www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ

(Ιωάννης Συκουτρής)

 Λήψη του αρχείου

Στο έργο «ΗΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ»

του Tadeusz Zielinski

 

 

§1. Ὁ σημερινός δυτικός πολιτισμός, γέννημα καί ἐξέλιξις τῶν πολιτιστικῶν στοιχείων πού μᾶς κληροδότησεν ἡ Ἀρχαιότης, καί ἑπομένως, εἰς τάς γενικός του γραμμάς, περάνω ἐθνικῶν καί γλωσσικῶν ὁρίων ερισκόμενος, δίδει καί εἰς τό πρόβλημα τῆς σχέσεώς μας πρός τήν Ἀρχαιότητα, ὡς πολιτιστικήν καί ἐκπαιδευτικήν ἀξίαν, κοινήν δι' λα τά ἔθνη μορφήν. Καί ὅμως ἀναλόγως της θέσεως, πού ἱστορικῶς ἀπέναντί τς Ἀρχαιότητος κατέχει ἕκαστον ἔθνος, ἀναλόγώς της σχέσεώς του πρός τήν κληρονομίαν ατς, καθοριζομένην ἀπό τά ἰδιάζοντα εἰς ἕκαστον χαρακτηριστικά, ἀναλόγως πρός ἄλλας ἐνδοεθνικάς προϋποθέσεις καί συνθήκας, ρυθμίζονται καί ἡ ἐμφάνισις τοῦ προβλήματος τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν καί αἱ ἑκάστοτε προβαλλόμεναι λύσεις ατοῦ. ξ ἄλλου τό ἀνθρωπιστικόν ζήτημα - διά νά τό ὀνομάσω τοιουτοτρόπως συντομίας χάριν - ἀποτελε ν ἀπό τά πολλά ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς κάστου ἔθνους καί ερίσκεται εἰς τελείας ἀλληλεξαρτήσεως σχέσιν πρός αὐτά.

Διά τήν Ἑλλάδα, ὡς ἱστορικόν - ὄχι ἁπλῶς πολιτιστικόν - κληρονόμον τοῦ ἑλληνιμο, παρουσιάζει τό πρόβλημα πολύ περισσοτέρας διαιτέρας φάσεις, πού εἶναι ἀπαραίτητον νά ἐξετασθοῦν ἐδῶ ὡς συμπλήρωμά της ἀπό καθαρῶς ερωπαϊκής ἀπόψεως ἐκθέσεως τοῦ ζητήματος ὑπό του Zielinski.

 

 

I.

 

            § 2. Ἐκ τῶν τριῶν σπουδαίων ἐπιχειρημάτων, πού προσᾶ γονται εἰς τάς ἄλλας χώρας ἐναντίον τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας, τό χρησιμοκρατικόν δέν παρουσιάζει δί’ ἡμας ἰδιαιτέραν μορφήν. Περιττεύει ἑπομένως πᾶσα περαιτέρω ἀνάπτυξις μετά τά λεχθέντα ὑπό τοῦ συγγραφέως. Τ’ ἄλλα δύο, τό ὅτι ἡ ἀνθρωπιστική παιδεία δημιουργεῖ καί διατηρεῖ τάς ἀριστοκρατικάς ἀντιλήψεις καί ὅτι ἐμποδίζει τήν εἰς ἐπαρκῆ βαθμόν ἐπαφήν μέ τ’ ἀγαθά τοῦ ἐθνικοῦ πολιτισμοῦ καί μειώνει, μέ τόν ὑπερεθνή τῆς χαρακτήρα, τήν προσήλωσιν τοῦ μαθητοῦ εἰς τάς ἐθνικάς παραδόσεις, δέν ἔχουν εἰς τήν Ἑλλάδα καμμίαν ἐφαρμογήν. Καί ὅμως δέν εἶναι περιττόν ἴσως νά ἔξετασθοϋν δί’ ὄλι- γῶν ἐν σχέσει πρός τάς νεοελληνικᾶς συνθήκας.

 

§ 3. Ὅτι ἡ σπουδή τῆς Ἀρχαιότητος εὐνοεῖ τάς ἀντιδραστικάς καί ἀριστοκρατικάς ροπάς μιᾶς κοινωνικῆς τάξεως, εἶναι βέβαια ψεῦδος. Τό ἀποδεικνύει ἄλλωστε ἡ ἀντιπάθεια ἴσα - ἴσα τοῦ Κάϊζερ ἐν Γερμανίᾳ καί τῶν περί αὐτόν, οἱτινες διέβλεπον εἰς τήν συνεχῆ ἐνασχόλησιν μέ τούς δύο δημοκρατικούς λαούς τῆς Ἀρχαιότητος, εἰς τόν ἐνθουσιασμόν ὑπέρ τοῦ Περικλέους καί τοῦ Σκιπίωνος, τῶν Γράκχων καί τοῦ Δημοσθένους, ἐπικινδύνους πηγάς ἐπαναστατικῶν τάσεων. Ἀληθές μόνον εἶναι, ὅτι ἡ ἀριστοκρατική τάξις ἐν Εὔρωπῃ καί ὁσοι προσπαθοῦν νά ἐξυψωθοῦν μέχρις αὐτῆς, καί πρό τοῦ πολέμου καί μετ’ αὐτόν, ἐξακολουθοῦν διά τήν μέσην ἐκπαίδευσιν νά προτιμοῦν τ’ ἀνθρωπιστικά γυμνάσια, εἴτε ἀπό ἐμμονήν εἰς τάς πατροπαραδότους συνηθείας καί ἐνστικτώδη ἀποστροφήν πρός τήν πληβειακήν μᾶλλον καί βαναυσώδη, ὁπως πιστεύουν, πρακτικήν παιδείαν, εἴτε διότι εἶναι αὐτοί, περισσότερον τῶν λαϊκῶν τάξεων, ἱκανοί νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξίαν μιᾶς ἀνωτέρας πνευματικῆς μορφώσεως, πού δέν συνεπιφέρει καθ’ ἑαυτήν ἄμεσα ὑλικά ὠφελήματα, εἴτε καί διότι εἶναι εἰς θέσιν νά βαστάσουν τά οἰκονομικά βάρη μιᾶς ἀγωγῆς ὀκταετοῦς πολυδαπάνου, ὁπως εἶναι εἰς τήν Εὐρώπην ἡ γυμνασιακή ἐκπαίδευσις. Ἐνῶ τουναντίον αἱ κατώτεραι τάξεις διαβλέπουν εἰς τόν ἐγκέφαλον τῶν τέκνων τῶν κεφάλαια, πού ὀφείλουν κατά τό δυνατόν ἐνωρίς νά παύσουν νά εἶναι ἀργά. Ἐντεῦθεν καί διότι ἡ ἀνθρωπιστική παιδεία (μή δυναμένη καί μή ἀξιοῦσα νά γίνῃ ἡ ἀποκλειστική μορφή τῆς ἐκπαιδεύσεως ὅλου του ἔθνους) ἀποτελεῖ μέ τήν ὕπαρξίν της χαρακτηριστικήν ἀθέτησιν τοῦ ἱεροῦ νόμου τῆς ἰσοπεδώσεως, εἶναι ὁ στόχος τῶν ἐπιθέσεων τῶν κομμάτων τῆς ἀριστερᾶς.

Εἰς ἡμᾶς βέβαια οὔτε ἀριστοκρατία ὑπάρχει, πού πρέπει νά πολεμηθῇ, οὔτε νά τήν δημιουργήσουν ἡμποροϋν τά ἑλληνικά γράμματα, ὁ τρόπος δέ, πού παρέχεται ἡ παιδεία καί εἰς τάς λαϊκωτέρας τάξεις, εἶναι ὑπέρ τό δέον δημοκρατικός. Kαί ἀληθινά δέν ὑπάρχει θλιβερώτερον χαρακτηριστικόν τοῦ πόσον πιθηκίζουν τάς εὐρωπαϊκᾶς συνθήκας καί πόσον ὀλίγην ἀνεξαρτησίαν πνεύματος καί ἐνεργείας ἔχουν μερικοί ἐκ τῶν ὑπερσυγχρονισμένων κριτικῶν τῶν ἐκπαιδευτικῶν μας πραγμάτων, ἀπό τήν κατά τά τελευταία ἔτη συνεχῶς ἐπιρριπτόμενη κατά τῆς γυμνασιακῆς μας παιδείας μομφήν, ὅτι ἐξυπηρετεῖ τά συμφέροντα ὥρισμένης τάξεως κοινωνικῆς καί δημιουργεῖ ἀθρώπους ἀδιάφορους ἡ ἀντιτασσομένους συνειδητά πρός τό λαοῦ τά συμφέροντα.

 

        § 4. Καί ὅμως, ἀποκρούων ὡς ἀναληθῆ τήν μομφήν ταύτην, θά ἐχαιρέτιζα μετά ἰδιαιτέρας χαρᾶς κάθε μέτρον - καί οἰκονομικόν ἔστω - πού θά ἔδιδεν εἰς τήν μέσην καί ἀνωτάτην μας ἐκπαίδευσιν χαρακτῆρα ἀριστοκρατικώτερον[1]. Θ’ ἀπήλλαττε τό γυμνάσιον καί τό Πανεπιστήμιον ἀπό τόν ἄχpηστο ὄχλον τῶν μετριοτήτων, τάς ὁποιας ἡ εὐκολία τῆς σπουδῆς ἡ οἰκονομική ἀποσπᾶ ἀπό τά ἐπαγγέλματα τῶν πατέρων των εἰς τά ὁποῖα χρησιμώτεροι θά ἦσαν πρός τήν ἐθνικήν ὁλοτητα. Ἀφ’ ἑτέρου δέ θά ἐδημιούργει ὑλικούς πόρους πρός πλουτισμόν καί τελειοτέραν διαρρύθμισιν τῶν διδακτηρίων καί ταν διδακτικῶν μέσων καί πρός πληρεστέραν ὑλικήν ἐνίσχυσιν ἀληθινά ἰδιοφυῶν ἀπόρων σπουδαστῶν. Τά οἰκονομικά ταῦτα μέτρα - σιωπηρῶς ἐφαρμοσθέντα εἰς τά γυμνάσια τοῦ ὑποδούλου ἑλληνισμοῦ μέ ἄριστα ἀποτελέσματα - δέν θά ἔθιγον βεβαίως ἀριθμόν τινά πλουσίων ἀνικανοτήτων. Ἀλλά κέρδος θά ἦτο νά περιορισθοῦν αὖται, ἔστω καί κατά τόν ἀριθμόν - τόν πολύ μεγαλύτερον - τῶν ἀπορωτέρων, τούς ὁποιους ἄλλωστε κατόπιν δέν θά συντηρῇ τοῦ πατρός τό βαλάντιον ἡ ἡ κληρονομία, ἀλλ’ ὁ ἀτυχής δημόσιος ποοϋπολογισμός. Διότι ἄλλο ἀπό θεσιθήρας καί δημοσίους ὑπαλλήλους δέν εἶναι ἱκανοί νά γί­νουν.

 

 

II.

 

§ 5. Ἀκόμη ὀλιγώτερον μᾶς θίγει ἡ κατηγορία περί τοῦ κοσμοπολιτικοῦ καί ὑπερεθνοῦς χαρακτῆρος - ἄν εἶναι κατηγορία - τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας. Εὑρισκόμεθα εἰς τήν ζηλευτήν δί’ ἄλλους θέσιν, καλλιεργοῦντες τήν γνῶσιν τῆς Ἀρχαιότητος, ὄχι μόνον τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ τό παρελθόν νά μανθάνωμεν, ἀλλά καί τοῦ ἰδικοΰ μας ἔθνους καί τῆς ἰδικῆς μας θρησκείας, πού ἀνήκει εἰς τήν Ἀρχαιότητα καί αὐτή. Καί ἀκόμη περισσότερον· αὐτοῦ τοῦ ἀμεσωτάτου μας παρελθόντος καί τῶν συνθηκῶν τοῦ παρόντος μελετῶμεν τούς πνευματικούς καί κοινωνικούς παράγοντας.

Δέν πρόκειται βέβαια ν’ ἀπαριθμήσω ἐδῶ ὅλα τά νήματα, πού συνδέουν ἀμέσως ἡ διά τοῦ Βυζαντίου - τό ὁποῖον γλωσσικῶς εἰς τήν μελέτην τῆς Ἀρχαιότητος περιλαμβάνεται - μέ τήν Ἀρχαιότητα τήν σημερινήν μας πραγματικότητα. Πολύ ὀλιγώτερον νά τά παρακολουθήσω. Εἶναι τό ἔργον τοῦ μέλλοντος, ὅταν καί ἡ ἔρευνα τῶν πολιτιστικῶν παραγόντων τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος θά ἔχῃ σημαντικῶς προχωρήσει καί ἡ ἐκτίμησις ἑνός ἑκάστου ἐξ αὐτῶν θά εἶναι δυνατόν μέ σχετικήν ἀντικειμενικότητα νά γίνῃ. Ἀλλά καί τώρα πᾶς τίς καταλαμβάνῃ, πόσον ἀπαραίτητος εἶναι ἡ γνῶσις τῆς Ἀρχαιότητος δί’ ἐκεῖνόν πού θέλει νά ἐμβαθύνῃ εἰς οἱανδήποτε φάσιν τοῦ νεοελληνικοῦ μας βίου, ἀπό τήν συντηρητικήν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τῆς ἐρεύνης τῆς ἐθνικῆς μας γλώσσης - εἴτε τήν καθαρεύουσαν κανείς προτιμᾶ εἴτε τήν δημοτικήν[2] - καί τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Τήν ἐπίδρασιν αὐτήν ἠμποροῦμεν νά θεωρήσωμεν ὀλέθριαν ἡ βλαπτικήν, νά τήν καταδικάσωμεν ὡς συντηρητισμοῦ ἡ «προγονοπληξίας» γέννημα· νά τήν ἀγνοήσωμεν δέν μᾶς ἐπιτρέπεται. Γνῶσις καί κατανόησις τοῦ παρελθόντος μᾶς εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις τῆς κατανοήσεως τοῦ παρόντος καί τῆς συνειδητῆς μας ἐνεργείας διά τό μέλλον. Διότι τό παρόν ζῇ ἀπό τό παρελθόν καί ἡ ἱστορία εἶναι ὁ μόνος διδάσκάλος τοῦ βίου διά τά μελλοντικά μας διαβήματα. Ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος ἔπαυσε πρό πολλοῦ νά ζῇ εἰς τήν φύσιν· ζῇ ἐν μέςῳ τῆς κοινωνίας καί ἡ κοινωνία εἶναι τοῦ παρελθόντος, ὄχι τό παρόντος δημιούργημα. Καί τοῦ σχολείου ἄρα ἔργον εἶναι - διά νά μεταχειρισθῶ λέξεις τοῦ Windelband - νά δημιουργήσῃ ἀπό τόν φυσικόν τόν  ἱ σ τ ο ρ ι κ όν ἄνθρωπον.

 

§ 6. Μέ γενικᾶς ὅμως γραμμάς θ’ ἄξιζε νά ἐκτεθῇ ἡ σημασία τῆς Ἀρχαιότητος εἰς τόν σχηματισμόν καί τήν ἀνάπτυξιν τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως, πού συντελεῖται κατά τήν πρό καί μετά τό 21 περίοδον καί εἰς τήν ὁποίαν ὁ κύριος σχεδόν παράγων ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ὑπῆρξε.

Εἰς τόν μακροχρόνιον λήθαργον της δουλείας, εἰς τόν ὁποῖον τό ἔθνος κουρασμένον καί ἐξηντλημένον ἀπό τοῦ 15ου αἰῶνος ὑποπίπτει, διά νά ἐπανακτήςῃ δυνάμεις καί νά ὑποστῇ τήν ἀπαραίτητον ἐσωτερικήν του ἀνακαίνισιν, συνείδησιν τή ἐθνικῆς του ὑποστάσεως δέν εἶχε κληρονομήσει ἀπό τό ἄχρωμόν ἐθνικῶς Βυζάντιον. Ἡ πρός τούς Φράγκους καί τούς Τούρκους ἀντίθεσις εἶχε θρησκευτικόν μᾶλλον χαρακτῆρα. Ὡς ἀρνητικόν στοιχεῖον, παρεῖχεν ὄχι ἄχρηστον ὑλικόν - ὑλικόν ὅμως μόνον - πρός ἐθνικῆς συνειδήσεως δημιουργίαν. Ἡ ἀπαρχή ἑλληνικοΰ πατριωτισμοῦ κατά τήν ἐποχήν τῶν Κομνηνῶν καί Παλαιολόγων, γέννημα τῶν ἀγώνων κατά τῶν ὁμόδοξων βαλκανικῶν λαῶν ἀφ’ ἐνός καί τῆς ἀναγεννήσεω τῆς σπουδῆς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἄφ’ ἑτέρου, σβήνει, προτοῦ νά γεννοβολήςῃ. Ὑπό τοῦ Σουλτάνου τόν ζυγόν ἐπέρχεται καί πάλιν τῶν χριστιανικῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς ἡ ἐνωσις καί ὁ Πατριάρχης γίνεται καί πάλιν ὁ ἀρχηγός τοῦ Γένους τῶν Χριστιανῶν, ὄχι τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων. Ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων σταματᾶ, οἱ λόγιοι φεύγουν, μαζί καί τά ἔργα τῶν προγόνων. Κανείς δέν ἐνδιαφέρεται νά τ’ ἀντιγράψῃ πλέον, καί τά ἐναπομείναντα ἡ ἱδρυόμενα σχολεῖα προορισμόν ἔχουν κληρικούς νά παράγουν, δυναμένους νά διαβάζουν χωρίς λάθη καί νά γράφουν χωρίς ἀνορθογραφίας.

 

§ 7. Ἡ Ἐκκλησία, ὁ ἐπίσημος τοῦ Βυζαντίου κληρονόμος, ἦτο, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς, ἀνίκανος νά δημιουργήςῃ ἐθνικήν συνείδησιν. Γεννημένη εἰς περίοδον, κατά τήν ὁποιαν αἱ ἐθνικαί διαφοραί εἶχαν σβήσει ἐνώπιον τῶν θρησκευτικῶν ἡ δογματικῶν χασμάτων· ἀναθρεμμένη εἰς τό περιβάλλον τοῦ ὑπερεθνοῦς κράτους τῶν Ρωμαίων καί ἐξ αὐτοῦ ἀντλοῦσα τό δικαίωμα τῆς ὑπάρξεως αὐτῆς, ὡς ὀργανώσεως, καί τήν ὀργάνωσιν αὐτῆν· κληρονόμος ἐνος ἄχρωμου ἐθνικῶς πολιτικοῦ ὀργανισμοΰ καί κυρίαρχος λαῶν πολυποίκιλων, πού μόνον τό κοινόν δόγμα συνέδεε, δέν ἦτο δυνατόν νά ἐργασθῇ συνειδητά πρός ἐ θ ν ι κ ή ν ἀποκατάστασιν τοῦ ταπεινωμένου γένους, ὡς ἔθνους τῶν Ἑλλήνων εἰδικῶς. Ἡ πνευματική της ὑπόστασις, ὡς Ἐκκλησίας, καί αἱ παραδόσεις της τήν ἐμποδίζουν νά ἐννοήσῃ καν τήν ἀνάγκην ἐθνικῆς κοινότητος ξένης καί ἀνεξαρτήτου πρός τήν θρησκευτικήν. Ἀπόδειξις ἡ δυσάρεστος ἔκπληξις, μέ τήν ὁποιαν ἀντίκρυσε τῶν Βουλγάρων καί Σέρβων τήν ἐθνικήν ἀφύπνισιν. Ἀπόδειξις ἐπίσης ἡ ἀποφυγή τῶν Φιλικῶν νά χρησιμοποιήσουν αὐτήν ὡς ὀργάνωσιν. Οὔτε ὁ φόβος τῶν Τούρκων οὔτε ἡ δυσπιστία πρός τούς ἐκκλησιαστικούς ἀρχηγούς - τ’ ἀποδεικνύει ἡ μύησις πολλῶν, ὡς ἀτόμων - τούς ὡδήγησεν εἰς τοῦτο, ἀλλ’ ἡ ἐνστικτώδης ἐπίγνωσις, ὅτι οἱ σκοποί των ἦσαν, ἄν ὄχι τελείως ξένοι, πάντως ὅμως σημαντικῶς διάφοροι, ἀπό ὅ,τι ή Ἐκκλησία, ὡς Ἐκκλησία, ἡδυνατο καί ἐδικαιοῦτο νά ἐπιδιώξῃ.

