www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή θέ­σι πε­ρί Σύμ­παν­τος

 

ΙΙᾶνος Τσί­νας

Ἐ­πί­τι­μος δ/ντής Ἐ­θνι­κῆς Βι­βλι­ο­θή­κης

 

Ἡ πλέ­ον με­γα­λει­ώ­δης ἅ­μα δέ καί ἡ πλέ­ον σπου­δαί­α δι­α­τύ­πωσις περί τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ἡ γε­νο­μέ­νη ὑ­πό τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του εἰς τό «Περί Φύ­σε­ως» ἔρ­γον αὐ­τοῦ. «Κό­σμον τόν­δε, τόν αὐ­τόν ἁ­πάν­των», λέ­γει ὁ Ἡράκλειτος, «οὔ­τε τίς θε­ῶν, οὔτ’ ἀν­θρώπων ἐ­ποί­η­σεν, ἀλλ' ἦν (αὐ­τός) ἀ­εί καί ἔ­στιν καί ἔ­σται πῦρ ἀ­είζῳον ἁ­πτό­με­νον μέ­τρα καί ἀ­πο­σ­βεν­νύ­με­νον μέ­τρα.»

 

Ἡ θε­με­λι­ώ­δης αὐ­τή ρῆ­σις τοῦ Ἐ­φε­σί­ου φι­λο­σό­φου ἐ­πα­να­δι­ε­τυ­πώ­θη ἄλ­λως πως ὑ­πό τοῦ Παρ­με­νί­δου στήν ἑλ­λη­νι­κή πό­λη Ἐλέ­α στήν Ἰ­τα­λί­α. Ὁ κό­σμος τῶν ἀ­πεί­ρων τῷ πλή­θει ὄν­των, εἶ­πεν ὁ Παρ­με­νί­δης, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να καί μό­νον ὄν καί τό ὄν αὐ­τό εἶ­ναι τό Πάν. Τό Πάν κα­τα­λαμ­βά­νει ὅ­λον τόν ἄ­πει­ρο χῶ­ρο. Ἄλ­λω­στε καί ὁ χῶ­ρος ἀ­πο­τε­λεῖ συ­στα­τι­κό τοῦ παν­τός καί ὡς ἐκ τοῦ λό­γου το­ύ­του τό Πάν ὡς σύ­νο­λον εἶ­ναι ἀ­κί­νητον, «οὐ­λο­με­λές καί ἀ­τρε­μές». Τό Πάν συμ­φώ­νως πρός τίς δύ­ο αὐ­τές δι­α­τυ­πώ­σεις - τήν τοῦ Ἡρακλείτου καί τήν τοῦ Παρ­με­νί­δου - εἶ­ναι ἀεί ὑ­πάρ­χον, προ-ελ­θόν ἀφ’ ἑ­αυ­τοῦ. Τοῦ­το, δι­ό­τι αὐ­τή ὑ­πῆρ­ξε ἡ μοῖ­ρα τοῦ κό­σμου ὡς ἐκ τοῦ λό­γου, ὅ­τι ἡ δυ­νατό­της αὐ­τή ἔ­λα­χε νά εἶ­ναι ἀεί ὑ­πάρ­χου­σα ὡς ἐκ τῆς ἀ­νάγ­κης, αὐ­τή δέ ἀ­πέ­κλει­σε τήν ὕπαρ­ξιν πά­σης ἄλ­λης δυ­να­τό­τη­τος. Ὡς ἐκ τοῦ ἀ­κι­νή­του ὅμως τοῦ ὅλου, τοῦ Παν­τός, κα­τά τόν Παρ­με­νί­δην, και, ἵ­να τό Πάν μή ἀ­σφυ­κτιᾷ ἐν ἀ­κι­νη­σίᾳ εὐ­ρι­σκό­με­νον, ἦλ­θεν ὡς ἐκ τῆς ἀ­νάγ­κης ἡ νο­μο­τέ­λει­α ἐ­κεί­νη, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­τρέ­πει εἰς τό Πάν νά κι­νῆ­ται ἀεί ἐ­σω­τε­ρι­κῶς καί οὕτω «νά λει­τουρ­γῇ ὡς ζῶν ὄν.

