www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Φειδίας

Αμαλία Κ. Ηλιάδη,

φιλόλογος-ιστορικός

Τα χαμένα αριστουργήματα του Φειδία

 

          Ο μεγαλύτερος γλύπτης του αρχαίου κόσμου. Γεννήθηκε στην Αθήνα λίγο μετά το 500 π.χ. και ήταν γιός του Χαρμίδη και συγγενής του ζωγράφου Πάναινου. Είχε μεγάλη κλίση στη ζωγραφική αλλά στο τέλος τον κέρδισε η γλυπτική. Με πλατύτατη τεχνική μόρφωση εργαζόταν το ξύλο, το μάρμαρο, το χαλκό, το χρυσάφι, το ελεφαντοκόκαλο και «έδεσε» το όνομά του μα τα πιο θαυμαστά έργα της αρχαίας Ελληνικής τέχνης.

Στην Ακρόπολη έστησε το κολοσσιαίο άγαλμα «Τη μεγάλη χαλκή Αθηνά», που αργότερα ονομάστηκε Πρόμαχος. Η παράδοση έλεγε πως η επίχρυση μύτη του κονταριού της φαινόταν από το Σούνιο καθώς αστραποβολούσε στον ήλιο.

Υπέροχο έργο του Φειδία ήταν και η Αθηνά Λημνία, αφιέρωμα των κληρούχων της Λήμνου στην Ακρόπολη. Ήταν χάλκινη και αυτή και φημιζόταν για το κάλλος του προσώπου, τις θαυμάσιες αναλογίες των χαρακτηριστικών και την αυστηρή πνευματική της έκφραση. Στεκόταν ορθή με το δόρυ και το κράνος στο χέρι και την αιγίδα λοξά στο στήθος. 

Στην ακμή της δόξας του ο Φειδίας, που γνώριζε και τα μυστικά της αρχιτεκτονικής, διορίστηκε από τον Περικλή γενικός επόπτης στα έργα που γίνονταν στην Ακρόπολη. Του ανατέθηκε ιδιαίτερα η επιστασία και η διακόσμηση του Παρθενώνα. Πολλά από τα γλυπτά του ναού ήταν ασφαλώς ιδιόχειρα έργα του, μα και τα άλλα που έφτιαξαν οι μαθητές του, είχαν τη σφραγίδα του πνεύματός του. Το 447 πιθανότατα άρχισε το αριστούργημά του, τη «Χρυσελεφάντινο Παρθένο», που θα στηνόταν στο σηκό του Παρθενώνα. Την αποπεράτωσε το 438. Είχε ύψος 12 μ. μαζί με το βάθρο και ήταν από φίλντισι τα γυμνά μέρη του σώματος και από χρυσάφι τα φορέματα, τα μαλλιά και τα όπλα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε τη Νίκη σε φυσικό μέγεθος γυναίκας και στο αριστερό της ασπίδα που ακουμπούσε στο βάθρο. Η θεά ήταν πάνοπλη, μεγαλοπρεπής, αυστηρή και γαλήνια, σύμβολο της δύναμης και του μεγαλείου της πόλης που προστάτευε.

Μα ο θεϊκός καλλιτέχνης είχε και εχθρούς που τον ζήλευαν για τη δόξα του. Τον κατηγόρησαν λοιπόν, πως είχε υπεξαιρέσει ένα μέρος από το χρυσάφι που του είχαν εμπιστευτεί για τη δημιουργία του αγάλματος. Ο Φειδίας έβγαλε τότε τα χρυσά μέρη που είχε προβλέψει να τα κάνει κινητά, τα ζύγισε, και απέδειξε την αθωότητά του.

