www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

 

Sir Richard Livingstone

 

Τα ονόματα «Επίκουρος» και «Επικούρειος» δεν ηχούν και τόσο ευχάριστα στ’ αυτιά μας. Πρωτοακούστηκαν στην Αθήνα πριν από δύο χιλιάδες τριακόσια χρόνια, και έκτοτε, στην πορεία τους μέσα από τους αιώνες, ποτέ δεν έπαψαν να φορτίζονται με ποικίλες σημασίες. Ο άνθρωπος από τον οποίο πήρε το όνομά της η επικούρεια φιλοσοφία έζησε από το 341 ως το 27° π.Χ., δηλαδή σε μία εποχή όπου η ανεπάρκεια -αν όχι η αβασιμότητα- της καθιερωμένης θρησκείας γινόταν φανερή στους ευφυείς ανθρώπους, και όπου με την εγκαθίδρυση των νέων ισχυρών βασιλείων, η ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων-κρατών έχει αμετάκλητα χαθεί. Ο κόσμος ένιωθε όπως ίσως θα ένιωθαν πολλοί σημερινοί Ευρωπαίοι αν ο χριστιανισμός καταρριπτόταν ολοκληρωτικά ως μύθος και η χώρα τους υποδουλωνόταν στις ΗΠΑ. Η πολιτική κι η θρησκεία είχαν εξαπατήσει τους ανθρώπους· το έδαφος, στην κυριολεξία, είχε φύγει κάτω από τα πόδια τους. Αυτοί οι άνθρωποι υποχρεωθήκαν να αναρωτήσουν αν άξιζε να κάνεις, και αν ναι, πώς. Η εποχή έδωσε τρεις πασίγνωστες και πολύ διαφορετικές απαντήσεις σ' αυτό το πρακτικό πρόβλημα. Το κεφάλαιο τούτο ασχολείται με μία απ’ αυτές, τη φιλοσοφία του Επίκουρου. Είναι βασικό να θυμόμαστε αυτήν την πρακτική προέλευση της Επικούρειας, της Κυνικής και της Στωικής φιλοσοφίας. Για μας η φιλοσοφία είναι κάτι που μελετάται στα πανεπιστήμια, ένα αντικείμενο σπουδών με τη βιβλιογραφία και τους ειδικούς του. Όμως τούτες οι φιλοσοφίες λειτουργούσαν εντελώς διαφορετικά. Ήταν πεποιθήσεις που βοηθούσαν τους ταλαιπωρημένους από τη ζωή ανθρώπους να βρουν μία διέξοδο, να λυτρωθούν από τους πόνους και τη σύγχυση. Ας πούμε ότι ένας άντρας έβλεπε την πόλη του να ρημάζεται, την καταστροφή στο κατώφλι του, τη γυναίκα και τα παιδιά του να πεθαίνουν. Ή, ακόμη κι αν δεν είχε υποφέρει ο ίδιος, άκουγε για φρικαλεότητες και πολέμους και δεν ήξερε πότε θα τους έβρισκε στο δρόμο του. Ένιωθε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του και έψαχνε για σταθερό έδαφος στην κινούμενη άμμο. Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους τούτες οι φιλοσοφίες γεννήθηκαν, απέκτησαν αμέτρητους οπαδούς και άντεξαν για εκατοντάδες χρόνια. Υπόσχονταν ασφάλεια σε ανθρώπους που καταποντίζονταν και εκείνοι πίστευαν ότι όντως τους παρείχαν ασφάλεια. Μπορούμε να τις καταλάβουμε μόνον αν αναλογιστούμε, απέναντι σε ποια δεινά πρόσφεραν άσυλο· μπορούμε να τις κρίνουμε μόνον αν μελετήσουμε το άσυλο που προσέφεραν.

Ο Επίκουρος ήταν αθηναϊκής καταγωγής, γιος δασκάλου, γεννημένος στη Σάμο. Όμως το σκηνικό στο οποίο θα πρέπει να τον φανταστούμε είναι ένα σπίτι με κήπο στην Αθήνα, όπου έζησε από τα 35 του ωζ το θάνατό του στα j\ του χρόνια, περιτριγυρισμένος από φίλους και μαθητές, μεταξύ των οποίων και οι τρεις αδελφοί του, μερικοί δούλοι και κάποιες γυναίκες. Από τις τριακόσιες πραγματείες του για θέματα τόσο διαφορετικά όσο ο Έρωτας, η Μοναρχία, η Μουσική και οι Αρρώστιες, λιγοστά αποσπάσματα διασώζονται. Υπάρχει ακόμη η διαθήκη με την οποία άφηνε το σπίτι και τον κήπο του σε διαχειριστές με σκοπό να διασφαλιστεί η χρήση τους από τους οπαδούς ζητούσε δε να συγκαλούνται συγκεντρώσεις στη μνήμη την ημέρα των γενεθλίων του και κάθε είκοσι του μηνός. Τα δόγματά του αναπτύσσονται σε τρεις επιστολές, που διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος το 2ο μ.Χ. αιώνα. Το περίφημο διδακτικό ποίημα του Λουκρήτιου «Περί της Φύσεως των Πραγμάτων» (De rerum natura), είναι η εκτενέστερη προπαγάνδα του επικουρισμού βέβαια, ο χαρακτήρας της επικούρειας διδασκαλίας, και παντός το ύφος, διαθλώνται περνώντας μέσα από την παρ< ρη ιδιοσυγκρασία του Ρωμαίου ποιητή.

 

 

Μία σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Επίκουρου

από τον Διογένη Λαέρτιο (Δ.Λ. XII).