Πέ­ραν τῶν δύ­ο αὐ­τῶν δι­α­τυ­πώ­σε­ων οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι ἔ­λε­γον, ὅτι τό Πάν εἶ­ναι ἀ­ριθ­μός παμ­μέ­γι­στος, ἀ­εί συν­τε­λού­με­νος. Τοῦ­το ἐ­σή­μαι­νε, ὅτι τό Πάν ἀεί ὑ­πάρ­χει, ἀλ­λά καί ἀεί ἐ­ξε­λί­σε­ται. Ὅ­πως ὅμως ὁ Ἡράκλειτος ἐ­θεώ­ρει, ὅτι τό Πάν δι­έ­πε­ται ὑ­πό μί­ας ἀρ­χῆς, τήν ὁ­ποία ὠ­νό­μα­σε πῦρ: («ἐκ πυρός τά πάν­τα συνι­στᾶ­ναι καί εἰς τοῦ­το ἀ­ναλύ­ε­σθαι· πάν­τα δέ γί­γνε­σθαι καθ’ εἱ­μαρ­μενην καί δι­ά τῆς ἐ­ναν­τιο­τρο­πῆς ἡρμό­σθ­αι τά ὄν­τα· καί πάν­τα ψυ­χῶν εἶ­ναι πλή­ρη»), ἔ­τσι καί οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι, οἱ ὁ­ποῖοι ἐ­ουμβό­λι­ζον ἑ­κά­στη ἔν­νοι­αν δι’ ἑ­νός ἀ­ριθ­μο­ῦ, καί τήν μί­αν ἀρ­χήν, δη­λα­δή τό πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου, ἡ ὁ­ποί­α καί κατ’ αὐ­τούς δι­έ­πει τό Πάν, ἐ­συμ­βό­λι­σαν διά τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ 1. Ὁ ἀ­ριθ­μός 1, εἶ­πον, ὑ­πο­δι­αι­ρεῖ­ται εἰς δύ­ο λει­τουρ­γί­ας - δύ­ο «οὐ­σί­ας» - ὡς οἱ Π­υθα­γό­ρει­οι ὠ­νό­μα­ζον τίς λει­τουρ­γί­ες αὐ­τές, εἰς τήν μο­νά­δα καί τήν ἀό­ρι­σ­τον δυ­ά­δα. Καί τήν μέν μο­νά­δα ὠ­νό­μα­ζον αἰ­θε­ρι­κήν καί ἄ­τμη­τον ἤ συ­νε­χῆ οὐ­σί­αν, τήν δέ δυ­ά­δα ὠ­νό­μα­ζον με­ρι­στήν οὐ­σί­αν.

Ἀν­τί­στοι­χος ἔν­νοι­α τῶν δύ­ο οὐ­σι­ῶν τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων ἦ­το κα­τά τόν Ἡ­ρά­κλει­το τό ἀ­δι­αί­ρε­το καί τό δι­αι­ρε­τό πῦρ - τό ἀ­θά­να­το καί τό θνη­τό πῦρ. Οὕ­τω τό πῦρ ὑ­πό γε­νι­κήν ἔν­νοι­αν ἀν­τι­στοι­χεῖ εἰς τόν ἀ­ριθ­μόν 1 τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων, τό ἀ­δι­αί­ρε­το ἤ ἀ­θά­να­το πῦρ εἰς τήν πυ­θα­γο­ρι­κή μο­νά­δα καί τό δι­αι­ρε­τό ἤ θνη­τό πῦρ εἰς τήν πυ­θα­γο­ρική ἀ­ό­ρι­στον δυ­ά­δα. Ἐ­πει­δή ἡ ἀ­ριθ­μο­ποί­η­σις τῶν πάν­των προ­ϋ­πέ­θε­τε μα­θη­μα­τι­κό νο­ῦ καί ἐ­πει­δή οἱ πλεῖ­στοι τῶν ἀν­θρώ­πων δέν δι­α­θέ­τουν τέ­τοιο νο­ῦ, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἀρ­γό­τε­ρα προ­έ­βη εἰς τήν ἀ­πο­μα­θη­μα­τι­κο­ποί­η­σι τῆς Φι­λο­σο­φί­ας, γιά νά μή δη­μι­ουργο­ῦν­ται πα­ρε­ξη­γή­σεις.