Αργότερα τον κατηγόρησαν για άλλη αιτία. Είχε, λέγανε, παραστήσει στα ανάγλυφα της ασπίδας της Αθηνάς το πρόσωπο του φίλου του Περικλή και το δικό του. Φυλακίστηκε λίγο γι’ αυτό και αργότερα πικραμένος έφυγε για την Πελοπόννησο. Στην Ολυμπία, τότε, δημιούργησε το αποκορύφωμα της μεγάλης του τέχνης, το «Χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία», που όπως αναφέρει ένα επίγραμμα «ή ο Θεός κατέβηκε στη γη για να του δείξει το πρόσωπό του, ή ο Φειδίας ανέβηκε στα ουράνια». Ήταν το ωριμότερο και τελειότερο δημιούργημα του μεγάλου καλλιτέχνη και σήμερα θεωρείται ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.

Ο Φειδίας δημιούργησε και άλλα έργα, που στόλιζαν πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν τόσο σημαντικός για την Ελλάδα όσο και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι για την Ιταλία. Ο «Χρυσός αιώνας» χρωστάει μεγάλο μέρος από τη λάμψη του στον εξαίρετο αυτό καλλιτέχνη.

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

1) «Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη», Τζων Μπόρντμαν. Μτφρ. Ανδρέας Παππάς.  Εκδόσεις «Υποδομή», Αθήνα 1980.
2) Liddel, H.- Scott, R., Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, επ. Μ. Κωνσταντινίδου, εκδ. Ι. Σιδέρη, τ. Ι-ΙV, Αθήναι, χ.χ. και Συμπλήρωμα του Μεγάλου Λεξικού των Liddell-Scott, Π.Γεωργούντζος (επιστασία) , εκδ. Ι
. Σιδέρη, Αθήναι χ.χ.
3) Lesky, A., Geschichte der griechishen Literature, Bern und Munchen, 1963 [
ελλην. μτφρ. Αγ. Τσοπανάκη, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Ελληνικής Λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη 1975].
4) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ1, Κλασσικός Ελληνισμός. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972.

 

 

Φειδίας

(Ίδρυμα μείζονος Ελληνισμού)

 

Ο Φειδίας, εκτός από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα φιλοτέχνησε και άλλα σημαντικά έργα που επηρέασαν καθοριστικά τους σύγχρονους και μεταγενέστερους γλύπτες. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα χρυσελεφάντινα λατρευτικά αγάλματα του Δία στην Ολυμπία και της Αθηνάς Παρθένου στην Ακρόπολη. Το άγαλμα αυτό είχε ύψος μαζί με τη βάση του 11,5 μέτρα και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε πάνω από ένας τόνος σφυρήλατου χρυσού. Μετά την τοποθέτησή του στο σηκό, το 438 π.X., μια μεγάλη αλλά ρηχή υδατοδεξαμενή λαξεύτηκε στο δάπεδο μπροστά του. Η υγρασία ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του ξύλινου πυρήνα και η αντανάκλασή του στην υδάτινη επιφάνεια εντυπωσιακή. Τη βάση του αγάλματος κοσμούσε παράσταση του μύθου της Πανδώρας. Στην περιφέρεια των σανδαλιών της εικονιζόταν Κενταυρομαχία. Την ασπίδα της θεάς κοσμούσε εσωτερικά παράσταση Γιγαντομαχίας και εξωτερικά Αμαζονομαχίας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Φειδίας είχε πλάσει δύο μορφές της Αμαζονομαχίας ως πορτρέτα του Περικλή και του εαυτού του, πράγμα που αποτέλεσε σκάνδαλο για την εποχή. Στο δεξί της χέρι, που ακουμπούσε σε μικρό κίονα, η Aθηνά κρατούσε Νίκη. Το κράνος της είχε τρία λοφία στηριγμένα σε σφίγγα και πήγασους.

 

Ο τύπος του αγάλματος είναι γνωστός από ρωμαϊκά αντίγραφα. ’λλα έργα του Φειδία ήταν η χάλκινη κολοσσική Αθηνά Πρόμαχος στην Ακρόπολη (για την οποία λέγεται ότι διακρινόταν από το Σούνιο), ένα ακρόλιθο άγαλμα της Αθηνάς Αρείας για τις Πλαταιές, μία χάλκινη Αθηνά αφιέρωμα των λήμνιων αποίκων και μια πληγωμένη αμαζόνα. Ορισμένοι αποδίδουν επίσης στο Φειδία τους δύο Πολεμιστές του Ριάτσε και τους συνδέουν με το σύνταγμα που αφιέρωσαν οι Αργείοι στους Δελφούς. Κατ' άλλους αυτά τα αγάλματα προέρχονται από ανάλογο σύνταγμα στην αγορά του ’ργους και αποδίδονται στον Αλκαμένη και τον Αγελάδα.