 

Για τον άνθρωπο αυτόν υπάρχουν άφθονοι μάρτυρες της ανυπέρβλητης καλωσύνης του προς τους πάντες: η ίδια η πα δα του που τον τίμησε με αγάλματα ορειχάλκινα, αλλά κι οι φίλοι του που ’ναι τόσοι πολλοί σ’ όλες τις πόλεις ώστε είναι αδύνατο να μετρηθούν· κι όλοι οι μαθητές του, που γοητεύτηκα από τη χάρη της διδασκαλίας του· η ίδια η Σχολή, που ενώ ι σχεδόν οι άλλες έχουν εξαφανιστεί, συνεχίζει ες αεί... Η ευσυνειδησία του προς τους γονείς του, η ευγένεια προς τ αδέρφια, η ανθρωπιά προς τους δούλους του, όπως αποδείχτηκε από τη ί θήκη του και από το ότι ήσαν κι εκείνοι μέλη της Σχολής του· γενικά, η αγάπη του προς τους πάντες.

Ο Διοκλής λέει γι’ αυτούς, ότι ζούσαν μια πολύ απλή ζωή. «Αρκούνταν σ’ένα ποτήρι κρασί. Κατά τα άλλα ήταν λάτρεις του νερού.» Ακόμα ότι ο Επίκουρος στα γράμματά του λέει πως του φτάνει σκέτο ψωμί με νερό. “Στείλε μου” , γράφει, “ ένα μικρό δοχείο τυρί, ώστε όταν θέλω, να μπορώ να το ρίχνω στην πολυτέλεια.” Τέτοιος ήταν ο άνθρωπος που καθόρισε ότι σκοπός της ζωής είναι η ηδονή... (Δ.Λ. X 11).

 

 

Δύο επιστολές του Επίκουρου

 

α. Σ' ένα παιδί

 

Φτάσαμε καλά στη Λάμψακο, εγώ, ο Πυθοκλής, ο Έρμαρχος κι ο Κτήσιππος, και βρήκαμε τη Θεμίστα και τους άλλους φίλους, κι είναι όλοι μια χαρά. Αν είστε καλά στην υγειά σας εσύ και η μαμά, κι αν ακούς σε όλα τον μπαμπά και τον Μάτρωνα, όπως μέχρι τώρα, τότε όλα είναι εντάξει. Το ξέρεις δα ότι κι εγώ κι όλοι οι άλλοι σ’ αγαπούμε πολύ επειδή είσαι υπάκουος στο κάθε τι...

 

β. Στον Ιδομενέα

 

Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία της ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα. Οι συνεχείς πόνοι από την δυσεντερία και την στραγγουρία έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όμως όλα αυτά τ’ αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς αναθυμούμαι τις συζητήσεις που ’χουμε κάνει. Να φανείς άξιος της στάσης που από νεαρός κράτησες απέ­ναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να φροντίσεις εσύ τα παιδιά του Μητρόδωρου. (Δ.Λ. χ 22).

 

Μία αθώα, ελκυστική προσωπικότητα: τελείως διαφορετική απ’ ότι ίσως υποβάλλουν οι λέξεις «Επικούρειος» και «Επίκουρος». Όμως τ τους βγήκε το κακό όνομα; Και πώς τούτος ο άκακος, αγαθός άνθρωπος έφτασε να γίνει ο πιο μισητός Έλληνας φιλόσοφος, αυτός που ’χει υποστεί τη χειρότερη μεταχείριση: Για να το καταλάβουμε, πρέπει να εξετάσουμε τις πεποιθήσεις του. Με το συνετό και καθάριο τρόπο, χαρακτηριστικό των Ελλήνων, ο Επίκουρος αναρωτιέται: Ποια είναι η φύση του σύμπαντος; Τι είναι πραγματικό; Ποια φώτα πρέπει να ακολουθήσει άνθρωπος για να περάσει με επιτυχία από τον κόσμο; Σ’ αυτά τα ερωτήματα απαντά ως εξής: Δεν υπάρχει τίποτα στο σύμπαν εξόν από άτομα και κενό. Τα πάντα είναι ύλη. Ο θεός και οι ψυχές μας είναι α ύλη, ακριβώς όπως το χώμα και τα σώματά μας· από διαφορετικά άτομα, παρ’ όλα αυτά άτομα. Ένας αδιάλλακτος, απόλυτος και πολύ απλός υλισμός. Κάθε μυστήριο εξαφανίζεται· τα πάντα μπορούν να αν αναχθούν σε άτομα και να εξηγηθούν. Αυτό το μέρος της φυσικής φιλοσοφίας του ο Επίκουρος το έχει δανειστεί από έναν προγενέστερο στοχαστή τον Δημόκριτο. Το πρωτότυπο κομμάτι της φιλοσοφίας του αφορά στη· θεωρία του για τη ζωή και την ηθική.

Πώς, ρωτάτε, θα ζήσουμε ικανοποιώντας τους εαυτούς μας σε τούτον τον κόσμο των ατόμων; Ένα μόνο πράγμα είναι αναμφισβήτητο σ’ αυτόν: οι αισθήσεις μας. Μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη του καλού της δικαιοσύνης, της αρετής, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι έχουμε αίσθηση, ούτε το γεγονός πως ορισμένα αισθήματα είναι ευχάριστα, πως τα ευχάριστα πράγματα είναι επιθυμητά και όλοι οι άνθρωποι τα θέλουν. Συνεπώς, η ηδονή είναι το αγαθό.

Η παρακάτω επιστολή περιέχει την καλύτερη σύνοψη της ηθικής το φιλοσοφίας και δείχνει ξεκάθαρα τι εννοεί με τη λέξη «ηδονή». Οι φλεγματικές φράσεις αποκαλύπτουν μία φιλοσοφία που έμελλε να σημαδέψει την πλειονότητα των ανθρώπων που έμπαιναν στον κόπο ν’ ασχοληθούν με τη φιλοσοφία. Ιδιαίτερα προσέξτε πόσο λίγο ο επικούρειος ορισμό για την ηδονή δικαιολογεί την κακή του φήμη· και πώς μπορούμε να μιλήσουμε για

 

         το νηφάλιο μεγαλείο της ήρεμης και γλυκιάς επικούρειας ζωής.