 

* * *

Καί κα­τά τίς τρεῖς αὐ­τές δι­α­τυ­πώ­σεις πε­ρί Κό­σμου, ὡς καί κά­θε ἄλ­λη ἑλ­λη­νι­κή δι­α­τύ­πω­σι, οἱ ὁ­ποῖες ὅ­λες μα­ζί συ­νι­στοῦν τήν μί­α καί μό­νη ἑλ­λη­νι­κή θέ­σι πε­ρί Κό­σμου, ἀν­τι­στρα­τευ­ό­με­νες τήν μί­αν ἀρ­χή, ἡ ὁ­ποία δι­έ­πει τό Πάν, δυ­νά­μεις δέν ὑ­πάρ­χουν. Τά πάν­τα δι­έ­πον­ται ὑ­πό τῆς παγ­κο­σμί­ου νο­μο­τέ­λει­ας, δι­ά τῆς ὁ­ποίας τά ὄν­τα φύ­ον­ται καί ἀ­πο­φύ­ον­ται καί κα­τά τόν Ἡράκλειτο «τά πάν­τα ρεῖ καί οὐ­δέν μέ­νει καί πάν­τα ψυ­χῶν εἶναι πλή­ρη». Οὕ­τω εἰς τήν παγ­κό­σμι­ον αὐ­τή ρο­ή, ἡ ὁ­ποί­α κι­νεῖ­ται δί­κην πο­τα­μοῦ, προ­πο­ρεύ­ον­ται πρῶ­τον οἱ με­γά­λες, οἱ θεῖ­ες ψυ­χές καί ἕ­πον­ται οἱ μι­κρές, οἱ μή θεῖ­ες ψυ­χές (Πλά­των, «Φαῖ­δρος»). Εἶ­ναι δέ με­γά­λες ψυ­χές, αὐ­τές, πού ὑ­πάρ­χουν στά αὐ­τό­φω­τα ἀ­στέ­ρια, ὡς αἰ­τί­α ὑ­πάρ­ξε­ως αὐ­τῶν, ἑ­δρα­ζό­με­νες κα­τα­στά­σεις· καί εἶ­ναι μι­κρές ψυ­χές οἱ ὡς αἰ­τί­α ὑ­πάρ­ξε­ως κα­τα­στά­σεις τῶν ὄν­των, τά ὁ­ποῖα φύ­ον­ται ἐ­πί τῶν θερ­μο­κοι­τί­δων τῶν δη­μι­ουρ­γο­ύ­με­νων ὑ­πό τοῦ φυ­σι­κοῦ νό­μου, ὡς ἐκ τῶν ἐ­πί μέ­ρους ἐ­πι­κρα­του­σῶν συν­θη­κῶν. Μί­α δέ θερ­μο­κοι­τίς εἶ­ναι καί ἡ Γῆ.