Τό νά κατηγορήσωμεν δί’ αὐτό καί γενικῶς δί’ ὅ,τι δέν ἔπραξεν ὑπέρ τοῦ ἔθνους, ὁπως ὁ Διον. Θερειανός, θά ἐσήμαινέν, ὅτι ἀγνοοῦμεν ἡ παρανοοΰμεν αὐτήν τήν φύσιν της, ὡς θρησκευτικῆς ὀργανώσεως, καί τάς παραδόσεις της, ὡς δημιουργήματος τῆς μεταγενεστέρας ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Πολύ δικαιότεροι θά ἡμεθα, ἄν ἀνεγνωρίζομεν τό τί ἔπραξεν. Διότι πολλάκις τόν τελείως δευτερογενῆ δί’ αὐτήν ἐθνικόν σκοπόν ἔθεσεν ὑπεράνω τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καί τοῦ ἰδίου της, ὡς ὀργανισμοῦ αὐτοτελοῦς, συμφέροντος[3]. Ἰδιαιτέρως ὅμως διότι εἰς ἐποχήν, πού εἰς τό ἔθνος μας ἐλειπεν οἱαδήπότε κρατική ἑνότης - ὁ σπουδαιότατος παράγων τῆς ἐθνικῆς κοινότητος διά τά πλεῖστα εὐρωπαϊκά ἔθνη -, κατώρθωσε μέ τήν συγκεντρωτικότητά της νά δημιουργήσῃ ὑποτυπῶδες τί αἴσθημα ἐθνικῆς ἡ - ὀρθότερον - θρησκευτικῆς ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, καί μέ τήν συντηρητικότητα, πού τήν χαρακτηρίζει καί πού εἶναι ἡ ἄγκυρα σωτηρίας διά τά κουρασμένα καί ἀδύνατα ἔθνη, κατώρθωσε ν περισώςῃ ὅ,τι ἦτο δυνατόν ἀπό τήν κληρονομιάν τοῦ Βυζαντίου καί τήν ἐθνικήν μας ὀντότητα. Ὁ συστηματικός ἐκτουρκισμός τῆς Μ. Ἀσίας κατά τόν 12ον-14ον αἰώνα δέν θά ἐπετύγχανεν ἴσως εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ἄν ἡ Κωνσταντινούπολις ἐνωρίτερα ἐκυριεύετο καί ἡ Ἐκκλησία, ἐλευθερωμένη ἀπό τή καταστρεπτικήν κηδεμονίαν τοῦ φθίνοντος Βυζαντίου καί τή εὐνόητον καχυποψίαν τῶν Σελτσούκων Σουλτάνων, εἶχε τή εὐκαιρίαν νά συγκρατήςῃ τούς πληθυσμούς, τούς ὁποίους ἡ ἔλλειψις ἐθνικοῦ συναισθήματος εἶχεν ἀπομακρύνει καί ἡθικῶς ἀπό τήν λοιπήν ἐθνικήν κοινότητα.

Τήν σημασίαν αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἐθνικήν μά ὑπόθεσιν ἀντελήφθησαν μέ τό ἀλάθητον τοῦ πολεμίου ἔνστικτον οἱ Τοῦρκοι πολύ βαθύτερα, παρ’ ὅσον οἱ παρ’ ἡμῖν τά ξένα ἀνοήτως πιθηκίζοντες ἀντιπρόσωποι τοῦ ἀντικληρικοῦ πνεύματος. Ἀλλά τό γεγονός τοῦτο δέν πρέπει νά μᾶς κάμῃ νά ἀγνοήσωμεν, ὅτι ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τήν ἐπίσημον τοῦ Βυζαντίου κληρονόμον, οὔτε τήν μόρφωσιν ἐθνικῆς ἑ λ λ η ν ι κ ῆ ς συνειδήσεως οὔτε τήν ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς αὐτόβουλον δημιουργίαν ἀνεξαρτήτου καί ἐλευθέρας ἐθνικῆς κοινότητος ἐδικαιούμεθα νά περιμένωμεν.

 

§ 8. Ἀλλά μήπως, ὡς ἀνεπίσημον κληρονομιάν, ἀφῆκε τό Βυζάντιον εἰς τάς λαϊκάς παραδόσεις τ’ ἀπαραίτητα ἐκεῖνα ἠθικά στοιχεῖα πρός ἐθνικήν ὁλοκλήρωσιν καί ἐθνικήν δρᾶσιν; Εἶναι χαρακτηριστικόν - κάτι πού δέν ἐτονίσθη μέχρι τοῦδε - παρ’ ἡμῖν, ὅτι, ἐν ἀντιθέσει πρός τούς Σέρβους καί Ἀλβανούς, εἰς τούς ὁποίους ἡ παράδοσις τῶν τελευταίων των ἐθνικῶν ἀγώνων κατά τῶν Τούρκων ἀνέκαθεν ὑπῆρξε ζωντανή οὐδενός βασιλέως πολεμιστοῦ, οὐδεμιᾶς μάχης, οὐδενός ἀνδραγαθήματος ἡ ἀνάμνησις ἀπό τ’ ἀναρίθμητά ταῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας διετήρηθη εἰς τοῦ λαοΰ τήν ἀνάμνησιν. Αὐτός ὁ Διγενής, μέ τούς σκληρούς καί τραχεῖς του ἀγῶνας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν της πίστεως, ἐξανεμίζεται εἰς ἥρωα παραμυθιοΰ - χάνει τά στοιχεῖα ἐκεῖνα, πού θά ἡμποροῦσαν νά τόν κάμουν ὑπό- δειγμα καί ἡθικήν δύναμιν διά τόν ἐθνικόν ἀγῶνα. Δέν ἀγωνίζεται πλέον ἐναντόον τῶν Σαρακηνών· παλαίει πρός τόν Χάρον. Ἀπό τάς θρυλικάς μορφάς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἡ τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, ὅπως ζοῦν εἰς τάς ἁγιογραφικάς μας παραδόσεις, δέν διαφέρει πλέον παρά καθότι δέν τόν καθηγίασεν ἡ Ἐκκλησία.

Πολύ συχνά γίνεται παρ’ ἡμῖν λόγος περί τοῦ δημώδους ἄσματος πού θρηνεῖ τήν ἅλωσιν τῆς Πόλεως, ἐνῶ συγχρόνως διακηρύσσει τήν ἐλπίδα της ἀνακτήσεως. Εἶναι βεβαίως συγκινητική αὐτή ἡ καρτερική ἐλπίς ἀμέσως μετά τήν συμφοράν τήν μεγάλην, μέχρι τινός εἶναι ἀκόμη καί χρήσιμος εἰς μίαν ἐποχήν, πού ἀποτελεῖ δί’ ἕνα ἔθνος σημαντικόν κεφάλαιον καί τό νά ἠμπορῇ νά ἐλπίζῃ καί νά περιμένῃ. Ἀλλά δέν πρέπει ν’ αὐταπατώμεθα. Δυνάμεις ἐθνικῆς δράσεως ἀπό τήν προσδοκίαν αὐτήν ἦτο ἀδύνατον νά περιμένωμεν. Εἶναι ἐκδήλωσις μοιρολατρικῆς ἀδράνειας - καθαρά ἀνατολικῆς - καί ἑνός μεσσιανισμοῦ ἐξ ἴσου ἀγόνου θετικῶς, ὅπως ὁ μεσσιανισμός τῶν Ἐβραίων[4]. Ἀπό τούς σκληρούς ἀγῶνας, πού προηγήθησαν τῆς 29ης Μαΐου 1453, δέν διετήρησεν ἡ λαϊκή μνήμη οὐδέ τήν ἐλάχιστην παράδοσιν. Ἡ Πόλις πίπτει ὄχι κατόπιν μάχης, ἀλλά κατόπιν προφορικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, δί’ ἀγγέλου μεταβιβασθείσης. Ὁ Κωσταντῖνος δέν εἶναι ὁ ἀτρόμητος μαχητής, πού τιμᾶ, μέ τήν ἡρωικῶς ἀπεγνωσμένην του ἄμυναν, χιλιετοῦς ἐνδόξου παρελθόντος τήν τελευτήν· δέν πίπτει ὡς ὁ Λεωνίδας μέ τήν σπάθην εἰς τό χέρι μεταξύ τῶν συμμαχητῶν του. Ὁ θάνατός του δέν ἔκαμεν εἰς τό ἔθνος οὔτε τό πολλοστόν μέρος τῆς φοβέρᾶς ἐκείνης ἐντυπώσεως, πού παρήγαγε τό 1821 τό σχοινί τοῦ Πατριάρχη. Ἄγγελος Θεοῦ τόν ἀπομακρύνει ἀπό τήν Ἁγίαν Σοφίαν - ὄχι ἀπό τήν μάχην - διά νά τόν βάλῃ νά κοιμηθῇ τόν προσωρινόν, ἀλλ’ ἄδοξον ὕπνον του. Ὁ ἴδιος ἄγγελος θά τόν ἐξυπνήςῃ καί πάλιν, καί ἡ Πόλις θ’ ἀνακτηθῇ καί οἱ Τοῦρκοι θά φύγουν, ὄχι κατόπιν ἀγώνων καί θυσιῶν, ὄχι ὅταν τό ἑλληνικόν ἔθνος ἀνανήψῃ καί ἀρχίσῃ νά ἐργάζεται ὑπέρ της ἐλευθερίας του, ἄλλ’ «ὅταν ἔλθῃ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου».

Εἶναι προφανές. Α ὐ τ ἡ  ἡ παράδοσις ἦτο ἀδύνατον ν δώςῃ εἰς τό ἀναγεννώμενον ἔθνος τά ἀπαραίτητα ἡθικα καί πνευματικά στοιχεῖα ἐθνικῆς ἑλληνικῆς δράσεως. Καί δέν εἶναι παράξενον, πώς ἡ Ρωσία ἐζήτησε καί ἡλπισε σοβαρά νά πραγματοποιήςἡ τό μεσσιανικόν τοῦτο ὄνειρον μέ τά ἰδικάς της δυνάμεις καί διά τά ἰδικά της συμφέροντα. Ὁ ἑλλη νικός λαός θά ἐπανηγύριζε τό γεγονός μέ ὄχι μικροτέραν ἀγαλλίασιν. Ἤρκει νά λειτουργηθῇ καί πάλιν ἡ Ἁγία Σοφία. Ἀλλά πῶς; Περί αὐτοῦ ἐπαφίετο εἰς τόν Θεόν νά φροντίση... Διά τή ἀναδημιουργίαν τοῦ 1821 ὑπῆρξεν ἡ σημασία τῆς μοναδική αὐτῆς βυζαντιακής παραδόσεως πάρα πολύ περιωρισμένη.

 

§ 9. Ἀπό τήν καθαρῶς βυζαντιακήν παράδοσιν ἀσήμαντος ἦτο ἡ ἐθνική συμβολή πρός τήν ἐθνικήν ἀνάστασιν (ὡς ἰδέαν καί ὡς δρᾶσιν) τοῦ 1821· ἀπό αὐτήν τήν πραγματικότητα, ὅπου οἱ δεσμοί τῆς παραδόσεως του ἦσαν ἀσθενέστεροι, δέν κατώρθωσεν ἐπίσης τό ἔθνος - ἡ, ἄν θέλετε, δέν ἐπρόφθασε μέχρ τοῦ 21 - νά δημιουργήση ἰθυνούσας ἰδέας, πού νά δώσουν τήν ἀπαραίτητον πνευματικήν καί ἡθικήν μορφήν καί τούς ἀπαραιτήτους γενικούς σκοπούς εἰς μίαν ἐ θ ν ι κ ή ν  δ ρ ᾶ σ ι ν, μ’ἐπίγνωσιν τῆς ἀλληλεγγύης τῆς ἐθνικῆς. Τό βλέπομεν αὐτό εἰς τάς δύο σπουδαιοτέρας ἐκδηλώσεις ταῆς μετά τήν ἅλωσιν ἱστορίας μας, τήν λογοτεχνικήν ἄνθησιν εἰς τάς φραγκοκρατουμένας ἑλληνικάς χώρας ἄφ’ ἐνός καί τούς πολεμικούς ἀγῶνας τῶν κλεφτῶν ἀφ’ ἑτέρου.

 

§ 10. Φυσικά ἡ ἀξία ταῆς κρητικῆς λογοτεχνίας οὐδέποτε δύναται νά τεθῇ ἐν ἀμφιβόλῳ. Ἀλλά καί δέν πρέπει νά λησμονῶμεν, ὅτι εἰς τά πολυάριθμα προϊόντα της ἀνθήσεως αὐτῆς λείπει σχεδόν καθ’ ὁλοκληρίαν τό ἐθνικόν αἴσθημα. Ὅλα τά δυνατά θέματα πραγματεύονται οἱ φραγκοκρατούμενοι Ἕλληνες, τό ἐθνικόν τούς μένει ξένον. Τό Βυζάντιον ἀγνοεῖται σχεδόν καθ’ ὁλοκληρίαν· οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὡς πρόγονοι καί δημιουργοί ἐθνικῶν δικαιωμάτων καί ἐθνικῶν καθηκόντων, επίσης. Ἐπηρεασμένη ἀπό τήν Ἰταλικήν λογοτεχνίαν τῆς Ἀναγεννήσεως, ἡ λογοτεχνία αὐτή ἠγνόησε τελείως σχεδόν τό σημαντικώτατον πνευματικόν στοιχεῖον τῆς Ἀναγεννήσεως, τήν ἀνάπτυξιν τοῦ πατριωτισμοῦ τῶν Ἰταλῶν, ὡς ἀπογόνων τῶν ἀρχαίων Ρωμαίων καί κληρονόμων παρελθόντος Ἱστορικοῦ μεγαλείου, τό ὁποῖον ἔπρεπε ν’ ἀνακτηθῇ. Ἀποτελεῖ παραφυάδα ἁπλῆν - ἀλλά παραφυάδα μ’ αὐτοτελῆ ἀξίαν - τῶν φραγκικῶν λογοτεχνιῶν εἰς ἑλληνικήν γλῶσσαν καί δίδει εἰς τό σημεῖον αὐτό δυσάρεστον ἐντύπωσιν λεβαντινισμοῦ. Ἡ σύντομος ἐξαφάνισις τῆς μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κρήτης, τήν ἡμπόδισε νά ἐπιδράσῃ περαιτέρω εἰς τό ἔθνος. Μεγάλη ἀπώλεια διά τήν ἐθνικήν γλῶσσαν καί λογοτεχνίαν. Διά τήν ἐθνικήν ὑ π ό θ ε σ ι ν ἀσήμαντος.

 

§11. Πολύ ὀλιγώτερον ἐθνικοί (εἰς τήν σημασίαν πού ἐπανειλημμένως ἐτονίσαμεν) ὑπῆρξαν οἱ ἀγῶνες τῶν κλεφτῶν ἐναντίον Ἐνετῶν καί Τούρκων. Μεμονωμένον, ὅπως ἦσαν εἰς τήν πραγματικότητα, γέννημα προσωπικῆς ἡ τοπικῆς ἐξεγέρσεως ἐναντιόν τῆς αὐθαιρεσίας τούτου ἡ ἐκείνου τοῦ τυράννου, στεροῦνται καθ’ ὁλοκληρίαν παντός γενικωτέρας σημασίας ἰδεώδους, πού νά τούς διέπῃ. Ἡ συναίσθησις, ὅτι αὐτοί ἀντιπροσωπεύουν, ὅτι εἶναι αἱ μάχιμοι δυνάμεις ἑνός ἔθνους δουλωμένου, ἀξίου καλυτέρας, ἀνάλογου πρός τό παρελθόν του τύχης, λείπει παντελῶς ἀπό τήν ἀντίληψιν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Τό μόνον ἡθικον στοιχεῖον, πού ὑπερβαίνει τά ὁρια τῆς προσωπικῆς καί τοπικῆς φιλοτιμίας (πολλάκις τά ἐλατήρια ἦσαν ἀκόμη χειρότερα), εἶναι ἡ ἐπίγνωσις τῆς θρησκευτικῆς διαφορᾶς πρός τόν ἀντίπαλον καί τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος πρός τόν ὑπόλοιπον λαόν. Ἀλλά καί αὐτό δέν δημιουργεῖ τόσον ἀλληλεγγύης ἐθνικῆς συνείδησιν - ἀπόδειξις, ὅτι συνεμάχουν μέ τούς Τούρκους ἐνάντιον ἀλλήλων - ὅσον δικαιολογεῖ εἰς τόν νοῦν τοῦ κλέφτου τάς αὐθαιρεσίας τοῦ κατακτητοῦ καί τάς ἰδικάς του ἐκδικητικάς πράξεις. Ἄλλωστε ὁ πρόκριτος δέν εἶναι ὀλιγώτερον μισητός ἀπό τόν Τοῦρκον ἀγάν. Ὡς στοιχεῖον πολεμικῆς δράσεως κατά τό 21 ὑπῆρξεν ἡ κλεφτουριά πολυτιμοτάτη: πηγή ἡ φορεύς ἰδέας τινός δέν ὑπῆρξε, οὔτε ἦτο δυνατόν νά γίνῃ ὄχι μόνον εἰς τήν ἀντίληψιν αὐτῶν τῶν κλεφτῶν, ἀλλ’ οὐδέ εἰς τό αἴσθημα τοῦ λοιπού λαοῦ, πού ἐτραγουδοῦσε τά κατορθώματα των. Παλληκάρι, ὄχι ἐθνικός ἥρως, ἦτο διά τόν λαόν ὁ κλέφτης. Δί’ αὐτό καί τόν ἐθαύμασεν ὄχι περισσότερον ἀπό τόν κοινόν λήσταρχον. Ἐθνικός ἥρως ἔγινεν ὁ κλέφτης ἀπό τοῦ 21 καί ἑξῆς, ἀφ’ ὅτου ἡ ἰδέα ἔθηκεν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ στέφανον ἐκ λίθου τιμίου, τόν στέφανον, πού ἐστόλιζε τοῦ Λεωνίδου τήν ἀθάνατον μορφήν.

 

§ 12. Διότι πραγματικῶς εἰς τόν ἀγῶνα τοῦ 21 δέν ἀγωνίζονται πλέον μεμονωμένοι ὁμάδες Χριστιανῶν ἀνταρτῶν ἐναντίον τῆς τουρκικῆς δεσποτείας. Ἀγωνίζεται σύσσωμον ἐνα ἔθνος - μέ τό τουφέκι ἡ τό μαρτύριον, ἀδιάφορον. Ὅλαι του αἱ δυνάμεις, ὅλα του τά ἡθικά καί ὑλικά στοιχεῖα - ὁσονδήποτε ἀντίθετα συμφέροντα καί ἄν τά χωρίζουν - συσσωματοῦνται εἰς ἀγῶνα ὑπέρ ἐνος ἰδανικοῦ, πού στέκεται ὑπεράνώ τῆς ἀμέσου των πραγματικότητος, πού μ’ αὐτό δέν παύει ὅμως ν’ ἀποτελῇ τό κινοῦν ἀκίνητον ὁλόκλήρου ταῆς ἐθνικῆς ἐνεργείας. Τούς καθαγιάζει τά ὅπλα, ἐξαίρει ἕκαστον ἀτομικόν ἐπίτευγμα ἡ ἀτύχημα εἰς ἐπιτυχίαν ἡ ἀποτυχίαν μιᾶς ὁμαδικῆς, ἐθνικῆς ὑποθέσεως, δημιουργεῖ εἰς τήν ψυχήν ἑνός ἑκάστου - κατά τό μᾶλλον ἡ ἧττον συνειδητά - τό αἴσθημα, ὅτι ἀποτελεῖ μέλος καί παράγοντα μιᾶς ἐθνικῆς κοινότητος καί ἀντιπρόσωπον καί φορέα ἐνος ἐνδόξου ὀνόματος, πού δημιουργεῖ δικαιώματα καί ἐπιβάλλει καθήκοντα.

Καί ἐνῶ ἀφ’ ἐνός τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος τό ἰδανικόν ὑπῆρξέν ὁ συνεκτικός δεσμός πού ἥνωσε καί συνήσπισε τοῦ Ἔθνους τάς δυνάμεις καί τάς ἐχαλύβδωσε διά τόν τραχύν ἀγῶνα, ἀπεχώρισεν ἀφ’ ἑτέρου ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα, πού βυζαντινή παράδοσις ἡ ἐκκλησιαστικός ὑπερεθνισμός εἶχε συσσωρεύσει εἰς ἕν. Ἀπό τό χάος τῶν χριστιανικῶν ἐθνοτήτων τῆς Ἀνατολῆς ἀπεχώρισε καί ὡλοκλήρωσε τήν ἑλληνικήν ἐθνότητα ὡς ἐ θ ν ὁ τ η τ α , ἀπό τόν Ρωμαϊον ἐδημιούργησε τόν Ἕλληνα. Αὐτήν τήν βαθυτέραν σημασίαν ἔχει ἡ ἐπαναφορά τοῦ ἐθνικοῦ μας ὀνόματος, πού ὑπῆρξεν ἀφορμή τόσων καί τόσων φιλιππικῶν ἐναντίον τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν του. Ὅστις ἐξακολουθεῖ νά τήν θεωρῇ κενόν παραπάτημα τυφλοῦ πρός τό πα­ρόν ρωμαντισμοῦ, ἐκφέρει τήν σκληροτέραν καταδικαστικήν άπόφασιν έναντίον τής ἱκανότητάς του νά κατανόηςῃ καί νά κρίνῃ τά ἱστορικά γεγονότα.