 

 

Μια σύνοψη της επικούρειας φιλοσοφίας·

η «Επιστολή στον Μενοικέα»:

 

Πρέπει να ’χουμε κατά νου ότι από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες. Από τις φυσικές, πάλι, άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές. Τέλος, ορισμένες από τις αναγκαίες επιθυμίες μας είναι δεμένες με την ευδαιμονία μας, άλλες με την ευεξία του σώματός μας κι άλλες με την ίδια μας την επιβίωση. Αν τα μελετήσουμε αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις, θα είμαστε σε θέση να ανάγουμε κάθε επιλογή και κάθε αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στην γαλήνη της ψυχής, μιας και αυτά είναι ό, τι έχει να σου προσφέρει μια ευτυχισμένη ζωή. Γιατί όλα γι αυτό τα κάνουμε: για να μην πονούμε και για να μη μας ταράζει τίποτα. Άπαξ και το εξασφαλίσουμε αυτό, κοπάζει η φουρτούνα της ψυχής, αφού το έμψυχο ον δεν έχει λόγο να περιπλανηθεί αναζητώντας κάτι άλλο, αναγκαίο για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο έχουμε ανάγκη από την ηδονή, όταν η απουσία της μας κάνει να υποφέρουμε. Ενώ όταν τίποτα δεν ζορίζει την ψυχή μας, δεν έχουμε ανάγκη να την επιδιώξουμε.

Και γι’ αυτό λέω πως η ηδονή είναι αρχή και σκοπός του μακαρίως ζην: γιατί αναγνώρισα ότι είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό και ότι αυτή είναι η αφετηρία για κάθε επιλογή και για κάθε αποφυγή μας, και ότι σ’ αυτήν καταλήγουμε πάλι, όταν αποτιμάμε το κάθε αγαθό, έχοντας ως κριτήριο το τι αισθανόμαστε. Κι ακριβώς επειδή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο μ’ εμάς αγαθό, για τούτο δεν επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή, αλλά συμβαίνει ορισμένες φορές να γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ηδονές, όταν τα προβλήματα που προκαλούν αυτές οι ηδονές είναι για μας μεγαλύτερα· και υπάρχουν, από την άλλη, πολλοί πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον η ηδονή που θα ακολουθήσει άμα τους υπομείνουμε για κάμποσο, θα είναι για μας μεγαλύτερη. Κάθε ηδονή λοιπόν, ακριβώς επειδή η φύση της μας είναι συγγενική, είναι καλό πράγμα' δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή' ακριβώς όπως κάθε πόνος είναι κακό πράγμα κι ωστόσο δεν είναι όλοι οι πόνοι τέτοιοι που να μπορούμε να τους αποφεύγουμε.

Είναι καθήκον μας, εντούτοις, να τα κρίνουμε όλα αυτά παραβάλλοντας και συγκρίνοντας το ένα με το άλλο και εξετάζοντας προσεκτικά τι συμφέρει και τι όχι. Γιατί ορισμένες φορές μεταχειριζόμαστε το αγαθό ως κακό και αντιστρόφως.

Το να αρκείται κανείς σ' αυτά που έχει, το θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά-με τη γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς δύσκολα' ότι μια σκέτη σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα πολυτελές γεύμα, όταν έχει φύγει όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την έλλειψη τροφής, και ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη.

Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στον απλό τρόπο ζωής κι όχι στην πολυτέλεια, δεν βοηθά μόνο την υγεία αλλά κάνει επίσης τον άνθρωπο ικανό να αντεπεξέρχεται με αποφασιστικότητα στις αναγκαίες ενασχολήσεις της ζωής· μας κάνει να το ευχαριστιόμαστε περισσότερο όταν, αραιά και πού, παίρνουμε μέρος σε πολυτελή γεύματα, και μας προετοιμάζει να σταθούμε άφοβοι μπρος στα παιχνίδια της τύχης.

Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και των αισθησιακών απολαύσεων, όπως νομίζουν κάποιοι -από άγνοια κι επειδή διαφωνούν μαζί μας ή παίρνουν στραβά τα λόγια μας-, αλλά εννοούμε το να μην υποφέρει κανείς σωματικούς πόνους και το να μην είναι η ψυχή του ταραγμένη. Γιατί τη γλυκιά ζωή δε μας την προσφέρουν τα φαγοπότια κι οι διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις με αγόρια και γυναίκες, ούτε τα ψάρια και τ’ άλλα εδέσματα που προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, αυτός που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησής μας ή κάθε αποφυγής μας, και αποδιώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν την ψυχή μας.

Αφετηρία για όλα αυτά, και μέγιστο αγαθό συνάμα, είναι η φρόνηση. Γι αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από τη φιλοσοφία ακόμα, γιατί απ’ αυτήν απορρέουν όλες οι αρετές: η φρόνηση που μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα αν η ζωή του δεν έχει γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, κι ούτε πάλι μπορεί να ’χει η ζωή του γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει και χαρά. Γιατί οι αρετές αυτές είναι σύμφυτες με το να ζει κανείς ευτυχισμένα, κι η ευτυχισμένη ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές.

