σε Μινωικούς οικισμούς μαρτυρούν την ευρεία χρήση του κάθετου αργαλειού, ενώ έχει διαπιστωθεί η παράλληλη χρήση και άλλων υφαντικών τεχνικών. Οι επίρραπτες ταινίες που διακοσμούσαν τα τελειώματα των ενδυμάτων ήταν υφασμένες ξεχωριστά σε μικρά υφαντικά τελάρα και ο σκοπός τους, εκτός από τη διακόσμηση των ενδυμάτων, ήταν η ενίσχυση των παρυφών του υφάσματος.

Στη Θήρα ήταν επίσης ιδιαίτερα αγαπητά τα φλοκωτά υφάσματα. Αυτή η υφαντική τεχνική ερμηνεύεται ως Στερεοελλαδίτικη επιρροή, αφού συναντιέται συχνότερα στις ενδυμασίες της Μυκηναϊκής Ελλάδας. Μια άλλη υφαντική τεχνική, ειδική για την κατασκευή κεφαλόδεσμων, που συναντιέται επίσης στη Θήρα, είναι η δικτυωτή τεχνική, η οποία εκτελούνταν με βελονάκι και είναι γνωστή ως τεχνική "sprang".

 


- Υφαντικά Εργαλεία

 

 Ανάμεσα στα ευρήματα των ανασκαμμένων μινωικών θέσεων βρίσκονται συχνά και αρκετά υφαντικά εργαλεία, όπως τα βάρη και τα σφοντύλια. Ο μινωικός τύπος υφαντικού βάρους, ο οποίος συναντάται με την ίδια ακριβώς μορφή και στο Ακρωτήρι της Θήρας και την Κέα, παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό δισκοειδές σχήμα. Η πυκνή συγκέντρωση υφαντικών βαρών σε ορισμένους εσωτερικούς χώρους πιστοποιεί την ύπαρξη αργαλειών.

 


- Διακόσμηση Υφασμάτων

 

 Τα μινωικά υφάσματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία διακοσμήσεων, η τεχνική της διακόσμησής τους όμως είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, αφού οι σχετικές μαρτυρίες προέρχονται μόνο από εικονιστικές παραστάσεις ενδυμάτων και όχι από αρχαιολογικά ευρήματα. Οι διακοσμήσεις αυτές φαίνεται ότι είχαν μάλλον δημιουργηθεί στην ύφανση, με τη μέθοδο της υφαντοποικιλτικής κατά την οποία το υφάδι περνιόταν με το χέρι ανάμεσα στις ίνες του στημονιού, ενώ χρησιμοποιούνταν συγχρόνως πολλές σαΐτες για τα διαφορετικά χρώματα.

Η τεχνική αυτή θα πρέπει να ήταν η κυριότερη μέθοδος υφαντικής διακόσμησης, ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς και η ύπαρξη σταμπωτής διακόσμησης. Μερικά ελεύθερα και αραιά διακοσμητικά θέματα θα μπορούσαν να είναι κεντημένα επάνω στα υφάσματα, μέχρι τώρα όμως δεν υπάρχει κανένα σαφές στοιχείο που να δείχνει ότι στη μινωική Κρήτη ασκούνταν η κεντητική τέχνη που κατά την εποχή του Χαλκού απαντά μόνο στη Συρία.

Τα τελειώματα των ενδυμάτων διακοσμούνταν συχνά με επίρραπτες υφαντές ταινίες που είχαν πολύχρωμα σχέδια. Ένα άλλο είδος διακόσμησης των μινωικών ενδυμάτων ήταν η στερέωση χαντρών και λεπτών φύλλων από πολύτιμα μέταλλα.

 


- Υφαντικά Σχέδια

 

Οι διακοσμήσεις των μινωικών υφασμάτων ακολουθούσαν τις διακοσμητικές τάσεις κάθε περιόδου και συχνά συναντώνται αυτούσιες σε άλλες μορφές της τέχνης, όπως στην κεραμική, τη σφραγιδογλυφία και τις τοιχογραφίες.

Μια σημαντική πηγή πληροφοριών για την υφαντική διακόσμηση της Πρωτομινωικής εποχής (3600 - 2000 π.Χ.) αποτελούν τα σχέδια των ενδυμάτων που διακρίνονται στα πρωτομινωικά ειδώλια από τη Μύρτο, την Κουμάσα, τα Μάλια και τον Πετσοφά. Αυτά δείχνουν ότι κατά την Πρωτομινωική εποχή τα υφάσματα διακοσμούνταν με απλά ευθύγραμμα σχέδια σε διαφορετικούς χρωματισμούς. Στην ίδια εποχή χρονολογείται και το πρώτο αρχαιολογικό υφαντικό εύρημα της Μινωικής Κρήτης, ένα τμήμα υφάσματος που βρέθηκε σε τάφο της Ζαφέρ Παπούρα.

Για την υφαντική διακόσμηση της Μεσομινωικής εποχής (2000 - 1600π.Χ.) διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες, που προέρχονται από σημαντικά και εύγλωττα ευρήματα, όπως το ειδώλιο της θεάς των όφεων, η τοιχογραφία με τις κυανές κυρίες από την Κνωσό και η ανάγλυφη τοιχογραφία από την Ψείρα. Η διακόσμηση των υφαντών αυτής της περιόδου παρουσιάζει πολύπλοκα ευθύγραμμα σχέδια, όπως σταυρούς, διάσπαρτες στιγμές, τετράγωνες επιφάνειες σκακιέρας, ενώ εμφανίζονται για πρώτη φορά και καμπυλόγραμμα, δυσκολότερα στην ύφανσή τους σχέδια, όπως οι σπείρες.

Στη διακόσμηση των υφασμάτων της Yστερομινωικής εποχής (1600 - 1050 π.Χ.) επικρατούσαν πολύπλοκα στην ύφανσή τους σχέδια, όπως τα φολιδωτά, οι σταυροί, οι ρόμβοι και ένα χαρακτηριστικό οφιοειδές σχέδιο. Συχνά, ολόκληρη η επιφάνεια τόσο των γυναικείων όσο και των ανδρικών ενδυμάτων καλυπτόταν από γεωμετρικά μοτίβα, μεμονωμένα παραστατικά θέματα, όπως άνθη και πουλιά ή ακόμη και ολόκληρες εικονιστικές παραστάσεις.



Πνευματικά Επιτεύγματα

 

 Οι εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών, που τους έφερναν συχνά σε επαφή με τους περισσότερο προηγμένους λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόοδο σε τομείς της επικοινωνίας και των επιστημών. Έτσι ο Μινωικός πολιτισμός είναι ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης, στον οποίο εμφανίστηκαν η γραφή και οι εφαρμογές των θετικών επιστημών.

Το μέγεθος της προόδου στην επικοινωνία και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων της Μινωικής Κρήτης δείχνουν κυρίως οι προ-αλφαβητικές μορφές γραφής και τα μετρικά συστήματα. Η Κρητική προέλευση των πνευματικών επιτευγμάτων ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα, καθώς οι μεταγενέστερες Ελληνικές παραδόσεις παρουσίαζαν το Μίνωα ως εμπνευστή πολλών επιστημών. Τα συστήματα διαχείρισης και επικοινωνίας που άντλησαν οι Κρήτες από τους ξένους πολιτισμούς, τα προσάρμοσαν, πριν να τα χρησιμοποιήσουν, στις δικές τους ανάγκες.

 

Τα Μινωικά γραφικά συστήματα είχαν ανατολική προέλευση, αλλά στη συγκεκριμένη τους μορφή θεωρούνται Κρητικές επινοήσεις. Από τη χρήση ενός ακόμη και σήμερα ακατανόητου συστήματος γραφής που διασώζεται στο δίσκο της Φαιστού, οι Κρήτες έφθασαν στο σημείο να καταγράφουν τα προϊόντα τους και κατόπιν να δημιουργήσουν ολόκληρα γραπτά αρχεία διαχείρισης των ανακτορικών πόρων.

Δεδομένου ότι τα σωζόμενα κείμενα έχουν αποκλειστικά αρχειονομικό χαρακτήρα, δε γνωρίζουμε αν στη Μινωική Κρήτη υπήρχε γραπτή φιλολογία, αν δηλαδή γράφονταν τα θρησκευτικά κείμενα, οι ύμνοι και οι εξορκισμοί που υποθέτουμε πως απαγγέλλονταν στις θρησκευτικές τελετουργίες ή αν ακόμα υπήρχε γραπτή λαϊκή ποίηση που θα αναφερόταν στις παραδόσεις και τους ήρωες της κρητικής μυθολογίας. Χάρις στα κείμενα των γραπτών πινακίδων, που είναι δείγματα αρχειοθέτησης και λογιστικής, είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες ήταν γνώστες των μαθηματικών.