’Έτσι ἀποτελεῖ τό 21 ἀληθῶς ρῆξιν πρός τό παρελθόν καί τήν «παράδοσιν», τήν παράδοσιν ὅμως τήν βυζαντιακήν και τήν ταῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδος. Ἀλλά συγχρόνως ἀπο­τελεῖ ἀναγέννησιν, ἀναγέννησιν τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύ­ματος (ὅπως ἠμποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά τό συλλάβουν), ἐπάνοδον συνειδητήν εἰς τήν δρᾶσιν ταῶν ἀρχαίων προγόνων καί (μέ τό τολμηρόν τοῦ ρομαντικοῦ πήδημα ύπεράνω τῆς ρωμαϊκῆς καί βυζαντινής περιόδου) συνέχειαν ἄ­μεσον τῶν κατορθωμάτων ἐκείνων. Τά ὀνόματα τοῦ Λεωνίδου καί τοῦ Θεμοστοκλέους δέν κοσμοῦν μόνον τῶν Ὑδραίων τάς πρύμνας - άποτελοΰν ζωντανάς ὑπάρξεις, παραστέκονται εἰς τούς ἀγωνιζομένους, γίνονται πρότυπα καί ἰδέαι, πού κανονί­ζουν αίσθημα καί ένέργειαν των ἀπογόνων. Τό ἔθνος αἰσθάνε­ται, ότι εἶναι ἔθνος: αἰσθάνεται τά δικαιώματά του ὡς κλη­ρονόμου παρελθόντος μεγαλείου, καί τά καθήκοντά του ἀπέναντι αὐτοῦ. Δέν είναι πλέον ἡ φυσιολογική, οὕτως εἰπεῖν, ἐξέγερσις ἐναντίον τῆς καταπιέσεως τοῦ βαρβάρου, πού τοῦ ὁπλίζει τάς χείρας· πολύ μᾶλλον ἡ συναίσθησις ταῆς ἀξιοπρεπείας του, ἡ ἐντροπή. Ἡ έντροπή ἐκείνη, περί τῆς ὁποίας λέγει ό Κ. Μάρξ: « Όταν όλόκληρον ένα έθνος αισθάνεται άληθινήν εντρο­πήν, ὁμοιάζει πρός τόν λέοντα πού συστέλλει τό σῶμα διά τό μεγάλον του πήδημα».

 

§ 13. Ἡ μεταβολή αὐτή δέν εἶναι αἰφνίδιος ἐπιφώτισις: πο­λύ ὀλιγώτερον εἶναι δημιούργημα τοῦ φιλελληνισμοῦ, ὅπως πολλαχῶς ὑπεστηρίχθη· ὁ φιλελληνισμός ἀρχίζει ἀπό τό 21 καί τήν ἐνίσχυσε μᾶλλον ἡ τήν ἐπροκάλεσεν. Εἶναι τό ἔργον τῆς ἀναγεννηθείσης τόν 18ον αἰώνα ἑλληνικῆς παιδείας, είναι τό ἔρ­γον τῶν ταπεινῶν καί σχολαστικῶν - ἄν θέλετε - διδασκά­λων, πού μέ τόν Ἡρόδοτον καί τόν Δημοσθένην εἰς τάς χεῖρας ἐχάλκευσαν τήν ἐθνικήν συνείδησιν καί τό αἴσθημα τῆς θυσίας πρός τήν πατρίδα, τῆς κοινῆς συνεργασίας πρός δημιουργίαν ἀνεκτῆς ἐθνικής ὑπάρξεως. Τό πλῆθος τῶν χειρογράφων κλασσικῶν συγγραφέων, ἀντιγραμμένων τόν 18ον αἰώνα, εἶναι ἕνα ὑλικόν δεῖγμα τοῦ τεραστίου τούτου ρεύματος πρός παιδείαν, - ὄχι κάθε παιδείαν, ἀλλά παιδείαν ἑλληνικήν - ὡς ἀπαραίτητον προϋπόθεσιν πάσης ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Δέν ὑπῆρξε τοῦτο τό πρόγραμμα τοῦ Κοραῆ μόνον, ἄν καί ὁ Κοραῆς ὑπῆρξεν ὁ εὐγλωττότερος καί μᾶλλον βαθυστόχαστος τούτου ἀπόστολος. Ἀποτελεῖ τόν τελικόν σκοπόν καί τό ἰδεῶδες ὅλων τῶν μορφωμένων καί μή τάξεων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἰδεῶδες δημιουργηθέν καί καλλιεργηθέν ἀπό τούς πτωχούς διδασκάλους τοῦ γένους.

 

§ 14. Ἀπέχω πολύ ἀπό τοῦ νά ἰσχυρισθῶ, ὅτι ὁ μοναδικός παράγων τοῦ 21 ὑπῆρξεν ἡ ἀναγέννησις τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Αὐτή καί μόνη δέν ἦτο ἀρκετή οὔτε νά προκαλέςῃ τήν Ἐπανάστασιν οὔτε νά φέρῃ εἰς πέρας τούς σκοπούς της. Ἡ ἑλληνική παιδεία ὑπῆρξεν ἠθική δύναμις μόνον καί αἱ ἠθικαί δυνάμεις δέν δημιουργοῦν τάς ἀπαραίτητους ὑλικάς προϋποθέσεις πρός δρᾶσιν, δίδουν ὅμως εἰς αὐτάς τήν κατεύθυνσιν, θέτουν εἰς αὐτάς τόν ἰδεώδη σκοπόν καί τάς ἐναρμονίζουν εἰς τάς ἐνεργείας των· πρό παντός δημιουργοῦν τήν πίστιν, ἥτις τήν ἀποτελεσματικότητα τῶν ὑλικῶν δυνάμεων ἑκατονταπλασιάζει. Εἰς τόν 16ον καί 17ον αἰώνα ἡ ἑλληνική παιδεία θά ἦτο ἀδύνατον νά προκαλέσῃ ἕνα 21[5]. Ἐχρειάσθη νά προηγηθῇ τοῦ τόπου ἡ οἰκονομική εὐημερία, ἡ ἀνάπτυξις τοῦ ἐμπορίου καί τῆς ναυτιλίας, ἡ ἐπαφή μέ τήν Ρωσίαν, ἡ πεῖρα εἰς τάς παραδουναβείους χώρας, ἡ παρακμή τῶν Τούρκων, ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν Εὐρώπην καί τάς ἐν Ἀνατολῇ εὐρωπαϊκάς παροικίας, πρό παντός ἡ δημιουργία ἐθνικῶν πολεμικῶν δυνάμεων μέ τῶν κλεφτῶν τά τάγματα καί τῶν Ὑδραίων τούς ἐμπορικούς στόλους. Ἀλλ’, ὅπως ἐϊπομεν, αὐτά ἦσαν ὑλικόν ἁπλοῦν, δυνάμεις ἀσυναρμολόγητοι καί ἀλληλοσυγκρουόμεναι πολλάκις, χωρίς μορφήν οὔτε κατεύθυνσιν. Καί τήν μορφήν αὐτήν καί τήν κατεύθυνσιν ἔδωσεν εἰς αὐτάς ἡ ἑλληνική παράδοσις καί μόνη[6]. Αὐτῆς καί μόνης ἔργον εἶναι, ὅτι οἱ «κλέφτες» ὑψώθησαν εἰς ἐθνικούς ἥρωας, οἱ κουρσάροι εἰς Σαλαμινομάχους, οἱ προεστοί εἰς Θεμιστοκλεῖς καί Ἀριστείδας. Μέ τήν προφητικήν του διαίσθησιν τό παρετήρησε βαθύτατα ὁ Σολομός - τόν ὁποῖον κανείς δέν ἠμπορεῖ νά κατηγορήςῃ ἐπί «προγονοπληξίᾳ» ἤ «σχολαστικισμῷ» - ὅταν ἡ Ἐλευθερία, ἡ ἑλληνική ἐλευθερία τοῦ 21, τοῦ παρουσιάζετο

 

ἀπ ’ τά κόκκαλα βγαλμένη

τῶν Ἑ λ λ ή ν ω ν τά ἱερά.

                         

§ 15. Μέ την ἵδρυσιν τοῦ ἐλεύθερου βασιλείου τίθενται ἐνώπιον τοῦ διδασκάλου ἄλλα σπουδαιότερα προβλήματα. Ἀφ’ ἑνός ἔπρεπε ἡ προσπάθεια τῆς δημιουργίας καί συνειδητοποιήσεως τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος καί τῆς ἐθνικῆς ἀλληλεγγύης (ἡ ὁποία εἶχε προχωρήσει μέν ἀρκετά, ὅταν ἐξερράγη τό 21, ἀπεῖχεν ὅμως ἀκόμη πολύ ἀπό τήν πλήρη της πραγμάτωσιν) νά συνεχισθῇ. Καί νά συνεχισθῇ ἰδιαιτέρως εἰς τάς ὑπόδουλους Ἑλληνικάς χώρας, ὅπου ἡ ἔλλειψις τῶν ἄλλων ἠθικῶν καί ὑλικῶν ὀργάνων ἐθνικῆς δράσεως (στρατός - κράτος - τύπος - ἐλευθερία πολιτική) καθίστα τό ἔργον τοῦ διδασκάλου πολύ δυσκολώτερον καί τάς ὑποχρεώσεις του πολύ περισσότερον ἐπιτακτικάς. Ἔπρεπε νά διδαχθῇ ὁ ὑπόδουλος ἑλληνισμός - ἀλλόγλωσος πολλάκις - νά στρέφῃ τά βλέμματα καί τάς ἐλπίδας του πρός τάς Ἀθήνας εἰς τό ἑξῆς, ὄχι πλέον πρός τήν Ρωσίαν· ἔπρεπε νά διδαχθῇ, ὅτι μοιρολατρική προσδοκία ἀπολύτρωσε - ὡς τόν ἀπομακρύνει μᾶλλον παρ’ ὅσον τόν προσεγγίζει πρός τήν πραγματοποίησιν των· ὅτι πρός τοῦτο χρειάζονται θυσίαι ἀφ’ ἑνός - οἱασδήποτε μορφῆς - καί ἔμπρακτος ἐθνική ἀλληλεγγύη, καί ἀφ’ ἑτέρου πίστις ἰσχυρά πρός τήν ὑπεροχήν ταῆς ἐλευθερίας ὑπέρ πᾶσαν ἄλλην ὑλικήν εὐημερίαν. Καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπον κατωρθώθη, ὥστε οὔτε εἰς τήν σχετικῶς ἠπίαν τουρκικήν διακυβέρνησιν (ὅπως διεμορφώθη αὐτή μετά τό δεύτερον ἥμισυ του παρελθόντος αἰῶνος), μέ τήν πρός ἑλλαδικάς συνθήκας ἀσύγκριτον εὐμάρειαν καί εὐκολίαν τῆς ζωῆς, οὔτε εἰς τήν ἀληθινά φιλελευθέραν καί ὑλικῆς προόδου δημιουργόν ἀγγλικήν διοίκησιν τῆς Ἑπτανήσου καί τῆς Κύπρου, οἱ ἀλύτρωτοι Ἕλληνες ἐλησμόνησαν τούς ἠθικούς δεσμούς, πού τούς συνέδεαν πρός τήν μητέρα Ἑλλάδα, ἀλλά δέν ἐδίστασαν καί θυσίας καί μαρτύρια νά ὑποστοῦν χάριν τῆς ἐθνικῆς των πίστεως. Ἀπορρίπτοντες τήν πίστιν αὐτήν καί παραιτούμενοι πάσης ἐνεργοῦ -ἄν καί μυστικῆς- δράσεως ὑπέρ τῆς ἐθνικῆς ἰδέας, θά ἠμποροῦσαν νά ζήσουν ἀνενόχλητοι καί εὐποροῦντες, ὅπως οἱ Λεβαντίνοι ἤ οἱ Ἑβραῖοι. Εἶναι τιμή των, ὅτι δέ τό ἠθέλησαν, καί ἡ τιμή αὐτή ἀνήκει ἐξ ὁλόκληρου εἰς τόν διδάσκαλον μέ τά ἀρχαῖα του ἑλληνικά καί μόνα. Διότι νεοελληνικά δέν ἐδιδάσκοντο καί ἡ νεωτέρα ἑλληνική ἱστορία ἱεροκρυφίως μόνον καί σποράδην ἠδύνατο νά διδαχθῇ. Τό συντακτικόν βέβαια καί ἡ γραμματική ὑπῆρξαν ἡ κυρία ὕλη τῆς διδασκαλίας. Ἀλλ’ ὅστις εἶχε τήν τύχην νά διδαχθῇ τά ἑλληνικά γράμματα εἰς ἕνα τῶν πολυαρίθμων σχολείων τοῦ ἀλυτρώτου ἑλληνισμοῦ, θά ἐνθυμῆται πολύ καλά τό μυσταγωγικόν ρῖγος τοῦ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ, πού κατεῖχε τάς ψυχάς διδασκόντων καί διδασκομένων κατά τήν διδασκαλίαν ἐκείνην. Τί σημασίαν εἶχεν ἡ ὕλη πού ἐδιδάσκετο; Τό πνεῦμα ἦτο τό πᾶν. Καί τό πνεῦμα, πνεῦμα πίστεως, ἀντλουμένης ἀπό τό ἑρμηνευόμενον κείμενον, ἐζωοποίει καί τό συντακτικόν τῶν ἁπλῶν ἔκε νῶν - ἀσώφων τά παιδαγωγικά, ἄν θέλετε - ἀνδρῶν, ὅπως κατά τά τόν 18ον αἰώνα τήν Ὀκτώηχον τοῦ ἀγραμμάτου τελετουργοῦ εἰς τό κρυφό σχολειό.

 

§ 16. Πρό ἀναλόγων καθηκόντων εὑρέθη ὁ διδάσκαλος καί εἰς τήν ἐλευθέραν Ἑλλάδα. Εἰς ἐκεῖνον εἶχεν ἀνατεθῆ ἡ ἐντολή νά διατηρήσῃ ἄσβεστον τήν πίστιν εἰς τήν Ἰδέαν. Οἱ ἐλεύ θεροι δέν ἔπρεπε, μέσα εἰς τάς προσπαθείας των νά καρπωθοῦν καί ὑλικῶς ταῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας των τ’ ἀγαθά, μέσα εἰς τάς ἐσωτερικάς των διαμάχας καί τά τοπικιστικά των συμφέροντα - καί ἦσαν τόσον ἰσχυρά! - νά λησμονήσουν, ὅτι ἔχουν ἀδελφούς ἀλυτρώτους, ὅτι αὐτοί ἀποτελοῦν τούς μέλλοντας ἐλευθερωτάς καί τῶν τόπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τό 21 μέ τούς ἀγώνας ἡ τό μαρτύριον των συνετέλεσαν καί αὐτοί εἰς ταῆς μικρᾶς γωνίας τήν ἀπελευθέρωσιν. Δέν ἔπρεπε νά διστάσουν νά προσφέρουν εἰς κάθε στιγμήν τάς θυσίας, πού τούς ἀπῄτει ἡ Ἰδέα. Καί τό ἐπέτυχαν οἱ διδάσκαλοι.

Εἴμεθα σήμερον πρόθυμοι νά ρίπτωμεν τήν πέτραν τοῦ ἀναθέματος δί’ ὅ,τι ἔγινε καί δί’ ὅ,τι δέν ἔγινε κατά τά 100 ἔτη τοῦ ἐλευθέρου μας βίου, καί ἐν μέρει ὄχι ἀδίκως. Ἀλλά τήν ἱστορίαν τῆς ἑκατονταετηρίδος αὐτῆς δέν πρέπει νά τήν διαβάζωμεν εἰς τῆς Βουλῆς τά πρακτικά καί τῶν ἐφημερίδων τάς ἀηδεῖς ἀρθρογραφίας, μηδέ νά κρίνωμεν ὁλόκληρον τό ἔθνος ἀπό τά πρόσωπα βασιλέων ἀνικάνων ἡ ἀνάλγητων καί πολιτικῶν τυφλῶν καί στρατιωτικῶν ἀπερίσκεπτων. Τά 100 αὐτά χρόνια εἶναι καί χρόνια θυσιῶν, θυσιῶν ἠθικῶν καί ὑλικῶν, προσπαθείας, πού δέν πρέπει νά κρίνεται ἀπό τά ἀποτελέσματα της - ἄν καί αὐτά δέν εἶναι ὀλίγα. Τό γεγονός δέ, ὅτι πολλάκις ἡ προσπάθεια αὐτή δέν εὑρῆκε τόν ὀρθόν δρόμον πρός τήν ἐπιτυχίαν, ἠμπορεῖ νά κακοχαρακτηρίζῃ τούς ὁδηγούς τοῦ λαοῦ· διά τήν πίστιν καί τήν ἐθελοθυσίαν του ἀποτελεῖ τιμήν. Καί πρό παντός δέν πρέπει νά λησμονῶμεν, ὅτι εἰς τά 100 αὐτά χρόνια ὁ λαός μας, ὑπό τάς χειροτέρας οἰκονομικάς συνθήκας ζῶν εἰς χώραν ἐξηντλημένην καί πτωχήν, δέν ἐφείσθη οὔτε δαπανῶν οὔτε αἵματος ὑπέρ τῶν ἰδανικῶν του, καί ἔκλεισε τάς ἀκοάς πρός πᾶσαν πρόσκλησιν τοῦ «φάγωμεν, πίωμεν»... Ἡ ἰδεολογία δέ αὐτή ἐμβάλλει εἰς ἀπορίαν δί’ ἕνα λαόν, ὅστις, εἴτε ἐξ ἰδιοσυγκρασίας εἴτε ἐξ ἱστορικῶν λόγων, εἶναι κατά βάθος ἀτομιστικός καί συμφεροντολόγος.

Τήν ἀπάντησιν πώς ὁ ἀτομιστικός αὐτός λαός κατώρθωσε νά ἐξαρθῇ εἰς μέγα πολλάκις αὐτοθυσίας ὕψος, ἠμπορεῖ νά δώσῃ μόνον ἐκεῖνος, πού τήν τεραστίαν καί εὐεργετικήν ἐπίδρασιν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παραδόσεως ἔμαθε νά βλέπῃ καί νά ἐκτιμᾶ. Τόν ἰδανισμόν αὐτόν τόν ἐδημιούργησε καί τόν ἐνεκέντρισεν εἰς τόν λαόν διά τοῦ διδασκάλου ἡ ἀρχαία ἑλληνική παράδοσις, ὡς κεφάλαιον ἠθικόν δημιουργοῦν τιμήν καί ἐπιβάλλον ὑποχρεώσεις. Βεβαίως ἡ τιμή, πού μᾶς παρεῖχεν, ἦτο ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα παρά ἡ ἱκανότης μας ν’ ἀνταποκριθῶμεν πρός τάς ὑποχρεώσεις. Ἐντεῦθεν ἡ οἴησις ἐκείνη - χαρακτηριστικόν ἀνωρίμων ὀντοτήτων - καί ἡ ἰδέα τοῦ περιουσίου λαοῦ, ὀλεθριωτάτη πολλάκις. Ἀφ’ ἑτερου ἡ ἀναζήτησις εἰς τό παρελθόν τοῦ ἰδανικοῦ πού θά διεῖπε τήν σημερινήν καί μελλοντικήν μας ζωήν, καί ἡ ἔλλειψις ἤ ἡ ἀνικανότης νά εὕρωμεν εἰς τήν ἰδικήν μας πραγματικότητα στοιχεῖα ἠθικά ἐπαρκῆ ἐπροκάλεσαν τήν ἄγονον ἐκείνην καί ὀμφαλοσκοπικήν ἐνίοτε προσήλωσιν εἰς τό παρελθόν, πού μᾶς ἐσκότισε τό βλέμμα πρός τά περί ἡμᾶς καί τά μεθ’ ἡμᾶς καί ἐξηνέμισεν ὄχι σπανίως εἰς ἁπλῆν λόγων ἐκπομπήν τήν ὑπό τῶν πραγμάτων ἐπιβαλλόμενην ἔργων ἐπίδειξιν. Ἐκτός τούτου, τό γεγονός, ὅτι τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας ἐπελήφθησαν οἱ διδάσκαλοι καί μόνοι οὗτοι - οἱ ἄλλοι παράγοντες κακῶν μᾶλλον ἤ ἀγαθῶν πρόξενοι εἰς τήν ἐπίδρασιν των ὑπῆρξαν - καί ὅτι ἡ οἰκονομική μας ὀργάνωσις ἦτο ἀκόμη ἀνεξέλικτος, συνετέλεσεν, ὥστε νά μᾶς λείψῃ τό σωτήριον ἐκεῖνο πρακτικόν πνεῦμα, πού καί πρός τοῦ ἰδεώδους σκοποϋ τήν πραγμάτωσιν πλησιέστερον φέρει.

Ἀλλά πάντα ταῦτα τά σκιερά σημεῖα μειώνουν ἴσως κατά τι, ἀλλά δέν ἐξαφανίζουν τήν τεραστίαν σημασίαν, πού ἔσχεν ὡς μοναδικόν σχεδόν ἰδεολογικόν στοιχεῖον τοῦ πνευματικοῦ μας βίου ἐπί μακρόν ἡ Ἀρχαιότης· οὔτε μᾶς δικαιώνουν νά λησμονήσωμεν, ὅτι τήν ἐθνικήν μας συνείδησιν καί ἑνότητα ὀφείλομεν κατά τό πλεῖστον μέρος εἰς τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν παράδοσιν. Καί δέν εἶναι τυχαῖον γεγονός ὅτι ἠρχίσαμεν νά προφέρωμεν μέ μειδίαμα εἰρωνείας τήν λέξιν Μεγάλη Ἰδέα τήν ἰδίαν ἐποχήν, πού τό κάθε μαθητάριον θεωρεῖ καθῆκον πρός τόν «συγχρονισμένον» ἑαυτόν του νά περιπαίξῃ τούς «σχολαστικούς» μελετητάς τοῦ Δημοσθένους καί τοῦ Ὁμήρου.

 

 

III.