Ποιον άραγε θεωρείς καλύτερο από εκείνον που έχει αγνή και καθάρια γνώμη για τους θεούς και που ’χει ξεπεράσει τελείως το φόβο του θανάτου; Που έχει αναλογιστεί το σκοπό που έθεσε η φύση, που έχει αντιληφθεί πόσο εύκολα αγγίζει κανείς και κατακτά το όριο των καλών πραγμάτων και πόσο μικρή είναι η διάρκεια ή η ένταση των κακών. Που κοροϊδεύει την Αναγκαιότητα - που κάποιοι την παρουσιάζουν ως την απόλυτη εξουσιάστρια των πάντων-, και βεβαιώνει ότι άλλα πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά, άλλα οφείλονται στην τύχη, άλλα όμως περνούν από το χέρι μας· γιατί το βλέπει ότι η αναγκαιότητα δεν φέρει ουδεμία ευθύνη κι η τύχη είναι άστατη, όμως εκείνο που εξαρτάται από εμάς (τό δε παρ’ ημάς άδέσποτον), είναι ελεύθερο και φυσι­κά επιδέχεται τη μομφή όσο και τον έπαινο. Οπότε, καλύτερα να πιστέψουμε στους μύθους περί θεών παρά να υποδουλωθούμε στην Αναγκαιότητα (την ειμαρμένη) των φυσικών φιλοσόφων: οι μύθοι αφήνουν κάποιαν ελπίδα να εξευμενίσει κανείς τους θεούς μέσω της λατρείας τους, ενώ αντίθετα η Αναγκαιότητα δεν κάμπτεται με τις δεήσεις.

Αλλά και την Τύχη, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν τη θεωρεί θεά όπως κάνουν οι πολλοί -αφού από ένα θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα. Ούτε την θεωρεί ως αστάθμητη αιτία όλων των πραγμάτων· γιατί δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται στους ανθρώπους το καλό ή το κακό ως προς την ευτυχία τους. Πιστεύει ότι η τύχη είναι απλώς μια αφετηρία για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά. Πιστεύει πως είναι καλύτερα να ατυχήσει μετά από σωστή σκέψη παρά να σταθεί τυχερός όντας παράλογος. Γιατί στις ανθρώπινες πράξεις καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση.

Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου· και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά. (Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα - απόσπ.).

ΩΣ ΕΝΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΟΤΙ Η ΗΔΟΝΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ το σκοπό της ζωής, ο Επίκουρος προβάλλει και το γεγονός ότι όλα τα ζωντανά πλάσματα την επιδιώκουν και την απολαμβάνουν απ’ τη στιγμή που Οα γεννηθούν, ενώ προς τον πόνο εκδηλώνουν μια φυσική αποστροφή.

Αν αυτά που προκαλούν τις ηδονές των ασώτων, μπορούσαν επίσης να διαλύσουν τους φόβους απέναντι στα ουράνια και στο θάνατο και τους πόνους, και αν επιπλέον ήσαν ικανά να διδάξουν ποια είναι τα όρια της επιθυμίας και του πόνου, τότε δεν θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, που από παντού θα αντλούσαν ηδονές και δεν θα ‘ξέραν τι θα πει λύπη και πόνος - αυτά δηλαδή που συνιστούν το κακό. (Κ.Δ. 10).

Καμιά ηδονή δεν είναι από μόνη της κακό πράγμα. Όμως αυτά που μας οδηγούν σε κάποιες ηδονές, επιφέρουν προβλήματα πολύ μεγαλύτερα από τις ηδονές. (Κ.Δ. 12).

Άλλες επιθυμίες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες είναι φυσικές μα όχι και αναγκαίες, και άλλες δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες αλλά γεννιούνται από την κενοδοξία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι επιθυμίες εκείνες που θέτουν τέλος στον πόνο - όπως λ.χ. το νερό παύει τη δίψα· στη δεύτερη ανήκουν εκείνες που διαφοροποιούν την ηδονή χωρίς να εξουδετερώνουν κάποιον πόνο -όπως λ.χ. τα πολυτελή εδέσματα’ μη φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίες είναι, ας πούμε, η δόξα, οι ανδριάντες και τα στεφάνια. (Κ.Δ. 24).

Για κάθε επιθυμία που θα σου ’ρχεται, πρέπει να ρωτάς: τι θα γίνει με μένα αν πραγματοποιηθεί αυτό που ζητάω; και τι αν δεν πραγματοποιηθεί; (Επικ. Προσφ. 71)·

ΤΟΥΤΗ II ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ αντίληψης για την ηδονή θα ήταν ελλιπής χωρίς μία αναφορά σε αυτό που ο δάσκαλος θεωρούσε σημαντικότατο της στοιχείο. Η φιλία ήταν μέρος της φιλοσοφίας, όπως και της ζωής του Επίκουρου, και καθιερώθηκε ως μία από τις θεμελιώδεις παραδόσεις της σχολής:

Ανάμεσα σε κείνα με τα οποία σε προετοιμάζει η σοφία για την ευτυχία σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου, το σημαντικότερο απ’ όλα είναι η απόκτηση φίλων. (Κ.Δ. 27).

Η φιλία χορεύει ολόγυρα από την οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας. (Επικ. Προσφ. 52).

Δεν είναι τόσο η βοήθεια των φίλων αυτό που χρειαζόμαστε, όσο η εμπιστοσύνη στη βοήθειά τους. (Επικ. Προσφ. 34)·

Είναι γλυκιά η ανάμνηση ενός πεθαμένου φίλου. (Απ. 50).

Μην κάνεις τίποτα για το οποίο θα φοβάσαι μη μαθευτεί από τον πλησίον σου. (Επικ. Προσφ. 70).

Ο ευγενής άνθρωπος νοιάζεται πολύ για την σοφία και την φιλία· το πρώτο είναι θνητό αγαθό ενώ το δεύτερο είναι αθάνατο.» (Επικ. Προσφ. 78).

