ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο τεύχος
13 της σειράς
«ΔΙΑΛΟΓΟΣ» - ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΕΣ
Πέτρος Α.
Γέμτος
Στο μέρος αυτό της μελέτης επιχειρείται ανάλυση των αρχών,
θεμελίων και θέσεων της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας ως του
γενικού πλαισίου και θεωρητικού υπόβαθρου της αρχαιοελληνικής
κοινωνικής σκέψης.
1. Γενική επισκόπηση
Όπως προαναφέρθηκε, συστηματική φιλοσοφική σκέψη δημιουργήθηκε
για πρώτη φορά στην αρχαία Ελλάδα, πολύ διαφοροποιημένη από τις
θρησκευτικές παραδόσεις και τα ασυστηματοποίητα αποφθέγματα των
λαών της Ανατολής. Το φιλοσοφικό ήθος, • γνώση ως αυτοσκοπός και
πρωτογενής αξία, ήταν άγνωστα στον ανατολικό πολιτισμό· Είναι
χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρει ο Ηρόδοτος (1, 30): Ο
Κροίσος στις Σάρδεις δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Σόλων
γύριζε τον κόσμο θεωρίης ένεχεν.
Για τους σύγχρονους λαούς της Ανατολής η ελληνική φιλοσοφία
είναι ένα πολιτισμικό θησαυροφυλάκιο από το οποίο άντλησε και
αντλεί ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Το πέρασμα από το μύθο στο λόγο, από το μυθολογικό τρόπο σκέφης
της αρχαϊκής ποίησης στον ορθολογικό-κριτικό δια λογισμό,
σηματοδοτεί τη γέννηση της φιλοσοφίας στην ιστορία του
ευρωπαϊκού μας πολιτισμού (και την πρώτη εμφάνισή της μι την
ακριβή έννοια του όρου στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύμα τος).
Σκοπός της είναι η επιστήμη ως ακριβής και αντικειμενική, σε
αντίθεση προς την υποκειμενική γνώμη (δόξα),
σύλληψη και γνώση του κόσμου. Γνωστικές και αξιολογικές κρίσεις
ταυτίζονταν μεθοδολογικά με θεμέλιο άλλοτε
a
priori
κατασκευές (Παρμενίδης, Πλάτων), άλλοτε μια ιδιότυπη τελεολογικά
προσανατολισμέ νη σχέση με την εμπειρία (Αριστοτέλης). Γενική
ήταν η αντίληψη ότι επιστήμη κάνουν οι φιλόσοφοι: παρόλο ότι
αναγνωρίζονται και ειδικές επιστήμες, όπως η Γεωμετρία και η
Αστρονομία,
αλλά και άλλες μορφές γνώσης, όπως ποίηση, ρητορική, τοπική (πρβλ.
Αριστοτέλη), φιλοσοφία και επιστήμη ήταν στην αρχαιοελληνική
σκέψη άρρηκτα συνδεμένες μεταξύ τους ως βάση και θεμέλιο μιας
καθολικής ορθολογικής σύλληψης του κόσμου (περί του όντος η ον,
πρβλ. και Ευθύδ. 288d:
η δε φιλοσοφία κτήσις επιστήμης).
Τα κύριο πρόβλημα της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν η φύση και οι
δυνατότητες της ανθρώπινης γνώσης, θεμελιωτές ήταν οι Ίωνες
φιλόσοφοι: ανήκαν σε μια νέα τάξη εμπόρων-ταξιδιωτών που πρώτα
επιχείρησαν να εξηγήσουν ορθολογικά τον κόσμο (κοσμολογία) και
να μελετήσουν άλλες χώρες και κοινωνικοπολιτικά συστήματα
(ιστορία). Η διεύρυνση και εμβάθυνση της κοσμικής εμπειρίας
έκανε δυνατή τη συστηματική διάσπαση υποκειμένου και κόσμου και
τη διαφοροποίηση της πραγματικότητας σε φύση και κοινωνία. Η
πρώτη διαμορφώθηκε σε ένα αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο που
ήταν έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο, αντίθετα προς την κοινωνία
που μπορούσε να διαπλαστεί και οργανωθεί με ανθρώπινες πράξεις,
αν επιλεγούν σωστά οι σκοποί που έπρεπε να επιδιωχθούν.
Το πέρασμα από το μύθο στο λόγο δεν εξαφάνισε ωστόσο εντελώς τη
μυθική παράδοση που επιβίωνε με νέες μορφές στην πυθαγόρεια και
ελεατική διδασκαλία. Πολύ αποφασιστική υπήρξε η σύνδεση των
μαθηματικών με τη μουσική: οι ήχοι κατανοήθηκαν ως η υλοποίηση
των αριθμών που θεωρήθηκαν πηγή των όντων.
Παρόλο ωστόσο που ο γνωστικός ρόλος της εμπειρίας ήταν
περιορισμένος άνοιξαν δρόμοι ανακάλυψης σταθερών σχέσεων μεταξύ
των διαρκώς μεταβαλλόμενων φαινομένων που δεν αρκούνταν σε μια
απλή φωτογραφική αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Εκείνο που
έλειπε και ήλθε στους νεότερους χρόνους ήταν η συστηματική
σύνδεση θεωρίας και εμπειρίας που μόνη μπορεί να οδηγήσει, μέσα
από ένα πλήθος λογικών κόσμων, στην ανακάλυψη του ενός και
πραγματικού.