 

§ 17. Ἡ διεξοδική κάπως ἐπισκόπησις τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος δέν ἀπεσκόπει μόνον εἰς τό νά δείξῃ εἰς ἕνα τόσον σημαντικόν σημεῖον τοῦ νεοελληνικοῦ πνευματικοῦ βίου τήν ἰσχυράν, δημιουργικήν ἐπίδρασιν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παιδείας, κατά τό μέγιστον μέρος εὐεργετικήν. Ἀπέδειξε συγχρόνως, πόσον ἐσφαλμένη καί ἐπιπόλαια εἶναι ἡ παρ’ ἡμῖν κρατοῦσα γνώμη, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγγραφεῖς ἀπετέλεσαν πεδίον γραμματικῶν καί συντακτικῶν παρατηρήσεων μόνον καί ὅτι οἱ διδάσκαλοι τῶν περασμένων γενεῶν, κενοί παντός πνευματικοῦ περιεχομένου, εἰς τό γράμμα μ ό ν ο ν ἐπρόσεχαν. Θά ἠμποροῦσα ὑπέρ αὐτοῦ ἴσως καί ἄλλα στοιχεῖα νά προσκομίσω. Π.χ. ὅτι, μέ τήν πλήρη παραμέλησιν τῆς διδασκαλίας τῆς μητρικῆς γλώσσης (νεοελληνικά) εἰς τά γυμνάσια καί τήν ἄγνοιαν τῆς φιλοσοφίας, τ’ ἀρχαῖα ἑλληνικά (καί ἐν μέρει ἡ ἱστορία) ὑπῆρξε τό μόνον ἠθοπλαστικόν μάθημα εἰς τήν μέσην μας ἐκπαίδευσιν. Τ’ ἀποτελέσματα τῆς ἠθοπλαστικῆς ταΰτης προσπαθείας βεβαίως ἀπέχουν πολύ ἀπό τόν βαθμόν, πού ἀξιοῦμεν καί εἶναι ἀναγκαῖος· ἀλλά μή λησμονῶμεν, ὅτι εἰς τήν μόρφωσιν τοῦ ἡθους τό σχολεΐον ἔχει πολύ μικροτέραν ἐπίδρασιν ἀπό ὅ,τι οἱ ἀφελεῖς πιστεύουν, καί ὅτι οἱ κύριοι παράγοντες, οἰκογένεια καί κοινωνικόν περιβάλλον, παρ’ ἡμῖν πολέμιοι μᾶλλον ἡ συνεργάται τοῦ σχολείου εἰς τό σημεῖον αὖτο εἶναι.

Καί ὅμως ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν, ὅτι παρ’ ἡμῖν ἡ ἀρκετά ἐντατική ἐνασχόλησις μέ τούς ἀρχαίους δέν ἔφερε τούς καρπούς, πού ἐπεριμέναμεν, ἀνάλογους πρός τάς καταβληθείσας προσπαθείας. Παρέμεινεν - ἄν ὄχι τελείως, ὅπως ὑποστηρίζεται - πάντως ὅμως κατά μέγιστον μέρος δί’ ἡμᾶς γνῶσις καί ἐκμάθησις τοῦ γράμματος μᾶλλον, παρά προσοικείωσις καί δημιουργική ἐπεξεργασία τοῦ πνεύματος τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ. Μίαν ἀναγέννησιν πολιτιστικήν δέν παρήγαγε παρ’ ἡμῖν ἡ κλασσική παιδεία, καί πρέπει κανείς νά δαπανήςῃ καί προσπάθειαν πολλήν καί ὅλον τό ἀπόθεμα τῆς καλῆς θελήσεώς του, διά ν’ ἀνεύρῃ ἴχνη τινά ἀνθρωπιστικῆς της ἐπιδράσεως εἰς τόν πνευματικόν μας βίον τοῦ παρελθόντος αἰῶνος.

Μέ τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν λογοτεχίαν, ὡς λογοτεχνίαν, - τά λατινικά εὑρίσκω ἄσκοπον καί νά ὀνομάσω προκειμένου περί ἀνθρωπιστικῆς ἐπιδράσεως, ἐφ’ ὅσον δέν προτίθεμαι ν’ ἀερολογήσω - οὐδέποτε συνεφιλιώθημεν οὐδέ συνήψαμεν καν ἀληθινήν γνωριμίαν. Οἱ μαθηταί οὐδέποτε κατώρθωσαν ν’ ἀνακαλύψουν τάς ὡραιότητας ἐκείνας, τάς ὁποίας ἀπεστήθιζον ἀπό τό ἐγχειρίδιον γραμματολογίας, πολύ δέ ὀλιγώτερον νά τάς αἰσθανθοῦν. Καί οἱ διδάσκαλοι των εἰς τά γυμνάσια δέν ἠμποροῦσαν ὑπέρ αὐτῶν οὔτε νά τούς διαφωτίσουν οὔτε νά τούς θερμάνουν. Ἀπό τόν Ὅμηρον ἐμάνθαναν μόνον τήν ἱστορίαν τοῦ τρωικοῦ πολέμου, ἄφθονον λεξιλόγιον ὁλίγα στοιχεῖα μετρικῆς, διά νά ποδίζουν - ἐν κυριολεξία: μέ τά πόδια - τούς ἑξαμέτρους, χωρίς νά ἐξυψοῦνται μέχρι τοῦ στοιχειωδεστάτου αἰσθήματος τοῦ ρυθμοῦ. Ποίησιν δέν ἐμάθαναν, τό αἰώνιον ἀνθρώπινον οὔτε. Ὅ Ἡσίοδος, πού παλαιότερα ἐδιδασκετο εἰς τά γυμνάσια, ἄφηνεν εἰς τήν μνήμην τῶν μαθητῶν μερικάς ἠθικολογίας, ὡς μόνον καρπόν. Ἡ προφητική μορφή, μέ τήν φλογεράν της πίστιν εἰς τήν θείαν δικαιοσύνήν καί τήν θείαν της ἀποστολήν ὡς κήρυκος τῆς κοσμικῆς τάξεως, τοῦ ἔργου τῶν Ὀλυμπίων, οὐδέ μακρόθεν ἀνεφάνη εἰς τόν ὁρίζοντα μαθητῶν ἤ διδασκάλων. Οὔτε διδασκάλων, οὔτε μαθητῶν ἡ φαντασία κατώρθωνε νά ἰ δ ῇ καί ν’ ἀ ν α π α ρ α σ τ ή σ ἡ τήν ἀρχαίαν τραγωδίαν ἤ κωμωδίαν ὡς θεατρικό ἔργον. Καί ἡ διαισθητική των ἱκανότης δέν ἔφθανεν εἰς τό ἀντιληφθῇ καί νά ζήςῃ τήν τραγωδίαν ὡς τραγικότητα, ὡς τό πρόβλημα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, πού πάντα λύσιν ἀπαιτεῖ καί αἰώνια ἄλυτον μένει, τήν πάλην μεταξύ της ἀνθρωπίνης προσπαθείας καί τῆς ἀνθρώπινης μοίρας, μεταξύ του ἰδεώδους και τοῦ πραγματικοῦ, τοῦ ποθητοῦ καί τοῦ δυνατοῦ.

Τό ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι οἱ μορφωμένοι μας διέβλεπαν εἰς τήν γραμματικήν ἐκμάθησιν τῆς ἀρχαίας γλώσσης εἴτε μυστηριώδους τίνος καί θαυματουργοῦ δυνάμεως πρόσκτησιν, τῆς ὁποίας ἡ μόνη ἀξία - εἰς τήν ἀντίληψιν των - ἦτο ὁ κόπος πού κατέβαλλον δί’ αὐτήν καί ἡ εὐλαβής προσατένισις τῶν ἄλλων πρός τόν ἀποκτήσαντα τήν γνῶσιν αὐτήν, εἴτε χάσιμον χρόνου ἄσκοπον. Καί τά δύο ἀλλότρια του σκοποῦ τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας. Ἡ μεγάλη πλειονότης ἀπέφευγε νά ἀνοίξῃ κανένα πό τούς «συγγραφεῖς τοῦ σχολείου» κατόπιν, ἀφοῦ δέν εἶχαν τίποτε νά τῆς δώσουν. Ὅσοι δέ τούς ἄνοιγαν καί κατόπιν - καί ἦσαν ἀρκετοί - ἐδοκίμαζαν βεβαίως ἀληθινήν εὐφροσύνην ἀπό τήν ἀνάγνωσίν των, ἀλλ’ εὐφροσύνην, πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ ἐνασχόλησις τοῦ πνεύματος, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἐνασχολήσεως, ἀνάλογον μέ τήν καλαισθητικήν συγκίνησιν τοῦ μαθηματικοῦ ἐνώπιον τῶν ἥκιστα αἰσθητικῶν ἐξισώσεών του. Δι’ἄλλους ἡ εὐφροσύνη  αὔτη συνίστατο εἰς τόν ἀόριστον ἐκεῖνον καί ἀσύλληπτον γλυκασμόν τῆς ἐκστάσεως ἐνώπιον τῆς «θείας» γλώσσης. Δί’ ἄλλους συνεχέετο μέ τήν ἀνθρωπίνως εὐεξήγητον ἡδονικήν ἀναβίωσιν παιδικῶν καί νεανικῶν ἀναμνήσεων. Ἡ οὐσία μᾶς παρέμενε ξένη, ἡ ἐπαφή μᾶς ἦτο ἐξωτερική μόνον, ἥκιστα προσωπική. Τό ἀνώριμον τῆς ψυχῆς μας ὄμμα τήν ἐπιφάνειαν μόνον ἠμποροῦσε νά ἵδῃ, ὄχι τό βάθος. Ἡ ἐπικοινωνία μας μέ τούς ἀρχαίους δέν ἐπήγαζεν ἀπό μέσα μας· μᾶς προσετίθετο ἀπ’ ἔξω ὡς φραγκική μίμησις ἤ βυζαντινή παράδοσις ἤ ἐπέκτασις τῆς ἄλλως βαθύτατα ἐρριζωμένης ἐθνικῆς μας συνειδήσεως.

Ἡ ἀρχαία τέχνη ἦτο φυσικά δί’ ἠμας - μ’ ὅλους τούς πανηγυρικούς καί τούς λυρισμούς διά τόν ἀθάνατον Παρθενώνα καί τόν ἀνέφικτον Πραξιτέλη - βιβλίον ἐσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά και - φοβοῦμαι - ἐξακολουθεῖ σήμερον νά παραμένῃ καί ὄχι μόνον εἰς τό πολύ πλῆθος τῶν μορφωμένων, ἀλλά καί εἰς τήν μεγίστην πλειονότητα τῶν ἀρχαιολόγων μας, παρ’ ὅλην τήν τεραστίαν πρόοδον, πού ἰδιαιτέρως ὁ ἀρχαιολογικός κλάδος εἰς τό τεχνικόν μέρος καί τήν ἱστορικήν μέθοδον παρ’ ἡμῖν ἔκαμεν.

Ἰδιαιτέρως ὀδυνηρά παρουσιάζεται ἡ στείρα πνευματικῶς ἐπαφή μας μέ τήν Ἀρχαιότητα εἰς τό κεφάλαιον τῆς φιλοσοφίας. Εἶναι πράγματι θλιβερόν, ὅτι πολυετής μας μέ τόν Πλάτωνα ἐνασχόλησις δέν κατώρθωσε ν’ ἀνάψῃ εἰς τάς ψυχάς μας τόν σπινθῆρα ἐκεῖνον τοῦ Ἔρωτος, πού ἑνώνει τά οὐράνια πρός τά ἐπίγεια, τό αἴσθημα ἐκεῖνο τῆς profound self dissatisfaction, πού ἀπετέλεσε, κατ’ ἐπιφανῆ Ἄγγλον, τήν πολυτιμοτέραν κληρονομιάν τῆς Ἀρχαιότητος. Ἡ φιλοσοφία, ὡς μάθημα καί ὡς πρόβλημα τῆς ζωῆς, ἠγνοήθη τελείως κατά τόν παρελθόντα αἰώνα εἰς τούς σχολικούς μας κύκλους. Ἔλειπε καί ἀπό τόν ὅλον πνευματικόν μας ὁρίζοντα καί, ὡς ἀναγκή ταῆς ζωῆς, οὐδέποτε ἠνώχλησε τήν μακαριότητά μας. Πόσον ὀλίγον καί σήμερον ἀκόμη αἰσθητή εἶναι ἡ ἔλλειψις της ἀποδεικνύει τό γεγονός, ὅτι, παραπλεύρως ἑπτά ἑδρῶν κλασσικῆς μόνον φιλολογίας εἰς τό Πανεπιστήμιόν μας, δύο μόναι διετέθησαν διά τήν φιλοσοφίαν. Τά ὀλεθρι’ ἀποτελέσματα εἶναι προφανῆ: ἀφ’ ἑνός ἔλλειψις εἰς τούς ἐπιστήμονάς μας ἐνδιαφέροντος περί ζητημάτων τοῦ πνεύματος καθολικῆς σημασίας, ὁσάκις δέν θίγονται ὑλικά συμφέροντα ἤ προσωπική φιλοτιμία, ἀφθονία του «δέ βαριέσαι», σιτοδεία κριτικοῦ πνεύματος καί συνθετικῆς δυνά- μεως, ἀπαθής προσήλωσις εἰς τήν ρουτίναν, προερχομένη ὄχι ἀπό ἐσκεμμένον καί ἐκ πεποιθήσεως συντηρητισμόν, ἀλλ’ ἀπό τόν φόβον, ὅτι κάθε μεταβολή προϋποθέτει καί καταβολήν πνευματικῆς ἐνεργείας, ἀπό τήν ὁποίαν δέν ἔχομεν τίποτε «νά κερδίσωμεν». Ἀφ’ ἑτέρου δημοσιογραφική ἐπιπολαιότης καί εἰς τά σοβαρώτερα τῶν ζητημάτων, «πνευματώδης» μωρία τῶν «συγχρονισμένων», πού παρακολουθοῦν τό dernier cri τῆς «ἐπιστήμης» -παρ’ ὀλίγον νά εἰπῶ της μόδας - ἀπό τάς βιβλιοκρισίας τῶν περιοδικῶν μόνον, εὐθηνή «σοφία» τῶν αἰθουσῶν καί τῶν διαλέξεων.

 

§ 18. Τήν εἰκόνα, πού παρουσιάζει ἡ ἐπαφή τοῦ ἔθνους μας, ὡς συνόλου, πρός τήν Ἀρχαιότητα ἐπιβεβαιώνει καί ἡ ἐπισκόπησις τῆς ἱστορίας τῆς φιλολογικῆς μας ἐπιστήμης. Καί εἰς τήν σχέσιν της πρός τόν ἀρχαῖον βίον καί εἰς τήν ἐπιστημονικήν της παραγωγήν παρέμεινε καί αὐτή προσηλωμένη εἰς τήν γλωσσικήν μορφήν τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν συγγραμμάτων, μέ γραμματικάς καί κριτικάς παρατηρήσεις ἤ τό πολύ σχόλιασμένας ἐκδόσεις, περιοριζομένας ἁπλῶς καί ἀποκλειστικῶς εἰς τό γλωσσικόν στοιχεῖον.

Ἀπό τοῦ Ροΐδη καί ἑξῆς συνηθίζουν νά ἀποδίδουν τά χαρακτηριστικά ταῦτα εἰς μίαν μόνον φιλολογικήν σχολήν, τούς «κοντικούς», καί νά τήν θέτουν εἰς ἀντίθεσιν ἀρχῶν πρός τούς πρό καί ἔξω αὐτῆς Ἕλληνας φιλολόγους. Φοβοῦμαι ὅτι ἡ διάκρισις αὐτή, ἀφορμωμενη ἀπό τήν στάσιν ἑκάστου ἀπέναντι τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος - πού ἐδῶ δέν πρόκειται νά μᾶς ἀπασχολήςῃ - εἴτε ἀπό προσωπικάς συμπαθείας, τείνει νά πιστεύςῃ πολύ ἀφελῶς καί κατά γράμμα τούς ἀντιμαχομένους «κοντικούς» καί μή, καί νά διίδῃ διαφοράν ἀρχῶν ἐκεῖ ὅπου διαφωνία εἰς λεπτομερειακά ζητήματα καί κυρίως προσωπική διένεξις ἀποκλειστικῶς καί μόνον ὑπάρχουν. Ὅπως ἡ ὀλλανδική σχολή, εἰς τήν ὁποίαν ἀνῆκε[7] καί ὁ Κόντος, ἐπρόσεξεν ἰδιαιτέρως εἰς ἕνα σημεῖον τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης, τήν γραμματικήν καί κριτικήν ἐπεξεργασίαν τῶν κειμένων, ἠγνόσε δέ τελείως - ὅσον κανείς κρίνει ἀπό τά δημοσιεύματα του τουλάχιστον - τόν ἄρχαῖον πολιτισμόν ὡς πολιτισμόν. Καταγινόμενος εἰς τάς λεπτομερείας ἠγνόησε τό σύνολον. Ἔβλεπε χωρία καί ὄχι καλλιτεχνήματα. Ἀλλά μήπως καί οἱ λοιποί φιλόλογοί μας ἐξήρθησαν εἰς συνθετικώτερα δημιουργήματα; Ἀκόμη καί ὁ Κοραῆς, ὁ μεγαλύτερός μας φιλόλογος, παρ’ ὅλον ὅτι ἔζησεν εἰς πολύ εὐρύτερον περιβάλλον, παρ’ ὅλην τήν πολεμικήν του πρός τά «καλά γραμματικά», δέν ὑπῆρξε παρά ἐκδότης κειμένων. Πρός τήν ποίησιν εἶχε καί ἐξ ἰδιοσυγκρασίας τόσον ὀλίγην σχέσιν, ὅσην γενικῶς ὁ 18ος αἰών ἐν Γαλλίᾳ, καί ἡ φιλοσοφία του ὑπῆρξε τόσον ρηχή, ὅσον καί ἡ τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ. Τούς ἀρχαίους Ἕλληνας εἶδε μέ τό βλέμμα τοῦ πατριώτου μόνον, ὅπως αἱ γενεαΐ τῶν Ἑλλήνων πρό αὐτοῦ καί μετ’ αὐτόν. Μόνον φυσικά ἡ διαύγεια τοῦ βλέμματός του ἦτο ἀσυγκρίτως ἀνώτερα.

Ὁ Ἀσώπιος, τόν ὁποῖον εὐχαρίστως ὁ Ροΐδης ἀντέτασσεν εἰς τήν σχολήν τοῦ Κόντου, καί ὁ ὁποῖος, ἀναθρεμμένος εἰς τήν Ἑπτάνησον καί ζήσας εἰς τό νεοανθρωπιστικόν περιβάλλον τῆς Γερμανίας τοῦ Fr. A. Wolf, ἀντελαμβάνετο καλύτερον τί ἐστί ποίησις (πρβλ. τά Σούτσεια), δέν κατώρθωσεν ὡς φιλόλογος νά ἐξυψωθῇ εἰς ἀληθινά βαθυστόχαστον καί εὑρεῖαν σύνθεσιν. Διά τήν ἑλληνικήν φιλολογικήν ἐπιστήμην εἶναι ὁ συγγρα- φεύς τοῦ Συντακτικοῦ, ὅπως ὁ ἐπίσης λεπταίσθητος Κουμανούδης ὁ συγγραφεύς λεξικῶν καί ἐκδοτης ἐπιγραφῶν.

Αὐτός ὁ εὐφυέστατος καί πολυμαθέστατος ἀντίπαλός του Κόντου, ὁ Δημήτριος Βερναρδάκης, παρ’ ὅλην τήν δραματικήν του πεῖραν καί τήν γνῶσιν τῶν ξένων λογοτεχνιῶν, δέν κατώρθωσεν εἰς τήν ἔκδοσιν τοῦ Εὐριπίδου νά εἰσχωρήςῃ εἰς τήν οὐσίαν ταῆς τραγικῆς ποιήσεως τῶν Ἑλλήνων. Διότι ποιητικήν ἀνάλυσιν δέν θά ὀνομάσῃ βέβαια κανείς ἀμερόληπτος τήν δικηγορικήν ὑπεράσπισιν τοῦ Εὐριπίδου - πού ἐνθυμίζει τάς συζητήσεις τῶν ρητορικῶν σχολῶν τῆς Ἀρχαιότητος - οὔτε τήν ἑρμηνείαν τοῦ ὁρισμοῦ τῆς τραγωδίας παρ’ Ἄριστοτέλει ὡς τό ἅπαντον τοῦ αἰσθητικοῦ καί φιλοσοφικοῦ περιεχομένου τῆς ἀρχαίας τραγικῆς τέχνης. Οὐδέ βλέπω ο ὐ σ ι ώ δ η διαφοράν εἰς τήν θέσιν ἀπέναντί της Ἀρχαιότητος μεταξύ του Κόντου, πού συνεσώρευε κανόνας γραμματικῶν, παράλληλα χωρία καί ὕβρεις κατά τῶν κακοήθων ἀντιγραφέων, διά νά διορθώςῃ ἕνα χωρίον, καί τοῦ Βερναρδάκη, πού ἐκάλει εἰς βοήθειάν του παράλληλα χωρία καί νεοελληνικάς φράσεις, δικηγορικά - πολλάκις καί σοφιστικά - ἐπιχειρήματα καί ὕβρεις κατά τῶν ἀμαθῶν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης Εὐρωπαίων φιλολόγων, διά νά τό ὑπερασπίσῃ. Χωρία ἔβλεπε καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος, καί ὑπέρ τήν γλωσσικήν μορφήν οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος ἐξῄρθησαν.