 

 

 

Ο Φειδίας και η Ακρόπολη των Αθηνών

 

ΠΗΓΗ: http://laskarisart.blogspot.gr/2010/12/blog-post.html

 

           

Ο Φειδίας ήταν γιος του Χαρμίδη. Γεννήθηκε γύρω στο 490 π.Χ. και πέθανε το 430 π.Χ. Ήταν ένας από τους γνωστότερους γλύπτες της ελληνικής αρχαιότητας, ίσως ο σημαντικότερος της κλασικής περιόδου. Δάσκαλοί του ήταν ο Ηγίας από την Αθήνα, ο Αγέλαδος από το Άργος και ο Πολύγυστος. Ο Φειδίας, ασχολήθηκε ακόμη με την ζωγραφική αλλά εργάστηκε κυρίως με χαλκό. Ήταν όμως ο πρώτος γλύπτης που συνδύασε ελεφαντόδοντο και χρυσό σαν υλικά στην γλυπτική τέχνη. Η τεχνική του βασιζόταν ουσιαστικά στο ξύλο. Το σώμα των αγαλμάτων του ήταν ξύλινο ντυμένο με στρώματα χρυσού και πλάκες ελεφαντοστού. Τα έργα του, αν και δεν διασώθηκαν, είναι γνωστά από την λογοτεχνία. Από τα πιο γνωστά του έργα ήταν τα κολοσσιαίου μεγέθους χρυσελεφάντινα αγάλματα της Αθηνάς Παρθένου στο σηκό του Παρθενώνα και του Δία στο ναό του θεού στην Ολυμπία. Τρία ήταν τα αγάλματα της Αθηνάς. Ένα στην Πηλήνη, και ένα στις Πλαταιές. Το μεγαλύτερο όμως ήταν στον Παρθενώνα επάνω στην Ακρόπολη, και λένε ότι φαινόταν από τα καράβια στην ανοικτή θάλασσα.

Τα έργα του Φειδία ενέπνευσαν και γλύπτες του λεγόμενου Πρώιμου ή Ελεύθερου Νεοκλασικισμού της Ελληνιστικής Περιόδου μεταξύ 200 και 125 π.Χ. Οι πιο γνωστοί από τους τελευταίους είναι ο Δαμοφώντας από τη Μεσσήνη και ο Ευκλείδης από την Αθήνα.
Ο Φειδίας συνεργάστηκε στενά με τον Περικλή στην διαμόρφωση του Παρθενώνα. Η χρηματοδότηση του τεράστιου κόστους της ανακατασκευής της Ακρόπολης μετά από την καταστροφή της από τους Πέρσες έγινε με χρήματα που χρησιμοποίησε ο Περικλής από το ταμείο της Αθηναϊκής συμμαχίας που έδρευε στη Δήλο. Τα αγάλματα κατασκευάστηκαν από τους μαθητές του Αλκαμένη και Αγαρόκριτο, ενώ ο ίδιος κατασκεύασε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Η τεράστια ποσότητα χρυσού που κατανάλωσε έδωσε αφορμή στους εχθρούς του να τον κατηγορήσουν για κατάχρηση. Ο Φειδίας απόδειξε την αθωότητά του, επειδή ο Περικλής τον είχε συμβουλέψει να κάνει το χρυσό ένδυμα της Αθηνάς συναρμολογούμενο. Έτσι μπόρεσε να το αποσυναρμολογήσει και να το ζυγίσει. Το βάρος του χρυσού βρέθηκε ακέραιο. Ο Φειδίας τότε κατηγορήθηκε για αλαζονεία, επειδή είχε απαθανατίσει τον εαυτό του και τον Περικλή, δίνοντας την μορφή τους σε δύο αντίστοιχους χαρακτήρες στην πολεμική σκηνή που διακοσμούσε την ασπίδα της Αθηνάς. Ο Φειδίας συνελήφθη και καταδικάστηκε. Μια εκδοχή του θανάτου του είναι ότι πέθανε στην φυλακή. Σύμφωνα με μια άλλη εξοστρακίστηκε.