Ὅ­λες ὅμως οἱ ψυ­χές, καί οἱ με­γά­λες καί οἱ μι­κρές, ἔ­χουν κοι­νή τύ­χη, δι­ό­τι ὅλες ἀ­κολου­θο­ῦν τόν παγ­κό­σμι­ο ρυθ­μό. Τοῦ­το, δι­ό­τι «πάν­τα γί­νε­ται δι’ ἀ­νάγ­κην θεί­ην» κα­τά τόν Ἡράκλειτο. Οἱ δέ ψυ­χές ἀ­πό ση­μεί­ου τί­νος καί ἄνω - μᾶλ­λον ἀ­πό τοῦ ση­μεί­ου τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑ­πο­στά­σε­ως αὐ­τῶν καί ἄ­νω - με­τέ­χουν τῆς παγ­κο­σμί­ου πο­λι­τεί­ας, ὅλες δέ μα­ζί, ἀ­κό­μη καί οἱ κά­τω της ἀν­θρώ­πι­νης ὑ­πο­στά­σε­ως ψυ­χές, ἀ­πο­τε­λοῦν τήν παγ­κό­σμι­ο πο­λι­τεί­α, τήν ὑ­φή τῆς ὁ­ποίας κα­τά τόν Πλά­τω­να («Φαῖ­δρος») ὁ ἀν­θρώ­πι­νος νοῦς δέν δύ­να­ται νά συλ­λά­βῃ, καί ἡ γλῶσ­σα τῶν ἀν­θρώ­πων δέν δύ­να­ται. νά ἱ­στο­ρή­σῃ. Ἡ κοι­νή συ­νι­στα­μέ­νη τῆς παγ­κο­σμί­ου αὐ­τῆς πο­λι­τεί­ας εἶ­ναι ἡ ψυ­χή τοῦ Παν­τός. Τό Πάν ὅ­θεν εἶ­ναι ἔμ­ψυ­χο ὄν. Ὅ­πως ὅμως στούς ἀν­θρώ­πους τό σῶ­μα, τό φέ­ρον τήν ψυ­χή ἑ­κά­στου ἀν­θρώ­που, ἔρ­χε­ται στήν κα­τά­στα­σι ἐ­κεί­νη, τήν ὁ­ποί­α, ἐ­μεῖς, οἱ ἄν­θρω­ποι, ὠ­νο­μά­ζο­με θά­να­το, δη­λα­δή ἀ­πο­φύ­ε­ται τοῦ­το, ἔ­τσι ἐν τῷ ἀ­πω­τέ­ρῳ μέλ­λον­τι τό ὑ­λι­κό μέ­ρος τοῦ Παν­τός, πού εἶ­ναι τό σῶ­μα τοῦ ἐμ­ψύ­χου τού­του Ὄν­τος, θά ἀ­πο­φυ­ῇ στό σύ­νο­λό του, καί θά ἔλ­θῃ ἡ παγ­κό­σμι­ος ἠ­ρε­μί­α τῶν πάν­των, ἡ ἐκ­πύρω­σις κα­τά τόν Ἡράκλειτο. Δι­ό­τι κατ’ αὐ­τόν ἡ μέν ἐ­πί τήν γέ­νε­σιν ρο­ή τῶν πάν­των κα­λεῖ­ται πό­λε­μος· («πό­λε­μος δέ πα­τήρ πάν­των»), ἡ δέ ἐ­πί τήν ἐκ­πύ­ρω­σιν κα­λεῖ­ται ὁ­μο­λο­γί­α καί Εἰ­ρή­νη.