Τα στοιχεία των αριθμών αλλά και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Μινωικής Κρήτης προϋποθέτουν την κατάκτηση και την εφαρμογή των μαθηματικών αρχών, που οι Μινωίτες είχαν διδαχθεί από τις προηγμένες χώρες της Ανατολής και από την Αίγυπτο. Η Μινωική αριθμητική είναι δύσκολο να αποκατασταθεί πλήρως, παρά το γεγονός αυτό όμως γνωρίζουμε ότι το αριθμητικό σύστημα ήταν ακριβώς ίδιο με το Αιγυπτιακό και στηριζόταν στο δεκαδικό σύστημα, με τη διαφορά ότι οι Μινωικοί αριθμοί έφθαναν τις χιλιάδες ενώ οι Αιγυπτιακοί το εκατομμύριο.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της Μινωικής αριθμητικής ήταν το σύστημα των εκατοστιαίων ποσοστών. Χωρίς να υπάρχουν απόλυτα σαφείς ενδείξεις, θεωρείται βέβαιο ότι οι Μινωίτες κατείχαν και αστρονομικές γνώσεις, οι οποίες τους ήταν χρήσιμες στη γεωργία και τη ναυσιπλοΐα. Οι Μινωίτες κατείχαν και τις αρχές της γεωμετρίας, όπως φαίνεται από το σύστημα μέτρησης αποστάσεων που χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό των ανακτόρων.

Είχαν επίσης γνώσεις μηχανικής, υδραυλικής, εμπειρία στα εγγειοβελτιωτικά έργα και μια αρκετά προηγμένη τεχνολογία στα αποχετευτικά έργα, όπως δείχνει το περίπλοκο δίκτυο αποχέτευσης της Κνωσού. Τα μετρικά συστήματα της μινωικής Κρήτης που γνωρίζουμε καλύτερα ήταν τα συστήματα μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας. Το σύστημα μέτρησης του βάρους δείχνουν τα σφραγισμένα πήλινα και μολύβδινα βάρη που βρίσκονται συχνά σε Μινωικές θέσεις.

Το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας εμφανίζεται διαφορετικό στη Γραμμική Α και τη Γραμμική Β γραφή. Το σύστημα της Γραμμικής Β παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό της Μεσοποταμίας, που σημαίνει ότι το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας στη μυκηναϊκή Κρήτη εκπροσωπούσε μια διαφορετική παράδοση από αυτή που διακρίνεται στις πρωιμότερες Μινωικές γραφές.

 


Γραφή

 

 Η πρώτη μορφή γραφής που απαντά στη Μινωική Κρήτη, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, αντιπροσωπεύεται από ένα αινιγματικό εύρημα που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το δίσκο της Φαιστού. Η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δίσκο λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου της δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, αλλά το περιεχόμενό της φαίνεται ότι συνδέεται με το Μινωικό κόσμο.

Κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη τρία διαφορετικά συστήματα γραφής που διέκρινε πρώτος ο Arthur Evans: η ιερογλυφική, η Γραμμική Α και η Γραμμική Β γραφή. Τα κείμενα του πρώτου συστήματος, του ιερογλυφικού, συναντώνται σε μία μικρή ομάδα σφραγιδολίθων και σφραγισμάτων και είχαν μάλλον θρησκευτικό περιεχόμενο. Τα κείμενα της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β που είναι συλλαβικές γραφές έχουν αντίθετα οικονομικό χαρακτήρα.

H γραφή σε αυτή την περίπτωση εξυπηρετούσε ένα είδος λογιστικού συστήματος, απαραίτητου για τον έλεγχο της διακίνησης ανθρώπων και προϊόντων στα Μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ίδια αναγκαιότητα είχε αναπτυχθεί και στη Μεσοποταμία, όπου είχε διαμορφωθεί ένα παρόμοιο σύστημα γραπτής αρχειοθέτησης ήδη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Οι διαφορές των δύο γραμμικών γραφών εντοπίζονται στη διάταξη του κειμένου, στον αριθμό των πικτογραμμάτων και τα διαφορετικά σύμβολα για τα βάρη και τα σταθμά. Από αυτές τις γραφές μόνο η Γραμμική Β είναι αναγνώσιμη.

 

                        Η Γραμμική Α διαμορφώθηκε κατά το τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή κατά το 18 αιώνα π.X. και η χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την τελική καταστροφή των μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1425 π.Χ. Η γραφή αυτή συναντάται κυρίως χαραγμένη σε πινακίδες και δελτάρια από πηλό αλλά και σε διάφορα χρηστικά αντικείμενα. Η πρώτη αυτή γραμμική γραφή δεν είναι ακόμη αναγνώσιμη, τα κοινά ιδεογράμματα όμως με τη Γραμμική Β είναι τόσα πολλά, ώστε να μπορούν συχνά να διατυπωθούν βάσιμες υποθέσεις για το περιεχόμενο των κειμένων.

Η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α και ήταν η επίσημη γραφή των ανακτόρων της Κνωσού κατά τη Μυκηναϊκή δυναστεία. Τα κείμενά της σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στα Μυκηναϊκά ανακτορικά αρχεία -και μάλιστα στην αρχική τους θέση- επειδή η μάζα τους στερεοποιήθηκε κατά την καταστροφή των ανακτόρων από φωτιά. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952 απέδειξε ότι η γλώσσα της Μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν η Ελληνική, μεταθέτοντας έτσι το όριο της Ελληνικής ιστορίας κατά επτά αιώνες πριν από τις πρώτες Ελληνικές επιγραφές.

Λίγες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη χρήση της γραφής εκτός του πλαισίου της διοικητικής διαχείρισης. Τα μόνα και γι' αυτό εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για την ευρύτερη χρήση της γραφής στην εποχή του Χαλκού προσφέρουν οι τρεις ξύλινες πινακίδες από το ναυάγιο του Ulu Burun, οι οποίες ερμηνεύονται ως γραφικές πινακίδες και συνοδεύονται από ελεφάντινες γραφίδες. Οι επιφάνειες των αντικειμένων αυτών αλείφονταν με κερί και κατόπιν χαράζονταν επάνω τους κείμενα, όπως ακριβώς συνηθιζόταν στους μεταγενέστερους αιώνες της ιστορικής αρχαιότητας.

 


- Ο Δίσκος της Φαιστού

 

 Ο δίσκος της Φαιστού είναι το αρχαιότερο γραπτό μνημείο της Μινωικής Κρήτης. Πρόκειται για ένα δίσκο από ψημένο πηλό που φέρει και στις δύο πλευρές του μια μέχρι σήμερα μη κατανοητή επιγραφή. Το μοναδικό αυτό εύρημα βρέθηκε το 1908 μέσα σε ένα κτιστό διάχωρο της βόρειας πτέρυγας του ανακτόρου της Φαιστού. Στο ίδιο στρώμα με το δίσκο βρέθηκαν ευρήματα προερχόμενα από διάφορες εποχές, που δυσκολεύουν την ακριβή χρονολόγηση του σημαντικού αυτού ευρήματος.

Παρ' όλες όμως τις στρωματογραφικές ασάφειες, θεωρείται σήμερα βέβαιο ότι ο δίσκος της Φαιστού χρονολογείται στο τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή λίγο πριν το 1600 π.X. Το κείμενο του δίσκου αποτελείται από μία σειρά συμβόλων που εντάσσονται σε συνεχόμενα τμήματα μιας ελικοειδούς ζώνης και διαβαζόταν με φορά από την περιφέρεια προς το κέντρο. Τα σύμβολα έχουν αποτυπωθεί στην επιφάνεια του πηλού, όσο αυτός ήταν ακόμη νωπός. Η διάταξη του κειμένου είχε προσχεδιαστεί έτσι ώστε να χωρέσουν όλα τα σύμβολα στον περιορισμένο χώρο της επιφάνειάς του.