Ο Φειδίας κατάφυγε στην Ολυμπία, όπου και κατασκεύασε το περίφημο Άγαλμα του Ολυμπίου Διός ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. To άγαλμα παρίστανε τον Δία καθισμένο με το σώμα του φτιαγμένο από ελεφαντοστού ενώ το φόρεμα του από χρυσό. έχουμε κάποια άποψη για το γλυπτό από νομίσματα αρχαίων πόλεων. Δυστυχώς όμως και εδώ τον κυνήγησε η ίδια μοίρα, αφού ξανά κατηγορήθηκε για κατάχρηση και κλοπή χρυσού και φυλακίστηκε ως τον θάνατό του.

Αν και δεν διασώθηκαν αυθεντικά έργα του, αυτά έγιναν γνωστά από πολυάριθμα Ρωμαϊκά αντίγραφα. Στην αρχαιότητα τα έργα του έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και επαινούταν κυρίως το ήθος και το υψηλό ηθικό του επίπεδο σε σύγκριση με αυτούς που αποτέλεσαν αργότερα την «Παθητική σχολή».

Το 1958 αρχαιολόγοι ανακάλυψαν το εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία, με κάποια υπολείματατα από εργαλεία και καλούπια όπου ο γλύπτης δημιούργησε το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα που καταστράφηκε από πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη όπου το μετέφερε ο Μέγας Κωνσταντίνος μετά από πολλούς αιώνες. Στο χώρο του εργαστηρίου βρέθηκε μαύρο στιλπνό κύπελο με επιγραφή που ανέφερε ότι ανήκει στο Φειδία. Πρώιμες δημιουργίες του προήλθαν από παραγγελίες του Περικλή για ένα μνημείο προς τιμή του Μαραθώνα με κυρίαρχο άγαλμα αυτό του στρατηγού Μιλτιάδη ,νικητή της φημισμένης μάχης . Ο Πλάτων ανέφερε στον «Ιππία» ότι ο Φειδίας σπάνια δούλευε με μάρμαρο, ενώ ο Πλούταρχος ανέφερε ότι ο Φειδίας επόπτευσε και σχεδίασε το γλυπτικό διάκοσμο του Παρθενώνα.

 

 

 

 

Φειδίας: Ο γλύπτης που άφησε εποχή

 

 

Ο Φειδίας ήτανε γιος του Χαρμίδη, συγγενής του ζωγράφου Πάναινου και στενός συνεργάτης του Περικλή. Τρία αγάλματα της Αθηνάς έστησε στην Ακρόπολη:  Την  “Πρόμαχο”, την  “Λημνία” και την  “Χρυσελεφάντινη”. Γεννήθηκε γύρω στο 490 π.Χ. και πέθανε το 430 π.Χ. Ήταν ένας από τους γνωστότερους γλύπτες της ελληνικής αρχαιότητας, ίσως ο σημαντικότερος της κλασικής περιόδου, γνώριζε τα μυστικά της αρχιτεκτονικής, -ενώ ξεκίνησε από ζωγράφος κι είχε ζωγραφίσει την ασπίδα της Αθηνάς. Με πλατύτατη τεχνική μόρφωση κατεργαζότανε το ξύλο, το μάρμαρο, τον χαλκό, το χρυσάφι, το ελεφαντοστούν και σύνδεσε τ’ όνομά του με τα πιο θαυμαστά έργα της αρχαίας Ελληνικής τέχνης. Τα πιο γνωστά, ήταν τα κολοσσιαία χρυσελεφάντινα αγάλματα, της “Αθηνάς Παρθένου” για τον Παρθενώνα και του “Δία” για το ναό του Θεού, στην Ολυμπία. Τα έργα του εμπνεύσανε και γλύπτες του λεγόμενου Πρώιμου ή Ελεύθερου Νεοκλασσικισμού της Ελληνιστικής Περιόδου μεταξύ 200 κι 125 π.Χ. Οι πιο γνωστοί απ’ αυτούς είναι, ο Δαμοφώντας από τη Μεσσήνη κι ο Ευκλείδης απ’ την Αθήνα.