 

 

Η στάση απέναντι στο θεό

 

Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΠΑΡΟΤΡΥΝΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ να βρουν την ευτυχία στις ηδονές, αλλά στις ηδονές εκείνες που δεν αφήνουν πικρή γεύση. Ωστόσο, όποια ευτυχία και να βρει ο άνθρωπος στην αναζήτηση της ηδονής, τρεις μέγιστοι φόβοι εξακολουθούν να τον κατατρέχουν: ο φόβος του θανάτου, ο φόβος του θεού, ο φόβος του άλλου κόσμου. Μ’ αυτές τις απειλές μόνιμα παρούσες, πώς μπορούν οι άνθρωποι να απολαύσουν αβασάνιστα την ηδονή; Ο θάνατος ήταν κάτι το βέβαιο. Η παραδοσιακή θρησκεία μιλούσε για ένα πλήθος ισχυρών και παρορμητικών θεοτήτων που επενέβαιναν αυθαίρετα στη ζωή των θνητών. Όσο για τη μετά θάνατο ζωή, οι ποιητές περιέγραφαν έναν κάτω κόσμο όπου οι νεκροί ήταν καταδικασμένοι να περιφέρονται αιώνια, φαντάσματα δίχως αίμα και δύναμη' έναν κάτω κόσμο όπου oι Ερινύες με βουτηγμένα στο αίμα μαστίγια, φίδια με πενήντα κεφάλια, το τερατώδες σκυλί του Άδη και άλλες χίλιες μορφές του φόβου, περίμεναν να τιμωρήσουν τις εσκεμμένες ή αθέλητες αμαρτίες. Πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να είναι ευτυχής με τούτα τα σπαθιά να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του;

Ας δούμε πώς ο Επίκουρος ήλπιζε να τους παρηγορήσει και να τους υπερασπιστεί από τη βίαιη εισβολή του φόβου. Το απόσπασμα που α­κολουθεί δείχνει την αντίληψή του για το θεό:

Πρώτα-πρώτα, το θεό να τον θεωρείς ως ένα ον άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους τους ανθρώπους παράστασή του. Μην του προσάπτεις τίποτα το άσχετο με την αφθαρσία και αταίριαστο με τη μακαριότητά του. Πίστευε, αντίθετα, σε ο,τιδήποτε μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Οι θεοί υπάρχουν, μιας και η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοκάθαρη. Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο πολύς ο κόσμος. Γιατί ο κόσμος δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση των θεών.

Ασεβής δεν είναι αυτός που βγάζει από τη μέση τους θεούς στους οποίους πιστεύει ο πολύς κόσμος· ασεβής είναι αυτός που φορτώνει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Ό, τι πιστεύει ο κόσμος για το θεό δεν είναι γνώση αλλά ψευδής δοξασία. Από δω και η αντίληψη ότι οι θεοί προκαλούν στους κακούς τα μεγαλύτερα δεινά και ότι ευεργετούν τους καλούς. Διότι οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές και αποδέχονται τους ομοίους τους ενώ το διαφορετικό το θεωρούν ξένο και εχθρικό. (Επιστολή προς Μενοικέα).

Το μακάριο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε και σε άλλους προκαλεί, έτσι δεν οργίζεται με κανέναν και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Γιατί όλα αυτά είναι γνωρίσματα των αδύναμων όντων. (κ.δ. Ι).

 

 

Απέναντι στο θάνατο

 

Ο ΘΕΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ, λοιπόν, αλλά η ευλογημένη και αδιάφθορη ύπαρξή του βρίσκεται υπεράνω οργής, υπεράνω κάθε ενδιαφέροντος για τα ανθρώπινα. Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε ούτε Εκείνον ούτε τις τιμωρίες και τα μαρτύρια μιας κόλασης που οι λογοτέχνες επινόησαν και που είναι εντελώς ανακόλουθη με την αληθινή αντίληψη για το θείο. Όμως ο φόβος του θανάτου παραμένει. Να πώς τον αντιμετωπίζει ο Επίκουρος:

ΚΟΙΤΑ να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας' όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά επειδή μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ’χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό, τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά. ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας. ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ’ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν’ αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή, αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έ­τσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. (Επιστολή προς Μενοικέα-απόσπ).

ΕΤΣΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΟ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, του θανάτου και της μέλλουσας ζωής. Όμως προσπαθεί επίσης να προστατέψει τον άνθρωπο και από άλλους κινδύνους. Αντιμετωπίζει και -κατ’ εξαίρεση, όχι με απόλυτη ευθύτητα- τον πόνο ως εξής:

Ο σωματικός πόνος δεν παραμένει μόνιμα. Ο οξύτατος πόνος διαρκεί πολύ λίγο' ενώ κάθε πόνος που απλώς είναι υπέρτερος από τη σωματική ηδονή, δε βαστά πολλές μέρες. Και στις μακροχρόνιες αρρώστιες, στο σώμα υπερτερεί η ηδονή παρά ο πόνος. (κ.δ. 4).

ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΠΕΙΣΤΙΚΟ· και για να είμαστε ειλικρινείς, ο Επίκουρος αντιμετωπίζει τις φυσικές αλλαγές και τις ατυχείς συγκυ­ρίες της ζωής αποφεύγοντας ή ελαχιστοποιώντας τες. Παρακινεί τους οπαδούς του να εκτίθενται όσο το δυνατό λιγότερο, να διάγουν βίους προστατευμένους όπως έκαναν ο ίδιος και οι μαθητές του στον ήσυχο αθηναϊκό τους κήπο. Υποστήριζε ότι έπρεπε να κρατιέται κανείς μα­κριά από την πολιτική, να καταπνίγει τη φιλοδοξία, να περιφρονεί τις τιμές που προσφέρει η πολιτεία και ο στρατός. Για να γίνουμε μεγάλοι ηγεμόνες ή δημόσιοι άντρες πρέπει να ξεχάσουμε ότι γεννηθήκαμε για την ηδονή κι όχι για τη φήμη ή την εξουσία. Έτσι οι δύο λέξεις- κλειδιά της διδασκαλίας του είναι αυτάρκεια και ελευθερία από ψυχική ταραχή (αταραξία)· η δε πρωτοτυπία και δύναμή της έγκειται τόσο σ’ αυτές όσο και στο δόγμα του περί ηδονής.

 

Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας είναι η ελευθερία. (Ε. Π. 77).

Πολυτιμότερος καρπός της δικαιοσύνης είναι η αταραξία.