Στη δεύτερη πλευρά του δίσκου συνεχιζόταν το κείμενο της πρώτης. Ανάμεσα στα έντυπα σύμβολα διακρίνονται απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών και αντικειμένων αλλά και απλά γραμμικά σύμβολα. Η επιγραφή αποτελείται από 242 σημεία που εντάσσονται σε 61 ομάδες. Μερικά από αυτά επαναλαμβάνονται αρκετές φορές. Ο αριθμός των συμβόλων είναι 45 αλλά υπολογίζεται ότι η γραφή στην οποία γράφτηκε το κείμενο του δίσκου διέθετε τουλάχιστον 60 διαφορετικά σύμβολα. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες η επιγραφή του δίσκου αντιπροσωπεύει ένα απλό συλλαβικό σύστημα.

Το σύστημα γραφής του δίσκου της Φαιστού δεν παρουσιάζει συγγένεια με τις μεταγενέστερες γραφές της Μινωικής Κρήτης. Η ομοιότητα μερικών ιδεογραμμάτων του δίσκου με ορισμένα στοιχεία της ιερογλυφικής και των γραμμικών γραφών φαίνεται ότι είναι τυχαία. Αντίθετα, η ομοιότητα ορισμένων συμβόλων με χαρακτηριστικά εικονιστικά σύμβολα της παλαιοανακτορικής τέχνης, όπως ο ναυτίλος, το πλοίο, ο ρόδακας και οι κεφαλές αίλουρων, υποδεικνύει μία πολιτιστική συνάφεια της γλώσσας του δίσκου με το Μινωικό πολιτισμό.



- Η Ερμηνεία του Δίσκου της Φαιστού

 

Από την ανακάλυψη του δίσκου της Φαιστού έως σήμερα έχουν γίνει αναρίθμητες προσπάθειες ερμηνείας και αποκωδικοποίησης του κειμένου του. Όλες όμως οι προσπάθειες αποκρυπτογράφησης αποδείχθηκαν άκαρπες και σήμερα μόνο μερικές διαπιστώσεις μας κατευθύνουν στο δρόμο προς την ερμηνεία της γραφής του. Μερικές θεωρίες ερμήνευσαν το δίσκο όχι ως επιγραφή αλλά ως ένα ασυνήθιστο εργαλείο ή σκεύος, ενώ πολλές ήταν οι λύσεις που έχουν προταθεί από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας.

Ανάμεσα στις διάφορες ερμηνείες που διατυπώθηκαν υποστηρίχθηκε ότι ο δίσκος δεν είναι κρητικό προϊόν, αλλά προέρχεται από έναν άλλο πολιτισμό σύγχρονο με το Μινωικό. Τα κύρια επιχειρήματα αυτής της θεωρίας ήταν η μοναδικότητά του και το γεγονός ότι μερικά από τα σύμβολά του προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς της δεύτερης χιλιετίας. Κάποια άλλα όμως από τα σύμβολα του δίσκου συναντώνται και στην ιερογλυφική γραφή, την πρώτη γραφή της Μινωικής γλώσσας, ενώ εμφανέστερη είναι η σύνδεση με τη Μινωική εικονογραφία.

 Οι λιγοστές αλλά σαφείς αυτές διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο δίσκος προέρχεται από το χώρο της Μινωικής Κρήτης ή της σφαίρας άμεσης επιρροής της και ότι το κείμενο του δίσκου αντιπροσωπεύει μία πολύ πρώιμη Αιγαιακή γραφή, μερικά στοιχεία της οποίας αναγνωρίζονται στη μινωική εικονογραφία και στις μεταγενέστερες γραμμικές γραφές της Κρήτης.

 


- Ιερογλυφική Γραφή

 

 H ιερογλυφική ή εικονογραφική γραφή χρησιμοποιήθηκε στην Κρήτη κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 - 1550 π.Χ.). Tα στοιχεία της ήταν ιδεογράμματα, δηλαδή εικονίδια που συμβόλιζαν το νόημα των λέξεων με έναν άμεσο και αφαιρετικό τρόπο. Τα δείγματά της περιορίζονται σε ένα μικρό αριθμό σύντομων κειμένων. Από το σύνολο των συμβόλων της μόνο οι αριθμοί είναι μέχρι τώρα αναγνώσιμοι και δείχνουν ότι το δεκαδικό σύστημα ήταν ήδη σε χρήση.

Η ιερογλυφική γραφή δεν έχει ακόμη αναγνωσθεί, αλλά φαίνεται ότι ορισμένα από τα σύμβολά της είναι φωνητικά, δηλαδή αποδίδουν τους φθόγγους της ομιλούμενης γλώσσας. Επιγραφές της ιερογλυφικής γραφής απαντούν σε σφραγιδόλιθους, πήλινες πινακίδες, δελτάρια και τετράπλευρες ράβδους. Οι σφραγίδες με ιερογλυφική γραφή είναι τυχαία ευρήματα, ενώ οι πήλινες επιγραφές βρίσκονται συγκεντρωμένες στον "αποθέτη των ιερογλυφικών", στη δυτική πτέρυγα του ανακτόρου.

Η έντονη σχηματοποίηση που παρουσιάζουν τα δείγματα αυτής της γραφής στις σφραγίδες οφείλεται μάλλον στη σκληρότητα του υλικού. Ένας χάλκινος ενεπίγραφος πέλεκυς από το σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου φέρει σύμβολα που συγκρίνονται μ' εκείνα της ιερογλυφικής. Επάνω σ' αυτό τον πέλεκυ διακρίνονται δεκαπέντε εγχάρακτα σύμβολα που ομοιάζουν με εκείνα της ιερογλυφικής αλλά και με τα σύμβολα του δίσκου της Φαιστού.

 


- Γραμμική Α

 

 Η Γραμμική γραφή Α είναι η πρώτη από τις Αιγαιακές γραμμικές γραφές και ονομάζεται και πρωτογραμμική. H γραφή αυτή ήταν για ένα διάστημα μάλλον σύγχρονη με την ιερογλυφική, δεν εμφανίζεται όμως σε σφραγίδες αλλά μόνο σε πήλινες πινακίδες. Τα στοιχεία της είναι ιδεογράμματα για το συμβολισμό των αντικειμένων και αριθμοί που ακολουθούν το δεκαδικό σύστημα. Τα κείμενά της διαβάζονταν από αριστερά προς τα δεξιά, ενώ δεν αποκλείεται και η περιστασιακή της χρήση προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ανάμεσα στις δύο γραφές υπάρχουν αρκετές ομοιότητες αλλά δε φαίνεται ότι η Γραμμική A προέρχεται από την ιερογλυφική, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. H πρώτη αυτή γραμμική γραφή επινοήθηκε στην Κρήτη κατά την περίοδο των νέων ανακτόρων (1600 - 1390 π.Χ.). Δείγματά της έχουν βρεθεί σε ανακτορικές επαύλεις αλλά και στα ανακτορικά αρχεία. H χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την καταστροφή των ανακτόρων κατά την Υστερομινωική IB περίοδο. Tα τελευταία δείγματα της Γραμμικής A προέρχονται από στρώματα της Υστερομινωικής I περιόδου (1550 - 1450 π.Χ.), ενώ δεν απαντώνται πλέον στα στρώματα της μυκηναϊκής κατάληψης της Κνωσού.

Φαίνεται επίσης ότι υπήρξε το πρότυπο μίας ιδιότυπης Κυπριακής γραφής, από την οποία προέρχεται μάλλον η Γραμμική B γραφή, η πρώτη γραφή της Ελληνικής γλώσσας. H γλωσσική δομή της γραμμικής A διαφέρει αρκετά από τη δομή της Ελληνικής, όπως αυτή παρουσιάζεται στη Γραμμική B. Τα δείγματά της σώζονται μόνο σε περιορισμένο αριθμό σε σύγκριση με αυτά της Γραμμικής Β και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στη βόρεια Κρήτη. Τα περισσότερα κείμενα Γραμμικής Α βρέθηκαν στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας, ενώ ένας μεγάλος αριθμός βρέθηκε πρόσφατα στα Χανιά.

Η διάδοσή της δείχνει ότι η χρήση της στην Κρήτη ήταν αρκετά διαδεδομένη ενώ δείγματά της εντοπίστηκαν και σε μακρινές περιοχές του Αιγαίου, όπως στη Μήλο, την Κέα, τη Σαμοθράκη και τη Μίλητο. Αν και τα κείμενα της Γραμμικής Α είναι πολύ λιγότερα από αυτά της Γραμμικής Β, ο αριθμός τους είναι αρκετός για να διαπιστωθεί ότι εκφράζουν την ίδια γλώσσα που ήταν αναμφίβολα η προελληνική γλώσσα της Μινωικής Κρήτης.

