www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Για το χρώμα στην αρχαία ελληνική ζωγραφική

 

Μιχάλης Α. Τιβέριος

 

…Ο πολύς κόσμος πιθανόν να μη γνωρίζει ότι το χρώμα στην αρχαιότη­τα έπαιζε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά την τέχνη των αρχαίων και δεν περιοριζόταν μόνο στη ζωγραφική. Εκτός του ότι αρκετά από τα χρησιμοποιούμενα χρώματα συνέβαινε να έχουν και θεραπευτικές ιδιότη­τες, πολλές δημιουργίες των αρχαίων, όπως ταπεινά πήλινα ειδώλια αλλά και μεγαλόπρεποι ναοί και σπουδαία μαρμάρινα αγάλματα, εμψυχώνο­νταν με χρώματα, και μάλιστα έντονα, μια και οι αρχαίοι ήξεραν ότι η απόσταση, όπως και ο χρόνος, εξασθενεί τον τόνο των χρωμάτων. Έτσι, ήταν απολύτως φυσιολογικό οι δημιουργίες της μεγάλης πλαστικής σε μάρμαρο να βάφονται με ζωηρά μη ρεαλιστικά χρώματα. Ο περίφημος Πραξιτέλης ανέθετε το χρωματισμό των έργων του σ’ έναν επίσης γνωστό ζωγράφο της εποχής του, τον Νικία. Πόσο εκτιμούσε τη δουλειά του τε­λευταίου μας το δείχνει το εξής γεγονός που μας διασώζει η αρχαία γραμ­ματεία: όταν τον ρωτούσαν ποιες από τις μαρμάρινες δημιουργίες του θε­ωρούσε τις σημαντικότερες, υποδείκνυε αυτές στις οποίες είχε βάλει το χέ­ρι του ο Νικίας. Επομένως, όταν βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σ’ έναν αρ­χαίο ναό ή περιεργαζόμαστε μαρμάρινα αγάλματα σ’ ένα αρχαιολογικό μουσείο, η εντύπωση που αποκομίζουμε ατενίζοντας τις αρχαιότητες είναι τελείως διαφορετική από αυτήν που είχαν οι αρχαίοι, αφού τα χρώματα των έργων αυτών έχουν πλέον χαθεί για μας και μάλιστα οριστικά. Ορι­σμένες φορές βέβαια με ειδικές φωτογραφήσεις τα ξανακερδίζουμε, όχι όμως για την οπτική μας απόλαυση αλλά μόνο και μόνο για τον εμπλουτι­σμό των γνώσεών μας.

Το χρώμα, όπως είναι φυσικό, έπαιζε σημαίνοντα ρόλο και στην αρχαία ζωγραφική. Μαζί με το γραμμικό σχέδιο και τη φωτοσκίαση έδιναν σάρκα και οστά σε κάθε ζωγραφική δημιουργία. Οι αρχαίοι ως βασικά χρώματα είχαν το κόκκινο, το κίτρινο, το μαύρο και το άσπρο και με τη μείξη τους μεγάλωναν σημαντικά τη χρωματική τους γκάμα. Συχνά ακούμε για την περίφημη τετραχρωμία των αρχαίων, η οποία υποστηριζόταν και από τη φιλοσοφική σκέψη. Ωστόσο, έχει προκαλέσει ως σήμερα ατέλειωτες συζη­τήσεις ανάμεσα στους ειδικούς, που δεν μπορούν να δεχτούν ότι μια τόσο υψηλή ζωγραφική, όπως ήταν αυτή των αρχαίων Ελλήνων, περιοριζόταν σε τέσσερα μόνο βασικά χρώματα, από τα οποία μάλιστα τα δύο, το μαύ­ρο και το άσπρο, για τη σημερινή τουλάχιστον αισθητική, δεν είναι χρώμα­τα. Οι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν ότι η ζωγραφική στον ελληνικό χώ­ρο γεννήθηκε στην Κόρινθο και τη Σικυώνα. Από τα δύο αυτά μέρη κατά­γονταν οι περισσότεροι από τους παλαιότερους γνωστούς Έλληνες ζω­γράφους. Με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν διάφορες σχολές με κάποια κοινά χαρακτηριστικά η καθεμιά τους, όπως η λεγόμενη αττική, η ιωνική, η πελοποννησιακή (της οποίας τα μέλη συχνά διακρίνονταν και από μεγάλη θεωρητική κατάρτιση), η ασιατική κ.ά. Τα παλαιότερα έργα των Ελλήνων ζωγράφων πρέπει να ήταν κατά κανόνα μονόχρωμα, γρήγο­ρα όμως αυτοί εμπλούτισαν την παλέτα τους με περισσότερα χρώματα, τα οποία ωστόσο στην αρχή δεν τα αναμείγνυαν, αλλά τα χρησιμοποιούσαν Ξεχωριστά.