Ζήσε στην αφάνεια.(Απ. 86).

Τίποτα δεν είναι αρκετό για όποιον το αρκετό τού είναι λίγο. (Απ. 7°)·

 

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΑΤΙΑ στις κατευθυντήριες αρχές του Επίκουρου, ας δούμε την άποψή του και για ορισμένα άλλα ιδεώδη του ανθρώπινου γένους.

 

 

α. Πλούτος

 

Τα αμέτρητα πλούτη σημαίνουν μεγάλη φτώχεια, αν εκτιμηθούν σύμφωνα με το φυσικό σκοπό της ζωής. (Ε.Π. 25).

Αν ζεις σύμφωνα με τη φύση, δεν θα ’σαι ποτέ φτωχός. Αν ζεις σύμφωνα με ό, τι πιστεύουν οι πολλοί, δεν θα ’σαι ποτέ πλούσιος. (Σενέκας, Επιστ. 16.7).

Τον πλούτο τον απολαμβάνει αληθινά αυτός που τον έχει λιγότερο ανάγκη. (Σενέκας, Επιστ. 4.10).

Η εύθυμη φτώχεια είναι αξιότιμη. (Σενέκας, Επιστ. 14.17).

Πολλοί, σαν πλούτισαν δεν βρήκαν στον πλούτο καταφύγιο απ’ το κακό, παρά μια νέα, χειρότερη μορφή του κακού. (Απ. 72).

Κανέναν δεν πρέπει να φθονούμε: τους καλούς ανθρώπους δεν τους αξίζει ο φθόνος' κι όσο για τους κακούς, ετούτοι όσο καλύτερα τα πάνε τόσο περισσότερο αυτοκαταστρέφονται. (Ε.Π. 53)·

Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις άλλα χρήματα· αφαίρεσέ του την επιθυμία να πλουτίσει. (Απ. 28).

 

β. Εξουσία

 

Την ευτυχία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη ούτε η πληθωρική δραστηριότητα ούτε οι εξουσίες ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότης των συναισθημάτων κι η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση. (Απ. 85).

Η εξουσία κι η βασιλεία είναι φυσικά αγαθά, εφ’ όσον μπορούν πραγματικά να σε εξασφαλίσουν απέναντι στους άλλους ανθρώπους. (Κ.Δ. 6).

 

 

γ. Επιστήμη

 

ΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ του Επίκουρου βασίζεται στην επιστήμη, ο ίδιος δεν πιστεύει στη γνώση ως αυτοσκοπό. Τη θεωρεί υποταγμένη στον απώτατο σκοπό που είναι η αταραξία και η ηδονή' πέραν τούτου, δεν της δίνει περισσότερη αξία.

Οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να απαλλαγούν από το φόβο πάνω στα πιο σημαντικά ζητήματα, αν παρέμεναν θύματα της μυθολογίας και δεν είχαν ιδέα για τη φύση του σύμπαντος. Χωρίς τη φυσική επιστήμη, λοιπόν, δεν μπορούμε να απολαύσουμε γνήσια τη ζωή.

ΑΝ δεν μας βασάνιζαν οι αμφιβολίες για τα ουράνια κι οι υποψίες μήπως ο θάνατος σημαίνει κάτι για μας, κι ακόμα, αν δεν μας ταλαιπωρούσε το ότι δεν ξέρουμε ποια είναι τα όρια των πόνων και των επιθυμιών, τότε δεν θα είχαμε ανάγκη από την φυσική επιστήμη. (Κ.Δ. 11).

Δεν πρέπει να μελετάμε τη φύση με κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά όπως απαιτούν τα φαινόμενα. Γιατί στη ζωή δεν έχουμε ανάγκη από υποκειμενισμούς (ιδιολογίας) και κούφιες δοξασίες, αλλά από αταραξία ψυχής. (Προς Πυθοκλή, 86).

 

 

δ. Αρετή

 

Η ΤΟΛΜΗ και η συνέπεια της σκέψης του Επίκουρου, ζωγραφίζονται στον τρόπο που πραγματεύεται τη σπουδαιότερη αρετή, το δίκαιο, υποβιβάζοντας την σε απλή σκοπιμότητα:

Το φυσικό δίκαιο δεν είναι παρά σύμβαση συμφέροντος, καθώς αποβλέπει στο να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους οι άνθρωποι. (Κ.Δ. 31).

Δικαιοσύνη αυτή καθαυτή δεν υπήρξε ποτέ. Συνθήκη ήταν πάντα, που κατά τόπους γεννιόταν μέσα από τις αμοιβαίες συναναστροφές των ανθρώπων. (Κ.Δ. 33)·

Δεν υπάρχει η έννοια του δικαίου ή της αδικίας για τα πλάσματα εκείνα που δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν να μη βλάπτονται μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τους λαούς εκείνους που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συνάψουν συνθήκες ώστε οι άνθρωποι να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται. (Κ.Δ. 32).

Η αδικία από μόνη της δεν αποτελεί κακό. Είναι κακό ως προς τον φόβο που ελλοχεύει στο μυαλό αυτού που την δια- πράττει, ότι δεν θα ξεφύγει από εκείνους που έχουν οριστεί ως τιμωροί αδίκων πράξεων. (Κ.Δ. 34)·

Κανένας απ’ αυτούς που κρυφά καταπατούν τα όσα συμφώνησαν μεταξύ τους οι άνθρωποι ώστε να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται, δεν είναι δυνατό να πιστεύει πως θα μένει απαρατήρητος, έστω κι αν μέχρι τώρα έχει ξεφύγει χιλιάδες φορές· γιατί δεν είναι βέβαιο πως θα ξεφεύγει μέχρι το τέλος. (Κ.Δ. 35)·

Από γενική σκοπιά, το δίκαιο είναι για όλους το ίδιο, μιας και είναι προς το συμφέρον των ανθρώπινων σχέσεων. Όμως λόγω της ιδιαιτερότητας μιας χώρας ή για τις όποιες άλλες αιτίες, το δίκαιο καταλήγει να μην είναι το ίδιο για όλους. (Κ.Δ. 36).