Κείμενα Γραμμικής A βρέθηκαν και επάνω σε διάφορα τελετουργικά αντικείμενα. Στην Κνωσό, τις Αρχάνες, τα Μάλια, τη Φαιστό και τη Zάκρο βρέθηκαν επιγραφές αυτής της γραφής χαραγμένες σε λίθινες τράπεζες προσφορών. Σε Γραμμική Α γράφονταν επίσης αφιερωματικές επιγραφές, όπως δείχνει μία ενεπίγραφη χάλκινη ομφαλωτή φιάλη από τον Κόφινα.

 

 

- Γραμμική Β

 

 Η Γραμμική γραφή Β, η επίσημη γραφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων, πρωτοεμφανίστηκε στην Κνωσό στο τέλος της Πρωτοανακτορικής περιόδου και συνδέεται με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Μυκηναίους, γύρω στο 1450 π.Χ. Τα δείγματα της Γραμμικής Β σώζονται σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από εκείνα της Γραμμικής Α και της ιερογλυφικής.

Η δομή αυτού του γραφικού συστήματος αποτελείται από 87 στοιχεία που χωρίζονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες: τα συλλαβογράμματα, τα ιδεογράμματα και τους αριθμούς. Τα συλλαβογράμματα χρησίμευαν ως φωνητικά σύμβολα, ενώ τα ιδεογράμματα συμβόλιζαν σχηματικά τις έννοιες. Οι αριθμοί και τα σύμβολα μέτρησης αποτελούσαν ξεχωριστά στοιχεία που συνόδευαν συνήθως τα ιδεογράμματα, υποδεικνύοντας τις ποσότητες των αγαθών.

Όλα τα κείμενα της Γραμμικής Β ήταν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες και φυλάσσονταν στα ανακτορικά αρχεία. Το περιεχόμενο των πινακίδων ήταν καθαρά διοικητικού χαρακτήρα και αναφερόταν στην καταγραφή των προϊόντων που συγκεντρώνονταν στις ανακτορικές αποθήκες και τη μετακίνηση ανθρώπων μέσα στην επικράτεια των ανακτόρων. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρήση της Γραμμικής Β σε κείμενα μη οικονομικού χαρακτήρα.

Ορισμένες αναφορές, ωστόσο, στην προέλευση των εμπορεύσιμων προϊόντων και στους κύκλους των τεχνιτών, αποκαλύπτουν τοπωνύμια, ονόματα ανθρώπων και θεών φωτίζοντας έτσι ενδιαφέρουσες πτυχές της κοινωνικής οργάνωσης και της θρησκείας της Ανακτορικής εποχής. Ένα γεγονός που προκαλεί έκπληξη είναι ότι τα διοικητικά στελέχη που κατέγραφαν με εξωνυχιστική σχολαστικότητα τα είδη και τις ποσότητες των προϊόντων που παράγονταν και διακινούνταν, δεν είχαν μεριμνήσει και για την καταγραφή των διεθνών συναλλαγών, που είναι βεβαιωμένες από τη συνεχή παρουσία εισηγμένων προϊόντων.

Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις διεθνείς συμφωνίες δεν καταγράφονταν επάνω σε πηλό αλλά σε πολυτιμότερα υλικά, όπως ο πάπυρος και η περγαμηνή που δεν έχουν διασωθεί. Στα δείγματα της Γραμμικής Β προστίθενται και ενεπίγραφοι αμφορείς που συνήθως αναφέρονται στο περιεχόμενο ή στην προέλευση των μεταφερομένων αγαθών. Τέτοια σκεύη κρητικής προέλευσης βρέθηκαν και σε περιοχές μακριά από την Κρήτη, όπως στο ανάκτορο της Θηβαϊκής Καδμείας, και είναι δείγματα των στενών εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στα σημαντικά κέντρα του Μυκηναϊκού κόσμου.

 

  

Συστήματα Μέτρησης Βάρους

 

 Οι αυξημένες απαιτήσεις του εμπορίου, το οποίο στηριζόταν στις ανταλλαγές προϊόντων, οδήγησαν σχετικά γρήγορα στην επινόηση ενός συστήματος μέτρησης βάρους, προκειμένου να πραγματοποιούνται οι συναλλαγές με ένα κοινό σύστημα αξιών. Η χρήση ενός κοινού συστήματος δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι τεχνίτες και οι έμποροι μιας προνομισματικής κοινωνίας αντιλαμβάνονταν την αξία των εμπορικών αγαθών.

Οι γνώσεις μας για τις αξίες βάρους που ίσχυαν στο Μινωικό εμπόριο προκύπτουν από τα πολυάριθμα μολύβδινα σταθμά που βρίσκονται συχνά στους Μινωικούς οικισμούς. Μερικά από αυτά είχαν επάνω τους χαραγμένα σύμβολα που δήλωναν την αξία τους. Όλα τα Μινωικά σταθμά φαίνεται ότι αντιστοιχούσαν σε ένα κοινό σύστημα και ξεκινούσαν από τα 60 έως τα 64 γραμμάρια, ενώ το βάρος μιας δεύτερης κατηγορίας σταθμών κυμαινόταν από τα 480 έως τα 510 γραμμάρια.

Θεωρείται ότι κατά την εποχή πριν από τις καταστροφές της Υστερομινωικής Ι περιόδου (1600 - 1550 π.Χ.) ήταν σε παράλληλη χρήση και ένα δευτερεύον σύστημα μέτρησης βάρους, το οποίο όμως στις επόμενες περιόδους καταργήθηκε. Τόσο η βασική μονάδα βάρους, όσο και οι υποδιαιρέσεις της, συμφωνούν απόλυτα με τα δεδομένα των πινακίδων Γραμμικής_Α και Β γραφής, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ειδικά ιδεογράμματα για την απόδοση του βάρους των προϊόντων.

Από τη διάδοση των διαφόρων συστημάτων μέτρησης βάρους στους πρώιμους πολιτισμούς προκύπτει ότι οι προϊστορικές κοινωνίες είχαν αναπτύξει μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Έτσι η χρήση του ίδιου συστήματος σε διάφορες περιοχές του Αιγαιακού κόσμου υποδεικνύει την ύπαρξη τακτικών συναλλαγών. Το Μινωικό σύστημα μέτρησης βάρους είχε μεγάλη διάδοση στον Αιγαιακό κόσμο αντικατοπτρίζοντας έτσι τις εντατικές εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών.

Μολύβδινα βάρη Μινωικού τύπου βρέθηκαν στην Αγία Ειρήνη της Κέας, ενώ ίσως ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα βαρών εκτός Κρήτης βρέθηκε στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας, όπου είναι φανερή η πλήρης υιοθέτηση του Μινωικού συστήματος μέτρησης βάρους. Το ίδιο σύστημα μεταδόθηκε κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1600 - 1050 π.Χ.) και στην ηπειρωτική Ελλάδα .

 

 



 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΙΝΩΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
 

H Καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού

 

Η καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού είναι αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους αρχαιολόγους από την εποχή που η αρχαιολογική σκαπάνη, πριν από 100 χρόνια περίπου, έφερε στο φως τα πρώτα ευρήματα από το μινωικό παλάτι της Κνωσού. Πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, ο Μινωικός Πολιτισμός, ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, γεννήθηκε και άκμασε στην Κρήτη. Οι Μινωίτες, ήταν άνθρωποι αινιγματικοί αλλά καλλιεργημένοι, πολεμιστές και έμποροι, καλλιτέχνες και έμπειροι ναυτικοί.

Ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν και χρησιμοποίησαν γραπτή γλώσσα στην Ευρώπη – η οποία αποκρυπτογραφήθηκε μόλις μερικά χρόνια πριν. Πάνω στην ακμή τους και ενώ ακόμα στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάποιο «αντίπαλον δέος», ο Μινωικός Πολιτισμός καταστράφηκε και εξαφανίστηκε για πάντα, αφήνοντας μόνο εντυπωσιακά δείγματα της ανωτερότητας του. Το ανεξήγητο τέλος του πολιτισμού οδήγησε πολλούς αρχαιολόγους, μεταξύ των οποίων ο καθηγητής Μαρινάτος και ο Άγγλος Έβανς, να συνδέσουν την καταστροφή με το ηφαίστειο της Σαντορίνης.