Ἐν και­ρῷ ὅμως τῷ δέ­ον­τι ἐκ τοῦ βά­θους τῆς παγ­κο­σμί­ου αὐ­τῆς ἠ­ρε­μί­ας θά ἀ­να­δυθῇ κα­τά τόν Ἡράκλειτο, βο­η­θού­σης πρός τοῦ­το καί τῆς εἱ­μαρ­μέ­νης, ἕ­να νέ­ο Πάν, καί τοῦ­το θά συ­νε­χί­ζε­ται εἰς τόν ἄ­πει­ρο χρό­νον, δι­ό­τι καί αὐ­τή τήν ἔν­νοι­αν ἔ­χει τό λε­χθέν ἀ­νω­τέ­ρω, ὅτι «ὁ κό­σμος ἦν, ἔ­στι καί ἔ­σται πῦρ ἀ­εί­ζῳ­ον ἁ­πτό­με­νον μέ­τρα καί ἀ­πο­σβενύμε­νον μέ­τρα». Το­ῦ­το ἔ­χει καί τήν ἔν­νοι­α ὅτι, ἐρ­χο­μέ­νου εἰς τήν κατά­στα­σι τοῦ θα­νά­του ἀ­στε­ρι­σμοῦ τι­νός ἤ ἀν­θρώ­που τι­νός ἐπί τῆς Γῆς, ἕ­νας ἄλ­λος ἀ­στε­ρι­σμός ἤ ἕ­νας ἄλ­λος ἄν­θρω­πος εἰς ἕ­να ἄλ­λο ση­μεῖ­ον το­ῦ Παν­τός ἤ τῆς Γῆς, προκει­μέ­νου περί τῶν ἀν­θρώ­πων, γεν­νᾶ­ται. Οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι ἀ­πε­κά­λουν τήν παγ­κό­σμι­ον αὐ­τή δι­ερ­γα­σί­α οὐ­ρά­νι­ον μου­σι­κήν, τῆς ὁ­ποί­ας μέ­ρος ἀ­πο­τε­λεῖ καί ἡ κί­νη­σις τῶν ἀ­στέ­ρων, ἡ κα­τά τό ὑ­λι­κόν μέ­ρος αὐ­τῶν ὑ­πάρ­χου­σα.

Ἐ­ρω­τᾶ­ται: ἡ Γῆ ἔ­χει ψυ­χή; Ἡ Γῆ εἶ­ναι ἀ­στήρ ἑ­τε­ρό­φω­τος καί ἀ­πο­τε­λε­ῖ μέ­ρος τοῦ ὅλου σώ­μα­τος τοῦ Ἡ­λί­ου. Ἑ­πο­μέ­νως αὐ­τή καθ’ ἑ­αυ­τήν ἡ Γῆ δέν ἔ­χει ἰ­δί­αν ψυ­χήν, δι­ό­τι ἡ ψυ­χή τοῦ ὅλου πλα­νη­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος, τό ὁ­ποῖο ἔ­χει ὡς κέν­τρο τόν Ἥ­λι­ο καί ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να κο­σμι­κό ἄ­το­μο, ἕ­να κο­σμι­κόν ὄν, ἑ­δρά­ζε­ται στόν Ἥ­λι­ο.

 

* * *

 

Ποιά ὅμως εἶ­ναι ἡ φύ­σις τῆς ψυ­χῆς; Μο­λο­νό­τι κα­τά τούς νε­ω­τέ­ρους χρό­νους πολ­λά συγ­γράμ­μα­τα φέ­ρουν τόν τί­τλον «Ψυ­χο­λο­γί­α», δέν ἔ­χει δι­α­τυ­πω­θῆ σ’ αὐ­τά κά­τι τό συγ­κε­κρι­μέ­νο περί τῆς φύ­σε­ως τῆς ψυ­χῆς. Ὁ Ἡράκλειτος ὅμως ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν ἀν­θρώ­πι­νην ψυ­χή, λέ­γει: «Περί μέν οὖν τῶν ἄλ­λων ζῴ­ων ἐά­σω, περί δέ τοῦ ἀν­θρώ­που δη­λώ­σω: Ἐ­σέρπει γάρ ἐς ἄν­θρω­πον ψυ­χή πυρός καί ὕ­δα­τος σύγκρη­σιν ἔ­χου­σα· ψυ­χῆς δέ πεί­ραιτα οὐκ ἄν ἐ­ξεύ­ροι ὁ πᾶ­σαν ἐ­πι­πο­ρευ­ό­με­νος ὁ­δόν. Οὕ­τω βα­θύν λό­γον ἔ­χει· ψυ­χῆς ἐ­στίν λό­γος ἑ­αυ­τόν αὔ­ξων.»