Ἡ φιλολογική μας ἐπιστήμη ἄρα ὁλόκληρος δέν ἀπετέλεσε κατά τοῦτο ἐξαίρεσιν ἀπό τήν ἄλλην πνευματικήν μας ζωήν, ἐν τῇ σχέσει της πρός τήν Ἀρχαιότητα. Ἄλλωστε τήν σχέσιν αὐτήν καί κατά μέγιστον μέρος τήν ὅλην μας πνευματικήν ζωήν ἡ φιλολογία ἐπηρέαζεν. Καί ἡ σχέσις αὐτή ἐδημιούργησε μέν ἀρίστους γραμματικούς καί ἔδωσε μορφήν καί περιεχόμενον εἰς τήν ἐθνικήν μας ἀναγέννησιν καί τόν ἐθνικόν μας πολιτικόν βίον, ἐσυνέχισεν ὅμως ὡς πρός τάς πνευματικάς ἀξίας τοῦ ἀρχαίου κόσμου τήν στείραν παράδοσιν τοῦ Βυζαντίου καί συνετέλεσεν, ὥστε πολλαχῶς καί παρά πολλοῖς ἡ ἀρξαμένη δημιουργία νεοελληνικοῦ πνευματικοῦ βίου ὄχι μόνον ἀνεξαρτήτως τῆς ἀρχαίας παραδόσεως ν’ ἀναπτυχθῇ, ἀλλά καί οὐχί σπανίως ἐν συνειδητῇ πρός αὐτήν ἀντιθέσει.

 

§ 19. Ἀλλά ποιοί ἠσαν οἱ λόγοι διά τούς ὁποίους μᾶς ἔμεινεν ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἰς τήν οὐσίαν του τόσον ξένος; «Ὁ σχολαστικισμός τῶν δασκάλων μας», ἀπαντοῦν μέ τήν ἀξιοζηλεύτου καί θαυμαστῆς πνευματικῆς ὀλιγαρκείας ἁπλοϊκότητα οἱ πρόχειροι κριταί τῶν καθ’ ἡμᾶς, «πού ἐπρόσεχαν ὄχι τό πνεῦμα ἀλλά τό γράμμα». Ἀλλά, γεννᾶται τό ἐρώτημα: διατί νά προσέξουν τό γράμμα μόνον; Ἄραγε ἀπό κακήν θέλησιν, συνειδητά; Πρός τίνα σκοπόν; Ἀπό ἀνικανότητα καθολικήν; Καί πόθεν προέρχεται αὐτή; Καί πῶς ἐξηγεῖται ὅτι εἰς μερικά σημεῖα τῆς σχέσεώς μας μέ τήν Ἀρχαιότητα, π.χ. εἰς τήν ἐθνικήν ἐπίδρασιν, ὅπως εἴδαμεν, τό σχολεῖον μας ἐπρόσεξε καί πολύ μάλιστα τό πνεῦμα, ὅτι ὁ Δημοσθένης π.χ. ὡμίλησεν εἰς τήν ψυχήν μας πολύ βαθύτερα παρά ὡς ἄθροισμα περιόδων πρός συντακτικάς ἀσκήσεις; Καί διατί ὅλοι νά προσέξουν τό γράμμα μόνον;

Τό πρόβλημα - εἶναι φανερόν - εἶναι πολύ δυσκολώτερον καί τά αἴτια εἶναι πολύ βαθύτερα ἤ ὥστε νά φορτωθοῦν εἰς τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν ἀποδιοπομπαῖον τράγον.

Συνδέεται πρῶτα-πρῶτα μέ τό γεγονός ὅτι τό ἑλληνικόν ἔθνος δέν ἔσχε τήν εὐκαιρίαν, ὡς ὁλότης, νά συμμετάσχῃ ἤ καί νά ἐπηρεασθῇ κἄν ἀπό τάς ἀναγεννήσεις τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, πού ἐγνώρισεν ἡ δυτική Εὐρώπη. Ἀκόμη καί ἡ τελευταία ἐξ αὐτῶν, ἡ νεοανθρωπιστική κίνησις τοῦ τέλους τοῦ 18ου αἰὼνος - φαινόμενον καθαρῶς γερμανικόν - δέν ἦτο δυνατόν οὔτε νά γνωσθῇ οὔτε νά καρποφορήςῃ εἰς τήν δούλην καί μέ σκορπισμένας τάς πνευματικάς της δυνάμεις Ἑλλάδα.

Ἀλλά μήπως ὑπῆρχον αἱ ἀπαραίτητοι προϋποθέσεις πρός δημιουργίαν μίας τοπικῆς ἔστω ἀναγεννήσεως εἰς τήν πολιτιστικήν αὐτῆς σημασίαν;

 

§ 20. Ἡ ἀντίληψις ὅτι ἤρκεσεν ἡ μεταφορά τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων εἰς τήν δυτικήν Εὐρώπην ὑπό τῶν Βυζαντινῶν φυγάδων, διά ν’ ἀναφανῇ ἡ Ἀναγέννησις, ἀνήκει βέβαια εἰς τά συνήθη ψεύδη, μέ τά ὁποῖα βαυκαλίζοντες τήν ἐθνικήν μας ὑπερηφάνειαν ἐπισκοτίζομεν μόνον τό ἱστορικόν μας βλέμμα καί συγχέομεν τά ὅρια μεταξύ Ἱστορικῆς ἐπιστήμης καί πανηγυρικῶν λόγων. Ἡ ἱστορική ἐπιστήμη ἔδειξεν ὅτι ἡ ἑλληνική, καί γενικῶς ἡ ἀρχαία παιδεία, μόνη θά ἦτο ἀδύνατον νά δημιουργήσῃ τήν ἀναβλάστησιν ἐκείνην τοῦ πολιτισμοῦ, πού ὀνομάζομεν Ἀναγέννησιν, ἄν δέν ὑπῆρχαν αἱ ἀπαιτούμεναι οἰκονομικοί πρῶτον καί πολιτιστικοί κατόπιν συνθῆκαι, ἡ ὑλική εὐπορία τῶν κατοίκων τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου καί ἡ ἀπό τοῦ Dante καί Giotto ἀρξαμένη δημιουργία ἐθνικῆς ἰταλικῆς λογοτεχνίας καί τέχνης, ἡ ἀνάπτυξις τοῦ ἰταλικοῦ πατριωτισμοῦ, ἡ βαθμιαία ἀναζωπύρησις τοῦ πνεύματος τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης κλπ. Μ’ αὐτό βέβαια οὐδόλως ὑποβιβάζεται ἡ σημασία τοῦ παράγοντος τῆς «ἀναγεννήσεως» τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, τό ὁποῖον ὄχι μόνον τήν κατεύθυνσιν ἔδωκεν εἰς τάς ὑπαρχούσας δυνάμεις, ἀλλά καί τάς ἐπολλαπλασίασε καί τάς ἔθρεψεν εἰς ἔντασιν καί ζωτικότητα, καί θά ἦτο ἐξ ἴσου βαρύ ἱστορικόν λάθος ν’ ἀρνηθῇ κανείς τήν πραγματικήν συμβολήν τοῦ ἀρχαίου πνεύματος εἰς τήν κίνησιν αὐτήν, ἡ ὁποία αὐτοεκλήθη «Ἀναγέννησις» καί ὡς ὕψιστον αὐτῆς τέλος τήν ἐπαναφοράν τῆς λαμπρότητος τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἔθεσεν, ὅσον καί τό ν’ ἀγνόησῃ τάς προϋποθέσεις ἐκείνας, ἄνευ τῶν ὁποίων πᾶσα ἐνασχόλησις μέ τό ἀρχαῖον πνεῦμα θ’ ἀπέβαινε στείρα, ὅπως εἰς τό Βυζάντιον καί τόν λατινικόν μεσαίωνα.

Ὁμοίως προηγήθηκαν τοῦ γερμανικοῦ νεοανθρωπισμοῦ οἰκονομική ἀκμή καί αἱ πνευματικαί συνθῆκαι πού ἐδημιούργησαν τῶν Γάλλων Οὐγενότων ἡ ἄφιξις, τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ ἡ ἐπίδρασις, τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος ἡ ἀφύπνισις καί τῆς ἐθνικῆς γερμανικῆς λογοτεχνίας καί τέχνης ἡ ὕπαρξις (Opitz, Klopstock, νεαρός Goethe, Lessing). Ἡ ἀναγέννησις τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἐν Γερμανίᾳ καί ἡ δί’ αὐτῶν γονιμοποίησις τοῦ γερμανικοῦ πνεύματος κατά τήν περίοδον τῶν κλασσικῶν θά ἦτο ἐξ ἴσου ἀδύνατος ἀμέσως μετά τόν Τριακονταετῆ πόλεμον, ὅπως καί ἐν Ἰταλίᾳ πρό τοῦ 13ου αἰῶνος.

 

§ 21. Καί ἀκριβῶς εἰς τήν θέσιν αὐτήν εὑρίσκετο ὑλικῶς καί πνευματικῶς ἡ Ἑλλάς κατά τά τέλη τοῦ 18ου καί τάς ἀρχάς τοῦ 19ου αἰῶνος. Ἐν ἀντιθέσει πρός ἄλλα εὐρωπαϊκά ἔθνη μακρούς αἰῶνας ὑπό δούλιον ζυγόν ζήσαντα (Ἰταλοί, Τσέχοι Πολωνοί κλπ.), εἶχεν ἡ Ἑλλάς τό ἀτύχημα νά δουλωθῇ ὑπό κατακτητήν, ὅστις ὄχι μόνον κάθε πολιτικήν ἐλευθερίαν κατέπνιγεν, ἀλλά καί τά στοιχειώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα εἰ τούς ὑπηκόους του ἡρνεῖτο καί, πρό παντός, ἠδιαφόρει διά πᾶσαν ὑλικήν αὐτῶν εὐημερίαν. Ὁ Τοῦρκος ἠγνόησε τήν κρατικήν ὀργάνωσιν, ἠγνόησε καί τά στοιχειωδέστατα ἐπιτεύγματα τοῦ ὑλικοῦ πολιτισμοῦ, δέν ἡθελησεν ἀκόμη μηδέ τήν οἰκονομικήν εὐμάρειαν τῶν ὑποδούλων νά προαγάγῃ, καί ἄν ἀκόμη ἐπρόκειτο περισσότερα αὐτός νά εἰσπράττῃ ἤ τήν ἀνάγκην πό λιτικής ἐλευθερίας παρά τοῖς ἀλυτρώτοις ἀνεπαίσθητον νά καταστήσῃ.

Καί παρουσιάζεται μέν, κατά τά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος σχετική τις οἰκονομική εὐημερία, ἡ ὁποία κατέστησε δυνατή καί τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 21, ἀλλ’ αὐτή ἦτο παροδική, ἀφοῦ αἱ δύο κυριώτεραί της πηγαί, ἡ ἱστιοπλοΐα καί ἡ ἐκμετάλλευσις τῆς πολιτικῆς μας θέσεως ἐν Ρουμανίᾳ, ἐκλείπουν, ἡ δέ Ἐπανάστασις μέ τάς δῃώσεις τοῦ ἐλεύθερου ἐδάφους καί τούς διωγμούς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ἐν Τουρκίᾳ ἐπανέφερον οἰκονομικῶς τήν χώραν εἰς θέσιν χειροτέραν ἀπό τήν τοῦ ἔτους 1750.

Μέ τήν Ἐπανάστασιν ἐξέλιπεν ἐπίσης καί ἡ φαναριωτική ἀριστοκρατία, ἥτις - ὅπως παντοῦ ἡ ἀριστοκρατία - εἶχεν ἀρχίσει νά παρέχῃ ἔδαφος καλλιεργείας πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε μέν μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ὑπερβῆ τό στάδιον τῆς φραγκικῆς μιμήσεως, ἐξελισσόμενος ὅμως καί μέ τό σχετικῶς ἰσχυρόν του ἐνδιαφέρον πρός φιλοσοφικήν σκέψιν, θά ἠδύνατο ν’ ἀποτελέσῃ πυρῆνα νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἐνῶ ἀφ’ ἑτέρου ὁ ὑπάρχων ἐν Ἑπτανήςῳ - ὅπου Τοῦρκος δέν ἐπάτησεν - ἀξιόλογος πολιτισμός ἦτο καθαρῶς ἰταλικός καί μόλις ἀπό τοῦ Μουστοξείδου καί Σολομοῦ, δηλαδή ἀπό τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καί ἐντεῦθεν, λαμβάνει ἐθνικήν χροιάν.

Μέχρι λοιπόν τῶν παραμονῶν τοῦ 21 τά κεφάλαια πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, πού διέθετε τό ἔθνος, ἦσαν περιωρισμένα, περιωρισμένα κατ’ ἀναπόδραστον ἱστορικήν ἀνάγκην, καί ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ὁ Κοραῆς δικαίως ἐθεώρησε πρόωρον τήν Ἐπανάστασιν. Ἀλλά τό ἔθνος μ’ ἐνστικτώδη ἐπίγνωσιν τῶν ἀναγκῶν του – εὐστοχωτέραν τῶν ὑπολογισμῶν τοῦ εἰς τά ξένα διατρίβοντος Ἕλληνος σοφοῦ - διεῖδεν, ὅτι ἀρχή καί θεμέλιον ταῆς δημιουργίας πνευματικοῦ πολιτισμοῦ ἦτο ἡ κατά τό δυνατόν ταχυτέρα ἀπομάκρυνσις ἀπό τοῦ νοσηροϋ τουρκικοῦ τέλματος. Αἱ ὑλικαί δυνάμεις πρός τοῦτο κατά τό μᾶλλον ἡ ἧττον ὑπῆρχαν, πνευματικόν δέ περιεχόμενον καί κατεύθυνσιν ἔδωσεν, ὅπως εἴδαμεν, ἡ ἐνασχόλησις μέ τά ἔργα τῶν προγόνων του. Καί τῶν πνευματικῶν του ἡγετῶν ἄρα ἔργον ἦτο νά συντονίσουν πρός τοῦτον κατά πρῶτον τόν σκοπόν τάς δυνάμεις καί τήν δρᾶσιν των. Καί ἡ Ἐπανάστασις ἐπέτυχε...

 

§ 22. Ὅταν τῶν ὅπλων τό ἔργον - μέ τήν ἀποτελεσματικήν βοήθειαν τῶν ξένων - ἔληξε, καί τό ἐλεύθερον τμῆμα τοῦ ἔθνους εὑρεθη περιωρισμένον εἰς μίαν μικράν, τήν πτωχοτέραν, γωνίαν τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους ἐνώπιον οἰκονομικῶν καί κρατικῶν ἐρειπίων, ἀνέκυψαν τά ἀληθινά μεγάλα προβλήματα. Οἱ πνευματικοί καί πολιτικοί του ἠγέται εἶχαν ν’ ἀντικρύσουν ἕνα χάος, χάος πολιτικόν καί χάος οἰκονομικόν, πού τούς ἀφῆκεν ἡ τουρκική ἀδιοικησία καί ἐπηύξησαν αἱ ταλαιπωρίαι τῶν ἀγώνων καί ἡ ἀναρχία τῶν σπαθοφόρων. Καί τό χάος αὐτό ἔπρεπε νά διακοσμηθῇ. Ἀπό τό κατεστραμμένον αὐτό καί ἐν πολλοῖς ἐλλιπές καί ἀκατάλληλον ὑλικόν ἔπρεπε νά δημιουργηθῇ κράτος εὐνομούμενον, κράτος εὐρωπαϊκόν, ὄχι μόνον διά νά ζήςῃ καί εὐημερήςῃ ἡ ἐλευθερωθεῖσα γωνία, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός διά νά συμπληρωθῇ τό ἔργον τῆς ἐθνικῆς ἀποκαταστάσεως, τῆς ὁποίας τήν ὁλοκλήρωσιν ἐπίστευον οἱ τότε πολύ προσεχεστέραν ἀπό ὅ,τι ὑπῆρξεν. Καί αὐτό ἔπρεπε νά γίνῃ κατά τό δυνατόν γρήγορα. Αὐτό ἀπῄτει τό καθῆκον μας ἀπέναντί τοῦ ὑψηλοῦ μᾶς παρελθόντος, τοῦ ὁποίου μέρος μόνον εἴχαμεν ἐπιτελέσει εἰς τούς πολεμικούς μας ἀγῶνας.

Μετά ἑκατόν ἔτη εὑρίσκομεν ὑπερβολικά ἀφελῆ τήν νεανικήν αὐτήν πίστιν τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς ἀρχαίας δόξης καί εἴμεθα πρόθυμοι νά κατηγορήσωμεν τούς τότε διά τοῦτο ἡ ἐκεῖνο τό μέτρον, ὑπαγορευμένον ἀπό τούς καπνούς τοῦ ἐνθουσιασμοῦ μᾶλλον ἤ ἀπό πρακτικόν πνεῦμα. Ἀλλά ποιόν δέν συγκινεῖ ἡ πίστις αὐτή καί ἡ εἰλικρινής προσπάθεια; Ποιός δέ θά τολμήςῃ νά ἀγνοήςῃ τό γεγονός ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί μέσ’ ἀπό τά ἐρείπια καί τούς πόνους δέν ἐσκέφθησαν νά γίνουν αὐτοί οἱ δερβεναγᾶδες καί καδῆδες εἰς τήν θέσιν τῶν Τούρκων πού ἐξεδίωξαν, ἀλλά ἠθέλησαν καί ἐπεδίωξαν νά δημιουργήσουν διοίκησιν καί δικαιοσύνην, στρατόν καί στόλον, τάξιν καί ὀργάνωσιν ἐκεῖ ὅπου ἔλειπαν ὅλα. Ὅπως ὁ Μέγας Πέτρος τῆς Ρωσίας, ἐπεδίωξαν τήν χώραν των νά καταστήσουν εὐρωπαϊ- κήν, καί ὑπῆρξαν οἱ πρῶτοι εἰς τήν Ἀνατολήν, πού τό ἐπεδίωξαν. Κατά πόσον ἐπέτυχαν, δέν εἶναι ὁ ἐκ τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, ἀλλ’ ὁ ἐκ τῆς Τουρκίας τοῦ 20ου αἰῶνος ἐρχόμενος ἁρμόδιος νά μαρτυρήσῃ.

 

§ 23. Λάθος των δέν ἦτο, ὅτι ἐζήτησαν διά μιᾶς καί ὄχι βαθμιαίως νά τό κάμουν. Τοιούτου εἴδους πράγματα δέν περιμένουν[8]. Ἠγνόησαν ὅμως ὅτι, ἄν ὁ ὑλικός πολιτισμός (Civilisation) καί ἡ κρατική ὀργάνωσις εὐκόλως δύνανται νά μεταφερθοῦν ἀπό ἔθνους εἰς ἔθνος, εἰς τόν πνευματικόν πολιτισμόν (Kultur) εἶναι τοῦτο ἀδύνατον, ἐφ’ ὅσον δέν ἀνταποκρίνεται εἰς ἀληθινά ὑπαρχούσας ἀνάγκας καί δέν εἶναι τό ἀποτέλεσμα πνευματικῆς ζωῆς φερούσης πρός ταύτην τήν κατεύθυνσιν, ἡ ὁποία πάλιν προϋποθέτει μακροχρόνιον σχετικῶς οἰκονομικήν καί πολιτικήν εὐημερίαν. Ἐντεῦθεν ἀρχίζει ὁ πιθηκισμός ἐκεῖνος τῶν εὐρωπαϊκῶν πραγμάτων ἐν συνδυασμῷ πρός τόν τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, τό φραγκάττικον ἔκεϊνο ψιμυθίωμα, ἐναντίον τοῦ ὁποίου τόσον ἐξεγείρετο τοῦ Δ. Βερναρδάκη ἡ ψυχή. Οἱ πνευματικοί της ἐποχῆς ἡγέται ἐνόμισαν καθῆκον των ἀπέναντι ἑαυτῶν καί τῆς ἀποστολῆς τοῦ ἔθνους νά δημιουργήσουν κοντά εἰς τήν νομοθεσίαν καί ποίησιν, κοντά εἰς τήν διοίκησιν καί θέατρον, καλλιτεχνίαν ὅπως καί ἀστυνομίαν, ἐπιστήμην ὅπως καί δικαστήρια, φιλοσοφίαν κοντά εἰς τούς δρόμους.

Τ’ἀποτελέσματα εἶναι γνωστά: ἐφήμερος παραγωγή, παπαγαλισμός τῶν ἐν Εὐρώπῃ κρατούντων στεῖρος καί ἐσωτερικῶς κενός, ἐπιστήμη παραχορταίνουσα τήν μνήμην καί ἀφήνουσα τό πνεῦμα πεινασμένον, ποιηταί ἐξ ἐθνικῆς φιλοτιμίας καί δί’ ἀριστείων δημιουργούμενοι. Τό ἔθνος εἴτε τούς ἠγνόει, εἴτ’ ἐτρέφετο μέ τούς κενούς νοῦ καί ψυχῆς παφλασμούς λόγων τῶν Σούτσων καί τοῦ Παράσχου, τόν ὁποῖον ἀκόμη καί ὁ Ροΐδης ἐθαύμαζε. Πρός τήν ἀληθινήν ποίησιν δέν ἠμποροῦσε - ἀνώριμον ἀκόμη - νά ἔχῃ ἀληθινήν ἐσωτερικήν σχέσιν· μόνον τήν ἐλαφράν τροφήν τῆς ἐμμέτρου ἤ πεζῆς δημοσιογραφίας ἠδύνατο νά βαστάσῃ. Ἐντεῦθεν ἐξηγεῖται πῶς ἠγνόησε τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν ποίησιν, ὡς ποίησιν, καί ὁμοίως τήν πραγματικήν ποίησιν τῶν ἑπτανησίων ποιητῶν. Ὄχι γλωσσικοί λόγοι, ἄλλ’ ἀνικανότης πρός κατανόησιν καί διάκρισιν τῆς ἀληθινῆς ἀπό τήν νόθον τέχνην συνετέλεσεν εἰς τό ν’ ἀγνοηθῇ ὁ Σολωμός καί ἡ σχολή του. Οἱ πρῶτοι ἄλλωστε δέν ἠμπόδισαν νά γίνῃ ἐθνικός ὕμνος ὁ ὕμνος τοῦ ποιητοῦ εἰς τήν ἐλευθερίαν καί νά γίνῃ δημοφιλής ἀληθῶς ὁ εἰς δημοτικήν γράφων Βαλαωρίτης - διά πατριωτικήν ποίησιν ἦταν ὥριμος ὁ λαός· τό δεύτερον ἔρριψεν εἰς λήθην καί τοῦ Κάλβου τήν ὑψηλήν καί δύσκολον ἀρχαϊκήν ποίησιν.

 

§ 24. Νά κατηγορηθοῦν αἱ παλαιοτεραι γενεαί διά τόν πιθηκισμόν αὐτόν θά ἦτο ἄδικον. Εἰς τήν ἐποχήν των ἡ διάκρισις πνευματικοῦ καί ὕλικοῦ πολιτισμοῦ δέν εἶχε γίνει ἀκόμη, καί ἡ πίστις ὅτι ὅλα δύνανται νά μεταφυτευθοϋν ἦτο καί ἐν Εὐρώπῃ ἀδιάσειστος. Ἀλλ’ εἶναι ἄναγκη νά ἐχωμεν σαφῆ ἰδέαν περί τῶν πραγμάτων αὐτῶν, διά νά ρυθμίσωμεν καί τάς ἐνεργείας μας εἰς τό μέλλον, ὄχι μόνον ἀπέναντι τῶν νεφελοβαμόνων ἱεραποστόλων τοῦ σκυθικοϋ παραδείσου, ἀλλά καί ἀπέναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τήν σωτηρίαν μας διαβλέπουν εἰς τόν κατά τό δυνατόν τάχιστον «ἐξευρωπαϊσμόν» μας, τόν ὁποῖον ἀντιλαμβάνονται ὡς τοποθέτησίν μας εἰς τό σημεῖον ἐκεῖνο τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, εἰς τό ὁποῖον εὑρίσκονται τά νεωτερικώτερα στοιχεῖα τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Καί αὐτοί λησμονοῦν ὅτι ἡ πνευματική ζωή δέν μεταφέρεται οὔτε μέ μεταφράσεις οὔτε μέ μερικάς διαλέξεις ἀπό τούς Παρισίους εἰς τάς Ἀθήνας, ὅπως ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία ἤ τό ραδιόφωνον ἤ ἡ νέα γυναικεία μόδα, διά τά ὁποῖα χρήματα μόνον χρειάζονται· ἀλλά πηγάζει ἀπό ἀληθινάς πνευματικάς ἀνάγκας καί πνευματικάς ζυμώσεις, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξουν εἰς ἡμᾶς, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχουν αἱ ἀπαραίτητοι προϋποθέσεις. Εἰς ἕνα τόπον, πού Kant καί Hegel, Dilthey καί Comte, Spencer καί Nietzsche ἁπλᾶ ὀνόματα μόνον εἶναι, εἶναι ἀδύνατον νά κατανοηθῇ ἡ φιλοσοφία τοῦ Spengler ἤ τοῦ Bergson. ὁ πιθηκισμός τῶν συγχρόνων λογοτεχνῶν τῆς Γαλλίας δημιουργεῖ παρ’ ἡμῖν διεστραμμένα ἐξαμβλώματα καί θά δημιουργῇ, διότι αἱ ρίζαι τῆς λογοτεχνικῆς ἐξελίξεως τοῦ παρελθόντος, ἀπό τάς ὁποίας τρέφεται θετικῶς ἤ ἀρνητικῶς ἡ κίνησις αὐτή ἐν Γαλλίᾳ, μᾶς λείπουν. Αὐτάς πρῶτα πρέπει διά μελέτης προσωπικῆς καί μεταφραστικῆς ἐργασίας νά μεταφυτεύσωμεν· τότε, καί μόνον τότε δέ, θά εἶναι δυνατόν νά ἐλπίσωμεν, ὅτι θά ἠμποροῦμεν «νά συμβαδίσωμεν μέ τήν Εὐρώπην». Θ’ ἀργήσωμεν βέβαια κάπως· ἀλλ’ ἡ ἱστορία δέν ἐπιτρέπει πηδήματα. Ἔπειτα, τό ν’ ἀγνοήσωμεν ἐπί τινα χρόνον ἀκόμη - ἐννοῶ τό πολύ κοινόν τῶν μορφωμένων, ὄχι τόν εἰδικόν ἐπιστήμονα - τήν θεωρίαν τοῦ Einstein ἡ τόν Paul Valery δέν εἶναι ἐντροπή· ἐντροπή εἶναι νά ἐξακολουθῶμεν ν’ ἀγνοοῦμεν τόν Kant ἡ τόν Schiller. Εἰς τήν μετρημένην αὐτήν καί συστηματικήν προσπάθειαν τοῦ βαθμιαίου ἐξευρωπαϊσμοῦ μας, πρός τόν ὁποῖον κάθε φωτισμένος ἄνθρωπος τείνει καί πρέπει νά τείνῃ, θά ἔχωμεν καί τό πλεονέκτημα νά διακρίνωμεν τήν εὐθεῖαν γραμμήν τῆς προόδου ἀπό τάς ἐφημέρους διακυμάνσεις τῆς μόδας.

 

§ 25. Ἀλλ’ ἄς ἐπανέλθωμεν εἰς τό θέμα μας. Μέ τήν αὐτήν εὐκολίαν μετεφυτεύθη καί τό ἀνθρωπιστικόν γυμνάσιον, ὅπως εἶχεν ἀναπτυχθῆ ἐν Γερμανία, εἰς τήν Ἑλλάδα· ἤ μᾶλλον μέ πολύ μεγαλυτέραν, καθότι ἀνταπεκρίνετο καί πρός τήν βυζαντινήν παράδοσιν καί πρός τήν ἐθνικήν φιλοτιμίαν. Ἀλλά τό πνεῦμα πού ἐδημιούργησε τό ἀνθρωπιστικόν γυμνάσιον ἐν Γερμανίᾳ, οἱ σκοποί τούς ὁποίους τοῦ ἔθεσαν, αὐτά ἔμεναν φυσικά ξένα πρός ἡμᾶς. Ἐντεῦθεν καί ἡ σχέσις μαθητευομένων καί διδασκόντων ἀπέναντι της Ἀρχαιότητος ὑπῆρξεν οἵα τήν περιεγράψαμεν. Μή ἔχοντες εἰς τήν ἰδικήν των πραγματικότητα τάς ἀξίας τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ πού λέγονται ποίησις, τέχνη, φιλοσοφία κλπ., ἀνίκανοι νά τάς ἰδοῦν καί πολύ περισσότερον νά τάς ζήσουν, ἠσαν φυσικά ἀνίκανοι νά τάς ἀνακαλύψουν καί εἰς τήν Ἀρχαιότητα. Ὅ,τι ἀνεῦρον, ἦτο ἡ γλωσσική μορφή - ἕνα τμῆμα μόνον τῶν σκοπῶν τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας - , ἥν καί οἱ Βυζαντινοί εἶχαν μάθει νά θαυμάζουν. Ἀφ’ ἑτέρου ὁ θαυμασμός τῶν ξένων πρός αὐτήν καί ἡ ἐθνική φιλοτιμία, τήν ὁποίαν ἐκολακευεν οὗτος, δέν ἐπέτρεπαν - καί πολύ ὀρθῶς - νά ἐγκαταλειφθῇ ἡ παιδεία αὐτή, ἡ ὁποία ὀλίγα τούς παρεῖχεν. Ἄλλωστε καί δέν ῄσθάνοντο ὅτι ὀλίγα τούς παρεῖχεν, ἀφοῦ οὐδέ τήν ἀνάγκην περισσοτέρων ῄσθάνοντο. Ἡ πνευματική ὀλιγάρκεια συμβαδίζει μέ τήν πνευματικήν ἀνωριμότητα.

Καί αὐτῆς τῆς ἀνωριμότητος προϊόν ὑπῆρξεν ἡ ἄγονος ἐκείνη προσατένισις τοῦ προγονικοῦ μεγαλείου, ἡ ρομαντική νοσταλγία ἐπανόδου πρός τήν Ἀρχαιότητα, ἡ ἄγνοια καί ὑπτίμησις τῆς πραγματικότητος τοῦ παρόντος - ὅλα τόσον ξένα πρός τόν ἐσωτερικόν κλασσικιστικόν ἐνθουσιασμόν ἑνός Winckelmann. Εἰς τό σημεῖον αὐτό συνηντήθη ἡ ἀνώριμος νέα Ἑλλάς μέ τήν ὑπερώριμον καί κουρασμένην βυζαντινήν.

 

§ 26. Ὅσ’ ἀνέπτυξα εἰς τό προηγούμενον κεφάλαιον δέν ἀπέβλεπον ἁπλῶς εἰς τό ν’ ἀποδείξουν, ὅτι τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας ἡ ἀξία κατ’ οὐδέν ἐλαττοῦται, ἄν παρ’ ἡμῖν ἕνεκα τῶν ἀναπόδραστων νόμων τῆς σιδηρᾶς ἱστορικῆς ἀνάγκης δέν ἔφερε τούς καρπούς, πού προσεδοκήσαμεν. Μακράν ὠσαύτως ἀπ’ ἐμοῦ ἦτο πᾶσα πρόθεσις νά δυσφημίσω τάς προγενεστέρας γενεάς. Τοιαύτη διαγωγή - πού συνηθίζεται παρ’ ἡμῖν ἐσχάτως - ὄχι μόνον ἀποδεικνύει ἔλλειψιν σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης πρός ἀνθρώπους, ἄνευ τῶν ὁποίων ἐπί τέλους δέν θά εὑρίσκετο ἡ γενεά μας ἐκεῖ πού εὑρίσκεται σήμερον. Οἱ ἄνθρωποι πού εὑ- ρίσκουν εὐχαρίστησιν εἰς τό νά ὑποβιβάζουν τούς προγενεστέρους δεικνύουν πόσον ὀλίγην ἐμπιστοσύνην ἔχουν εἰς τήν ἰδικήν των ἀξίαν, ὥστε νά χρειάζεται αὐτή τήν ἀρνητικήν ταύτην ἐνίσχυσιν, πόσον ὀλίγην ἱστορικήν ἀντίληψιν ἔχουν διά νά κρίνουν καί ἐκτιμοῦν τά πράγματα σύμφωνα μέ τάς συνθήκας, ἐντός τῶν ὁποίων παρήχθησαν. Ἀλλά καί τήν μελλοντικήν μας δρᾶσιν παραβλάπτει τοῦτο, διότι ἐμποδίζει νά ἴδωμεν μ’ ἀνεπηρέαστον ὄμμα τά σφάλματα ἐκείνων καί τάς αἰτίας των καί συγχρόνως τά μόνιμα ἐκείνων δημιουργήματα, ἐπί τῶν ὁποίων εἶναι ἀνάγκη νά οἰκοδομήσωμεν περαιτέρω, ἀντί νά ἀρχίζωμεν ἀπό τήν ἀρχήν. Καί ἔτσι ὁμοιάζομεν τούς ὑπουργούς ἐκείνους ταῆς παιδείας - καί εἶναι τά ἐννέα δέκατα - πού ἐρχόμενοι εἰς τό ὑπουργεῖον κομίζουν καί ἰδικόν του ὁ καθείς σύστημα καί κρημνίζουν ἀντί νά ἐπισκευάσουν καί συνεχίσουν τά θεμέλια πού μόλις ἐπρόφθασε νά θέση ὁ προκάτοχος των. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά μήν ἔχωμεν παιδείαν, ἀλλά προγράμματα μόνον καί θεμέλια καί συντρίμματα. Ἡ ἀγάπη τῆς καταστροφῆς, χαρακτηριστικόν του Ἀνατολίτου (εἰς τό ὁποῖον βαθμίδας μόνον τινάς ὑστεροῦμεν του Τούρκου) καί ἡ ἐπιπολαιότης, πού χαρακτηρίζει τόν πολυδουλίτην Νεοέλληνα, ὅστις θέλει νά εἶναι καί πιστεύει πώς εἶναι παντοῦ μέσα καί πουθενά δέν εὑρίσκεται εἰς τό σπίτι του, ἐκδηλοῦται κατά τόν τραγικώτερον τρόπον καί εἰς τούς μορφωμένους μας, ὅπως καί εἰς τούς ὑπουργούς, πού ἐπί τέλους ὁδηγεῖ καί τό κομματικῶν συμφέρον.

Δί’ ἠμας ἡ ἐξέτασις αὐτή τῶν καθ’ ἡμᾶς σκοπόν εἶχε νά δείξωμεν ὄχι μόνον τί δέν ἔγινε, ἀλλά καί διατί δέν ἔγινε καί διατί ἦτο ἀδύνατον νά γίνῃ, καί ἄν ἡ παιδεία μας διάφορος ἦτο. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον γίνεται δί’ ἡμᾶς ἡ ἱστορία μάθημα καί ἡ ἐξέτασις τοῦ τί ἔγινεν ἐκδήλωσις εὐγνωμοσύνης πρός ἐκείνους, πού εἴργάσθησαν πρό ἡμῶν. Καί εἰδικῶς εἰς τό ζήτημά μας ἡ ἀνεύρεσις τῶν αἰτίων, διά τά ὁποῖα ἡ ἀνθρωπιστική παιδεία εἰς ὡρισμένα σημεῖα δέν ἀπέδωκε πνευματικούς καρπούς, δημιουργεῖ εἰς ἡμᾶς τήν αἰσιόδοξον πεποίθησιν, ὅτι εἶναι δυνατόν εἰς τό μέλλον, ἄν θελήσωμεν νά ἐργασθῶμεν, τούς ποθητούς τούτους καρπούς νά δοκιμάσωμεν.

 

§ 27. Διότι πράγματι αἱ συνθῆκαι, πού ἐπιτρέπουν πνευματικήν γονιμοποίησιν τῆς Ἀρχαιότητος παρ’ ἡμῖν, δέν λείπουν πλέον. Μία ἀναγέννησις τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, εἰς τόν βαθμόν πού εἶναι δυνατή εἰς τόν 20όν αἰώνα ἡ ἀναγέννησις, δέν εἶναι πλέον δί’ ἡμᾶς τῶν ἀδυνάτων. Ἡ οἰκονομική καί πολιτική μας ἐξέλιξις τῶν ἑκατόν ἐτῶν (ὁσονδήποτε καί ἄν ὑστερῇ ἀκόμη) καί ἡ διαμόρφωσις τῶν κοινωνικῶν μας συνθηκῶν ἐπιτρέπουν πλέον - καί ἐπέτρεπαν ἤδη εἰς τήν ἀμέσως προηγουμένην γενεάν - τήν δημιουργίαν πνευματικῆς ζωῆς, ἐσωτερικῆς καί ἐντόνου. Ὅ πνευματικός πολιτισμός γίνεται πλέον αἰσθητός ὡς ἀνάγκη. Τό ἐνδιαφέρον διά τήν λογοτεχνίαν καί τήν τέχνην διαρκῶς ἐπεκτείνεται καί εἰς εὐρύτερους κύκλους. Ἡ φιλοσοφία ἀρχίζει νά κινῇ τό ἐνδιαφέρον, ἐπί τοῦ παρόντος, τήν ἀγάπην ἀσφαλῶς βραδύτερον πολλῶν. Ὁ μαγικός πέπλος μοιρολατρικῆς ἀδράνειας, πού περιεκάλυπτε τόν πνευματικόν μας ὁρίζοντα, ἀρχίζει νά διαρρηγνύεται καί ἀπό τά ρήγματά του ἀρχίζουν νά προβάλλουν ἀσαφῆ καί συγκεχυμένα ἀκόμη, ὁλονέν ὅμως συνειδητότερα, τά προβλήματα τῆς ζωῆς, ὡς προβλήματα. Ὀλίγον ἀκόμη καί θά εὑρεθῶμεν ὅλοι ἑκόντες ἅκοντες ἐνώπιον αὐτῶν, ὑποχρεωμένοι νά ἐκφράσωμεν γνώμην περί αὐτῶν, νά δώσωμεν λόγον εἰς ἑαυτούς καί ἀλλήλους δί’ ὅλα, ὅσα μέχρι τοῦδε ὡς αὐτονόητα καί ἁπλᾶ ἐξελαμβάνομεν. Καί τήν στιγμήν ἐκείνην θά εἶναι ἔγκλημ’ ἀπέναντί του ἑαυτοῦ μας νά στερηθῶμεν τήν δεδοκιμασμένην καί φωτεινήν ποδηγεσίαν τῆς Ἀρχαιότητος, τήν ὁποίαν ὅλα τά ἔθνη ἐζήτησαν καί ζητοῦν. Ἐξ ἄλλου καί αὐτή ἡ Ἀρχαιότης ἀποτελεῖ ἕνα πρόβλημα, πρόβλημα ὄχι ἱστορικόν, ἀλλά τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος πρόβλημα, μέ τό ὁποῖον ὀφείλουν ὅλα τά ἔθνη νά καταπιασθοϋν· ἡμεῖς περισσότερον, τούς ὁποίους ἰδιαίτεροι δεσμοί πρός ἐκείνην συνδέουν.

ἀλλ’ ἄν αἱ συνθῆκαι ὑπάρχουν, ἄν σήμερον εἴμεθα καλύτερον εἰς θέσιν νά κατανοήσωμεν τήν ἀρχαίαν ποίησιν, ἀφοῦ καί ἰδικήν μας ποίησιν ὄχι εὐκαταφρόνητον ἔχομεν καί ἀπό τήν εὐρωπαϊκήν λογοτεχνίαν περισσότερα γνωρίζομεν ἤ οἱ πατέρες μας, ἄν τό κριτικόν μας βλέμμα ἔχῃ περισσότερον ἤ προτοῦ ὀξυνθῇ, διά νά ἐννοησωμεν τήν Ἀρχαιότητα ὡς ἱστορικόν φαινόμενον τοῦ παρελθόντος καί ὡς πολιτιστικόν παράγοντα τοῦ παρόντος, ἄν τάς πνευματικᾶς ἀξίας καθ’ ἑαυτάς καί νά ἰδοῦμεν καί νά ζήσωμεν ἠμποροῦμεν καλύτερα, διά νά τάς ἀνακαλύψωμεν ἔπειτα καί εἰς τάς ἱστορικάς των ἐμφανίσεις, ἡ εὐθύνη μας ἀπέναντί τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος τῆς κοινωνίας μας καί τοῦ ἐθνικοῦ παρελθόντος γίνεται ἀκόμη μεγαλυτέρα. Διότι ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, ἡ δημιουργία ἐσωτερικῆς μας ἐπαφῆς πρός αὐτό εἶναι ἰδικόν μας πλέον ἔργον, τῶν ἰδικῶν μας προσπαθειῶν καρπός, τῶν ἰδικῶν μας κόπων ἐπίτευγμα. Τήν δικαιολογίαν πού οἱ πατέρες μως ἠδύναντο νά προβάλλουν δέν δικαιούμεθα νά προσαγάγωμεν ἀπέναντι τῶν γενεῶν, πού κατόπιν θά κρίνουν τήν στάσιν μας.

 

§ 28. Καί τό ἔργον δέν εἶναι εὔκολον. Ὀφείλομεν κατά πρῶτον τήν Ἀρχαιότητα νά συλλάβωμεν ἐντός τῶν ἰδιαιτέρων της ἱστορικῶν συνθηκῶν, ἐντός τοῦ περιωρισμένου της πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ ὁρίζοντος, ἐν τῷ κύκλῳ τῆς ἐξαρτήσεως της ἀπό τους ἄλλους πολιτισμούς τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Τά ἔργα των δέν πρέπει νά βλέπωμεν πλέον ἀνεξάρτητα τόπου καί χρόνου, ὅπως οἱ Βυζαντινοί, ἀλλ’ ὡς προϊόν ὡρισμένου οἰκονομικοῦ καί πολιτικοῦ βίου. Καί τόν βίον αὐτόν δέν θά τόν γνωρίσωμεν ἀπό τόν ἰδεώδη κόσμον τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Σοφοκλέους μόνον, ἀλλά καί ἀπό τάς ὑλικάς του ἀπόψεις καί ἀπό τά κατώτερα στρώματα τοῦ λαοῦ. Ἀπό τήν σκηνήν, ἐπί τῆς ὁποίας τίθεται διά τοῦ Προμηθέως τό αἰώνιον πρόβλημα τῆς ἀνθρωπότητος, θά στρέψωμεν τό βλέμμα μας καί πρός τούς θεατάς καί θά ἰδοῦμεν κοντά εἰς τόν Περικλέα τόν χονδρόκοπον Ἀθηναῖον χωρικόν, πού μασᾶ μακαρίως τά σκόρδα καί τό ψωμί του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον θ’ ἀντικρύσωμεν καί τά σκιερά σημεῖα τοῦ ἀρχαίου βίου καί θά τά κρίνωμεν ὅπως τούς ἀξίζει. Καί ἀκριβῶς αὐταί αἱ σκιάσεις μᾶς χρειάζονται, ἄν θέλωμεν νά ἴδωμεν ἀπό τήν Ἀρχαιότητα ὄχι ἕνα ἀχανές καί ἀκαθόριστον φωτονεφέλωμα, ἀλλά τά ἁδρᾶ περιγράμματα προσώπων καί πραγμάτων, γεμάτων ζωήν καί ἀτομικότητα.

 

§ 29. Ἀλλ’ αὐτό δέν ἀρκεῖ. Ὁσονδήποτε ἀπαραίτητος καί ἄν εἶναι ἡ ἱστορική αὐτή κρίσις διά τόν ἐπιστήμονα, ὅσον καί ἄν ἡ Ἀρχαιότης βαθύτερα ἐξεταζομένη νέας ἀποκαλύπτῃ ἀξίας, δέν εἶναι δυνατόν αὐτή καί μόνη νά ἱκανοποιήςῃ τόν ἀνθρωπιστήν. Ἡ Ἀρχαιότης δέν ἀποτελεῖ ἀδιάφορον πεδίον ἐπίστημονικῆς ἐρεύνης, ὅπως π.χ. τό παρελθόν τῶν Ἀσσυρίων ἤ τῶν Κινέζων. Εἶναι συγχρόνως πνευματικός παράγων τοῦ πολιτισμοῦ μας, εἶναι ἀνθρωπισμοῦ σχολή, καί ὡς τοιαύτη ἐγκλείει ἐν ἑαυτῇ πυρῆνα καθαρῶς ἰδεολογικόν, ἀνεξάρτητον τόπου καί χρόνου. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει τό πρόβλημα, πού γίνεται ἀκόμη περιπλοκώτερον διά τόν Ἕλληνα, διά τόν ὁποῖον ἡ Ἀρχαιότης ἀποτελεῖ καί ἐθνικόν του παρελθόν. Τό πρόβλημα βέβαια δέν ἐλύθη οὔτε ἀπό τούς ξένους καί καθ’ ἑαυτό εἶναι ἴσως ἀδύνατον νά λυθῇ ἀντικειμενικῶς. Ἀλλά κάθε φιλόλογος ὀφείλει νά δώσῃ τήν προσωπικήν του λύσιν, καί πρό παντός ὀφείλει νά τό αἰσθανθῇ εἰς ὅλον τοῦ τό βάθος καί εἰς ὅλην του πολλάκις τήν τραγικότητα. Εἶναι τό ἀντίρροπον ταῆς πλεονεκτικῆς θέσεως ἡμῶν τῶν φιλολόγων, τοῦ νά εἴμεθα συγχρόνως ἐρευνηταί της ἀλήθειας καί τοῦ ἰδεώδους ὑπηρέται.

 

§ 30. Καί ἐλευθερωμένος πλέον ὁ φιλόλογος ἀπό τῆς προγονοπληξίας καί τοῦ κλασσικισμοῦ τά δεσμά, ὅπως καί ἀπό τόν στενοκέφαλον συγχρονισμόν, θά ζητήσῃ τότε νά συλλάβῃ τό αἰώνιον περιεχόμενον τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, νά ζήσῃ τήν ἀξίαν του τήν ἀνθρωπιστικήν, ν’ ἀναγεννηθῇ ὁ ἴδιος καί νά ὑψωσῃ τούς ἄλλους μέ τήν βοήθειάν του.

Τό ἐπίπεδον βέβαια τῶν μαθητῶν καί τῆς κοινωνίας μας γενικῶς - ὁσονδήποτε ὑψηλότερα καί ἄν στέκεται ἀπό προτοῦ - δέν εἶναι οὔτε εὔκολον οὔτε δυνατόν διά μιᾶς νά ἐξυψωθῇ. Βαθυτέρα γνῶσις τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, εὐρυτέρα διάδοσις τῆς γνώσεως τῶν ξένων γλωσσῶν καί δί’ αὐτῆς στενωτέρα ἐπαφή μέ τόν εὐρωπαϊκον πνευματικόν βίον, συστηματική καί περιεσκεμμένη μεταφραστική ἐργασία, θά βοηθήσουν πολύ.

Ἀλλ’ ἡ ἀρχή πρώτιστα πρέπει νά γίνῃ ἀπό τόν διδάσκαλον. Αὐτός πρέπει πρῶτα-πρῶτα νά πολιτισθῇ, αὐτός πρέπει νά ἀροτριώσῃ τόν ἰδικόν του ἀγρόν, εἰς τόν ὁποῖον θά πέςῃ τό σπέρμα τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, πού ρίπτεται μέχρι τοῦδε εἰς τάς πέτρας.

Καί ἡ ἐργασία αὐτή της αὐτοαγωγῆς θά γίνῃ ἀπό τόν φιλόλογον τόν ἴδιον τῇ βοηθείᾳ ἀκριβῶς τῶν στοιχείων πού τοῦ παρέχει ἡ νεοελληνική ζωή καί ἡ ἐπαφή του μέ τήν ζωήν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν. Τόν Ὅμηρον δέν θά τόν αἰσθανθῇ ποτέ ἐκεῖνος, πού δέν συνεκινήθη ἀπό τά δημοτικά μας τραγούδια, τόν Ἔρωτοκριτον ἡ τήν Φλογέραν τοῦ Βασιλιᾶ, -διά νά μή ἀναφέρω τά εὐρωπαϊκά ἔπη. Καί ὁ Ὅμηρος πάλιν θά τόν βοηθήσῃ νά κρίνῃ ἐκεῖνα καί νά τά τοποθετήσῃ εἰς τήν θέσιν πού δικαιοῦνται νά κατέχουν. Κλειστή θά μείνῃ ἡ ὡραιότης τῆς λυρικῆς ποιήσεως τῶν ἀρχαίων εἰς ἐκεῖνον, πού δέν ἐδιαβασε καί δέν ᾔ- σθάνθη τά ποιήματα τοῦ Γρυπάρη καί τοῦ Σολομοῦ, τοῦ Κάλβου καί τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Goethe καί τοῦ Leconte de Lisle. Καί ἡ τραγωδία, ὡς πρόβλημα καί ὡς τέχνη, δέν ἀποκαλύπτεται εἰς ἐκεῖνον, ὅστις ὡς μόνας θεατρικός του ἀναμνήσεις ἔχει νά ἐπιδείξῃ τήν Γκόλφω καί πέντε-δέκα ἐπιθεωρήσεις.

Τήν τραγωδίαν τοῦ φιλοσόφου, πού γράφει μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του καί τήν τέχνην τῆς μεγαλοφυΐας του ὁ Πλάτων, τό ἐπιβλητικόν πνευματικόν οἰκοδόμημα ἑνός Ἀριστότελους, τήν ὑψηλήν ἠθικήν τῆς Στοᾶς, τήν εὐγενικήν ἐγκαρτέρησιν τοῦ Ἐπικούρου, τήν φλογεράν πίστιν τοῦ Παύλου πῶς θά ἐννοήση ἕνας, πού ἡ ζωή δέν τοῦ ἄνοιξε τά προβλήματά της καί τά προβλήματά της δέν τοῦ ἔγιναν ζωή; Ἀπό τήν ἐσωτερικήν του πάλην ἴσως νά εὕρῃ τήν γαλήνην εἰς τήν πίστιν του εἰς ἕν’ ἄπ’ αὐτούς - ἴσως εἰς κανένα. Νά καταλάβῃ θά εἶναι εἰς θέσιν ὅλους, νά τούς ζήσῃ ἐπίσης. Δί’ ὅσους τά πνευματικά ἀποκτήματα πόνου καί ἀγῶνος πορίσματα εἶναι γνωρίζουν καί τῶν ἄλλων τούς πνευματικούς θησαυρούς νά ἐκτιμοῦν. Γνωρίζουν ἄλλωστε πώς τ’ ἀποκτήματα προσωρινήν μόνον ἀξίαν ἔχουν· ἔρχονται καί παρέρχονται. Αἰώνια μένει ὁ νοῦς, πού παλαίει δί’ αὐτά, ἡ ψυχή πού τά ζῆ...

 

§ 31. Ἔτσι, καί μόνον ἔτσι, θά εἶναι δυνατόν τήν Ἀρχαιότητα ἀπό μέσα καί ὄχι ἀπ’ ἔξω νά γνωρίσωμεν. Γνωρίζω, ὅτι ἡ ἐργασία αὐτή εἶναι δύσκολος, δυσκολωτάτη· γνωρίζω ἐπίσης, ὅτι οὔτε ὅλοι οὔτε πάντοτε θά εἶναι δυνατόν νά φθάσουν εἰς τόν σκοπόν πού θέτομεν. Ἀλλά τό οὐσιῶδες εἶναι ν’ ἀποκτήσωμεν οἱ φιλόλογοι ἐπίγνωσιν τῆς δυσκολίας τοῦ καθήκοντός μας καί τῆς ἀποστολῆς μας, καί νά προσπαθήσωμεν. Μερικῶν γενεῶν συντονισμένη ἐργασία θά μᾶς ἐξυψώςῃ ἐκεῖ πού θέλομεν, καί θά καταστήσῃ τό ἔργον τῶν ἀπογόνων μας πολύ εὐκολώτερον. Δί’ αὐτούς καί διά τόν ἑαυτόν μας ὀφείλομεν ἡμεῖς νά κάμωμεν τήν ἀρχήν καί νά καταβάλωμεν τά μεγαλύτερα κεφάλαια θυσιῶν καί ἐργασίας, ἄν θέλωμεν νά εἴμεθα μυσταγωγοί καί ὄχι μισθωτοί.

Τό νά διατυπώσω πρακτικάς ὁδηγίας[9] ἀπέχει ἀπό τούς σκοπούς, πού ἐπιδιώκουν αἱ γραμμαί αὐταί. Νοολογικῶς μόνον ἠθέλησα νά ἐξετάσω τά προβλήματα τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας καί νά διαγράψω μέ ἁδράς γραμμάς τό τέλος, πρός τό ὁποῖον πρέπει κατά τήν γνώμην μου νά τείνῃ κάθε προσπάθειά μας. Τούς δρόμους θά τούς εὕρῃ ὁ καθένας μόνος του, καί εἶναι ἄλλοι δί’ ἄλλους. Συζήτησις ἄλλωστε ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ εἶναι τότε μόνον δυνατή καί σκόπιμος, ὅταν ἐπέλθῃ συνεννόησις εἰς τά ζητήματα ἀρχῶν καί σκοπῶν μεταξύ ἐκείνων, πού ἐνδιαφέρονται διά τήν πνευματικήν ζωήν τοῦ ἔθνους μας. Περί δύο μόνον σημείων θά ἡθελα νά προσθέσω μερικάς λέξεις, τοσούτῳ μᾶλλον, καθ’ ὅσον ἀποτελοῦν συμπλήρωσιν ὅσων ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἐξέθηκεν.

 

§ 32. Τό πρῶτον ἀφορᾶ τήν διδασκαλίαν τῶν λατινικῶν. Ἐν ἀντιθέσει πρός ὅλα τ’ ἄλλα πολιτισμένα ἔθνη, ἡ ἀμοιβαία θέσις ἑλληνικῶν καί λατινικῶν εἰς τ’ ἀνθρωπιστικά σχολεῖα εἶναι παρ’ ἡμῖν ἀντίστροφος. Ἐντεῦθεν, ἐνῶ ἐν Εὐρώπῃ τά Ἑλληνικά πίπτουν ὡς πρῶτον θΰμα τῆς χρησιμοκρατικῆς μανίας, τήν ἰδίαν τύχην ἔχουν παρ’ ἡμῖν – εἰς τήν συνείδησιν τῶν πολλῶν τουλάχιστον - τά λατινικά πρό πολλοῦ ὑποστῆ. Ἐλπίζω, ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ συγγραφέως τοῦ βιβλίου τούτου καί αἱ ἀπόψεις, πού ἐξέθεσεν, θά εἶναι ἀρκεταί νά πείσουν πόσον τυφλή εἶναι ἡ πολεμική αὐτή. Ἐν τούτοις θ’ ἄξιζε νά προστεθοῦν μερικά ἀκόμη ἐπιχειρήματα, πού ἀνάγονται εἰς τάς ἰδιαιτέρας παρ’ ἡμῖν συνθήκας τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

α΄ Τό γεγονός, ὅτι τό ρωμαϊκόν δίκαιον δέν ἀποτέλει πηγήν μόνον καί τροφήν τοῦ ἡμετέρου δικαίου, ἀλλά, μέ τάς ἑκάστοτε τροποποιήσεις, εἶναι αὐτό τοῦτο τό κρατοῦν παρ’ ἡμῖν δίκαιον, ἐπιβάλλει εἰς τούς σπουδαστάς τῆς νομικῆς πολύ εὐρυτέραν γνῶσιν τῆς λατινικῆς.

β΄ Ἀποτελεῖ αὐτή βοήθημα ἐξαίρετον πρός πρόσκτησιν καί βαθυτέραν κατανόησιν τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀδύνατος παρ’ ἡμῖν οἱαδήποτε πρόοδος.

γ΄ Τό ρωμαϊκόν πνεϋμα, ἐκδηλούμενον κυρίως καί κατ’ ἐξοχήν εἰς τήν ρωμαϊκήν γλώσσαν, ἀποτελεῖ δί’ ἡμᾶς σημαντικώτατον συμπλήρωμα τῆς ἀγωγῆς καί παιδείας μας. Μᾶς παρέχει τό πρακτικόν πνεῦμα καί τό πνεῦμα τῆς ὀργανώσεως καί πειθαρχίας, τῆς πολιτικῆς εὐστάθειας καί ὡριμότητος, τῆς ὑγιοῦς στρατιωτικῆς ἀλκῆς καί τῆς συντονισμένης καί ἐλαστικῆς διπλωματικῆς δράσεως, τοῦ βαθέος θρησκευτικοῦ αἰσθήματος καί τῆς ἀθορύβου, ἀλλ’ ἀκραδάντου αὐτοθυσίας ὑπέρ τῆς πατρίδος καί τοῦ μεγαλείου της - πράγματα, πού ἔλειψαν εἰς τούς ἀρχαίους μας προγόνους καί λείπουν καί εἰς ἡμᾶς δυστυχῶς. Καί ὁ σκοπός τῆς ἀγωγῆς δέν εἶναι μόνον τήν ὑπάρχουσαν ἰδιοφυίαν νά καλλιεργήσῃ, ἀλλά καί ἐλλειπούσας ἰδιότητας, κατά τό δυνατόν, νά ἐμφυτεύσῃ εἰς τοῦ τροφίμου τήν ψυχήν. Δί’ αὐτόν καί μόνον τόν σκοπόν θ’ ἄξιζε νά καλλιεργήσωμεν εἰς πολύ μεγαλύτερον βαθμόν τά λατινικά γράμματα. Ὅστις νομίζει ὅτι ὁ κόπος θά εἶναι δυσανάλογος πρός τόν σκοπόν ἄς ἀναγνώσῃ καί πάλιν τήν ἱστορίαν τοῦ ἔθνους μας ἀπό τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καί θ’ ἀντιληφθῇ ποίαν ἀξίαν θά εἶχε δί’ ἡμᾶς καί τό δέκατον μόνον τοῦ πολιτικοῦ πνεύματος καί τῆς πειθαρχίας τῶν Ρωμαίων νά εἴχαμεν.

δ΄ Δέν πρέπει νά λησμονῶμεν ὅτι ἀπό Χριστοῦ μέχρι τοῦ 1821 Ἑλληνική πολιτική ὀργάνωσις δέν ὑπῆρξε καί ὅτι ἡ μορφή, ὑπό τήν ὁποίαν τό ἔθνος μας κατά τόν μεσαίωνα ἔδρασεν, ἦτο τό Κράτος τῶν Ρωμαίων. Αὐτό δέν ὑπῆρξε μορφή καί τύπος μόνον. Τό βυζαντιακόν κράτος δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καί τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους· εἶναι συνέχισις αὐτοῦ τούτου τοῦ Κράτους, πού ἵδρυσεν ὁ ρωμαϊκός λαός καί ἐκυβέρνησαν κατόπιν οἱ Καίσαρες. Ἡ ὀργάνωσίς του, ὁ στρατός, ἡ νομοθεσία του, ἡ γλώσσα του κατ’ ἀρχάς, αἱ παραδόσεις του, ἡ πνευματική ἀρχή πού τό διεῖπεν, ἡ συνείδη- σίς του κατά τό μέγιστον μέρος, τό ὄνομά του, ἡ ἐπίδρασις του εἰς τούς πέριξ λαούς κλπ. κλπ. εἶναι στοιχεῖα ρωμαϊκά. Ποιός θά τολμήσῃ ν’ ἀσχοληθῇ μέ τό Βυζάντιον, ποιός θά ἠμπορέσῃ νά κατανοήσῃ τήν βυζαντινήν ἱστορίαν - καί αὐτο ὀφείλουν ὅλοι νά κάμουν, καί οἱ μαθηταί τοῦ γυμνασίου ἀκόμη - χωρίς νά γνωρίζῃ τό ρωμαϊκόν του παρελθόν καί τό ρωμαϊκόν περιβάλλον, εἰς τό ὁποῖον ἐβλάστησε καί ἀνεπτύχθη. Βυζαντιολόγος χωρίς τελείαν γνῶσιν τῆς λατινικῆς γλώσσης καί τοῦ λατινικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι, κατ’ ἐμε, πολύ περισσότερον ἀκατανόητος ἤ λατινιστής χωρίς γνῶσιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί λογοτεχνίας. Καί ἐν τῷ μέτρῳ τοῦ δυνατοῦ ὀφειλει καί ὁ μαθητής τοῦ γυμνασίου ἐρχόμενος εἰς ἐπαφήν πρός τόν βυζαντινόν βίον νά συνεπικομίζῃ καί στοιχεῖα γνώσεως τοῦ μητρικοῦ ἐδάφους, ἐξ οὗ οὗτος μέγιστον μέρος τῶν ζωτικῶν του χυμῶν ἠντλησεν.

ε΄ Ἀλλά καί ἡ ἀντίληψις πού ἀνεπτύξαμεν προηγουμένως, ὅτι ὄχι τήν γλῶσσαν μόνον, ἀλλά κυρίως καί πρώτιστα τόν πολιτισμόν τῆς Ἀρχαιότητος ὀφείλομεν νά γνωρίσωμεν καί κατανοήσωμεν, ἐπιβάλλει εὐρυτέραν γνῶσιν τῆς λατινικῆς γλώσσης. Ὄχι μόνον διότι ἀπό Χριστοῦ καί ἑξῆς κατά βάθος δέν ὑπάρχουν δύο πολιτισμοί - ἑλληνικός καί λατινικός - ἀλλά ἕνας ἑνιαῖος πολιτισμός μέ δύο ἐπισήμους γλώσσας. Ἀλλά κυρίως διότι μέγα μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μόνον εἰς τήν λατινικήν γλῶσσαν διεσώθη. Ὁ ἀγνοῶν αὐτήν καταδικάζει ἑαυτόν ν’ ἀγνοήσῃ ὁλόκληρα πεδία πολιτιστικῆς δράσεως τοῦ ἑλληνικοΰ πνεύματος. Τήν ἐλεγειακήν ποίησιν, τήν μελικήν ποίησιν τῆς Σαπφοῦς καί τοῦ Ἀλκαίου, τό Ἀλεξανδρινόν ἐπύλλιον, τό σκωπτικόν ἐπίγραμμα, τήν νέαν κωμωδίαν καί ἄλλα λογοτεχνικά εἴδη μόνον εἰς λατινικάς ἀπομιμήσεις εἶναι δυνατόν νά γνωρίσωμεν καί ν’ ἀπολαύσωμεν. Ὁ Ἐπίκουρος καί οἱ Στωικοί θά ἦσαν δί’ ἡμᾶς σκιαί μόνον, ἄνευ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Κικέρωνος, τοῦ Λουκρητίου καί τοῦ Σενέκα. Πόσοι θησαυροί ἑλληνικῆς σκέψεως καί ἑλληνικῆς ἐρεύνης θά μᾶς ἦσαν ἄγνωστοι, ἄν δέν ἐσώζοντο ἔργα φιλοσοφικά, ρητορικά καί ἐπιστημονικά Ρωμαίων μιμητῶν τῶν ἑλληνικῶν προτύπων. Ἀφ’ ἑτέρου ἕνα πλῆθος πρωτοτύπου ρωμαϊκῆς παραγωγῆς καί μέγας ἀριθμός ἀληθινῶν καλλιτεχνῶν τοῦ λόγου καί τῆς σκέψεως (π.χ. οἱ σατιρικοί ποιηταί, ὁ Βεργίλιος καί ὁ Ὁρατιος, ὁ Πετρώνιος καί ὁ Σενέκας, ὁ Τάκιτος καί ὁ Ἕλλην Ἀμμιανός Μαρκελλΐνος, ὁ Αὐγουστῖνος καί ὁ Ἀπουλήιος κλπ.) μένουν εἰς τόν ἀγνοοῦντα τήν λατινικήν ἄγνωστα. Εἶναι δυνατή ἄνευ αὐτῶν ἡ γνῶσις τοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ πνεύματος τῆς ὅλης Ἀρχαιότητος;

ς' Καί ἔφ’ ὅσον ἡ γνῶσις αὐτή τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ πρέπει νά γίνῃ ἀπό μέσα, ὅπως εἴδομεν, ἔφ’ ὅσον τῆς βαθυτέρας κατανοήσεως αὐτοῦ πρέπει νά προηγηθῇ ἐπαφή καί προσοικείωσις τῶν ἀξιῶν τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ, πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀγνοήσωμεν τούς Ρωμαίους ποιητάς καί συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως ἐπέδρασαν εἰς τόν πολιτισμόν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καί ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι οὗτος ἀκατανόητος; Ἡ νεωτέρα τραγωδία δέν πηγάζει κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τήν ἀττικήν τραγωδίαν τοῦ 5ου αἰῶνος· τάς ρίζας της ἔχει εἰς τοῦ Σενέκα τάς τραγωδίας καί δ ι’ α ὐ τ ῶ ν εἰς τά ἑλληνικά ἔργα. Τήν λυρικήν ποίησιν καί τήν κωμωδίαν τῶν Ἑλλήνων ἐγνώρισεν ἡ Εὐρώπη, καί γνωρίζομεν καί ἠμεῖς σήμερον, κυρίως ἀπό τούς Λατίνους μιμητάς της. Ὄχι ὁ Ὅμηρος, ἀλλ’ ὁ Βεργίλιος ἐγέννησε τό πλῆθος τῶν ἐπῶν, πού στέκονται εἰς τήν ἀρχήν τῶν ἐθνικῶν λογοτεχνιῶν τῆς Εὐρώπης. Τά αὐτά ἰσχύουν περί φιλοσοφίας καί ἐπιστήμης, Ρητορικῆς καί ἱστοριογραφίας. Ἄν ἡ ἀρχαιότης θά εἶναι δί’ ἡμᾶς εἰς τό παρόν καί τό μέλλον παράγων ἐνεργός του πολιτισμοῦ μας -τοῦ πολιτισμοῦ δηλαδή τῆς δυτικῆς Εὐρώπης - μᾶς ἐπιτρέπεται ν’ ἀγνοήσωμεν τάς μορφᾶς, ὑπό τάς ὁποίας αὐτή καί προτοῦ καί τώρα ἐγονιμοποίησε τόν πνευματικόν μᾶς βίον; Διότι καί σήμερον ἀκόμη μέ τόν ἀρχαῖον κόσμον ἡ Εὐρώπη - πού προηγεῖται καί ἡγεῖται εἰς τόν πολιτισμόν - διά τῆς λατινικῆς κυρίως γλώσσης καί φιλολογίας ἔρχεται εἰς ἐπαφήν.

ζ' Ἀλλά καί διά κάτι ἄλλο μᾶς εἶναι ἡ γνῶσις τῆς λατινικῆς φιλολογίας ἀπαραίτητος. Ὡς ὑπόδειγμα πῶς ἕνα ἔθνος ἀποδέχεται τό σπέρμα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, τό καλλιεργεῖ καί δημιουργεῖ ἐξ αὐτοῦ αὐτοτελῆ καί καθ’ ἑαυτά ἀξιόλογα ἔργα, χωρίς τόν ἐθνισμόν του νά χάσῃ, μηδέ εἰς δουλικήν μίμησιν νά περιπέσῃ. Εἰς τό παράδειγμα τῆς Αἰνειάδος καί τοῦ Ὁρατίου, τοῦ De oratore τοῦ Κικέρωνος καί τῶν Χρονικῶν του Τακίτου θά εὕρωμεν κατά τόν θαυμασιώτερον τρόπον ἀπεικονιζομένην τήν γόνιμον ἐπαφήν πρός τό ἑλληνικόν πνεῦμα, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν στεῖρον κλασσικιστικόν πιθηκισμόν.

 

§ 33. Τό δεύτερον εἶναι ὁ ἀγών ἐναντίον τοῦ ἐρασιτεχνισμοῦ. Εἰς τά προηγούμενα ἀνέπτυξα διά μακρῶν τά κακά, πού συνεπήγετο ἡ ἀποκλειστικῶς γραμματική καί γλωσσική ἑρμηνεία τῶν ἀρχαίων, τήν ὁποίαν καί κατεδίκασα. Θά ἦτο ὅμως ἡ ἐσχάτη παρανόησις τῶν προθέσεων τῶν γραμμῶν τούτων ἄν μοΰ ἀπεδίδετο ἡ γνώμη, ὅτι ἡ γραμματική αὐτή ἑρμηνεία περιττεύει ἤ δευτερεύουσαν σημασίαν μόνον ἔχει. Τήν παιδαγωγικήν σημασίαν τῶν ἀρχαίων γλωσσῶν ἀνέπτυξε διά μακρῶν ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου τούτου, ὥστε νά καθίσταται περιττή πᾶσα περαιτέρω ἀνάπτυξις. Ἕνα μόνον θέλω νά προσθέσω. Ἡ γνῶσις τῶν ἀρχαίων γλωσσῶν ἀποτελεῖ καί διά τόν γυμνασιόπαιδα καί διά τόν φιλόλογον ἰδιαιτέρως τό βάθρον, ἐπί τοῦ ὁποίου θά στηριχθῇ πᾶσα περαιτέρω προσπάθεια πρός κατανόησιν τοῦ ἀρχαίου πνεύματος. Καθ’ ἑαυτήν ἀποτελεῖ ἐπαφήν πρός τό ἀρχαῖον πνεῦμα καί εἶναι ἑπομένως ἐν μέρει καί καθ’ ἑαυτήν σκοπός. Κατά τό πλεῖστον ὅμως ἀποτελεῖ τό ἀπαραίτητον μέσον πρός τόν ὑψηλότερον σκοπόν τῆς ἐπαφῆς πρός τό ἀρχαῖον πνεῦμα.

Αἱ παλαιοτεραι γενεαί ἀνήγαγον τό μέσον τοῦτο εἰς αὐτοσκοπόν καί ἔτσι ἠναγκάσθησαν νά σταματήσουν εἰς τά θεμέλια μόνον. Ἡμέτερον καθῆκον εἶναι τό οἰκοδόμημα νά συνεχίσωμεν συμπληροῦντες, ὄχι καταλύοντες τό ἔργον ἐκείνων. Ἀπό τήν αὐστηράν ἐκείνην σχολήν τοῦ Κοραῆ καί τοῦ Κόντου καί τοῦ Ἀσωπίου, πρέπει νά περάσῃ οἱοσδήποτε θέλει εἰς προσωπικήν νά ἔλθῃ σχέσιν πρός τῶν ἀρχαίων τό πνεῦμα, ὅστις θέλει νά γίνῃ ἀληθινός φιλόλογος. Ἄν ἄνευ τοῦ πνεύματος τό γράμμα εἶναι νεκρόν, τό πνεῦμα χωρίς τοῦ γράμματος ἐξανεμοῦται εἰς ξυλόπνευμα. Μέ μισά γερμανικά καταλαμβάνει κανείς τόν Goethe τόσον ὀλίγον, ὅσον τόν Einstein μέ τά μαθηματικά του γυμνασίου.

Δυστυχῶς ἡ ἐργασία αὐτή ἀρχίζει παρ’ ἡμῖν εἰς τούς δῆθεν «φωτισμένους» κύκλους ὄχι μόνον ν’ ἀγνοῆται, ἀλλά καί νά θεωρῆται περιττή καί βλαβερά διά τήν ἐπιστημονικήν ἐργασίαν. Ἐναντίον αὐτῆς τῆς κιβδηλεύσεως τοῦ ἀρχαίου πνεύματος πρέπει μέ ὅλην τήν δύναμιν τῶν πνευμόνων μας νά διαμαρτυρηθῶμεν. Οἱ κουφοί ἐρασιτέχναι, πού μέ θράσος πεπυργωμένον, τό θράσος τῆς ἀμαθείας καί τῆς ἀνικανότητος, ὁμιλοϋν περί πνεύματος καί καταφρονοῦν τήν γεμάτην αὐτοθυσίαν καί κόπον ἐργασίαν τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, ἰδιαιτέρως τῆς γλωσσικῆς, κρίνοντες ζῶντας καί νεκρούς, εἶναι κατά τοσοῦτον ἐπικινδυνότεροι ἀπό τούς «σχολαστικούς» γραμματικούς, ὅσον ἐκεῖνοι μέν ἔκτιζαν τουλάχιστον θεμέλια, χρήσιμα ὁπωσδήποτε εἰς κάθε περίστασιν, αὐτοί ὅμως ἀεροβατοῦν ἀρχίζοντες ἀπό τήν στέγην καί μέ τήν οἴησίν των καλλιεργοῦν τό πνεῦμα τῆς ὀκνηρίας καί προχειρολογίας. Ἀλλοῦ οἱ τοιοῦτοι ἀμανῖται, πού οὔτε ρίζας ἔχουν οὔτε τήν ἱκανότητα νά ριζοβολήσουν, ἐκβάλλονται ἀπό τό σῶμα τῆς ὑγιοῦς ἐπιστήμης, ὡς δηλητηριώδη ἐξανθήματα. Παρ’ ἡμῖν εὑρίσκουν δυστυχῶς σύμμαχον τό πατροπαράδοτον πνεῦμα τῆς ἐπιπολαιότητος καί τοῦ δημοσιογραφισμοῦ, κληρονομικῶς, ὡς γνωστόν, ριζωμένου εἰς τήν ψυχήν τοῦ Νεοέλληνος. Ἕνας λόγος περισσότερον νά κτυπηθῇ κατακέφαλα, ὡς ἐθνικός κίνδυνος, ἡ μανία αὐτή ἐναντίον πάσης εὐσυνείδητου κοπιώδους ἐργασίας, διά τήν ὁποίαν εἶναι ἀνίκανοι. Τό ἔθνος μας ὀφείλει νά μάθῇ πρό παντός νά ἐργάζεται καί νά πειθαρχῇ ἑαυτό πρός ἕνα ὡρισμένον σκοπόν, καί ὁ σκοπός πρέπει νά εἶναι εὐγενής καί ὡραῖος. Ἄν θά τόν φθάσωμεν ἤ ὄχι εἶναι ζήτημα πού ἐξαρτᾶται ἀπό τήν φυσικήν ἱκανότητα τοῦ καθενός καί τάς ἐξωτερικάς πολλάκις συνθήκας. Βήματα ὅμως πρός αὐτόν πρέπει νά κάμω- μέν, καί κάθε βῆμα, πού στοιχίζει ἐργασίαν καί ὄχι λόγια, ἔχει τήν ἀξίαν του. Ἡ γνῶσις τοῦ ἀρχαίου πνεύματος εἶναι τοιοῦτον τέλος. Ὅστις θέλει νά τήν ἐπιτύχῃ, πρέπει νά μάθῃ πρῶτα γράμματα.

 

 


 

[1] Ἐν συνδυασμῷ φυσικά πρός τήν ἀπαραίτητον αὐστηράν ἐπιλογήν κατά τήν ἐγγραφήν καί τάς ἐξετάσεις, περί τῆς ὁποίας δέν χρειάζεται ἐδῶ νά γίνῃ λόγος, ἀφοῦ οὐδείς ἀμφισβητεῖ τήν ἀναγκαιότητά της. 

[2] Δέν μοῦ διαφεύγει, ὅτι παρ’ ἡμῖν συχνότατα συνδέεται τό ζήτημα τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν μέ τό γλωσσικόν ζήτημα καί ὅτι εἰς τήν ἀντίληψιν πάρα πολλῶν - καί ἐκ τῶν ἰθυνόντων ἀκόμη - τέλειος δημοτικιστής γίνεται κανείς, ἄν ρίψῃ πέτραν ἀναθέματος καί ἐναντίον τῶν ἑλληνικῶν καί λατινικῶν. Εἶναι ἡ αἰωνία σύγχυσις ἰδεῶν, πού μᾶς κατέχει καί μᾶς κάμνει νά ταυτίζωμεν δημοτικισμόν καί κομμουνισμόν, μόνον διότι πάρα πολλοί ἐκ τῶν δημοτικιστῶν εἶναι καί κομμουνισταί. Εἶναι πράγματα ο ὐ σ ι ω δ ῶ ς τελείως ἄσχετα. 

[3] Αὐτό ἦτο εἰς τήν ἰδικήν μας Ἐκκλησίαν πολύ εὐκολώτερον, παρ’ ὅσον εἰς τήν καθολικήν, ἀκριβῶς διότι ἡ ἰδική μας - διά λόγους ἱστορικούς - εἶναι ὀλιγώτερον ἐκκλησία καί κλῆρος ἀπ' ἐκεινην. Ἐντεῦθεν ἀγνοεῖ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας τάς δεινάς ἐκείνας συγκρούσεις μεταξύ πατριωτισμοῦ καί εὐσεβείας, πού ἐδοκίμασαν πάμπολλοι καθολικοί κληρικοί. Ἀρκεῖ νά ἐνθυμίσω τήν κατά τόν τελευταῖον πόλεμον στάσιν τοῦ γαλλικοῦ κλήρου ἀπέναντι του Βατικανοῦ. 

[4] Καί ἡ προέλευσις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, ὄχι μόνον ἡ μορφή της, φαίνεται καθαρά μεσσιανική - θρησκευτική. Δυστυχῶς ἀκόμη οὐδέ ἀρχή δέν ἔγινεν εἰς τό νά μελετηθῇ τό σημεϊον αὐτό. 

[5] Ἀκόμη παραδέχομαι, ὅτι, καί ἄν δέν εἴχαμεν τήν ἑλληνικήν παράδοσιν, θά ἐφθάναμεν κάποτε νά ἐπαναστατήσωμεν ἐναντίον τοῦ Τούρκου. Ἀλλά πότε; Ὅταν ἀπό τάς συνθήκας τῆς νεοελληνικῆς πραγματικότητος θά ἐδημιουργούσαμεν τήν ἀπαραίτητον ἐθνικήν συνείδησιν καί τήν κατευθύνουσαν Ἰδέαν. Αὐτό μέχρι τοῦ 21 δέν εἶχε γίνει. Τό δέ παράδειγμα τῶν Βουλγάρων, πού μόλις κατά τά τέλη τοῦ παρελθόντος αἰῶνος καί κατόπιν ἐντατικῆς προσπαθείας τῆς πανσλαβιστικῆς προπαγάνδας ἔφθασαν εἰς ἐθνικήν συνείδησιν δί’ ἀνασυνδέσεως μέ τήν ἱστορίαν των, δείχνει φανερά, πόσον μεγάλην σημασίαν εἶχε δι’ ἡμᾶς τό παρελθόν. Νά σκεφθῇ μόνον κανείς τί ἐσήμαινε τό ὅτι ἔθνος χωρίς κρατικήν ἑνότητα καί μέ ὑποτυπώδη στοιχεῖα ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ πολιτισμοῦ εἶχε φθάσει εἰς ἐξειλιγμένην ἐθνικήν συνείδησιν ἤδη κατά τάς ἀρχάς του 19ου αἰῶνος. Εἰς τήν Γερμανίαν τότε μόλις ἔθετεν ὁ Fichte τάς πνευματικάς βάσεις τῆς ἐ θ ν ι κ ῆ ς ἑνότητος. 

[6] Τῶν ἰδεῶν τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως ἡ ἐπιρροή - ἀναμφισβήτητος διά πολλούς πνευματικούς ἠγετας τοῦ 21, π.χ. τόν Ρήγαν καί Κοραήν - ὑπερτιμᾶται ἐσχάτως παρά πολλῶν. Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμη ὑπῆρξε τόσον μεγάλη, δέν πρέπει νά λησμονῶμεν (1) ὅτι εὑρισκετο καί ἡ Γαλλική Ἐπανάστασις ὑπό τήν ἄμεσον ἐπίδρασιν ἑλληνικῶν ἰδεῶν καί ὑπό τήν μορφήν αὐτήν ἐπέδρασεν καί ἐν Ἑλλαδι, (2) ὅτι, καί διά νά ἐκαρποφοροῦσαν αἱ ἰδέαι της, ἔπρεπε τδ ἔδαφος νά εἶχε προπαρασκευασθῆ καταλλήλως. Αἱ πατριωτικοί ἴδεαί τῆς Ἀναγεννήσεως π.χ. ἔμειναν τελείως ξέναι πρός τήν συνείδησιν τῶν φραγκοκρατουμένων Ἑλλήνων - ὡς λαοϋ, ἐννοῶ· ὄχι τῶν φυγάδων λογίων. 

[7] Συνηθίζουν νά λησμονοῦν, ὅσοι προσπαθοῦν νά παραστήσουν τόν «κοντισμόν» ὡς φαινόμενον ἀποκλειστικῶς νεοελληνικόν, ἄξιον καταδίκης, ὅτι ὁ Κόντος καί ἡ σχολή του δέν ῆσαν παρά προέκτασις τῆς ὀλλανδικῆς σχολῆς τοῦ Cobet, ἥτις ἐκυριάρχει ταῆς εὐρωπαϊκῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης. Ἡ περίοδος βέβαια αὐτή παρῆλθε πλέον ὁριστικῶς, ἀλλά μόνον ἀνόητοι θ’ ἀρνηθοῦν, ὅτι καί κατ’ ἐσωτερικήν ἀναγκαιότητα ἡ τάσις αὐτή ἐνεφανίσθη καί χρήσιμος ὑπῆρξε διά τήν ἐποχήν της καί δί’ ἡμᾶς σήμερον. Τό δυστύχημα μόνον εἶναι ὅτι ἡ νέα ἱστορική σχολή τοῦ Mommsen καί Usener καί Wilamowitz οὔτε μετεφυτεύθη οὔτ’ ἐκαρποφόρησε παρ’ ἡμῖν, ἐκτός ἐξαιρέσεων. 

[8] Ἐδῶ κεῖται ἡ βαθυτέρα αἰτία τῆς ἐπικρατήσεως τῆς καθαρευούσης καί ὄχι εἰς τόν «σχολαστικισμόν τῶν δασκάλων» ἤ τήν «προγονοπληξίαν», πράγματ’ ἀνίσχυρα ἐνώπιον τῶν πρακτικῶν ἀναγκῶν. Οἱ ἄνθρωποι ἐχρειάζοντο γλῶσσαν ἱκανήν ν’ ἀποδώσῃ τήν ἐξελιγμένην γλῶσσαν τῶν εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν (διοίκησις - δικαιοσύνη - πολιτική - στρατός - ἐπιστῆμαι - πρακτικοί τέχναι κλπ.) καί τήν ἱκανότητα εἶχεν ἡ τότε γραφομένη γλῶσσα τοῦ ἔθνους. Βεβαίως θά ἠμποροῦσαν νά καλλιεργήσουν τήν δημοτικήν, ἀλλ’ αὐτό θά ἔπρεπε νά εἶχε γίνει πρωτύτερα. Τότε δέν ἠμποροῦσαν νά περιμένουν. Ἀφ’ ἑτέρου καί τήν ἀνάγκην αὐτήν ταῆς δημοτικῆς δέν ῄσθάνοντο οὔτ’ αὐτοί οὔτε οἱ προτοῦ, διότι τήν γλῶσσαν ἐχρειάζοντο διά πρακτικούς καί ἐπιστημονικούς σκοπούς, δί’ οὕς ἡ καθαρεύουσα ἐξαρκεῖ, ὄχι ὡς ὄργανον λογοτεχνικόν. Ἀναλόγως τῶν γλωσσικῶν του πεποιθήσεων ἠμπορεῖ ὁ καθείς νά χαίρῃ ἤ νά λυπῆται δί’ αὐτό, νά τό ἀγνοῇ δέν ἐπιτρέπεται. 

[9] Θ’ ἄξιζεν ἴσως νά τονίσω τοῦτο μόνον τό σημεῖον. Ἀληθινή ἀνθρωπιστική παιδεία εἶναι τότε μόνον δυνατή, ὅταν - εἶναι παράξενον ἴσως ἀκουόμενον ἀπό φιλόλογον - κλείσουν τά μισά τουλάχιστον γυμνάσια τοῦ Κράτους καί ἱδρυθοῦν ἀντ’ αὐτῶν ἄλλου τύπου σχολεῖα, μέ παράλληλον εἰδίκευσιν τοῦ διδάσκοντος προσωπικοῦ. Ἔτσι θ’ ἁπαλλαγῶμεν καί μαθητῶν καί διδασκάλων πού τούς λείπει ἡ π ί σ τ ι ς πρός τήν ἀνθρωπιστικήν παιδείαν. Ἀφ’ ἑτέρου - καί τό λέγω αὐτό μέ ἀληθινόν πόνον, χωρίς χαιρεκακίαν - θά πεισθοϋν καί ὅσοι ἀπό τό παράδειγμα τῶν ἐμπορικῶν σχολῶν δέν ἐπείσθησαν ἀκόμη, ὅτι τά ἐκπαιδευτικά μας χάλια δέν ὀφείλονται εἰς τήν γραμματικήν καί τό συντακτικόν, ἀλλ’ εἰς τήν ὀκνηρίαν καί ἀσυνειδησίαν τῶν ἀνθρώπων (ὄχι τοῦ συστήματος) καί τόν κομματισμόν -εἴτε πολιτικός εἴτε γλωσσικός εἶναι οὐτός.