Πολλοί ερευνητές και αρχαιολόγοι προχώρησαν ακόμα περισσότερο και ταυτίζουν την Μινωική Κρήτη με τη χαμένη Ατλαντίδα, βασιζόμενοι εν μέρει στους διαλόγους του Πλάτωνα, οι περιγραφές του οποίου ταιριάζουν με τα στοιχεία που έχουμε για το Μινωικό Πολιτισμό. ''Πάσα η νήσος τότε πέλαγος έσχεν Ατλαντικόν λεχθέν ότι τ όνομα ην του πρώτου βασιλεύσαντα, Άτλας . Εν δε τη Ατλαντίδι νήσω ταύτη μεγάλη και σύνεση και θαυμαστή δύναμις βασιλέων κρατούσα μεν απάσης της νήσου πολλών δε άλλων νήσων και μερών της Ηπείρου''– Πλάτων.

Από τότε που ο Πλάτων περιέγραψε στους διαλόγους του, Κριτία και Τιμαίο, την ιστορία της Ατλαντίδος, αμέτρητοι μύθοι, ιστορίες αλλά και επιστημονικές έρευνες έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Πολλοί πιστεύουν ότι η Ατλαντίδα βρίσκεται στην Ελλάδα – ίσως στην Κρήτη ή τη Σαντορίνη. Ίσως στα στενά του Γιβραλτάρ. Ίσως πάλι η Ατλαντίδα να είναι ένας μύθος. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι μια ιστορία που ενέπνευσε και γοήτευσε χιλιάδες ανθρώπους – και θα συνεχίσει να προκαλεί παγκόσμιο ενδιαφέρον για πάντα.

 


Η Έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης και η Καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού

 

 Κάπου ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία, ξεπροβάλλουν δύο πραγματικά γεγονότα που συγκλόνισαν τον τότε γνωστό Ελλαδικό χώρο, περίπου 3.500 χρόνια πριν: η καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού και η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Οι αρχαιολόγοι και οι επιστήμονες συνέδεσαν τα γεγονότα, θεωρώντας ότι η καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού προκλήθηκε από τη βίαια έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.

Αρχικά πιστεύονταν ότι η έκρηξη του ηφαιστείου έγινε το 1450 π.Χ, τότε δηλαδή που καταστράφηκαν τα Μινωικά Ανάκτορα, αλλά σήμερα πιστεύεται ότι η έκρηξη έγινε νωρίτερα, κάπου μεταξύ του 1627 και 1600 π.Χ. Το κοσμογονικό γεγονός της έκρηξης του Ηφαιστείου προφανώς δεν θα μπορούσε να αφήσει αλώβητη την Κρήτη, που βρίσκεται τόσο κοντά στη Σαντορίνη. Η ηφαιστειακή τέφρα του ηφαιστείου της Σαντορίνης σκέπασε τη Μινωική πόλη στο Ακρωτήρι της Θήρας, κάλυψε τον ουρανό του Αιγαίου και έφτασε μέχρι την Κρήτη.

Ήταν όμως αρκετή για να καταστρέψει τον πανίσχυρο πολιτισμό; Για πολλά χρόνια οι απόψεις των αρχαιολόγων και επιστημόνων διίσταντο. Σχετικά πρόσφατα όμως έρευνες γεωλόγων και αρχαιολόγων στην Κρήτη, τόσο στην Κνωσό όσο και στο Παλαίκαστρο, αποκάλυψαν μια άλλη πολύ πιθανή εξήγηση. Ο αρχαιολόγος Stuart Dunn υποστηρίζει ότι η τέφρα από τη Σαντορίνη πιθανότατα σκίασε την Κρήτη για κάποιες μέρες αλλά σε καμία περίπτωση δεν κατέστρεψε τον Μινωικό πολιτισμό.

Ο αρχαιολόγος Sandy McGillivray που μελετά εδώ και πολλά χρόνια τον Κρητικό πολιτισμό και τα στοιχεία της καταστροφής, κάλεσε στην Κρήτη το γεωλόγο Hendrik Bruins από το Πανεπιστήμιο Ben Gurion του Ισραήλ, για να εξετάσει το έδαφος στο Παλαίκαστρο, στην ανατολική ακτή της Κρήτης, λίγο νοτιότερα από το περίφημο φοινικόδασος στο Βάι. Ο Hendrik Bruins πήρε δείγματα του εδάφους, τα οποία απέδειξαν την εναπόθεση θαλάσσιων οργανισμών και ειδών στο έδαφος της Κρήτης, σε σημεία που δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν από κάποιο γνωστό φαινόμενο.

Οι ερευνητές βρίσκουν ηφαιστειακή στάχτη, σπασμένα αγγεία σε μικρά κομμάτια ή κονιορτοποιημένα, αλλά και δείγματα τρηματοφόρων, οργανισμών που ζουν στον πυθμένα της θάλασσας σε τέτοιο βάθος που είναι απίθανο να βρεθούν πάνω στη στεριά. Τα ίδια γεωλογικά δείγματα αποκαλύπτουν και κοραλλιογενή άλγη. Πολλά χιλιόμετρα δυτικά από το Παλαίκαστρο, στο επίνειο της Κνωσού, την Αμνισό, οι ερευνητές εξετάζουν ευρήματα που περιέχουν επίσης δείγματα θαλάσσιων οργανισμών, θηραϊκή ελαφρόπετρα, κόκαλα ζώων και ηφαιστειακή άμμο.

Συνειδητοποιούν αμέσως ότι τεράστιες ποσότητες νερού εισέβαλλαν στο Κρητικό έδαφος και καλούν τον Κώστα Συνολάκη, κορυφαίο επιστήμονα που ασχολείται με τα τσουνάμι. Το μόνο που μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά τα ευρήματα, συνδέοντας τα γνωστά γεγονότα, ήταν το τσουνάμι. Το παλιρροϊκό κύμα που δημιουργήθηκε μετά την έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης έπληξε τις ακτές της Κρήτης, καταστρέφοντας σοδειές, τα καράβια και το εμπόριο, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά τον Μινωικό Πολιτισμό.

Συγκεκριμένα, με βάση ειδικό software ο Κ. Συνολάκης κατάφερε να αναπαραστήσει τον τρόπο που ταξίδεψε το τσουνάμι στο Αιγαίο ενώ με τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης τοποθετούν χρονικά τα ευρήματα των γεωλογικών ερευνών στο χρόνο έκρηξης του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Το συμπέρασμα του ήταν ότι δεν υπήρξε μονάχα ένα γιγάντιο παλιρροϊκό κύμα, αλλά πολλά διαδοχικά τσουνάμι, με ύψος πάνω από είκοσι μέτρα και μήκος κάπου στα τριάντα μίλια, που χτυπούσαν τις ακτές τις Κρήτης με συχνότητα 1 κάθε 30 λεπτά.

Οι Μινωίτες δεν είχαν κανένα τρόπο να πληροφορηθούν τον ερχομό των παλιρροϊκών κυμάτων που τους έπιασαν απροετοίμαστους. Φανταστείτε τον τρόμο των Μινωιτών που είχαν μόλις επιστρέψει στα παράλια για να περιθάλψουν τους τραυματίες τους μετά το πρώτο τσουνάμι, όταν είδαν να έρχεται άλλο ένα υδάτινο τείχος καταπάνω τους. Αυτό ήταν κάτι που επαναλήφθηκε αρκετές φορές, ώσπου στο τέλος η καταστροφή στις βόρειες και ανατολικές ακτές της Κρήτης ήταν ολοκληρωτική.

Ωστόσο η Κρήτη είναι μεγάλο νησί . Τόσο τα ανάκτορα όσο και πόλεις ή χωριά στην καρδιά του νησιού έμειναν σχεδόν ανέπαφα. Τα νότια και δυτικά παράλια του νησιού φαίνεται ότι δεν επηρεάστηκαν καθόλου.

 


Η Εισβολή των Μυκηναίων - Ολοκληρωτική καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού

 

 Οι αρχαιολόγοι έχουν αρκετές ισχυρές ενδείξεις για να πιστεύουν πια ότι ο περίφημος πολιτισμός των Μινωιτών, υπέστη φοβερό πλήγμα από την έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης, η οποία κατέστρεψε το στόλο των Κρητών. Οι Μινωίτες βάσιζαν την ευμάρεια και ασφάλειά τους στα καράβια τους. Από τη στιγμή που επλήγη το βασικό μέσο διαβίωσης και άμυνας τους, έγιναν έρμαια της λεηλατικής μανίας των Πελοποννήσιων Μυκηναίων που έφτασαν στο νησί. Οι Μινωίτες δεν εξαφανίστηκαν εν μια νυκτί, αλλά έγιναν εύκολη λεία σε επιδρομές και λεηλασίες.