           Ἡ ψυ­χή κα­τά τόν Ἡ­ρά­κλει­το εἶ­ναι πῦρ καί εἶ­ναι μέ­ρος ἐκ τοῦ λε­γο­μέ­νου ὑπ’ αὐ­τοῦ ἀ­θα­νά­του πυ­ρός, τό ὁ­ποῖον σ­τήν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς εἶ­ναι ἐ­ξα­το­μικευμέ­νο καί εἶ­ναι ὄν ἀφ’ ἐ­αυ­τοῦ πάν­το­τε αὐ­ξά­νον. Εἶ­ναι δέ ἀ­ό­ρα­το στούς ἀ­νθ­ρώ­πι­νους ὀ­φθαλ­μούς καί μέ­χρι σή­με­ρον καί στούς ὀ­φθαλ­μούς τῆς Ἐ­πι­στή­μης. «Ὀ­κο­ῦν ὁ­πό­τε (ἡ ψυ­χή) μη­δε­νός ἀ­πόλ­λυ­ται κα­κοῦ μή­τε οἰ­κεί­ου μήτ’ ἀλ­λο­τρί­ου δῆ­λον ὅτι ἀ­νάγ­κη αὐ­τή ὄν εἶ­ναι» (Πλά­των, «Πο­λι­τεί­α», 611, Α). Εἶ­ναι δέ καί ἡ ψυ­χή ἕ­να μι­κρό οὕ­τως εἰ­πεῖν ἄ­στρο, καθ’ ὅτι με­τά τήν ἀ­πώ­λει­α τοῦ σκα­φάν­δρου δι­ά τοῦ ὁ­ποίου αὐ­τή δι­α­πλέ­ει τόν πα­ρόν­τα κό­σμον, ἤ­τοι με­τά τήν ἀ­πώ­λει­α τοῦ φυ­σι­κοῦ σώ­μα­τος, ἀ­κο­λου­θοῦ­σα τόν φυ­σι­κό νό­μο ἔρ­χε­ται στά ἀ­στέ­ρι­α, στόν Γα­λα­ξί­α. «Ἔ­ρι­φος ἐς Γαλ’ ἐ­πε­τόμην», λέ­γει ρη­τό τοῦ 4ου πρό ση­με­ρι­νῆς χρο­νο­λο­γί­ας αἰῶ­νος, ἀ­πο­δι­δό­με­νον στούς «Ὀρ­φι­κούς, τό ὁ­ποῖο ἑρ­μη­νεύ­ε­ται: «Ἄ­στρον (ἐ­γώ) πε­τοῦ­σα πρός τόν Γα­λα­ξί­α.» (Σα­ράν­τος Πᾶν, «Περί Θα­νά­του», «Δαυ­λός», τ. 146.)

Ἀ­πό τά ἀ­στέ­ρι­α ἡ ψυ­χή ἐ­πα­νέρ­χε­ται στήν Γῆν, ἄν ἡ ἀ­νάγ­κη ἐ­πι­βάλ­λῃ τοῦ­το. Ἡ ἐ­πά­νο­δος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς συν­τε­λεῖ­ται ὑ­πό τοῦ φυ­σι­κο­ΰ νό­μου τῇ βο­η­θείᾳ καί τῆς θε­ᾶς Ἀ­θη­νᾶς, ἡ ὁ­ποία στήν πε­ρί­πτω­σι αὐ­τή συ­νι­στᾷ τόν πα­νί­σχυ­ρο νό­μον τοῦ Εἰ­δέ­ναι. Ἡ Ἀ­θη­νᾶ λοι­πόν φέ­ρει τήν ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή, ἐρ­χό­με­νη ἀ­πό τους ἀ­στέ­ρας, στούς Φαί­α­κας. Οἱ δέ Φαί­α­κες, οἱ ὁ­ποῖοι κα­τά τόν Ὅ­μη­ρον «πάν­τα ξέ­νον πέμ­που­σι», πέμ­πουν αὐ­τήν στήν Γῆ δι­ά πλοί­ου. Τά δέ πλοῖ­α τῶν Φαι­ά­κων πάν­το­τε κα­τά τόν Ὅ­μη­ρο δέν φο­βο­ῦν­ται τούς ἀ­νέ­μους καί τήν τα­ρα­χή τῆς θα­λάσ­σης, δι­ό­τι εἶ­ναι πλοῖ­α τά ὁ­ποῖα τρέ­χουν «ὡς εἰ πτε­ρόν ἠέ νό­η­μα», δηλ. τρέ­χουν «σάν τό πουλί καί σάν τήν σκέ­ψι», ὅ­πι­υς με­τα­φρά­ζει τόν στί­χο ὁ Ἐ­φτα­λιώτης.