Από τα όσα θεωρούνται δίκαια σύμφωνα με το νόμο, θέση στο χώρο της δικαιοσύνης έχει εκείνο που αποδεδειγμένα ωφελεί όσον αφορά στις ανάγκες των κοινωνικών σχέσεων - είτε αποβαίνει το ίδιο για όλους είτε όχι. Αν όμως κάποιος θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος της κοινωνικής ζωής, ο νόμος τούτος δεν έχει το φυσικό χαρακτήρα του δικαίου. Αυτό που κατά το νόμο είναι ωφέλιμο, έστω κι αν κάποτε διαφοροποιείται, για ορισμένο χρονικό διάστημα βρίσκεται εναρμονισμένο με την έννοια του δικαίου· και δεν παύει, για εκείνο ακριβώς το διάστημα, να θεωρείται δίκαιο από όσους δεν ταράζονται από κούφια λόγια και δεν χάνουν από το βλέμμα τους την πραγματικότητα. (Κ.Δ. 37)·

Ο δίκαιος είναι ο πιο ατάραχος άνθρωπος' ενώ ο άδικος ζει γεμάτος ταραχή. (Κ.Δ. 17)

 

 

Μερικές ρήσεις

 

Ποτέ δεν θέλησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφ’ ενός, δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς· και αφ’ ετέρου, τα όσα γνώριζα βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη. (Απ. 43)·

Στη θεωρητική συζήτηση κερδισμένος βγαίνει ο ηττημένος, εφ’ όσον κάτι έμαθε παραπάνω. (Ε.Π. 74)·

Οι νόμοι υπάρχουν για χάρη των σοφών· για να τους προφυλάξουν, όχι απ’ το να κάνουν αδικίες αλλά από το να υφίστανται αδικίες. (Απ. 8ι).

Ο περισσότερος κόσμος όταν ησυχάζει είναι σαν ναρκωμένος κι όταν δραστηριοποιείται είναι σαν τρελαμένος. (Ε.Π. 74)

Ακούω να μου λες πως οι ανησυχίες της σάρκας σ’ έχουν κάνει επιρρεπή στις σεξουαλικές ηδονές. Εφ’ όσον δεν παραβαίνεις κανένα νόμο και δεν μετακινείς τα ήθη τα καλώς κείμενα, εφ’ όσον δεν προκαλείς στενοχώρια σε κανέναν άνθρωπο γύρω σου, εφ’ όσον δεν επιβαρύνεις το σώμα σου και δεν κατασπαταλάς ό, τι σου είναι αναγκαίο, τότε χρησιμοποίησε όπως θέλεις αυτή σου την κλίση. Δε γίνεται όμως να μη σε εμποδίσει κάποιο από τα παραπάνω. Το σεξ δεν ωφέλησε ποτέ' ας είμαστε ευχαριστημένοι αν δεν μας βλάψει κιόλας. (Ε.Π. 51).

Κακό πράγμα η ανάγκη' δεν είναι όμως διόλου αναγκαίο να ζει κανείς υπό καθεστώς ανάγκης. (Ε.Π. 9).

Όποιος έχει λιγότερο την ανάγκη του αύριο, αυτός θα πάει να συναντήσει το αύριο με τη μεγαλύτερη χαρά. (Απ. 78)·

 

 

Για τη φιλοσοφία

 

Μάταιος είναι ο φιλοσοφικός λόγος που δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος· ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά μόνο σαν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτε αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της. (Απ. 54)·

Όσο είναι κανείς νέος, ας μην αναβάλλει για το μέλλον τη φιλοσοφία, μα κι όταν γεράσει, ας μη βαριέται να φιλοσοφεί. Γιατί για κανένα δεν είναι ποτέ νωρίς και ποτέ αργά για ό, τι έχει να κάνει με την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα για φιλοσοφία ή ότι πέρασε πια ο καιρός, μοιάζει με άνθρωπο που λέει πως δεν είναι ώρα τώρα για την ευτυχία ή πως δεν έμεινε πια καιρός γι" αυτήν. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος: ο ένας ώστε καθώς γερνά, να νιώθει νέος μες στα αγαθά που του προσφέρει η χάρη των περασμένων· ενώ ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, αφού δεν θα ’χει αγωνία για το αύριο. Χρειάζεται, λοιπόν, να στοχαζόμαστε τα όσα φέρνουν την ευδαιμονία, αφού όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, κι όταν τη στερούμαστε κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.

Να πράττεις και να μελετάς αυτά που συνεχώς σου παράγγελνα, θεωρώντας τα ως βασικές αρχές του καλώς ζην.» (Επιστ.  Προς Μενοικέα-απόσπ.).

 

 

Η διδασκαλία της Φύσης

 

Η φύση μάς διδάσκει να θεωρούμε μικρά τα όσα μας φέρνει η τύχη· μας διδάσκει, όταν είμαστε τυχεροί να μην αγνοούμε την ατυχία, αλλά κι όταν δυστυχούμε να μην υπερεκτιμούμε την καλοτυχία' και να δεχόμαστε ατάραχοι τα καλά που μας φέρνει η τύχη αλλά και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιταχθούμε σε όσα μας φαίνονται κακά· μας διδάσκει πως όλα όσα οι πολλοί θεωρούν καλά και κακά είναι εφήμερα και πως η σοφία δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με την τύχη. (Απ. 77)·

Ας ευγνωμονούμε την ευλογημένη φύση, που όλα τα αναγκαία τα έκανε ευκολοαπόκτητα και τα μη αναγκαία δύσκολοαπόκτητα. (Απ. βγ).