Στο Παλαίκαστρο βρέθηκαν λεηλατημένα μνημεία και κατεστραμμένα αγάλματα, ενώ και στη Δυτική Κρήτη, κοντά στα Χανιά, βρέθηκαν τάφοι που χρονολογούνται στην ίδια περίοδο και που περιείχαν σκελετούς με οπλισμό που δεν ανήκε στο Μινωικό Πολιτισμό. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί η καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού, και τα ανάκτορα καταστράφηκαν 150 χρόνια μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.

Ακόμα και αν δεν ανακαλύψουμε αν ο Πλάτων μιλούσε αλληγορικά ή όχι, και αν η Ατλαντίδα υπήρξε όντως στη Κρήτη ή τη Σαντορίνη, οι έρευνες και οι διασταυρώσεις στοιχείων μας δίνουν πια ικανοποιητικές απαντήσεις στην ερώτηση πώς καταστράφηκε τόσο απότομα ο Μινωικός Πολιτισμός, ένας από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.

 


Οι Απόψεις των Αρχαιολόγων Ερευνητών περί της Καταστροφής

 

 Ένα κοσμογονικό γεγονός όπως η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης πριν από 3.500 χρόνια είναι φυσικό να απασχολεί τον επιστημονικό κόσμο ως τις ημέρες μας, ενώ ακόμη οι αρχαιολόγοι δεν έχουν κατορθώσει να συμφωνήσουν σε μία απόλυτη χρονολόγηση της έκρηξης. Η έκρηξη και η ηφαιστειακή τέφρα που σκέπασε την προϊστορική πόλη στο Ακρωτήρι της Θήρας είχε επιπτώσεις και στις ακτές της βόρειας Κρήτης και κατά συνέπεια και στον μινωικό πολιτισμό; Οι απόψεις των Ελλήνων αρχαιολόγων αν δεν διίστανται, πάντως δεν συμπίπτουν απόλυτα.


- 1η Άποψη

 

 Ο καθηγητής Χρίστος Ντούμας εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις για τη σύμπτωση των χρονολογήσεων επειδή, όπως είπε, «οι καταστροφές που βρίσκουμε στην Κρήτη απέχουν μερικές δεκαετίες από την έκρηξη του ηφαιστείου, για την οποία υπάρχουν δύο απόψεις. Η μία τοποθετεί την έκρηξη μεταξύ 1648 και 1626 π.Χ. και η άλλη στα 1550, ενώ η καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού έρχεται αργότερα. Με άλλα λόγια η έκρηξη τοποθετείται στην Υστερομινωική 1Α περίοδο, ενώ οι καταστροφές στην Κρήτη χρονολογούνται στην Υστερομινωική 1Β και όποια νέα χρονολόγηση και αν δώσουμε υπάρχει η απόσταση μιας πολιτιστικής φάσης, δηλαδή το λιγότερο 30 - 40 χρόνων.

Όσον αφορά τώρα τις επιπτώσεις που είχε η έκρηξη του ηφαιστείου και το τσουνάμι στην αγροτική οικονομία της Κρήτης, η οποία έγινε εύκολη λεία σε εξωτερικές επιδρομές και εσωτερικές επαναστάσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχουμε ενδείξεις ούτε για εξωτερικές επιδρομές ούτε για αναρχία στο εσωτερικό. Η μόνη ένδειξη που έχουμε για τυχόν απέξω επέμβαση είναι η κατάληψη του ανακτόρου της Κνωσού από τους Μυκηναίους, που όμως έγινε πολύ αργότερα.

Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει γίνει αποδεκτό από όλον τον αρχαιολογικό κόσμο ότι η κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού δεν έχει καμία σχέση με την έκρηξη του ηφαιστείου. Άλλωστε, αν υπήρξε ένα τόσο καταστρεπτικό τσουνάμι θα έπρεπε να είχε καταστραφεί και το Παλαίκαστρο, που είναι παραλιακή πόλη στην ανατολική Κρήτη και τώρα με τις ανασκαφές που γίνονται διαπιστώνεται ότι διατηρήθηκε. Οπωσδήποτε όμως η μέθοδος και τα πειράματα του καθηγητή Μόναχαν μας ενδιαφέρουν πολύ και περιμένουμε τα αποτελέσματα όταν αυτά ανακοινωθούν».


- 2η Άποψη

 

 H άλλη άποψη διατύπωσε ο καθηγητής Σπύρος Ιακωβίδης, ο οποίος αναφέρθηκε σε άρθρο του πρώτου ανασκαφέα του Ακρωτηρίου της Θήρας καθηγητή Μαρινάτου, όπου υποστηρίζει ότι η Κρήτη καταστράφηκε αμέσως μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και ένα μέρος της καταστροφής οφείλεται στο παλιρροϊκό κύμα που έπληξε την Κρήτη. «Με ενδιαφέρει πολύ να μάθω πού θα καταλήξουν τα πειράματα του καθηγητή Μόναχαν», είπε.

«Γιατί, όπως αναφέρεται στο άρθρο, το τσουνάμι ανάλογα με το σημείο εκκινήσεώς του ακολουθεί μία κατεύθυνση, δεν απλώνεται, και η μεγαλύτερη καταστροφή που κάνει είναι όταν τραβιέται πίσω στη θάλασσα. Και ο Μαρινάτος διατύπωσε τη θεωρία του για ένα παλιρροϊκό κύμα επί τη βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων στην Αμνυσό, το επίνειο της Κνωσού, όπου παρατήρησε ότι υπήρχαν κτίρια τα οποία είχαν καταρρεύσει και οι τοίχοι τους είχαν παρασυρθεί προς την παραλία. Στην Κρήτη έχουν γίνει και άλλες μετρήσεις με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν και κατάλοιπα τέφρας.

Και εκείνο το οποίο είναι βέβαιο από τα πειράματα αυτά και άλλες παρατηρήσεις στο σύμπλεγμα Θήρας - Κρήτης ως και την Κύπρο είναι ότι η έκρηξη ήταν τρομερή, η τέφρα πρέπει να περιφερόταν επί καιρό στην ατμόσφαιρα και να είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός, ενώ ο βρόντος ακούστηκε σχεδόν ως την Υεμένη. Επομένως δεν είναι δυνατόν η Κρήτη να μη σκεπάστηκε από τέφρα και να μην κατακλύστηκε η βόρεια ακτή της από το παλιρροϊκό κύμα, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι σοδειές και η κτηνοτροφία και γενικότερα να εξασθενήσει ο πληθυσμός.

Μετά ήρθαν οι Μυκηναίοι που εγκαταστάθηκαν στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Χανιά και κυριάρχησαν χωρίς να εξοντώσουν τον πληθυσμό. Πάντως ενδείξεις από καταστροφές που προκλήθηκαν από επιδρομές δεν έχουν βρεθεί στην Κρήτη, όπου φαίνεται πως οι όποιες καταστροφές έχουν προκληθεί από σεισμούς, όχι από επιδρομές».



Ο ΜΙΝΩΑΣ ΣΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ


Ο Πολιτισμός πριν από τον Μίνωα

 

 Στην Ελλάδα και σε όλο τον αρχαίο κόσμο πριν από το Μίνωα δεν υπήρχαν συντάγματα, βουλή και βουλευτές, καθώς και κράτος πρόνοιας κ.τ.λ. και έτσι ο κάθε φύλαρχος ή τύραννος ή βασιλιάς έκανε ό,τι ήθελε ή όριζε τους νόμους που ήθελε ή ανάλογα με τις προσωπικές του επιθυμίες και νοημοσύνη. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν και που:

Α) Οι Σπαρτιάτες έλεγαν ότι οι νόμοι των άλλων πόλεων - κρατών του Μίνωα ήσαν γελοίοι, για να τους αντιγράψουν.

Β) Οι Εβραίοι έλεγαν ότι αν δεν αλλάξει ο κόσμος, θα τον καταστρέψει ο θεός,

Γ) Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αναφέρουν κανένα άλλο σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό πλην μόνο το Μινωικό ή που έλεγαν «Πας μη Έλλην βάρβαρος»

Οι βάρβαροι (Φοίνικες, Πέρσες κ.τ.λ.) σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες δεν είχαν ούτε οργανωμένες πολιτείες ούτε παιδεία. Ζούσαν με πρωτόγονο ακόμη τρόπο, δηλαδή κατά φυλές και με ανήμερα ακόμη ήθη και έθιμα.