Η ελεατική διδασκαλία ενώνεται στον Πλάτωνα με τη σωκρατική
αντίληψη του αγαθού ως μη εμπειρικής γνώσης. Κεντρική θέση έχουν
ιδέες ως αναλλοίωτες πνευματικές οντότητες που με διαλεκτική
θεώρηση προσφέρουν καθολική και αμετακίνητη γνώση.
Ενώ ο εμπειρικός κόσμος μεταβάλλεται, οι νοητές μορφές είναι
αμετάβλητες και διασφαλίζουν αιώνιες αλήθειες. Τελειότερη
έκφραση της πίστης στη δυνατότητα οριστικής και αμετακίνητης
γνώσης ήταν η Γεωμετρία, το σημαντικότερο επιστημονικό επίτευγμα
του αρχαίου Ελληνισμού.
Ο μεγάλος μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, συνέχισε την
προσπάθεια του δασκάλου του στην αναζήτηση τέλειας και
αμετακίνητης γνώσης,
κατασκευάζοντας για πρώτη φορά ένα σύστημα τυπικής Λογικής ως
της διδασκαλίας έγκυρης συναγωγής προτάσεων από άλλες προτάσεις.
Με τη μεταφορά των ιδεών μέσα στα πράγματα (υλομορφισμός) και
την εισαγωγή της επαγωγής ως διαισθητικής βάσης κατασκευής
γενικών προτάσεων (όχι όμως ως διαδικασίας συστηματικού
εμπειρικού τους ελέγχου) διαμορφώθηκε μια τελεολογική εικόνα
του κόσμου που επηρέασε ουσιαστικά την πορεία του ευρωπαϊκού
πνεύματος ως τους νεότερους χρόνους.
Η μεσαιωνική φιλοσοφική διανόηση ήταν σε μεγάλο βαθμό ερμηνεία
και σχολιασμός της αρχαίας ελληνικής σκέψης (κυρίως του
Αριστοτέλη). Η νεότερη ωστόσο επιστήμη με πρώτη φιλοσοφική της
θεμελίωση στο έργο. του
Fr.
Bacon,
Novum
organon
scientiarum
(1620) φέρνει μια μεγάλη τομή: επιδιώκει να ανακαλύψει νέες
γνώσεις, όχι μόνο να διαφωτίσει με σχολιασμό
(Kommentare)
ήδη γνωστά πράγματα (I. 81, 84, 129). Με την επιστήμη δεν
συνεχίζεται απλώς μια παράδοση, δημιουργείται μια νέα αρχή που
αλλάζει μέθοδο και περιεχόμενο προσέγγισης του κόσμου....
Βλ. και Κ. Τσάτσου, Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων
Ελλήνων, Γ εκδ. 1980, σ. 38 επ. Για τον Αριστοτέλη (Μετα
τα φυσικά 983bll)
«Οι Έλληνες δια το φεύγειν την άγνοιαν εφιλοσόφησαν
...δια το ειδέναι το επίστασθαι εδίωκον και ου χρήσεως
τινός ένεκα». Το θεωρίης ένεκεν αμισβητήθηκε και στη
σύγχρονη επιστημολογία από ινστρουμενταλιστικές-τεχνολογικές
θέσεις, στις οποίες η καλύτερη κριτική σε αρχαιοελληνικό
πνεύμα ασκήθηκε από τον Η.
Albert
(για την πρακτική χρησιμότητα της επιστήμης βλ. τη
Μεθοδολογία μου, τομ. 1, σ. 105 επ.).
Βλ. και
Xing Fensi,
Η ελληνική φιλοσοφία στην Κίνα, στο. Μ. Δραγώνα-Μονάχου/Γ.
Ρουσόπουλου (επιμ.). Η επικαιρότητα. της Αρχαίας
ελληνικής φιλοσοφίας,, Αθήνα 1997, σ. 91 επ.
Πρβλ. όμως και τη γνωστική αξία των ενδόξων στην
αριστοτελική σκέ ψη (βλ. αναλυτικά παρακάτω).
Βλ. και Β. Κάλφα, Φιλοσοφία και επιστήμη στην αρχαία
Ελλάδα, Αθήνα 2005 που βλέπει κυρίως διαλογική σχέση
μεταξύ της φιλοσοφίας και των επιστημών αυτών στην
αρχαιοελληνική σκέψη.
Αντίθετη είναι η θεμελίωση των νεότερων κοινωνικών
επιστημών, πρβλ. για την Οικονομική τον
A.
Smith
που έθεσε το ερώτημα πώς λειτουργεί ο συντονιστικός
μηχανισμός του συστήματος της αγοραίας οικονομίας (βλ.
αναλυτικώτερα παρακάτω).
Το αίτημα βεβαιότητας της γνώσης διαφοροποιούνταν όμως
στον Αριστοτέλη από τη φύση των υπό εξέταση
αντικειμένων (άλλο επίπεδο βεβαιότητας στα μαθηματικά,
άλλο στην τοπική και τη διαλεκτική, βλ. παρακάτω).
Βλ.
γενικότερα
M. Carrier, Wissenschaftstheorie,
2.
A., Hamburg 2008
σ.
17
επ.