Στην ακμή της δόξας του διορίστηκε από τον Περικλή, γενικός επόπτης στα έργα που γίνονταν στην Ακρόπολη. Του ανατέθηκεν ιδιαίτερα η επιστασία κι η διακόσμηση του Παρθενώνα. Πολλά από τα γλυπτά του ναού ήταν ασφαλώς ιδιόχειρα έργα του, μα και τ’ άλλα που φτιάξαν οι μαθητές του, είχαν τη σφραγίδα του πνεύματός του. Το 447 π. Χ., πιθανώς, άρχισε το αριστούργημά του, τη “Χρυσελεφάντινη Παρθένο” και την αποπεράτωσε το 438 π.Χ. Ο ναός ήταν έτοιμος πια τότε, χωρίς όμως τα εναέτια γλυπτά. Το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, ύψους 12 μ. -μαζί με το βάθρο-, στήθηκε στον σηκό. Ήταν από φίλντισι τα γυμνά μέρη του σώματος κι από χρυσάφι τα φορέματα, τα μαλλιά και τα όπλα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε τη Νίκη σε φυσικό μέγεθος γυναίκας και στο αριστερό της, ασπίδα που ακουμπούσε στο βάθρο. Η θεά ήτανε πάνοπλη, μεγαλοπρεπής, αυστηρή και γαλήνια, σύμβολο της δύναμης και του μεγαλείου της πόλης που προστάτευε.

Στον Παρθενώνα εργάστηκαν ο Ικτίνος κι ο Καλλικράτης σε στενή συνεργασία μαζί του και που επηρέασεν αποφασιστικά το σχέδιο του ναού. Οι ώριμοι αυτοί τεχνίτες προχωρούν σ’ ένα μεγάλο νεωτερισμό. Προσθέτουνε στο δωρικό κτήριο ένα μέλος του ιωνικού ρυθμού: Την ζωφόρο, μια συνεχή ζώνη από πλάκες, που περιβάλλει το ναό. Οι εργασίες αρχίσανε το 447 π.Χ. και μέσα σ’ 9 χρόνια, το 438 π.Χ., ο ναός ήταν έτοιμος. Χρειάστηκαν άλλα 6 χρόνια για να ολοκληρωθεί η διακόσμηση των αετωμάτων με τις μεγαλειώδεις συνθέσεις του. Ο Παρθενώνας είναι περίπτερος ναός, δωρικού ρυθμού, με 8 κίονες στις στενές πλευρές και 17 στις μακριές. Είναι ο μόνος ολομάρμαρος ελληνικός ναός, όπως είναι κι ο μόνος δωρικός, που κι οι 92 μετόπες του, έχουν ανάγλυφες παραστάσεις.

Στην απαράμιλλη αυτή αρχιτεκτονική δημιουργία προστέθηκε και πρωτοφανής γλυπτική διακόσμηση. Ο Φειδίας είχε ριζοσπαστικές ιδέες κι ο Περικλής του παρείχε τα μέσα να τις πραγματοποιήσει. Αποφασίζει να διακοσμήσει τις 92 μετόπες του ναού μ’ ανάγλυφα, κάτι που δε τόλμησε ποτέ καμιά ελληνική πόλη, γιατί η δαπάνη ενός τέτοιου έργου ήταν ανυπολόγιστη. Τα θέματα που διάλεξε εξιστορούν αγώνες της Αθηνάς και των Αθηναίων. Στην ανατολική πλευρά “Γιγαντομαχία”, στη δυτική “Αμαζονομαχία”, στη νότια “Κενταυρομαχία” και στη βόρεια σκηνές από τον “Τρωικό Πόλεμο”. Πάνω στη ζωφόρο είχεν αποθανατίσει τη “Πομπή Των Παναθηναίων”, τη πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή της Αθήνας. Η ζωφόρος τύλιγε το ναό σα πλατιά κορδέλα κι απεικόνιζε μορφές θεών, ζώων κι ανθρώπων.