Έτσι, με τη βοήθεια του χρώματος ξεχώρισαν τις γυναικείες μορφές από τις ανδρικές, καλύπτοντας τα γυμνά μέρη των πρώτων με λευκό και των δεύτερων με υπομέλαν, καστανό χρώμα. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ήταν που μπόρεσαν οι Έλληνες να μιμηθούν τέλεια τη φύση και να φτιά­νουν έργα στα οποία κυριαρχούσαν η ψευδαίσθηση και η οφθαλμαπάτη. Αυτό το κατάφεραν με τη σκιαγραφία, με χρήση δηλαδή σκιάς που έδινε στις μορφές τους πλαστικότητα, αλλά και με το χρώμα, καθώς με μεγάλη δεξιότητα πέτυχαν αξιοθαύμαστη διαβάθμιση των αποχρώσεων των χρω­μάτων τους.

Η αρχαία ελληνική ζωγραφική είναι η λιγότερο καλά γνωστή έκφανση της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Και αυτό επειδή τα ευπαθή υλικά της είναι η κύρια αιτία που δεν επέτρεψε, πλην λίγων εξαιρέσεων, τη διατήρησή της ως τις μέρες μας. Ό,τι γνωρίζουμε για αυτήν το οφείλουμε κυρίως σε σχε­τικές πληροφορίες που μας δίνουν κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων και πολύ λίγο στα λιγοστά μνημεία που διασώζουν δείγματα αρχαίας ζωγραφικής. Ανάμεσα στα τελευταία ιδιαίτερη θέση κατέχουν ευ­ρήματα κυρίως από τις πρόσφατες ανασκαφές στο βορειοελλαδικό χώρο και ειδικότερα στην κεντρική Μακεδονία. Στη Βεργίνα, στα Λευκάδια (λίγο έξω από τη Νάουσα) και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης έχουν έλθει στο φως μνημεία που σώζουν σπουδαίες ζωγραφικές συνθέ­σεις και έχουν εμπλουτίσει σημαντικά τις γνώσεις μας για την αρχαία ζω­γραφική. Απαντώνται κυρίως σε τοιχογραφίες που διακοσμούν τους λεγά­μενους μακεδονικούς τάφους και πάνω σε λίθινα, ως επί το πλείστον μαρ­μάρινα, έργα, όπως π.χ. σε επιτύμβιες στήλες, σε νεκρικές κλίνες και σε νε­κρικούς θρόνους. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κανείς στις μέρες μας δεν μπορεί να γράψει κάτι καινούριο για την αρχαία ελληνική ζωγραφική των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων αν δεν επισκεφθεί τους αρχαιολο­γικούς χώρους που αναφέραμε. Έτσι, η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως τό­που διεξαγωγής του διεθνούς αυτού συνεδρίου μπορεί, για το λόγο αυτό, να θεωρηθεί και ως ένα βαθμό επιβεβλημένη. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι εργασίες του συνεδρίου θα κλείσουν με επιτόπια επίσκεψη των συ­νέδρων στα παραπάνω μνημεία.

  

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 09/04/2000