 

 

Δύο απόψεις για τον επικουρισμό

 

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ Λακτάντιος σχολιάζει: «Στους ανίδεους λέει ότι δεν χρειάζεται να μελετούν λογοτεχνία' απαλλάσσει τους φιλάργυρους από το καθήκον της ευεργεσίας’ αποτρέπει τον αργόσχολο από την υπηρεσία προς το κράτος, τον τεμπέλη από τη δουλειά και τον δειλό από τη μάχη. Οι άθεοι μαθαίνουν ότι οι θεοί είναι αδιάφοροι' οι εγωιστές δέχονται την εντολή να μη δίνουν τίποτα σε κανένα, γιατί ο σοφός ό, τι κάνει το κάνει για τον εαυτό του· ο μοναχικός ακούει να υμνείται η μοναξιά, ο φιλάργυρος μαθαίνει ότι μπορεί να ζήσει μόνο με ψωμί και τραχανά· εκείνος που μισεί τη γυναίκα του ακούει για την ευλογημένη ζωή των εργένηδων· ο γονιός ενός άχρηστου παιδιού ακούει για τα αγαθά της ατεκνίας· τα παιδιά των ασεβών μαθαίνουν ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση προς τους γονείς· στους αδύναμους και τρυφηλούς υπενθυμίζεται ότι ο πόνος είναι το χειρότερο των κακών.» (Div Inst. III 17).

 

Ο Λουκιανός μιλώντας για τον Επίκουρο λέει:

 

«Εκείνος ο άγιος και θεσπέσιος άνθρωπος, ο μόνος που με όπλο την αλήθεια ξεχώρισε τα καλά και τα μετέδωσε στον κόσμο κι απελευθέρωσε το πνεύμα όσων μαθήτευσαν κοντά του.»

«Πόσα καλά προσφέρει το βιβλίο εκείνο[*] σε όσους το διαβάζουν, πόση γαλήνη, αταραξία και ελευθερία γεννά μέσα τους, γλυτώνοντάς τους από τους φόβους, τα φαντάσματα και τα τέρατα, κι από μάταιες ελπίδες και περιττές επιθυμίες, αφού ενσταλάζει φρόνηση και αλήθεια και εξαγνίζει πραγματικά τη σκέψη τους κι όχι με δάδες και κρεμμύδια κι άλλες τέτοιες χαζομάρες, αλλά με ορθό λόγο, αλήθεια και παρρησία.»

(Λουκ. Αλέξανδρος η φευδομάντης, 61, 47)·

ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗ ΘΑΥΜΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΟΛΜΗ αυτού του εγχειρήματος, να ανεγερθεί ένα απαραβίαστο τείχος μες στο οποίο το ανθρώπινο πνεύμα θα μπορεί να προφυλαχτεί από τους κινδύνους του κόσμου τούτου και του επόμενου. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν υπήρξε ποτέ τόσο δημοφιλές. Είναι σαφές και εύλογο. Σ’ αυτούς που δεν ζητούν παρά μία άνετη διαβίωση με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια, άγχος, κίνδυνο και ταλαιπωρία, ο Επίκουρος προσφέρει μία θεωρία που εξηγεί τις παρορμήσεις τους, δικαιολογώντας και ενισχύοντας παράλληλα τις συν­ήθειές τους. Και υπάρχει κάτι το ευγενές σε μία φιλοσοφία που εκθέτει καθαρά τον παραλογισμό της ανηθικότητας, της απληστίας και της δεισιδαιμονίας, εγκωμιάζοντας τα πλεονεκτήματα της απλής ζωής. Ιδίως τον παραλογισμό της δεισιδαιμονίας, που πάντα στάθηκε μία από τις μεγαλύτερες πληγές της ανθρωπότητας.

Ωστόσο, κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν έχει ποτέ κατηγορηθεί και δεν έχει γίνει τόσο απεχθές όσο αυτό. Συναινεί στις καταχρήσεις, υπογράμμιζε ο Λακτάντιος. Και αν εκφράζει τις συνειδητές ή υποσυνείδητες επιθυμίες των δύο τρίτων της ανθρωπότητας, αηδιάζει και εξοργίζει την υπόλοιπη, μιας και ο επικουρισμός ψαλιδίζει τα φτερά όλων εκείνων των υψηλοφρόνων επιδιώξεων, οραμάτων και προσπαθειών μέσω των οποίων ο άνθρωπος «τείνει» να ανυψωθεί στα ουράνια' ο αετός γίνεται όρνιθα που βρίσκει την ευτυχία στο καλαμπόκι, μες στις κοπριές. Πάει η θρησκεία. Πάει η επιστήμη: η χρησιμότητά της εξαντλείται από τη στιγμή που ελευθερώνει τους ανθρώπους από τη δεισιδαιμονία. Η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός για εκείνους που έχουν θέσει την ηδονή ως απώτερο σκοπό της ζωής τους. Πάει η λογοτεχνία. Ο Επίκουρος έβλεπε την ποίηση ως «σαματά των ποιητών», μιλούσε για «ανοησίες του Ομήρου» και συμβούλευε τους οπαδούς του «ν’ ανοίξουν πανιά και ν’ απομακρυνθούν από κάθε λογής παιδεία». Πάει η πολιτική: γιατί μας εκθέτει στο άγχος και στον κίνδυνο και μας αποσπά από το αληθινό αγαθό. Μένουν τα ιδεώδη της επικούρειας φιλοσοφίας, εκείνα της αυτάρκειας και αταραξίας - ένας εγωισμός ελάχιστα χυδαίος ή απωθητικός, ίσως ο πιο συμπαθής και φωτισμένος, όμως παρ’ όλα αυτά εγωισμός που ίσως αψηφά τη ρήση:«Ο άνθρωπος οφείλει να επιδιώκει τη γαλήνη, μόνο στο βαθμό που δεν καταστρέφει τη μεγαλοφροσύνη.

 

 


[*] Σ.τ.μ. : οι «Κύριες δόξες» του Επίκουρου