Στο ανατολικό αέτωμα, εξιστόρησε τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία. Στο κέντρο τοποθέτησε τον Δία κι από τις δυο πλευρές τους άλλους θεούς σε μακάρια και τρισευτυχισμένη σύναξη. Στις δυο γωνιές τ’ άρματα του Ήλιου και της Σελήνης, το πρώτο να αναδύεται από τον ωκεανό, το δεύτερο να βυθίζεται σ’ αυτόν. Στο δυτικό, τη διαμάχη του Ποσειδώνα και της Αθηνάς, για το ποιος από τους δυο θα ‘χει υπό τη προστασία του την αγαπημένη του Αθήνα. Στο κέντρο εικονίζονταν οι δυο θεοί, αριστερά και δεξιά τ’ άρματά τους κι οι μυθικές γενιές της Αθήνας, οι Κεκροπίδες κι οι Ερεχθείδες.

Στην Ακρόπολη έστησε το κολοσσιαίο άγαλμα «Τη Μεγάλη Χάλκινη Αθηνά», που αργότερα ονομάστηκε “Πρόμαχος”. Η παράδοση λέει πως η επίχρυση μύτη του κονταριού της φαινόταν από το Σούνιο, καθώς αστραποβολούσε στον ήλιο. Υπέροχο έργο του ήταν κι η “Αθηνά Λημνία”, αφιέρωμα των κληρούχων της Λήμνου. Χάλκινη κι αυτή, φημιζόταν για το κάλλος του προσώπου, τις θαυμάσιες αναλογίες των χαρακτηριστικών και την αυστηρή πνευματική της έκφραση. Στεκόταν ορθή με το δόρυ, το κράνος στο χέρι και την ασπίδα λοξά στο στήθος.

Μα ο θεϊκός καλλιτέχνης είχε κι εχθρούς που τον ζηλεύανε για τη δόξα του. Τονε κατηγορήσανε λοιπόν, πως είχεν υπεξαιρέσει μέρος από το χρυσάφι που του ‘χαν εμπιστευτεί για τη δημιουργία του αγάλματος. Ο Φειδίας έβγαλε τότε τα χρυσά μέρη που ‘χε προβλέψει να τα κάνει κινητά, τα ζύγισε κι απέδειξε την αθωότητά του. Αργότερα τονε κατηγορήσανε γι’ άλλη αιτία. Είχε, λέγανε, παραστήσει στ’ ανάγλυφα της ασπίδας της Αθηνάς, το πρόσωπο του φίλου του, Περικλή και το δικό του. Φυλακίστηκε λίγο γι’ αυτό κι αργότερα πικραμένος έφυγε για τη Πελοπόννησο. Στην Ολυμπία, τότε, δημιούργησε το αποκορύφωμα της μεγάλης του τέχνης, τον «Χρυσελεφάντινο Δία», που όπως αναφέρει έν επίγραμμα “ή ο Θεός κατέβηκε στη γη για να του δείξει το πρόσωπό του, ή ο Φειδίας ανέβηκε στα ουράνια”. Ήταν τ’ ωριμότερο και τελειότερο δημιούργημα του μεγάλου καλλιτέχνη και σήμερα θεωρείται έν από τα 7 θαύματα του κόσμου.