 

* * *

 

Πλήν τῶν ἀ­νω­τέ­ρω καί ἄλ­λες πλεῖ­στες ὅ­σες δι­α­τυ­πώ­σεις - ἀ­πό­ψεις περί ψυ­χῆς ὑ­πῆρ­ξαν στούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες, οὐ­δέ­πο­τε ὅμως ἐ­λέ­χθη ἀ­πό αὐ­τούς ὅτι ἡ ψυ­χή εἶ­ναι πνεῦ­μα. Ὁ λό­γος περί πνευ­μά­των ἦλ­θε ἐπί σκη­νῆς σέ μί­α ἄλ­λη ἐ­πο­χή, με­τα­γε­νέ­στε­ρη τῆς με­γά­λης ἐ­πο­χῆς τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων καί εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί δή τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς Ἐ­ρή­μου. Ἡ περί Κό­σμου θέ­σις αὐ­τή ὀ­νο­μά­ζε­ται, ὡς ἤ­δη ἐ­λέ­χθη, καί Δυ­αρ­χι­κή περί Κό­σμου θέ­σις, Ἀ­σι­α­τι­κή ἤ περί Κό­σμου θέ­σις τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Κα­τά τήν θέ­σι αὐ­τή τά πνεύ­μα­τα εἶ­ναι ἀ­ε­ρώ­δεις ὀν­τό­τη­τες πε­ρι­φε­ρό­με­νες τῆ­δε κα­κεῖ­σε. Τά πνεύ­μα­τα εἰ­σέρ­χον­ται καί ἐν­τός τοῦ ἀν­θρώ­που, πάν­το­τε κα­τά τήν θέ­σι αὐ­τή, ἕ­να ἤ πολ­λά μα­ζί καί τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος πά­σχει. Οὐ­δέν πα­ρα­δο­ξό­τε­ρον τού­του βε­βαί­ως. Ὡς πνεύ­μα­τα θε­ω­ροῦν­ται καί οἱ λε­γό­με­νοι ἄγ­γε­λοι. Ἡ λέ­ξις προ­ῆλ­θε ἐκ βα­ναύ­σου κα­κο­ποι­ή­σε­ως τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς λέ­ξεως ἄγ­γε­λος, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­σή­μαι­νε τόν κα­τά τόν πό­λε­μον κυ­ρί­ως ἀ­πο­στελ­λό­με­νον ἀν­θρω­πον, γιά νά με­τα­φέ­ρῃ κά­ποιο μή­νυ­μα. Ὡς πνεῦ­μα ἐ­πί­σης ἐ­θε­ω­ρή­θη καί ἡ ψυ­χή. Πνεύ­μα­τα ὅ­μως δέν ὑ­πάρ­χουν καί ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι πλά­σμα­τα τῆς φαν­τα­σί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων καί δή τῶν ἀν­θρώ­πων τῶν μή σκε­πτό­με­νων κα­τά τόν ἑλ­λη­νι­κό τρό­πο.

 

Περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ», τεύχος 298, Ἱανουάριος 2007