 Είχαν απλώς ένα βασιλιά ή ηγέτη που έκανε ό,τι ήθελε ή έβαζε νόμους, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ανάλογα με τη νοημοσύνη και τις επιθυμίες τους, επιζητούσε να τον λατρεύουν ως θεό, πολλές φορές να κάνουν και για χάρη του ή για χάρη υποτίθεται του θεού του ανθρωποθυσίες κ.α. Και όλα αυτά δεν τα λένε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, αλλά ακόμη και η Αγία Γραφή, όπως θα δούμε σε άλλο μέρος για τον Ελληνικό πολιτισμό και την προσφορά του.

 

Η Θεοποίηση του Μίνωα και του Ραδάμανθου

 

 Ανατρέχοντας στον Όμηρο βλέπουμε να αναφέρει ότι ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς ήταν γιοι του Δία και κριτές στον Άδη. Ωστόσο η πραγματική αλήθεια είναι ότι επειδή ο Μίνωας με το αδελφό του Ραδάμανθυ θέσπισαν νόμους (το σύνταγμα διακυβέρνησης και τους νόμους εμπορίου και συναλλαγών) που αφενός ωφέλησαν όλους τους Έλληνες, επειδή αντέγραψαν την πολιτεία τους, και αφετέρου ήσαν ανάλογοι με το περί θείων (δικαίου, θρησκείας και ηθών και εθίμων) αίσθημα.

Γι' αυτό και υμνούνται λέει από όλους τους Έλληνες ή γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες μετά το θάνατό τους τους ανακήρυξαν ισόθεους και κριτές στον Άδη ή γι αυτό ειπώθηκε ότι ήσαν γιοι του Δία ή ότι έπαιρναν τους νόμους κατευθείαν από το Θεό Δία στο όρος Δίκτη ή ότι οι νόμοι τους ήταν θεϊκοί κ.α.

Επομένως και σύμφωνα με τους Πέρσες – Ηρόδοτο:

1) Ο Μίνωας δεν ήταν στην πραγματικότητα γιος του θεού Δία, όπως λένε οι Έλληνες, αλλά γιος ενός Έλληνα, μάλλον Κρητικού, βασιλιά, εκείνου που πήγε μαζί με άλλους και έκλεψε από την Τύρο της Ασίας την κόρη του βασιλιά Ευρώπη και ο οποίος όταν πέθανε, τα παιδιά του, ο Μίνωας και ο Σαρπηδόνας, συνεπλάκησαν για το ποιος θα πάρει τη βασιλεία. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τους Διόδωρο, Απολλόδωρο κ.α., ο Μίνωας αφενός αντικατέστησε στο θρόνο της Κρήτης το βασιλιά Αστέριο και αφετέρου αυτός και τα αδέλφια του ήταν υιοθετημένοι γιοι του βασιλιά Αστέριου, επειδή δεν είχε γιο παρά μόνο μια κόρη και ήθελε διάδοχο του θρόνου.

Επομένως ο Μίνωας ήταν εξώγαμος γιος του βασιλιάς της Κρήτης Αστέριου και είτε για ευνόητους λόγους (να τους σέβονται, να μην αντιδρούν οι υπήκοοι στις αποφάσεις τους κ,τ,λ.) είτε γιατί πρόσφεραν πολύ σημαντικό έργο στους Κρήτες, κάτι που είναι και η αλήθεια, ειπώθηκε ότι ο μεν Αστέριος ήταν ο Θεός Δίας και ο Μίνωας ο γιος του. Σωστότερα, η περίπτωση Δία και Μίνωα ήταν ένα γεγονός σαν κι αυτό με τον Ιωσήφ και το Χριστό στη Χριστιανική Θρησκεία, όπου ο μεν Χριστός φέρεται γιος του Θεού και ο Ιωσήφ σύζυγος της μάνας του Χριστού, της Παναγίας.

2) Ο Μίνωας ήταν αφενός Έλληνας εκ πατρός και αφετέρου ο πρώτος Έλληνας Θαλασσοκράτορας.

3) Η έχθρα μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων ξεκίνησε από τις αρπαγές γυναικών εκατέρωθεν (την Ελληνίδα Ιώ από τους Φοίνικες, την Φοινικιά Ευρώπη - μάνα του Μίνωα -  από τους Έλληνες Κρήτες, τη Μήδεια των Κόλχων από τους Έλληνες και την Ελληνίδα Σπαρτιάτισσα Ελένη από τους Τρώες), μόνο που οι Έλληνες έδωσαν πολύ σημασία σ’ αυτές τις αρπαγές και κυρίως της Ελένης και κατέστρεψαν την Τροία, ενώ δεν έπρεπε, γιατί οι γυναίκες αυτές το ήθελαν.

4) Τα έθνη που κατοικούν στην Ασία (Τρώες, Κάρες, Φοίνικες, Πέρσες κ.α.), οι Πέρσες τα θεωρούν δικά τους, ενώ την Ευρώπη και τους Έλληνες κάτι ξεχωριστό και στην άλωση του Ιλίου βρίσκουν τα αίτια έχθρας τους προς τους Έλληνες και γι αυτό τώρα, εννοεί ο Ηρόδοτος, στρέφονται εναντίον της Ελλάδας (εννοεί τους Περσικούς Πολέμους με Ξέρξη κ.τ.λ.).

5) Στην Κρήτη πριν από το Μίνωα ζούσαν και Έλληνες και βάρβαροι και οι Κρήτες των Ελλήνων απήγαγαν την μάνα του Μίνωα, την Ευρώπη, από την Ασία και την πήγαν στην Κρήτη.

6) Η Κρήτη αρχικά ήταν βάρβαρη, όπως και όλη η Ελλάδα, όμως όταν συνεπλάκησαν τα παιδιά της Ευρώπης, ο Μίνωας και ο Σαρπηδόνας, για το ποιος θα γίνει βασιλιάς της Κρήτης νικήθηκε ο Σαρπηδόνας ο οποίος μετά από αυτό πήρε τους στασιαστές του και τη μάνα του την Ευρώπη και κατέφυγαν στην Ασία, στο μέρος που ονομάζεται γη της Μιλυάδας και έτσι έκτοτε η Κρήτη έγινε πλήρως Ελληνική.

Ο Αρριανός λέει ότι ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς, ο Αιακός και ο Μ. Αλέξανδρος ήταν βασιλιάδες που ισχυρίζονταν ότι είναι γιοι θεών για πονηρούς λόγους, για να γίνουν σεβαστοί από τους υπηκόους τους. Ο Στράβωνας λέει από τη μια ότι ο Μίνωας ήταν σπουδαίος Θαλασσοκράτορας και νομοθέτης και από την άλλη ότι ότι προσποιούνταν ότι έπαιρνε τους νόμους κατευθείαν από το Δία», εννοείται, για να θεωρούνται οι εντολές (οι νόμοι) του ως θείες επιταγές.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης κάνοντας λέει έρευνα για τους νομοθέτες (Μίνωα, Μωυσή κ.α.) και τους γιους των θεών, λέει ότι οι Αιγύπτιοι ισχυρίζονται ότι ο Μίνωας είναι ένας Έλληνας νομοθέτης που προσποιούνταν ότι έπαιρνε τους νόμους του από το Θεό, κάτι ως έκανε και ο δικός τους ο Μνεύης κ.α.

 

 

Η Κατάκτηση των Αθηναίων από τον Μίνωα

 

 Ο Πλάτωνας, ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος κ.α, λένε από τη μια ότι οι Κρήτες έχουν τους πιο παλιούς νόμους από τους Έλληνες που τους έφτιαξαν οι άξιοι βασιλιάδες τους Μίνωας και Ραδάμανθυς και από την άλλη ότι επί Μίνωα οι σχέσεις μεταξύ Αθηναίων και Κρητών δεν ήσαν καλές, επειδή ο Μίνωας ανάγκασε κάποτε τους κατοίκους της Αττικής να πληρώνουν βαρύ φόρο, επειδή είχε ισχυρό ναυτικό.

Λένε επίσης ότι ο Μίνωας επιτέθηκε στην Αθήνα, για να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του Ανδρόγεω που δολοφονήθηκε από τους Αθηναίους στα Παναθήναια και μετά τη νίκη του κατ’ άλλους επέβαλε απλώς φόρο και κατ’ άλλους απαίτησε από τους Αθηναίους να του στέλνουν κάθε χρόνο ως φόρο ή ετήσιο δασμό κάποιους νέους (12 τον αριθμό, 6 αγόρια και 6 κορίτσια) για καταναγκαστικά έργα στην Κρήτη.

Ο δασμός αυτός δεν άρεσε στους Αθηναίους και γι αυτό οι Αθηναίοι συγγραφείς συκοφαντούσαν το Μίνωα στα Αττικά θέατρα, αποκαλώντας τον αγριάνθρωπο ή σκληρό, άδικο, φορομπήχτη κ.α. ή γι αυτό και του έπλασαν το μύθο του Μινώταυρου. Δηλαδή ότι η γυναίκα του γέννησε τέρας. Κάτι που ο Πλάτωνας θεωρεί αυτού του είδους πράγματα προσβολή, ασέβεια σε ένα άνθρωπο, στο Μίνωα, που Όμηρος και ο Ησίοδος εγκωμιάζουν όσο κανένα άλλον για το έργο του.

Επομένως και σύμφωνα με τον Πλάτωνα:

Α) Ο Μίνωας και οι Μινωίτες ήσαν Έλληνες, αφού ο Σωκράτης λέει ότι αυτοί που έχουν τους πιο παλιούς νόμους από όλους τους Έλληνες είναι οι Κρήτες και οι πιο άξιοι βασιλείς τους ήταν ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς που θέσπισαν και τους νόμους των Κρητών των Ελλήνων.

Β) Ο Μίνωας – Κρήτες πρώτοι βρήκαν την αλήθεια για τη σωστή διοίκηση της πόλης – απ΄όπου πολίτης και πολιτισμός και εξαιτίας αυτού ή των νόμων του Μίνωα, ευημερεί ανέκαθεν η Κρήτη, καθώς και η Σπάρτη από που αντέγραψε τους νόμους του Μίνωα.

Γ) Λένε ότι ο Ραδάμανθυς ήταν δίκαιος άνθρωπος και ο Μίνωας αγριάνθρωπος, σκληρός και άδικος. Ωστόσο αυτό είναι άδικο, ασέβεια, αμαρτία, γιατί ο ‘Όμηρος και ο Ησίοδος, που είναι και πιο αξιόπιστοι από τους τραγωδοποιούς που λένε αυτά τα πράγματα, έχει εγκωμιάσει το Μίνωα περισσότερα από όλους τους άλλους.

Δ) Ο Όμηρος δεν απέμεινε σε κανένα άλλο ήρωα παρά μόνο στο Μίνωα την τιμή να έχει εκπαιδευτεί από το Δία, αυτό είναι έπαινος θαυμαστός. Ακόμα στη Νέκυια της Οδύσσειας έχει παρουσιάσει το Μίνωα να δικάζει κρατώντας χρυσό σκήπτρο και όχι το Ραδάμανθη. Και αυτός λέγοντας το σκήπτρο του Δία δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά την παιδεία από το Δία, με την οποία διεύθυνε την Κρήτη.

Ε) Υπάρχει η φήμη ότι ο Μίνωας ήταν τάχα κάποιος απαίδευτος και σκληρός. Ωστόσο ο Μίνωας ήταν καλός και δίκαιος, καλός νομέας και ισχυρότατη απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι νόμοι του παραμένουν αδιασάλευτοι, επειδή βρήκε την αλήθεια, σχετικά με τη διοίκηση της πόλης.

ΣΤ) Το σφάλμα του Μίνωα ήταν το ότι πολέμησε την Αθήνα (όταν ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως σκοτώθηκε από τον Μαραθώνιο ταύρο και ο Μίνωας νόμισε ότι τον δολοφόνησαν οι Αθηναίοι από φθόνο, επειδή νίκησε στα Παναθήναια). και στη συνέχεια έβαλε φόρους στους Αθηναίους και έτσι απέκτησε κακή φήμη, έγινε μισητός ή έτσι οι Αθηναίοι ποιητές και ειδικά αυτοί που ασχολούνται με την τραγωδία του επιτέθηκαν από εκδίκηση.

 Σημειώνεται ότι:

 1) Ο Μίνωας έβαλε φόρους στους Αθηναίους, επειδή δολοφόνησαν κατ΄ αυτόν τον γιο του Ανδρόγεω στα Παναθήναια.

Σύμφωνα με τους Αθηναίους, ο Αιγέας έστειλε τον Ανδρόγηεω, επειδή ήταν καλός μαχητής, να σκοτώσει τον άγριο ταύρο του Μαραθώνα, που λυμαινόταν την περιοχή. Ο Ανδρόγεως δεν μπόρεσε να τα βάλει πέρα μαζί του και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Ανδρόγεως δολοφονήθηκε από ανθρώπους του βασιλιά Αιγέα κατά τη στιγμή που πήγαινε προς τη Θήβα για να συμμετάσχει σε αγώνες προς τιμή του Λάιου και η δολοφονία έγινε, επειδή ο Ανδρόγεως είχε πιάσει φιλία με πολιτικούς αντιπάλους του Αιγέα, τους γιους του Πάλαντα, και ο Αιγέας δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή τη φιλία.

 

    
Επίλογος για τη Μινωική Κρήτη και τον Μινωικό Πολιτισμό

 

 Η κατάσταση στην Κρήτη ήταν άστατη στο τέλος της Εποχής του Χαλκού. Αυτή ήταν μια περίοδος αναταραχής και ανάμειξης λαών. Τα στοιχεία της αστάθειας μπορούν να βρεθούν σε πόλεις -καταφύγια, που εμφανίστηκαν στους διαταγμένους λόφους γύρω από τα παλιά κέντρα μετά τον 12ο αιώνα. Μετά το 800 π.Χ, αυτές οι πόλεις αναπτύχθηκαν σε πόλεις κράτη ή, εάν ήταν απρόσιτες, εγκαταλείφθηκαν.

Στην αρχή του 12ου αιώνα, μεγάλοι αριθμοί μεταναστών έφθασαν από την ηπειρωτική χώρα και τα χαρακτηριστικά ηπειρωτικών χωρών εμφανίζονται στην Κρητική αγγειοπλαστική. Περίπου στα 1150 π.Χ., ένα δεύτερο κύμα μεταναστών έφθασε από την ηπειρωτική χώρα και οι αρχικοί κρητικοί κινήθηκαν προς τους υψηλούς λόφους. Εμφανίστηκε τότε κερδοσκοπία που έκανε κάποιους να κινηθούν προς την Παλαιστίνη.

Ένα τελικό κύμα από την ηπειρωτική χώρα, πιθανώς οι Δωριείς, ακολούθησε. Τελικά, η όλη Κρήτη τέθηκε υπό Δωρικό έλεγχο, αν και Μινωικοί θύλακες παρέμειναν, κυρίως στα ανατολικά της Κρήτης. Κατά συνέπεια, το τελευταίο αποτέλεσμα των γεγονότων στο τέλος της Εποχής του Χαλκού ήταν η κυριαρχία των Ελληνικών φυλών. Ο Μινωικός πολιτισμός, ο πρώτος, οργανωμένος κοινωνικά, πολιτισμός του Αιγαίου, εξαπλώθηκε πολύ μακρινότερα από τα γεωγραφικά όρια της Κρήτης.

Στην κορυφή της ακμής του έφτασε κατά την Υστερομινωική ΙΑ έως τα μέσα της Υστεομινωικής ΙΒ περιόδου και είναι αμφίβολο, τί γνώσεις θα είχαμε γι’ αυτόν τον πολιτισμό, δίχως τη συμβολή του Arthur Evans. Όπως όλα τα ανάκτορα, έτσι και των Μαλίων αποτελούσε το κέντρο της ευρύτερης αστικής περιοχής, ενώ η επικοινωνία του με τον υπόλοιπο κόσμο βασιζόταν κυρίως στη γεωγραφική του θέση. Τέλος, η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων, στο ανάκτορο της Κνωσού, αποτελεί ένα από το γνωστότερα έργα τέχνης, της αρχαιότερης, κοινωνικά οργανωμένης, κοινωνίας της Ευρώπης.

 

ΠΗΓΕΣ :(1) :http://www.e-villages.org/default.asp?id=297 

(2) :http://www.cycladic.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=resource&cresrc=791&cnode=55

(3) :http://www.explorecrete.com/archaeology/GR-minoan-civilization-destruction.html

(4) :http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=91123

(5):http://polioxni.wordpress.com/2011/06/15/%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CF%85%CE%BC%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CF%89%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%83/

(6) :http://www.krassanakis.gr/knossos.htm

(7) :http://www.geo.auth.gr/courses/gmo/gmo765e/6_santorini/63_minoan.htm

(8) :http://www.edeya.gr/

(9) :http://www.fhw.gr/chronos/02/crete/gr/index.html

(10) :http://www.livepedia.gr/content-providers/periskopio/naytiki_istoria/3999minoik.pdf