Το άγαλμα κατασκευάσθηκε γύρω στο 432 π.Χ. κι είχε ύψος περίπου 12 μέτρα (7 φορές το ύψος κανονικού ανθρώπου). Είχε μόλις ολοκληρώσει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα αλλά και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς όταν το ιερατείο της Ολυμπίας τονε κάλεσε για να του αναθέσει αυτό το άλλο μεγάλο έργο. H φήμη του, πως ήταν ο μοναδικός καλλιτέχνης που μπορούσε ν’ αποδώσει πάνω σ’ άψυχο υλικό τη θεϊκή ουσία των μορφών που ‘πλαθε, ήτανε μονόδρομος. Έτσι, εγκαταστάθηκε μαζί μ’ όλο το συνεργείο του εκεί για να δουλέψει στο εργαστήριο που κατασκευάστηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό το χρυσελεφάντινο άγαλμα. Έργο που επρόκειτο ν’ ανακηρυχθεί το έν από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Ο Δίας καθόταν επάνω σε θρόνο, που ‘τανε κατασκευασμένος από χαλκό, χρυσό, φίλντισι και διάφορες πολύτιμες πέτρες. Ο θρόνος ήταν διακοσμημένος από τους μαθητές του, Πάναινο και Κολώτη, με μυθολογικές παραστάσεις. Το γυμνό σώμα του, ήταν φτιαγμένο από φίλντισι κι η ρόμπα του ήτανε καλυμμένη από χρυσά φύλλα, διακοσμημένα με κρίνους και ζωδιακές σκηνές. Τα σανδάλια του ήτανε χρυσά. Το κεφάλι ήτανε στεφανωμένο μ’ ασημένιο στεφάνι ελιάς, τα μαλλιά κι η γενειάδα του ήταν από χρυσό. Στο δεξί του χέρι κρατούσε τη Νίκη, φτιαγμένη από χρυσό και φίλντισι και στο αριστερό του κρατούσε σκήπτρο, φτιαγμένο απ’ όλα τα γνωστά μέταλλα κείνων των ετών, με αετό στη κορφή, Το πρόσωπο ήταν επιβλητικό κι όταν ο ανιψιός του (ή αδελφός του) Πάναινος τονε ρώτησε από που το εμπνεύσθηκε, αυτός απάντησε με τους στίχους της Ιλιάδας, που περιγράφουνε το μέτωπο και τα μαλλιά του Δία.

Ο Παυσανίας γράφει, πως όταν τελείωσε το έργο ο Φειδίας, ρώτησε τον Δία αν ήταν ευχαριστημένος κι ο θεός απάντησε με κεραυνό που διαπέρασε τον ναό, χωρίς να καταστρέψει τίποτα. Στο σημείο που χτύπησε ο κεραυνός, τοποθετήθηκε μια χάλκινη υδρία. Ήταν ντροπή να πεθάνει κανείς χωρίς να επισκεφθεί την Ολυμπία για να δει το άγαλμα. Ο Χρυσόστομος, σε ομιλία του μπροστά στον ναό το 97 μ.Χ., είπε: “Αν ένας άνθρωπος, με βαριά καρδιά από τις στεναχώριες και λύπες της ζωής, βρεθεί μπροστά στο άγαλμα, τα ξεχνά όλα”. Το άγαλμα βρισκόταν στην Ολυμπία μέχρι το 393 μ.Χ. Αργότερα μεταφέρθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε στη μεγάλη φωτιά του Λαυσείου, το 475 μ.Χ. Ο Λουκιανός, (“Υπέρ Εικόνων” 14), αναφέρει πως όταν τέλειωσε το άγαλμα, δεν ήταν παρών στ’ αποκαλυπτήρια. Κρύφτηκε πίσω από μια πόρτα για να δει τις αντιδράσεις του κόσμου. Κάποιος είπε πως η μύτη ήταν παχειά, άλλος ότι το πρόσωπο ήτανε πολύ μακρύ, άλλος έβρισκε κάτι άλλο. Όταν λοιπόν έφυγαν όλοι, κλείστηκε όλη νύχτα στο ναό και διόρθωσε τα ελαττώματα, που ‘χεν υποδείξει με τα σχόλια του ο κόσμος.

Mπροστά στο άγαλμα, στο σηκό του ναού, υπήρχε μικρή δεξαμενή, στρωμένη με μαύρες πλάκες, όπου, σύμφωνα πάντα με τον Παυσανία, κυλούσε το λάδι με το οποίον αλείφανε το άγαλμα για να μη καταστρέφεται. Eξίσου εντυπωσιακός ήταν κι ο χρυσελεφάντινος θρόνος του αγάλματος, διακοσμημένος με γλυπτές, ζωγραφικές παραστάσεις και πολύτιμους λίθους. O ναός κάηκε το 426 μ.X., ενώ μεγάλη καταστροφή υπέστη από τους σεισμούς του 6ου αι. μ.X., όπως φαίνεται από τους πεσμένους κίονες και τα διάσπαρτα στο χώρο κιονόκρανα. Mες στο ναό είναι ορατά τα ίχνη από τη περίτεχνη διακόσμηση των μωσαϊκών δαπέδων. Mπροστά στα σκαλοπάτια που οδηγούνε στο ναό διακρίνονται βάσεις από αγάλματα-αναθήματα, με γνωστότερη τη τριγωνική βάση της “Nίκης” του Παιωνίου.

Ο Φειδίας δημιούργησε κι άλλα έργα, που στολίζανε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Ήτανε τόσο σημαντικός για την Ελλάδα όσο κι ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι για την Ιταλία. Ο Χρυσός Αιώνας χρωστά μεγάλο μέρος από τη λάμψη του στον εξαίρετον αυτό καλλιτέχνη. Η ικανότητα του να προβλέπει τ’ οπτικόν αποτέλεσμα των έργων του είναι γνωστή κι εύγλωττα περιγράφεται από τον Βυζαντινό συγγραφέα Ι. Τζέτζη (Χιλ. VIII, 353) στο εξής ανέκδοτο:

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι Αθηναίοι αναθέσανε στον Φειδία και τον Αλκαμένη την  κατασκευή αγαλμάτων της θεάς Αθηνάς, τα οποία επρόκειτο να τοποθετηθούν επάνω σε κίονες. O Φειδίας (οπτικός τελών και γεωμέτρης και συνιείς σμικρότατα φαίνεσθαι τα εν ύψει…) έκανε τέτοιες παραμορφώσεις στο πρόσωπο και το σώμα του αγάλματος, ώστε οι Αθηναίοι το θεώρησαν ασέβεια προς τη θεά και λίγον έλειψε να τονε λιθοβολήσουν. Αντίθετα, το άγαλμα του Αλκαμένη φαινόταν ωραιότατο. Όταν όμως τ’ αγάλματα τοποθετήθηκαν επάνω στους κίονες για τους οποίους προορίζονταν, τότε απεδείχθη η γνώση κι η σοφία του Φειδία. Το ύψος προκαλούσε παραμορφώσεις στο πρόσωπο και το σώμα της θεάς, που όμως ο καλλιτέχνης είχε προβλέψει. Αντίθετα, η συμμετρία του ανθρώπινου σώματος που ‘χε κατασκευάσει ο Αλκαμένης φαινόταν τώρα ασυμμετρία και τον προηγούμενο θαυμασμό, ακολούθησε χλευασμός.

Το εργαστήριο του ήταν ορθογώνιο μακρόστενο κτίριο με δυο εσωτερικές κιονοστοιχίες. Κτίστηκε γύρω στο 440-430 π.Χ. για τη κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός. Έχει τις ίδιες διαστάσεις με το σηκό του ναού του Διός. Εκεί βρέθηκανε πολλά εργαλεία, γυάλινα κοσμήματα και πήλινες μήτρες που χρησιμοποίησε για τη κατασκευή του αγάλματος, καθώς και μια μικρή μελαμβαφής οινοχόη, που στη βάση της ο μεγάλος γλύπτης είχε χαράξει: “ΦΕΙΔΙΟΥ ΕΙΜΙ”. Τον 5ον αι. μ.Χ. το εργαστήριο μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική.