www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Η Αθηναϊκή Δημοκρατία

 Λήψη του αρχείου

(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του Charles Freeman

«ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ»)

 

 Πριν την πανωλεθρία που υπέστη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η Αθήνα υπήρξε η πλέον ευημερούσα πόλη στο Αιγαίο. Ένας λόγος της οικονομικής ευρωστίας της ήταν τα λάφυρα και οι φόροι υποτελείας που συλλέγονταν από την αυτοκρατορία (βλέπε: Δέκατο Κεφάλαιο), πόροι οι οποίοι αποδείχτηκαν ουσιωδώς επαρκείς πόροι όχι μόνο για τη συντήρηση ενός μεγάλου στόλου, αλλά και για τη μεταμόρφωση της Ακρόπολης της πόλης σε ένα διαχρονικό, μεγαλειώδες οροθέσιο. Εντούτοις, η πόλη είχε επίσης και δικούς της πόρους. Ενώ το έδαφος της Αττικής, μια περιοχή έκτασης άνω των 2.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων, δεν ήταν καθόλου εύφορο (ο Πλάτωνας, γράφοντας τον 4ο αιώνα π.Χ., έφτασε μέχρι του σημείου να περιγράφει την Αττική ως «σκελετό σώματος ρημαγμένου από αρρώστια· το πλούσιο μαλακό χώμα είχε παρασυρθεί αφήνοντας τη γη κυριολεκτικά πετσί και κόκαλο»), ελαιόδεντρα και αμπέλια ευδοκιμούσαν στα χαμηλά εδάφη και στις παράκτιες περιοχές και παρήγαν σημαντικό πλεόνασμα ελαιόλαδου και κρασιού για εξαγωγή. Κρίσιμης σημασίας, επίσης, ήταν το γεγονός ότι η πόλη διέθετε μια μείζονα πηγή ορυκτού πλούτου, τα αργυρωρυχεία του Λαυρίου. Παρότι αποτελούσαν κρατική ιδιοκτησία, τα μεταλλεία εκμισθώνονταν σε ιδιώτες παραχωρούμενα .για τρία ή τέσσερα χρόνια, με το ασήμι να εξορύσσεται από ένα σκαιά αντιμετωπιζόμενο εργατικό δυναμικό που αριθμούσε μερικές χιλιάδες δούλους. Το ασήμι κοβόταν σε νομί­σματα1 και στη συνέχεια, κατά τρόπον που δεν είναι τελείως σαφής, που ένα εμπορικό πλοίο θα μπορούσε να αποπλεύσει από την Αθήνα, χωρίς κανένα άλλο φορτίο πλην ασημένιων νομισμάτων, με τη βεβαιότητα ότι ο εμπορευόμενος πλοιοκτήτης θα μπορούσε να αγοράσει όλα όσα χρειαζόταν.

Κάθε παραθαλάσσια πόλη είχε ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με μια πόλη της ενδοχώρας (όπως μπορούσε να φανεί συγκρίνοντας την Αθήνα με την αντίπαλό της, τη Σπάρτη, της οποία όλη σχεδόν η οικονομική δραστηριότητα ήταν εσωτερική και απέτυχε να προβεί ακόμη και σε κοπή νομισμάτων). Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε τη δεσπόζουσα θέση της στο Αιγαίο σε συνδυασμό με τους πόρους της, που ήταν ελαιόλαδο και άργυρος, για να γίνει το διαμετακομιστικό κέντρο των εμπορικών δικτύων της περιοχής. Ένα μεγάλο βήμα μπροστά έγινε στη δεκαετία του 490 π.Χ., με την ανάπτυξη ενός λιμανιού στον Πειραιά. Αρχικά, τα πλοία έπρεπε ν’ αγκυροβολούν αρό- δο και η εκφόρτωσή τους να γίνεται με μικρότερα σκάφη' τώρα τα πλοία μπορούσαν πλέον να δέσουν απευθείας στις αποβάθρες και να χρησιμοποιούν στεγασμένους αποθηκευτικούς χώρους. Ο δρόμος ήταν ανοικτός για την αγορά βασικών προϊόντων σταθερής ζήτησης τα οποία ήταν αναγκαία για την επιβίωση μιας συνεχώς αναπτυσσόμενης πόλης, ο πληθυσμός της οποίας διπλασιάστηκε μεταξύ 500 και 430 π.Χ. Συμπεραίνεται, αν και ορισμένοι διαφωνούν επ’ αυτού, ότι σιτάρι από τη Μαύρη Θάλασσα έγινε περισσότερο απαραίτητο για την επιβίωση της πόλης (το κριθάρι αναπτυσσόταν καλά στην Αττική, αλλά το σιτάρι, που απαιτεί περισσότερη βροχόπτωση, προτιμούνταν για το ψωμί), με σημαντικές επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας. Φορτία ξυλείας, ευκολότερα διαθέσιμα από το βόρειο Αιγαίο, ήταν ζωτικά για τη συντήρηση του στόλου. Σ’ αυτό έπρεπε να προστεθεί η ανάγκη για δούλους - υπήρχαν πιθανόν 100.000 περίπου στην Αθήνα που είχαν μεταφερθεί από «βαρβαρικές» περιοχές ή από τα σκλαβοπάζαρα. Σ’ αυτά τα βασικά είδη περιλαμβάνονταν και οι περισσότερο «εξωτικές» εισαγωγές που περιγράφονται σ’ ένα θεατρικό έργο της εποχής περί το 420 π.Χ.:

 

«[...] από την Κυρήνη σίλφιο και βοϊδοτόμαρα, απ’ τον Ελλήσποντο τόνο και παστά φάρια, από την Ιταλία αλάτι και παΐδια μοσχαρίσια. [...] Οι Συρακούσες προσφέρουν κόκκινο γλυκό κρασί και τυρί [...], από την Αίγυπτο λινάτσα για καραβόπανα και πρώτες ύλες για σχοι­νιά, από τη Συρία μοσχολίβανο. Η ωραία Κρήτη στέλνει κυπαρισσόξυλο για τους θεούς, η Λιβύη άφθονο ελεφαντόδοντο για να αγοράσεις, και η Ρόδος σταφίδες και σύκα γλυκά σαν όνειρο' από την Εύβοια έρχονται αχλάδια και μεγάλα μήλα· σκλάβοι από τη Φρυγία, μισθοφόροι από την Αρκαδία. Οι Παγασές προσφέρουν σκλάβους με ή χωρίς σημάδια δερματόστιχτα και οι Παφλαγόνες να δώσουν έχουν χουρμάδες που έρχονται από τον Δία και λαμπερά αμύγδαλα. [...] Η Φοινίκη προμηθεύει τον καρπό της φοινικιάς κι αλεύρι εκλεκτό σταρίσιο, η Καρχηδόνα χαλιά και μαξιλάρες πολύχρωμες. [...]».

 

Οι ολοένα και περισσότερο εξεζητημένες απαιτήσεις του Αθηναίου καταναλωτή μπορούν επίσης να διαφανούν παρακολουθώντας τις επιλογές του ως προς τα κρασιά. Σ’ ένα πηγάδι στην Αθήνα, κοντά στην Αγορά, βρέθηκε πληθώρα θραυσμάτων από αμφορείς (τα πήλινα αγγεία που χρησίμευαν για τη μεταφορά κρασιού). Προέρχονταν από πολλές διαφορετικές περιοχές, όπως η Μένδη (στη χερσόνησο της Χαλκιδικής), η Κόρινθος και τα νησιά Θάσος, Χίος και Λέσβος. Η Θάσος διατήρησε την ηγετική οινοπαραγωγό θέση της μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά τότε πλέον τα κρασιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου, κυρίως της Ρόδου και της πόλης της Κνίδου, ήταν τα δημοφιλέστερα.

(Το εύρος και η ποικιλία των εμπορικών δρόμων της Μεσογείου, που φανερώνουν οι τόποι παραγωγής όλων αυτών των αγαθών, ήταν ακόμη πιο αξιοσημείωτα, επειδή η χρονική περίοδος ασφαλούς ναυσιπλοΐας ήταν σύντομη, από τον Απρίλιο μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, και η ναυσιπλοΐα, με τα πλοία να είναι ακόμη εφοδιασμένα με τετράγωνα ιστία, εξαρτούνταν κατά πολύ από τους ούριους ανέμους. Γενικά, τα θαλάσσια ταξίδια από Βορρά προς Νότο ήταν ευκολότερα στη Μεσόγειο, καθώς μια διαδρομή με κατεύθυνση προς Νότο απαιτούσε το μισό χρόνο από μια με κατεύθυνση προς Βορρά και με τον άνεμο αντίθετο. Ένα πλοίο για να φτάσει από την Αθήνα στη Ρόδο μπορεί να χρειαζόταν μέχρι και τρεις ημέρες, και, κατόπιν, άλλες τέσσερις μέχρι την Αίγυπτο. Στο ταξίδι της επιστροφής, με αντίθετο άνεμο, η ταχύτητα μπορούσε να μειωθεί σε λιγότερο από δύο κόμβους την ώρα [έξι κόμβοι ήταν εφικτοί με ούριο άνεμο] ακολουθώντας ένα κοπιαστικό διάπλου ανάμεσα στις Κυκλάδες για την επιστροφή στην Αθήνα. Φαίνεται να απαιτεί τόσο πολύ χρόνο η διαδρομή από την Αθήνα μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, που, κανονικά, μόνον ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής ήταν δυνατόν το χρόνο. Τα γρήγορα ρεύματα που κινούνταν με νότια κατεύθυνση καθώς διέπλεε κανείς τον Ελλήσποντο ήταν ένας ακόμη παράγοντας που δυσκόλευε την πρόσβαση σ’ εκείνη την περιοχή. Άλλος ένας επικίνδυνος διάπλους ήταν αυτός του Ιονίου πελάγους για όσους κατευθύνονταν προς τις πλούσιες σιτοπαραγωγούς πόλεις της Σικελίας. Οι άνεμοι ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς στα μέσα του καλοκαιριού και συνήθως δεν ήταν εφικτά περισσότερα από δύο ταξίδια μετ’ επιστροφής ανά εποχή.)

Το εμπόριο βοήθησε στην ανάπτυξη του μεταποιητικού και χειροτεχνικού τομέα στην πόλη. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής χειροτεχνουργίας συγκροτούσε η μικρής κλίμακας οικοτεχνία και βασιζόταν σε εργαστήρια πλάι στα σπίτια των κατασκευαστών. Κάθε παραγωγική δραστηριότητα είχε τη δική της περιοχή στην πόλη. Η κεραμεική αγγειοπλαστική, που παρήγε τα εκλεκτότερα ίσως εξαγώγιμα αθηναϊκά προϊόντα του 5ου αιώνα π.Χ., αναπτυσσόταν με τα εργαστήρια συγκεντρωμένα στην περιοχή του Κεραμεικού (συνοικία των κεραμέων, εφ’ ω και κεραμεική), κατά μήκος της Οδού των Παναθηναίων, καθώς και στην περιοχή κοντά στο Δίπυλο, στα δυτικά της πόλης2. Οι χαλκουργοί ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από το ναό του προστάτη τους θεού Ήφαιστου, ενώ οι γλύπτες δούλευαν σε μια περιοχή νοτιοδυτικά της Αγοράς. Ακόμη και οι επιτυχέστερες παραγωγικές μονάδες του είδους παρέμεναν μικρού μεγέθους. Παρότι κυριαρχούσαν σε μια μεγάλη υπερπόντια αγορά, πιθανόν να μην υπήρξαν ποτέ περισσότεροι από περίπου 150 αγγειοπλάστες στην Αθήνα σε κάθε δεδομένη στιγμή. Καθώς η πόλη καθίσταται ευπορότερη τον 5ο αιώνα π.Χ. και αντιμετωπίζει το «κίνητρο» του πολέμου, εμφανίζονται περισσότερο οργανωμένα και μεγαλύτερα εργαστήρια διαχωρισμένα πλέον από το σπίτι3. Είναι αξιοσημείωτο, ότι το μεγαλύτερο εργαστήριο που καταγράφεται τεκμηριωμένα στην πόλη απασχολούσε 120 άνδρες οι οποίοι κατασκεύαζαν ασπίδες4.

Η οικονομική δραστηριότητα της Αθήνας επικεντρωνόταν στην περιο­χή της Αγοράς, όπως συνέβαινε στις περισσότερες πόλεις. Ο υπαίθριος χώρος της αποτελούσε ένα πολιτικό και εμπορικό κέντρο, ένα σημείο συγκέντρωσης για σχεδόν κάθε κοινωνική δραστηριότητα εξαιρουμένων των αμιγώς θρησκευτικών. Σε μια τέτοια ευημερούσα πόλη, η Αγορά αποτελούσε μια κυψέλη δραστηριοτήτων. Όπως το θέτει ο ρήτορας Λυσίας: «Επειδή καθένας από εσάς συνηθίζει να συχνάζει σε κάποιο χώρο, ένα αρωματοπωλείο, ένα κουρείο, ένα τσαγκάρικο και ούτω καθεξής, μεγαλύτερος αριθμός ατόμων επισκέπτεται αυτούς που έχουν τα καταστήματά τους πλησιέστερα στην Αγορά, και μικρότερος αριθμός όποιους βρίσκονται μακρύτερα από αυτήν». Τα έργα του Αριστοφάνη είναι γεμάτα φωνακλάδες πωλητές που συναγωνίζονται με άλλους σε ένταση φωνής και αθυροστομία, όρθιοι πίσω από πάγκους στημένους παράλληλα στην Αγορά. Οι αρχές της πόλης προσπαθούσαν να επιβάλλουν κάποια τάξη σ’ αυτήν τη θορυβώδη κοσμοχαλασιά. Για διευθέτηση των αναπόφευκτων διαφορών υπήρχε ένα επίσημα θεσπισμένο σύνολο μέτρων και σταθμών και ένας «δοκιμαστής» νομισμάτων που «κατακερμάτιζε» τυχόν ύποπτα νομίσματα για να διαπιστώσει αν το ασημένιο επίχρισμα έκρυβε από κάτω χαλκό. (Περίπου 100.000 νομίσματα, τα περισσότερο χάλκινα, ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην Αγορά.) Μια επιγραφή, 7 οποία βρέθηκε στην Αγορά, καθόριζε το μέγεθος του αγγείου για ένα μέτρο ξηρών καρπών, φασολιών και χουρμάδων. Αν κανείς επιχειρούσε να πουλήσει οτιδήποτε σ’ ένα μικρότερο αγγείο, τότε το αγγείο αυτό έπρεπε να καταστραφεί, το περιεχόμενό του να κατασχεθεί και να εκποιηθεί, και τα έσοδα αυτά περιέρχονταν στο κράτος.

Μεγάλο μέρος της βιομηχανικής δραστηριότητας της πόλης βρισκόταν στα χέρια των μετοίκων (των προερχόμενων εκτός πόλης «μεταναστών» κατοίκων της). Οι μέτοικοι ελκύονταν από τις ευκαιρίες που προσέφερε μια αναπτυσσόμενη πόλη και, σε μεγάλο βαθμό, η αύξηση του ποσοστού του αθηναϊκού πληθυσμού κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., οφείλεται στην εγκατάστασή τους στην πόλη. Εντέλει, μπορεί να αποτελούσαν μέχρι και το σαράντα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού της. Δε τους επιτρεπόταν συνήθως να κατέχουν ιδιόκτητη γη, αλλά όσοι διέθεταν ανεπτυγμένο επιχειρηματικό δαιμόνιο μπορούσαν να λειτουργού κατασκευαστικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Άλλοι μέτοικοι απαντώνται ως χειρώνακτες, δουλεύοντας ακόμη και μαζί με σκλάβους-δούλους στ οικοδομικά έργα της πόλης. Η ευέλικτη χρήση των «εξωτερικών» ταλέντων βοήθησε να διατηρηθεί η οικονομική ζωτικότητα της Αθήνας. Ενώ οι μέτοικοι δεν μπορούσαν να απολαύσουν τα προνόμια του πολίτη και υπόκεινταν σε έναν ειδικό φόρο, το μετοίκιο, μπορούσαν ωστόσο να επιτύχουν υψηλή κοινωνική καταξίωση. Μέτοικοι εμφανίζονται, για παράδειγμα, να συμμετέχουν στους Διαλόγους του Πλάτωνα, και ο ίδιος Αριστοτέλης ήταν επίσης μέτοικος (αν και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη για να γλιτώσει σε μια περίοδο έντονων αντιμακεδονικά αισθημάτων).

Η οικονομική αυτή ισχύς και ποικιλομορφία στήριξε την πολιτιστική πνευματική και πολιτική ζωή της Αθήνας. Αυτό που είναι αξιοπρόσεκτο γύρω από την αστική κοινότητα της Αθήνας στα έτη μεταξύ 479 π.Χ ημερομηνία που σηματοδοτεί το τέλος των Περσικών Πολέμων, και 322 π.Χ., το έτος που η Αθηναϊκή Δημοκρατία καταλύεται εντέλει από τους Μακεδόνες, είναι η πολιτική και κοινωνική της σταθερότητα. Υπήρξαν στιγμές που το πολιτικό της σύστημα ανατράπηκε, το 411 π.Χ. και το 404 π.Χ., για παράδειγμα, αλλά αποκαταστάθηκε και πάλι, ως δημοκρατία, και στις δυο περιπτώσεις. Υπήρξε η φρίκη του λοιμού του 430 π.Χ. και η ταπεινωτική ήττα από τη Σπάρτη κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, κι όμως η Αθήνα ανέκαμψε και από αυτές τις αντιξοότητες. Οι παραδόσεις και οι τρόποι διαχείρισης των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών της υποθέσεων δεν εθίγησαν σχεδόν καθόλου, παρότι, από οικονομική άποψη, η πόλη λειτούργησε σε πολύ χαμηλότερους ρυθμούς κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνα π.Χ. Αντίθετο παράδειγμα είναι, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία όπου μια παρόμοια ήττα και ταπείνωση οδήγησε στη βίαιη πολιτική αντίδραση του ναζισμού. Τίποτε ανάλογο δεν συνέβη στην Αθήνα, αν και αναγνωρίζεται η δυνατότητα ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Οι Αθηναίοι ρήτορες τόνιζαν συχνά πόσο σημαντικό ήταν να διατηρείται ομόνοια, ομοφροσύνη, στη ζωή της πόλης.

Αυτή η ομοφροσύνη εξαρτιόταν από τη γενικότερη συνεκτικότητα της πόλης. Η μείζων εδαφική περιοχή της Αθήνας, η Αττική, καθιστούσε το κράτος της το μεγαλύτερο σε έκταση στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη Σπάρτη. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. και ύστερα, η Αθήνα άσκησε ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στην ύπαιθρο. Δημιουργήθηκαν περιαστικοί δρόμοι οι οποίοι συνέκλιναν και οδηγούσαν στην πόλη, όπως έκαναν και οι θαλάσσιοι δρόμοι του Αιγαίου. Μερικοί αγροτικοί εορτασμοί, η γιορτή του Διόνυσου από τις Ελευθερές, ή αυτή της Άρτεμης από τη Βραυρώνα, για παράδειγμα, «εισάγονται» εντός πόλης, ενώ στην ίδια την ύπαιθρο γιορτές προς τιμήν του Διόνυσου υιοθέτησαν στοιχεία από τα Μεγάλα Διονύσια της πόλης, συμπεριλαμβανομένων και θεατρικών παραστάσεων. Τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία εστίαζαν στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης, αποτέλεσαν αντικείμενο διαταγμάτων της λαϊκής συνέλευσης, τα οποία προέβλεπαν με ποιον τρόπο κάθε δήμος ώφειλε να συνεισφέρει στις τελετές και περιήλθαν εντέλει στον άμεσο έλεγχο του βασιλέα, του δεύτερου ιεραρχικά ανώτερου άρχοντα της πόλης. Αυτές καθαυτές οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη συνέδεαν κάθε δήμο με την πόλη μέσω της Βουλής των Πεντακοσίων (βλέπε: πιο κάτω). Η εξέλιξη αυτή όμως δεν είχε ως αποτέλεσμα να καταπνίγει η τοπική πρωτοβουλία. Όσο απομακρυνόταν κανείς από την πόλη, τόσο ισχυρότερη γινόταν η ταυτότητα των τοπικών περιαστικών οικισμών, όπως η Ελευσίνα ή το Σούνιο, με το ναό του Ποσειδώνα να αντικρίζει τη θάλασσα. Πρόσφατες αρχαιολογικές εργασίες δείχνουν ακριβώς πόσο ζωντανές και δραστήριες ήταν πολλές από αυτές τις κοινότητες, ή δή­μοι, ιδιαίτερα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Είχαν τις δικές τους λαϊκές συνελεύσεις, λατρείες και γιορτές, και ορισμένες συμπεριφέρονταν σχεδόν σαν να ήταν αφ’ εαυτού τους αυτόνομες πόλεις-κράτη. Στον Θορικό, που φρουρούσε τις θαλάσσιες προσβάσεις στα μεταλλεία αργύρου του Σουνίου, υπάρχει μια διασωθείσα ακρόπολη, ένα θέατρο, σχεδιασμένο να ενσωματώνεται περιβαλλοντικά στη λοφοπλαγιά, ένας ναός, καθώς και επιγραφές που μαρτυρούν πληθώρα λατρευτικών δραστηριοτήτων.

Ήταν οι λατρευτικές γιορτές της Αθήνας που συνιστούσαν τον πυρήνα της ζωής της κοινότητας και είναι ευεξήγητο, επομένως, ότι ο αρχαίος ρόλος της Ακρόπολης ως στρατιωτικού φρουρίου μεταβλήθηκε στη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. και εδραιώθηκε ως το πνευματικό κέντρο της πόλης, καθώς ανοικοδομείται από τη δεκαετία του 440 π.Χ. και ύστερα. Η σημαντικότερη από τις προστάτιδες θεότητες της πόλης ήταν η Αθηνά, εξ ού και ο Παρθενώνας βρισκόταν επάνω στην ίδια την Ακρόπολη, αν και ο πατέρας της Αθηνάς, ο Δίας, ήταν επίσης σημαντικός για την πόλη και είχε τον δικό του τεράστιο ναό (που ξεκίνησε να οικο- δομείται από τους Πεισιστρατίδες, αλλά παρέμεινε ημιτελής μέχρι τους Ρωμαϊκούς Χρόνους) στα ανατολικά της Ακρόπολης. Οι τεχνίτες ζητούσαν την προστασία του Ήφαιστου, του χωλού θεού των μεταλλουργών, ο ναός του οποίου, ένας από τους καλύτερα διατηρούμενους σε όλη την Ελλάδα, εξακολουθεί να υπάρχει «βλέποντας» πάνω στην Αγορά και δη στην περιοχή που εργάζονταν αρχικά οι σιδεράδες. Ο μύθος περιγράφει πώς η Αθηνά εκτόπισε και αντικατέστησε τον Ποσειδώνα από προστάτη της Αθήνας5, αλλά ο Ποσειδώνας, ως θεός της θάλασσας, παρέμεινε εξίσου σημαντικός, όπως δείχνει ο ναός που κτίστηκε γι’ αυτόν επάνω στον απόκρημνο βράχο του Ακρωτηρίου Σούνιο, το 446 π.Χ.

Η σχέση ανάμεσα στην πόλη και σ’ αυτούς, καθώς και άλλους θεούς, διατηρήθηκε μέσω ενός ετήσιου κύκλου γιορτών και τελετουργιών που ήταν τόσο βαθιά ενσωματωμένες στη ζωή της πόλης, ώστε κανένας πολιτικός ηγέτης δεν τόλμησε ποτέ να αμφισβητήσει την αξία τους. Πολλές γιορτές ήταν πολύ αρχαίες, έχοντας τις ρίζες τους στο αγροτικό έτος ή σηματοδοτώντας τις αλλαγές των εποχών - από τις καταιγίδες του χειμώνα μέχρι την εμφάνιση των καρπών την άνοιξη και κατόπιν τη ζέστη του θέρους. Ενώ οι μαζικές τελετουργικές πομπές, η κοινοτική εορταστική ευωχία που ακολουθούσε τις θυσίες και τις διάφορες αναμετρήσεις, οι απαγγελίες ποιημάτων του Ομήρου, οι θεατρικές παραστάσεις, και οι αθλητικοί αγώνες, όλα, βοηθούσαν στην προσέγγιση των ανθρώπων μεταξύ τους, οι γιορτές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και υπό μια άλλη έννοια, να επιτρέψουν, δηλαδή, μια προσωρινή εκτόνωση ενέργειας ομάδων οι οποίες, άλλως, θα βίωναν εντονότερα την καταπίεσή τους. Στα Κρόνια, την καλοκαιρινή γιορτή προς τιμήν του Κρόνου, επιτρεπόταν στους δούλους μια ημέρα εορταστικής ευωχίας και ελεύθερης μετα­κίνησής τους σε όλη την πόλη, ενώ τα Θεσμοφόρια (μια γιορτή γνωστή σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και μία εορταστική εκδήλωση η οποία εξέλιξε τις δικές της τελετουργικές πρακτικές σε διαφορετικές αστικές τοποθεσίες) έδιναν στις γυναίκες την ευκαιρία να έχουν τρεις συνεχείς ημέρες διεκπεραίωσης των δικών τους υποθέσεων, μόνες και ελεύθερες από κάθε ανδρική παρέμβαση. Μόλις τελείωναν οι γιορτές, αποκαθίστατο και πάλι η κανονική τάξη πραγμάτων.

Η λατρευτική δραστηριότητα ήταν βαθιά συντηρητική, από την άποψη ότι μια γιορτή σπανίως καταργείτο από το εορταστικό ημερολόγιο και τα αρχαιότερα τελετουργικά (σε ένα εξ αυτών, άνδρες που επιλέγονταν για την ασχήμια τους στολίζονταν με αρμαθιές από ξερά σύκα, και οδηγούνταν έξω από την πόλη, και σ’ ένα άλλο, ένας ταύρος ανάμεσα σε μια ομάδα ομοίων του αυτοεπιλεγόταν για θυσία με το να είναι ο πρώτος που θα έτρωγε μιαν αναθηματική προσφορά λαχανικών) συνέχιζαν να επιβιώνουν, ακόμη κι αν οι ρίζες τους είχαν χαθεί βαθιά μέσα στο χρόνο. Καθένας από τους δώδεκα μήνες του ημερολογίου (με την έναρξη του έτους να σηματοδοτείται από την εμφάνιση της πρώτης πανσελήνου μετά τη θερινή ισημερία) έπαιρνε το όνομά του από την κυριότερη γιορτή η οποία τελούνταν στη διάρκειά του. (Το αθηναϊκό έτος είχε κανονικά μόνον 354 ημέρες με ένα δίσεκτο έτος των 384 ημερών να προστίθεται όποτε ήταν απαραίτητο.) Εντούτοις, πολιτικές και θρησκευτικές εξελίξεις επέτρεπαν τη μετατόπιση της σπουδαιότητας μεταξύ εορτών και την εμφάνιση καινούργιων. Οι δύο μεγαλύτερες εορταστικές εκδηλώσεις στη ζωή της πόλης, τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια, ξεκίνησαν, αντίστοιχα, στα μέσα και στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., και διαφήμιζαν αμφότερες το κλέος και την περηφάνια της πόλης όχι μόνο στους δικούς της πολίτες αλλά και σε επισκέπτες από όλο τον ελληνικό κόσμο. Η προσθήκη αθλητικών αναμετρήσεων και απαγγελιών στα Παναθήναια (οι νικητές κέρδιζαν αμφορείς γεμάτους ελαιόλαδο) δείχνει να υπήρξε μια σκόπιμη προσπάθεια να ανταγωνιστούν τις πανελλήνιες γιορτές. Η λατρεία του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα. των δυο τυραννοκτόνων, συνδέθηκε με την απελευθέρωση της πόλης από το καθεστώς της τυραννίας.

Οι Περσικοί Πόλεμοι παρείχαν ευκαιρίες για νέες λατρείες και τελετουργίες. Ο Θησέας είχε ήδη υιοθετηθεί από τους Αθηναίους ως ο δικός τους «δημοκρατικός» ήρωας, ύστερα την απέλαση του Ιππία και τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Ελέγετο ότι τον είχαν δει να εφορμά μπροστά από τους Αθηναίους οπλίτες στη Μάχη του Μαραθώνα: ως συνέπεια, το κύρος του είχε τώρα αυξηθεί κατά πολύ πιο εξεζητημένο τρόπο. Τιμάται πλέον ως ο βασιλιάς ο οποίος εδραίωσε την Αθήνα και την Αττική ως πόλη-κράτος, αλλά και ο οποίος παρέδωσε στη συνέχεια την ισχύ και την εξουσία του στα χέρια του λαού του. Η λατρεία του μέσα στην πόλη ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, από τότε που το μαντείο των Δελφών έδωσε εντολή στην πόλη να μεταφέρει τα οστά του για να ταφούν μέσα στην πόλη. Κατά το μύθο, είχε πεθάνει στο νησί της Σκύρου και, όντως, όταν το νησί καταλήφθηκε από τους Αθηναίους στη δεκαετία του 470 π.Χ., είχαν ανακαλυφθεί κάποια μεγάλα αρχαία οστά, τα οποία κοινοποιήθηκε ότι ανήκαν στον Θησέα, και μεταφέρθηκαν θριαμβευτικά πίσω στην Αθήνα. Ένα μεγαλειώδες κτίσμα στην Αγορά στέγασε τα οστά αυτά, και τα Θήσεια, η γιορτή προς τιμήν του Θησέα, καθιερώθηκαν ως μια από τις σημαντικότερες στο ετήσιο εορταστικό ημερολόγιο της πόλης.

 Ορισμένοι θεωρούν ότι οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη αποτέλεσαν καθοριστικό στάδιο στο δρόμο για τη δημοκρατία οι μεταρρυθμίσεις αυτές χρονολογούνται στο 507 π.Χ. Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, αναμφίβολα, έβαλαν τα θεμέλια ενός δημοκρατικού κράτους και στον Κλεισθένη, επίσης, οφείλεται πιθανόν η θεσμοθέτηση του οστρακισμού, η διαδικασία με την οποία το σώμα των πολιτών ως σύνολο μπορούσε να ψηφίσει την αποπομπή ενός αντιδημοφιλούς δημόσιου προσώπου από την πόλη. Η λαϊκή συνέλευση ερωτάτο κάθε χρόνο αν επιθυμούσε να πραγματοποιηθεί μια διαδικασία οστρακισμού και, αν ναι, κάθε άτομο με δικαίωμα ψήφου έγραφε (ή κάποιος τρίτος έγραφε για λογαριασμό του) επάνω σε όστρακα, σε θραύσματα πήλινων αγγείων, το όνομα του πολιτικού που επιθυμούσε να εξοστρακισθεί από την πόλη (για δεκαετή εκτόπιση)7. Ο κάτοχος του ονόματος που συγκέντρωνε το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων (με την προϋπόθεση ότι υπερέβαιναν τις 6.000) εξοριζόταν από την πόλη. Η πρώτη τεκμηριωμένη περίπτωση οστρακισμού μαρτυρείται το 487 π.Χ. και η διαδικασία χρησιμοποιήθηκε στη δεκαετία mu 480 π.Χ. νια να αποπεμφθούν πολιτικοί για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι είχαν φιλοπερσικές τάσεις ή συμπαθούσαν την τυραννία και επιθυμούσαν την αποκατάστασή της.

Εντούτοις, το συχνότερα καταγραφόμενο όνομα πάνω στα όστρακα που διασώθηκαν μέχρι σήμερα δεν είναι κανένα άλλο παρά αυτό του Θεμιστοκλή, αρχιτέκτονα της νίκης του 480 π.Χ. Ο Θεμιστοκλής υποστήριζε την ανάγκη για περισσότερη δημοκρατία στην πόλη κι αυτό υποδηλώνει ότι, στο διάστημα αμέσως μετά τη νίκη επί των Περσών, η συντηρητική επιρροή παρέμενε ισχυρή. Στην ουσία, ο Θεμιστοκλής δείχνει να υπήρξε στόχος κάποιας συνωμοσίας. Σε 190 όστρακα που βρέθηκαν συγκεντρωμένα όλα μαζί υπήρχε χαραγμένο το όνομά του, γραμμένο ωστόσο από μόνο δεκατέσσερα διαφορετικά χέρια. Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι οι ψήφοι μπορεί να είχαν προκατασκευαστεί σε μεγάλες ποσότητες από τους αντιπάλους του και να διανεμήθηκαν έτοιμες στη συνέχεια. Όποια κι αν ήταν η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε, η εκστρατεία εναντίον του Θεμιστοκλή αποδείχτηκε εντέλει επιτυχής. Εξοστρακίστηκε το 471 π.Χ. και εγκατέλειψε την πόλη πηγαίνοντας στο Άργος.

Οι μαρτυρίες υποδηλώνουν ότι η νίκη, ουσιαστικά, αντί να ενθαρρύνει μια αλλαγή προς περισσότερη δημοκρατία, είχε προσδώσει ακόμη μεγαλύτερο κύρος σε ήδη υφιστάμενους θεσμούς, όπως ο Άρειος Πάγος8, το συμβούλιο δηλαδή των πρώην αρχόντων (δικαστικών αξιωματούχων/ειρηνοδικών), ο οποίος απολάμβανε ένα ρόλο «φύλακα του κράτους». Οι ακριβείς εξουσιαστικές αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου δεν είναι γνωστές, αλλά Φαίνεται ότι περιλάμβαναν την αποφασιστική αρμοδιότητα να ακυρώνει αποφάσεις της λαϊκής συνέλευσης, να ελέγχει τη συμπεριφορά των αρχόντων και άλλων αξιωματούχων, και να ενεργεί ως δικαστήριο για την εκδίκαση εγκλημάτων κατά του κράτους. Καθώς άρχοντες μπορούσαν να εκλεγούν μόνον από τις δύο ανώτερες περιουσιακά τάξεις, ο Άρειος Πάγος ήταν ένα συντηρητικό, ακόμη και αριστοκρατικό σώμα, κι αυτό μοιάζει να αντανακλά τη γενική τάση και κατεύθυνση συνολικά της αθηναϊκής πολιτικής κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η ηγετική πολιτική φυσιογνωμία της πόλης, τόσο εντός όσο και εκτός χώρας, ήταν ο αριστοκρατικών φρονημάτων Κίμωνας. Η υπεροχή του στη διαχείριση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, η οποία βασιζόταν στην επί συνεχή σειρά ετών εκλογή του ως ενός εκ των στρατηγών της πόλης, συμβάδιζε χέρι χέρι με την εξουσιαστική επιβολή του εντός πόλης, όπου η σχέση του με τον Άρειο Πάγο μοιάζει να υπήρξε πολύ στενή.

Στη δεκαετία του 460 π.Χ., ωστόσο, δημοκρατικά στοιχεία αρχίζουν να επανακτούν τις επιρροές τους στην πόλη. Οι άρχοντες, αρχικά τα πλέον ισχυρά πρόσωπα στην πόλη, είχαν αρχίσει να χάνουν τη σπουδαιότητά τους - από το 487 π.Χ. κληρώνονταν από έναν τελικό κατάλογο επιλογής εκλεγμένων υποψηφίων και η θητεία τους διαρκούσε μόνον ένα έτος. Οι στρατιωτικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Αθήνα είχαν καταστήσει τους στρατηγούς ως τα πολιτικά πρόσωπα με το μεγαλύτερο κύρος και ιδιαίτερη ισχύ. Οι στρατηγοί όχι μόνον εκλέγονταν από τη λαϊκή συνέλευση, την Εκκλησία του Δήμου, αλλά μπορούσαν και να παραμείνουν στη θέση αυτή με ετήσια ανανεούμενη θητεία. Του λοιπού, κάθε φιλόδοξος πολιτικός έπρεπε να μάθει να καλλιεργεί σχέσεις με την Εκκλησία του Δήμου (αντί με τον Άρειο Πάγο, για παράδειγμα) για να μπορέσει να διασφαλίσει διαρκώς πολιτική δύναμη. Καθώς το ναυτικό έγινε πολύ πιο σημαντικό, οι θήτες, η φτωχότερη τάξη του σώματος των πολιτών, απέκτησαν όχι μόνο εντονότερη αντίληψη της δικής τους σημασίας για την πόλη τους, αλλά επίσης και την εμπειρία, κάτω από τα καταστρώματα των τριήρεων, να δουλεύουν ομαδικά και με συντονισμένο τρόπο. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να μαρτυρούν ότι οι θήτες ήταν επαρκώς ισχυροί ή πολιτικά συνειδητοποιημένοι, ώστε να ξεκινήσουν οι ίδιοι μια επανάσταση, αλλά δεν φαίνεται πιθανόν ότι επρόκειτο να εμποδίσουν κανένα κίνημα το οποίο θα αποσκοπούσε να προσδώσει αυξημένη ισχύ ή επιρροή στην Εκκλησία του Δήμου της οποίας ήταν όλοι μέλη, χάρη στην ιθαγένειά τους.

Η άποψη πως η Εκκλησία του Δήμου θα μπορούσε να έχει τον κεντρικό ρόλο στη διακυβέρνηση της πόλης κέρδιζε έδαφος στη δεκαετία του 460 π.Χ. και υποστηρίζεται από το έργο του Αισχύλου Ικέτιδες, το οποίο παρουσιάστηκε στην Αθήνα περίπου το 463 π.Χ. Οι ικέτιδες (πενήντα αδελφές που απέδρασαν από την Αίγυπτο για να γλιτώσουν το γάμο με εξαδέλφους τους) φτάνουν στο Άργος ζητώντας άσυλο. Ο βασιλιάς του Άργους, ο Πελασγός, φοβούμενος πως αν τους παράσχει καταφύγιο, η ενέργειά του θα οδηγήσει σε πόλεμο με την Αίγυπτο, θέτει το θέμα στην κρίση της Εκκλησίας του Δήμου, η οποία αποφασίζει να τις δεχτεί ευχαρίστως, με το αιτιολογικό ότι είναι δίκαιο να προσφέρεις άσυλο και ότι ο Δίας θα προσβληθεί, αν οι Αργίτες δεν έπρατταν κάτι τέτοιο. Ο κίνδυνος του πολέμου είναι λιγότερο σοβαρός από τον κίνδυνο να χάσει κανείς την προστασία των θεών. Το κρίσιμο σημείο είναι πως, εδώ, η Εκκλησία του Δήμου είναι αυτή που αμφισβητεί την παραδοσιακή εξουσία του βασιλιά και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να είχε τον αντίκτυπο του στο αθηναϊκό ακροατήριο το οποίο παρακολουθούσε το έργο.

Μια ευκαιρία να μετατοπιστεί μεγάλο μέρος της ισχύος ως προς τη λήψη αποφάσεων από τον Άρειο Πάγο στην Εκκλησία του Δήμου παρουσιάζεται το 461 π.Χ. Λίγα είναι γνωστά για το «δημοκρατικό» πραξικόπημα αυτού του έτους. Δείχνει να συνδέεται με την απουσία του πανίσχυρου Κίμωνα στη Σπάρτη, μια απουσία την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι ηγέτες της, ο Εφιάλτης, ο οποίος πέθανε στη διάρκεια της αναταραχής που επακολούθησε, και ένας τριαντάχρονος, ανερχόμενος και με μεγάλο μέλλον πολιτικός, ο Περικλής, αριστοκράτης ο ίδιος. Είναι ίσως αφελές να αντιμετωπίσει κανείς το πραξικόπημα του 461 π.Χ. ως μια άμεση και ευθεία σύγκρουση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών δυνάμεων στην οποία νικούν οι δυνάμεις της προόδου. Οι πολιτικές έριδες έπαιζαν οπωσδήποτε το ρόλο τους στις εξελίξεις. Η οικογένεια του Περικλή ήταν από μακρού εμπλεγμένη σε μια βεντέτα με τον Κίμωνα (βλέπε: πιο κάτω) και θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Περικλής, ένας ιδιαίτερα οξυδερκής πολιτικός ο οποίος αποδείχτηκε ικανός να χειραγωγήσει τη δημοκρατία προς το δικό του συμφέρον στις δεκαετίες που επακολούθησαν, χρησιμοποίησε το δήμο για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του πολιτικές φιλοδοξίες.

Η πολιτική αλλαγή την οποία πέτυχε το πραξικόπημα ήταν άμεση και σαφής. Η λαϊκή συνέλευση χρησιμοποιήθηκε για να απογυμνώσει τον Άρειο Πάγο από τις περισσότερες εξουσίες του (με την αιτιολογία ότι αυτές είχαν αφαιρεθεί παράνομα από το λαό) και κατανεμήθηκαν ανάμεσα στη Βουλή των Πεντακοσίων, την Εκκλησία του Δήμου, και τα λαϊκά δικαστήρια9. Ο Άρειος Πάγος απέμεινε με ένα, κατά κύριο λό­γο, διακοσμητικό τελετουργικό ρόλο.

Οι δημοκράτες παγίωσαν τη θέση τους με μεγάλη επιτυχία. Η αθηναϊκή Ιστορία ξαναγράφτηκε για να φανεί ότι η Αθήνα ήταν μια δημοκρατία από τους πολύ παλιούς χρόνους (εξ ού και η πίστη ότι η απογύμνωση του Αρείου Πάγου από τις εξουσίες του σηματοδοτούσε απλώς μια επάνοδος σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε). Η θεμελιώδης ιδεολογική βάση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, το δικαίωμα κάθε πολίτη να συμμετέχει στη διακυβέρνησή του και να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του, τόσο στις δημόσιες συζητήσεις της Εκκλησίας του Δήμου όσο και κατ’ ιδίαν, έγινε ένα εύκολα κατανοητό και ζηλότυπα φρουρούμενο ιδεώδες. Η δημοκρατία κατάφερε να εμπεδωθεί τόσο επιτυχώς στην αθηναϊκή συνείδηση, όπως το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών στην αμερικανική συνείδηση.

Η νίκη των Σπαρτιατών, ωστόσο, δεν ήταν ποτέ πλήρης. Ένας σημαντικός αριθμός αριστοκρατών Αθηναίων συνέχισαν να πιστεύουν σε μια ολιγαρχία βασισμένη σε περιουσιακά κριτήρια και θα χρησιμοποιούσαν τη λέξη δήμος ως .προσβλητικό και υποτιμητικό όρο. («0 άφρων και αδαής όχλος», θα μπορούσε να είναι μία φράση που οι ολιγαρχικοί θα υιοθετούσαν.) Όπως θέτει το θέμα ο αριστοκρατικός Αλκιβιάδης, ο οποίος επρόκειτο να χειραγωγήσει ο ίδιος την Εκκλησία του Δήμου για τις προσωπικές του επιδιώξεις: «Όσο για τη δημοκρατία, εμείς οι σώφρονες άνθρωποι γνωρίζουμε τι είναι [...], όμως δεν υπάρχει τίποτε το νέο να ειπωθεί γύρω από αυτό που συμφωνείται ότι είναι η απόλυτη παραφροσύνη». Θα προτιμούσαν, έλεγαν, μια αριστοκρατία, μια κυβέρνηση των αρίστων. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, όταν η Αθήνα βρισκόταν σε πόλεμο, πολλοί ένιωσαν να ενοχλούνται από τη δημοκρατική εμπειρία και μεγάλης επιρροής φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτωνας, προέβαλλαν μια αρκούντως εξεζητημένη πρόκληση αμφισβητώντας την όλη ιδέα της δημοκρατίας10. Παρ’ όλα αυτά, η δημοκρατία επρόκειτο να επιβιώσει στην Αθήνα μέχρι το 322 π.Χ.

Τι σήμαινε επομένως στην πράξη δημοκρατικό πολίτευμα; Όλοι οι άρρενες πολίτες άνω των δεκαοκτώ ετών (αφ’ ης στιγμής είχαν ολοκληρώσει δύο χρόνια στρατιωτικής θητείας) μπορούσαν να συμμετέχουν πλήρως και ισότιμα με τους άλλους πολίτες στις υποθέσεις της λαϊκής συνέλευσης, άσχετα από την περιουσία ή τον πλούτο που διέθεταν. Αυτό είναι ένα πολύ σπάνιο προνόμιο στον ελληνικό κόσμο. Το δικαίωμα οποιουδήποτε να μιλήσει εξασφαλιζόταν και από τις δυο πρώτες λέξεις του προέδρου της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχή κάθε κοινοβουλευτικής συνόδου της: «Ποιος επιθυμεί να απευθυνθεί στη συνέλευση;» Η ίδια η συνέλευση ήταν ελεύθερη να νομοθετεί επί παντός θέματος, να αυξάνει τη φορολογία, να διαχειρίζεται και να διεκπεραιώνει τις εσωτερικές υποθέσεις της πόλης, όπως επίσης και εξωτερικές υποθέσεις ή θρησκευτικά ζητήματα. Καθώς ο πλούτος της πόλης και η πολυπλοκότητα των ψιο- θέσεών της, τόσο εντός όσο και εκτός αυτής, αυξήθηκαν, η Εκκλησία του Δήμου απέκτησε τεράστια ισχύ και ο ρόλος της διευρύνθηκε. Ήδη από το τέλος του 5ου π.Χ., αιώνα γίνονταν περίπου σαράντα συνεδρίες της συνέλευσης ετησίως, τέσσερις σε καθεμία από τις πρυτανείες, οι δέκα περίοδοι στις οποίες διαιρούνταν το έτος για διοικητικούς σκοπούς. (Συγκροτήθηκε έτσι ένα ξεχωριστό ημερολόγιο από το θρησκευτικό στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα.) Η ψηφοφορία γινόταν διά ανατάσεως της χειρός, αντίθετα με τη Σπάρτη, όπου οι συμμετέχοντες εξέφραζαν την άποψή τους διά βοής.

Συνολικά, περί τους 30.000 πολίτες είχαν πιθανόν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου, αν και πολλοί θα πρέπει να αδυνατούσαν να παρευρίσκονται λόγω των απαιτήσεων της εργασίας τους (έστω και με δούλους-εργάτες να απασχολούνται για τις ανάγκες των αγροκτημάτων τους), ή εξαιτίας της απόστασης του τόπου διαμονής τους από την πόλη11. Εν πάση περιπτώσει, μόνον περίπου 6.000 άτομα μπορούσαν να χωρέσουν στην Πνύκα, ένα λόφο στα δυτικά της πόλης, όπου συνερχόταν η Εκκλησία του Δήμου. (Το 400 π.Χ. περίπου ο χώρος διευρύνθηκε για να μπορεί να χωρέσει 8.000 ανθρώπους.) Με τόσα πολλά άτομα στριμωγμένα σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο και μεγάλο όγκο αποφάσεων να πρέπει να ληφθούν, θα έπρεπε να υπάρχει μια αποτελεσματική οργάνωση των δημόσιων συζητήσεων και ήταν εδώ ακριβώς που η Βουλή των Πεντακοσίων12 έπαιξε σημαντικό ρόλο.

Η Βουλή των Πεντακοσίων δεν αποτελούσε αιρετό σώμα. Καθεμιά από τις δέκα φυλές προσέφερε εθελοντές, και πενήντα άτομα από κάθε φυλή εκλέγονταν με κλήρο για να υπηρετήσουν επί ένα έτος. Έχει υπο- στηριχθεί η άποψη ότι ο κλήρος χρησίμευε ώστε να μην απειλείται το κύρος κανενός υποψήφιου «βουλευτή» από τη δημόσια ταπείνωση να χάσει σε μια εκλογή (αν και εκλογές χρησιμοποιούνταν πάντα για την ανάδειξη κάποιου στο αξίωμα του στρατηγού, για το οποίο εμπειρία και επάρκεια ικανοτήτων είχαν ζωτική σημασία). Η σύντομη και μη επαναλαμβανόμενη θητεία σήμαινε ότι το συμβούλιο-βουλή δεν ήταν ποτέ ικανό να ασκήσει συνεχή ή ισχυρή επιρροή. Η Βουλή των Πεντακοσίων συνερχόταν σχεδόν καθημερινά και είχε διευρυμένες ευθύνες, συμπεριλαμβανομένων της ναυπήγησης και συντήρησης του στόλου των τριήρεων και της εποπτείας των αξιωματούχων της πόλης. Παραλάμβανε τους καταβαλλόμενους φόρους από τα υποτελή κράτη όταν έφταναν στην πόλη και επιτηρούσε τα κρατικά θησαυροφυλάκια-ταμεία. Η Βουλή, συνεπώς, ήταν εξαρτημένη από αυτό για την καθημερινή ενημέρωσή της, ιδιαίτερα γύρω από την οικονομική κατάσταση της πόλης, και προετοίμαζε την ημερήσια διάταξη με τα προς συζήτηση θέματα για κάθε συνεδρία. (Κανένα θέμα δεν μπορούσε να τεθεί προς συζήτηση στην Εκκλησία αν δεν είχε περιληφθεί εκ των προτέρων στην ημερήσια διάταξη από τη Βουλή, αν κι αυτό φαίνεται ότι ήταν μια πολύ απλή και εύκολη διαδικασία.) Κάθε πενηνταμελής ομάδα αναλάμβανε επίσης με τη σειρά της να είναι σε συνεχή διαθεσιμότητα για την περίοδο μιας πρυτανείας, δεχόμενη απεσταλμένους από άλλα κράτη και διεκπεραιώνοντας καθημερινές υποθέσεις. (Πριν το 461 π.Χ., φαίνεται ότι το ρόλο αυτό τον είχαν οι άρχοντες.) Η ομάδα των βουλευτών στεγαζόταν και είχε τη βάση της στην Θόλο, ένα κυκλικό κτίσμα στην Αγορά δίπλα στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η Βουλή, και τα μέλη της έμεναν και σιτίζονταν εκεί με δημόσια δαπάνη13 .

Η επιλογή διά κλήρου ήταν ο συνήθης τρόπος διορισμού όχι μόνο μελών της Βουλής αλλά και άλλων κρατικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένων των αρχόντων (οι οποίοι από το 457-456 π.Χ. μπορούσαν να επιλέγονται από τις τρεις περιουσιακά ανώτερες τάξεις). Η μόνη προϋπόθεση για την επιλογή (εκτός από το συνεχιζόμενο αποκλεισμό των θητών από το αξίωμα του άρχοντα) ήταν ο υποψήφιος να είναι άνω των τριάντα ετών, ένας περιορισμός χάρη στον οποίο από περίπου 20.000 πολίτες θα έπρεπε να προέλθουν περίπου 700 αξιωματούχοι κάθε χρόνο. Οι προς κάλυψη θέσεις περιλάμβαναν τη διοίκηση και διαχείριση των θρησκευτικών υποθέσεων και των εορταστικών εκδηλώσεων της πόλης, την προεδρία των δικαστηρίων, τη διαχείριση ταμείων και αρχείων, και, σε περισσότερο πεζό επίπεδο, την ευθύνη για την οδική καθαριότητα, τον έλεγχο των καταστημάτων της Αγοράς για τυχόν ακατάλληλα τρόφιμα, και τη λειτουργία των αστικών φυλακών. Οι εργασίες αυτές ήταν απαιτητικές και θεωρούνταν αναμενόμενη η σωστή διεκπε­ραίωσή τους. Οι αξιωματούχοι ορκίζονταν κατά την έναρξη της θητείας τους (ο λίθος πάνω στον οποίο στέκονταν στη διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας βρέθηκε στην Αγορά), μπορούσαν να αμφισβητηθούν από οποιονδήποτε πολίτη κατά τη διάρκειά της, και όφειλαν να παρουσιάζουν κάθε οικονομικό στοιχείο και να αποδίδουν λογαριασμό σε μια ειδική επιτροπή της Βουλής στο τέλος της θητείας τους. Ιδού ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους η διακυβέρνηση της πόλης ασκούνταν από τους πολίτες της για τους πολίτες της.

Από την ίδια «δεξαμενή» των 20.000 πολιτών άνω των τριάντα ετών επιλέγονταν τα εξουσιοδοτημένα μέλη για τη διεξαγωγή δικών στα δικαστήρια. Ένα σύγχρονο νομικό σύστημα λειτουργεί με βάση το αξίωμα ότι υπάρχει ένα σύνολο γραπτών νόμων σύμφωνα με τους οποίους κρίνεται η ενοχή του κατηγορουμένου. Η αστυνομία ή ένας εισαγγελέας αποφαίνεται αν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο δικαστήριο, συλλαμβάνει έναν κατηγορούμενο, και τον οδηγεί για κρίση ενώπιον του δικαστηρίου. Ένας δικαστής, βοηθούμενος ενδεχομένως από ένα σώμα ενόρκων, κρίνει και αποφασίζει περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου. Τα αθηναϊκά δικαστήρια δεν λειτουργούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι άνθρωποι όχι μόνο έφτιαχναν τους νόμους, έκριναν επίσης και την παράβασή τους. Κάθε πολίτης μπορούσε να απαγγείλει κατηγορία ενάγοντας οποιονδήποτε άλλον πολίτη για μια παράβαση και να τον σύρει στα δικαστήρια. Εδώ, δεν υπήρχαν ανεξάρτητοι δικαστές να εκδικάσουν την υπόθεση, αλλά ένας μεγάλος αριθμός πολιτών που ενεργούσαν ως συνδυασμός δικαστή και σώματος ενόρκων. Επιλέγονταν από μια κατάσταση 6.000 πολιτών οι οποίοι κληρώνονταν σε ένα προσυμφωνημένο αριθμό ετησίως, μέχρι τον αριθμό των 2.501 πολιτών, και ασχολούνται για την εκδίκαση κάθε είδους υπόθεσης. (Επρόκειτο για μια μείζονα δέσμευση" ένας ένορκος μπορούσε κάλλιστα να βρεθεί απασχολημένος με εκδίκαση υποθέσεων 200 ημέρες το χρόνο, και η αμοιβή γι’ αυτή την υπηρεσία θεσπίστηκε τη δεκαετία του 450 π.Χ. από τον Περικλή, έτσι ώστε ακόμη και οι φτωχότεροι πολίτες να έχουν την ευκαιρία να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.) Η επιλογή γινόταν με μυστική ψηφοφορία, τοποθετώντας ένα χάλκινο «ψηφοδέλτιο» σε μια ψηφοδόχο14.

Μια εκδίκαση υπόθεσης ήταν, ουσιαστικά, μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον κατήγορο και στον κατηγορούμενο ενώπιον του ορκωτού δικαστηρίου και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις πολιτικές και τις προσωπικές διαφορές. Η αθηναϊκή κοινωνία και, όπως φαίνεται, εκείνες άλλων ελληνικών πόλεων, ήταν έντονα εριστικές. Η διαφύλαξη της τιμής ήταν ζωτικής σημασίας. Κάθε προσβολή, ιδιαίτερα μια πράξη ύβρεως, μια πράξη σχεδιασμένη επίτηδες για να ταπεινώσει δημοσία έναν πολίτη προσβάλλοντάς τον ή κτυπώντας τον κατά τρόπο που προκαλούσε ευχαρίστηση στον προσβάλλοντα, έπρεπε να τύχει εκδίκησης, είτε από τον άμεσο αποδέκτη της είτε, στην Αθήνα, από κάποιον άλλον πολίτη. (Μια πράξη ύβρεως θεωρούνταν τόσο εν δυνάμει διαλυτική για την κοινωνική συνοχή, που ο Σόλωνας τη θεώρησε εγκληματική και την κατέστησε ποινικά κολάσιμο αδίκημα.) Στην πράξη, ήταν δύσκολο να διακρίσεις μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων αδικοπραξιών και, από νομική άποψη, η διάκριση αυτή κατέληξε να είναι συγκεχυμένη, όπως δείχνει πολύ καθαρά ένα απόσπασμα από μια ομιλία του Δημοσθένη, ρήτορα του 4ου αιώνα π.Χ. «Θεωρούσα τον άνθρωπο που με οδήγησε σ’ αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση», είπε ο Δημοσθένης, «ως εχθρό με τον οποίο καμία προσωπική συμφιλίωση δεν ήταν δυνατή. Όμως όταν ανακάλυψα ότι είχε εξαπατήσει την πόλη εν συνόλω, κινήθηκα δικαστικά εναντίον του [... ] θεωρώντας το μια κατάλληλη ευκαιρία να προσφέρω υπηρεσία στην ίδια την πόλη και να πάρω εκδίκηση για το κακό που μου έκανε».

Στις βίαιες αντιπαραθέσεις που παρέπονται παρόμοιων κατηγοριών (πολλές σχετικές μαρτυρίες διασώζονται από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.) καταβάλλεται συνήθως ελάχιστη προσπάθεια να αποδειχτεί η καταστρατήγηση ενός κάποιου συγκεκριμένου νόμου. Οι ισχυρισμοί που παρέθετε ο εγκαλών ήταν μάλλον αόριστοι και συχνά υποδήλωναν «ασέβεια». Οι Αθηναίοι απολάμβαναν το γεγονός ότι είχαν την ευκαιρία να επιδοθούν σε ακραία χυδαιότητα. «Μόνο πρόσφατα αυτός [κάποιος ονόματι Τίμαρχος] έβγαλε και πέταξε το ρούχο τον στην Εκκλησία και το κορμί του ήταν σε τέτοια αηδιαστική και επονείδιστη κατάσταση από τα μεθύσια και τις διαστροφές του, που αξιοπρεπείς άνθρωποι έπρεπε να αποστρέφουν το βλέμμα τους από αυτό»: κάπως έτσι λοιδορούντο οι κατηγορούμενοι. Σε μια περίφημη υπόθεση μεταξύ Δημοσθένη και ενός μακροχρόνιου αντιπάλου του, του Αισχίνη (ο οποίος προσπαθούσε να αποστερήσει τον Δημοσθένη από ένα χρυσό διάδημα με το οποίο τον εί­χε βραβεύσει η Βουλή για υπηρεσίες του προς την πόλη), ο Δημοσθένης κατηγορείται, μεταξύ άλλων κατηγοριών, ως προδίδων τους φίλους του, ως παθητικός συμμέτοχος σε μια ομοφυλοφιλική συνεύρεση, ως συμπεριφερόμενος με δειλία στη μάχη, και ως μη σεβόμενος τους θεούς. Ο Δημοσθένης πήρε την εκδίκησή του ισχυριζόμενος ότι ο Αισχίνης ήταν απλώς ένας τυχάρπαστος, γιος, όντως, μιας πόρνης, ο οποίος ενεργεί απλώς από καθαρή προσωπική εχθρότητα. Εκείνος (ο Δημοσθένης), αντίθετα, ήταν ένας άνδρας ύψιστου κοινωνικού κύρους, εξαίρετης μόρφωσης, καταγόμενος από πλούσιο πατέρα, ο οποίος είχε προσφέρει τα πάντα στην υπηρεσία του κράτους. Παραθέτει τις πάμπολλες φορές που η συμβουλή του έχει γίνει αποδεκτή από την Εκκλησία. (Μια κοινή τακτική άμυνας ήταν η αναφορά δημόσιων δραστηριοτήτων, η χορηγία του χορού δραματικών αγώνων, η τριηραρχία, για παράδειγμα.) Ο λόγος του Δημοσθένη15 ήταν συγκλονιστικός και κέρδισε την υπόθεση. Ο Αισχίνης τιμωρήθηκε με επιβολή προστίμου, επειδή έφερε στο ακροατήριο μια υπόθεση για την οποία απέτυχε να πείσει το δικαστήριο, και επέλεξε να εγκαταλείψει την Αθήνα πηγαίνοντας στη Ρόδο.

Ουσιαστικά, κάθε σημαίνων πολιτικός στην Αθήνα του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Περικλή, βρέθηκε κάποτε, αντιμέτωπο; με το δικαστήριο, πράγμα αναπόφευκτο στο πλαίσιο των συχνά έντονων αγώνων και πολιτικών αντιδικιών, χαρακτηριστικά τη; δημοκρατίας. Η επιβαλλόμενη τιμωρία για κάποιον καταδικαζόμενο ήταν συνήθως μόνον η απώλεια αξιώματος ή η εξορία, όπως συνέβαινε με τον οστρακισμό, αλλά ήταν επίσης δυνατή και η επιβολή της θανατικής ποινής. Τα γνωστότερα σχετικά παραδείγματα είναι η περίπτωση του Σωκράτη, αν και ο ίδιος έφερε εξίσου την ευθύνη για την επιβληθείσα σ’ αυτόν θανατική ποινή όσο και οι κατήγοροί του. Έχοντας κατηγορηθεί, το 399 π.Χ., για ασέβεια και διαφθορά της νεολαίας, οι αγορεύσεις του προς υπεράσπισή του εξόργισαν τόσο πολύ το δικαστήριο, που η θανατική ποινή ήταν η μόνη επιλογή.

Αριστοκράτες, όπως οι ομηρικοί ήρωες, μπορούσαν να θεωρούν ότι, ως απόρροια της ανατροφής τους, ήταν αναμενόμενο να μιλούν με ευφράδεια και με λόγο συγκροτημένο, ωστόσο η εμπειρία να αγορεύεις ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου ή του δικαστηρίου θα πρέπει να ήταν φοβερά επίπονη. Ακόμη και ο Δημοσθένης, ίσως ο πλέον χαρισματικός ρήτορας στην αθηναϊκή Ιστορία, ξεκίνησε τη ζωή του εξευτελιζόμενος από εγκάθετους ταραξίες και πέρασαν αρκετά χρόνια πριν αποκτήσει την απαραίτητη εμπειρία, ώστε οι αγορεύσεις του να έχουν πραγματική απήχηση. Ενδεχομένως, να υπήρχε κάποιος εσαεί διατηρούμενος σεβασμός προς τα υψηλής κοινωνικής καταγωγής άτομα (τον οποίο ο Περικλής φαίνεται να εκμεταλλεύθηκε δεόντως και ο Δημοσθένης να τον χρησιμοποίησε στις αγορεύσεις κατά του Αισχίνη), αλλά ο σεβασμός αυτός μπορούσε να αξιοποιηθεί μέχρις ενός ορίου σε μια πόλη της οποίας η ιδεολογική συνοχή στηριζόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην ισότητα όλων των πολιτών. Ο λόγιος Τζοζάια Όμπερ (Josiah Ober) έχει δείξει πώς οι πεπειραμένοι και ανώτερης τάξης ρήτορες διαπραγματεύονταν το κοινωνικό κύρος τους με τους πολίτες προς τους οποίους απευθύνονταν, διακηρύσσοντας συχνά - χωρίς ωστόσο να πείθουν - ότι ήταν απλώς κοινοί, συνηθισμένοι πολίτες σαν εκείνους στους οποίους μιλούσαν και ότι τα πλούτη τα οποία ενδεχομένως διέθεταν τα χρησιμοποιούσαν, έτσι κι αλλιώς, προς όφελος του δήμου και της πόλης. Εναλλακτικά, κάποιος θα μπορούσε να εξυψώνει το κύρος του ακροατηρίου διακηρύσσοντας ότι εκείνοι διαθέτουν τις αρετές της αριστοκρατίας.

Ήδη στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., η ρητορική είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται ως αυτόνομη τέχνη, που μπορούσε να αποκτηθεί με εξάσκηση και εμπειρία. Η επίσκεψη ενός Σικελού ρήτορα, σοφιστή που ανέπτυξε το είδος του εγκωμίου, του Γοργία16, στην Αθήνα το 427 π.Χ., υπήρξε μια σημαντική στιγμή. Ο Γοργίας, ο οποίος είχε αποκτήσει τη ρητορική του δεινότητα αγορεύοντας σε υποθέσεις περιουσιακών διαφορών στη γενέτειρα πόλη του, τους Λεοντίνους, ήρθε στην Αθήνα για να υποστηρίξει αρκετά επιτυχώς το αίτημα της πόλης του για εξασφάλιση υποστήριξης εναντίον των γειτονικών Συρακουσών. Ήταν κυρίως η εξεζητημένη ποιητική και εντυπωσιακή έκφραση το στοιχείο που αποδείχτηκε ιδιαίτερα ελκυστικό και, σύντομα, οι Αθηναίοι ρήτορες είχαν αρχίσει να το αντιγράφουν. Ορισμένοι άρχισαν ακόμη και να συγγράφουν αγορεύσεις για τρίτους επ’ αμοιβή, αν κι αυτό ουδέποτε αποτέλεσε έναν πολύ αξιοσέβαστο τρόπο για να κερδίζει κανείς τα προς το ζην.

Ένας τέτοιος συγγραφέας ομιλιών ήταν ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.)17. Ο Ισοκράτης προερχόταν από πλούσια οικογένεια, αλλά δεν διέθετε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση και τη δυνατή φωνή, ώστε να είναι καλός ρήτορας ο ίδιος. Καθώς κατάφερε να κάνει κτήμα του τις τεχνικές της αποτελεσματικής ρητορείας, στράφηκε από τη συγγραφή λόγων στη διδασκαλία της ρητορικής. Προετοίμαζε τους μαθητές του ώστε να είναι πρώτα απ’ όλα ικανοί να κατανοούν πλήρως τις καθημερινές υποθέσεις και, κατόπιν, να μάθουν πώς να παρουσιάζουν τις ιδέες τους σε μια αντιπαράθεση μεταξύ αγορευτών. Είχε βαθύτατη επίδραση στην παιδεία και, ήδη τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Αριστοτέλης ήταν σε θέση να παρουσιάσει τη διδασκαλία της ρητορικής απολύτως ενσωματωμένη σε κάθε τύπο εκπαίδευσης18. Οι σπουδαστές, κατά τον Αριστοτέλη, θα έπρεπε να είναι ικανοί να διακρίνουν ένα ρητορικό σοφιστικό από ένα φιλοσοφικό επιχείρημα, να κατανοούν τη νοοτροπία ενός ακροατηρίου και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να μεταστραφούν οι απόψεις του, και να μπορούν να «δομούν» ένα επιχείρημα κατά τρόπον που να έχει τη μέγιστη δυνατή απήχηση. Δεν έμειναν όλοι εντυπωσιασμένοι. Αν, όπως θα αντιπαρέθετε ο Πλάτωνας, είναι θεμιτό να «κατασκευάζεις» επιχειρήματα και να χειραγωγείς τα συναισθήματα μόνο και μόνο για να κερδίσεις ένα ακροατήριο, πώς μπορεί να διατυπωθεί η αλήθεια; Υποστηρικτές της ολιγαρχίας ενίσχυσαν το επιχείρημα αυτό τονίζοντας την άγνοια και την αστάθεια της μάζας των πολιτών οι οποίοι ήταν ευάλωτοι στις λογοπλόκες σοφιστείες ανενδοίαστων ρητόρων.

       Εκ πρώτης όψεως, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε σταθερότητα στο αθηναϊκό πολιτικό σύστημα. Η Εκκλησία του Δήμου ήταν υπερβολικά πολυάριθμη και συνερχόταν σε μη τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να μπορεί να υλοποιείται οποιαδήποτε πολιτική με συνέπεια. Όπως τα σώματα των ενόρκων στα δικαστήρια, μπορούσε κι αυτή επίσης να μεταστραφεί συνεπεία συναισθηματικών πιέσεων. Τα μέλη της Βουλής που συνέρχονταν τακτικά, όπως και άλλοι αξιωματούχοι, υπηρετούσαν μόνο για έναν χρόνο (και, κατόπιν, δεν μπορούσαν να επανεκλεγούν για δύο συνεχόμενες πρυτανείες).

Τα μόνα αξιώματα στα οποία μπορούσε κάποιος να επανεκλέγεται συνεχώς από χρόνο σε χρόνο ήταν αυτά των στρατηγών. Επρόκειτο για σημαντικό αξίωμα με καίρια πολιτική σημασία. Σε όλο τον 5ο (και όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα) και τον 4ο αιώνα π.Χ., η πολεμική δραστηριότητα ήταν συνεχής και η αποτελεσματική οργάνωση της άμυνας της πόλης και των υπερπόντιων εκστρατειών της απαραίτητη.

Οι στρατηγοί ήταν αναγκαίο να διαθέτουν επαρκή αξιοπιστία και την υποστήριξη στην Εκκλησία του Δήμου για να διατηρούν τη θέση τους (η συμπεριφορά τους διερευνάτο εξονυχιστικά από τη λαϊκή συνέλευση, σε τακτά χρονικά διαστήματα), και, έτσι, η ικανότητά τους να κάνουν μια αποτελεσματική παρουσίαση του εαυτού τους ενώπιον της ήταν σημαντική. Ήταν σύνηθες, κατά συνέπεια, ένας στρατηγός να συνδυάζει την υπερπόντια στρατιωτική επιβολή του με μια προεξάρχουσα θέση στην εσωτερική πολιτική. Ο Κίμωνας αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα. Μολονότι η «αρχή» του προηγήθηκε της δημοκρατικής επανάστασης έπρεπε, συνεχώς, να εκλέγεται από την Εκκλησία του Δήμου. Ήταν, επίσης, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ανθρώπου που προερχόταν από την αριστοκρατία, μια τάξη η ικανότητα της οποίας να ηγείται ανθρώπων συμβάδιζε παραδοσιακά με την ικανότητά της να μπορεί να τους πείσει να πολεμήσουν. Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο είναι πώς η τάξη αυτή συνέχισε να παρέχει Αθηναίους ηγέτες ακόμη και μετά τη δημοκρατική επανάσταση του 461 π.Χ. Το καλύτερο σχετικό παράδειγμα είναι ο Περικλής, η θέση του οποίου στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή ήταν τόσο σίγουρη, που ο ιστορικός Θουκυδίδης ισχυρίστηκε ότι η υποτιθέμενα δημοκρατική Αθήνα κυβερνάτο στην πραγματικότητα μόνον από αυτόν.

Ο Περικλής καταγόταν από το αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. (Ο μεταρρυθμιστής Κλεισθένης, που καταγόταν επίσης από το ίδιο γένος, ήταν αδελφός του παππού του.) Ως νεαρός είχε εκπληρώσει ένα παραδοσιακό αριστοκρατικό ρόλο χρηματοδοτώντας τους δραματικούς αγώνες του 472 π.Χ., στο πλαίσιο των οποίων παραστάθηκαν οι Πέρσες του Αισχύλου, και ενδεχομένως να μπήκε στην πολιτική προκειμένου να συνεχίσει μια οικογενειακή αντιπαράθεση εναντίον του Κίμωνα. (Ο πατέρας του Περικλή είχε ενάγει τον πατέρα του Κίμωνα, Μιλτιάδη, το 489 π.Χ.). Ένας από τους στόχους του πραξικοπήματος του 461 π.Χ., όπως αναφέρουν ιστορικές πηγές, ήταν να οστρακιστεί ο Κίμωνας. Η επιτυχία του κινήματος ανέδειξε το νεαρό Περικλή στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ένας ευφυής πολιτικός, μολονότι χρειάστηκαν ίσως δέκα χρόνια μετά το πραξικόπημα του 461 π.Χ. μέχρι ότου η ευφυΐα του να καταδειχτεί πλήρως. Στη δεκαετία του 450 π.Χ., δείχνει να απασχολήθηκε κυρίως με εσωτερικά ζητήματα, όντας ο ιθύνων νους πίσω από την καθιέρωση της αμοιβής των ενόρκων δικαστών και καταφέρνοντας, το 451 π.Χ., να ψηφιστεί ένας νόμος που περιόριζε το δικαίωμα της ιθαγένειας σε εκείνους των οποίων και οι δύο γονείς ήταν Αθηναίοι πολίτες. (Τα δύο αυτά μέτρα μπορεί να συνδεθούν κατά το ότι, όσο μεγαλύτερα τα πλεονεκτήματα της ιθαγένειας, τόσο μεγαλύτερο το πολιτικό πλεονέκτημα για οποιονδήποτε την περιόριζε.) Παρά την πολιτική του επιτυχία, διατήρησε την ικανότητά του να γίνεται συμπαθής. Ο Πλούταρχος, ωστόσο, αφηγείται ένα συμβάν σχετικό με το πώς ο Περικλής διασύρθηκε και ταλαιπωρήθηκε από «έναν κακοήθη και ακόλαστο άνδρα» επί μία ολόκληρη εργάσιμη ημέρα· ο άνδρας επέμενε να τον πάρει από πίσω μέχρι να φτάσει ο Περικλής στο σπίτι του. Απτόητος από την εμπειρία, ο Περικλής κανόνισε ώστε ένας από τους υπηρέτες του να συνοδεύσει ασφαλώς τον άνδρα αυτόν πίσω στο σπίτι του19. Σταδιακά, εμφανίζεται να διαισθάνεται με ποιον τρόπο θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν ρόλο για την Αθήνα. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι ήταν τόσο δημοφιλής στην Εκκλησία του Δήμου, που τον εξέλεγε συνεχώς. Από το 433 μέχρι το 430 π.Χ. διατήρησε μία από τις δέκα θέσεις στρατηγού, επανεκλεγόμενος κάθε χρόνο. Ο «Επιτά­φιος» που εκφώνησε το 430 π.Χ., για να τιμήσει τη μνήμη των πρόσφατα νεκρών της πόλης, είναι ένα υπέροχο δείγμα της ικανότητας του Περικλή να κάνει τους ακροατές του να νιώθουν καλά με και για τους εαυτούς τους. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα της αγόρευσης αυτής, όπως τον καταγράφει ο Θουκυδίδης:

 

«Σ’ αυτόν τον τόπο τον δικό μας έζησε ανέκαθεν το ίδιο έμψυχο υλικό από γενιά σε γενιά μέχρι τώρα και οι άνθρωποι αυτοί, με το κουράγιο τους και με τις αρετές τους κατάφεραν να μας κληροδοτήσουν, έναν τόπο ελεύθερο. [...] Όταν συνειδητοποιείς το μεγαλείο της Αθήνας, να αναλογίζεσαι πως αυτό που την έκανε πραγματικά μεγάλη ήταν άνδρες με το πνεύμα της περιπέτειας, άνδρες που γνώριζαν το καθήκον τους, άνδρες που αισθάνονταν ντροπή να πέσουν κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο αξιών. Έδωσαν τη ζωή τους, σ’ αυτή την πατρίδα και σ’ όλους εμάς, και κέρδισαν για τον εαυτό τους δόξα που ουδέποτε γηράσκει. Σκεφτείτε τώρα κι αποφασίστε πως η ευτυχία εξαρτάται από το να είσαι ελεύθερος και η ελευθερία εξαρτάται από το να είσαι γενναίος. [...] Με όλα τούτα κατά νου. Δημόσια διακηρύσσω πως κατά τη γνώμη μου καθένας από τους πολίτες μας, σε όλες τις πολύπτυχες απόψεις της ζωής, είναι ικανός να καταδειχτεί ο ίδιος ως ο δικαιωματικά άρχων και κύριος του εαυτού του και, επιπλέον, να το πράξει αυτό με εξαίρετη λεπτότητα και εξαίρετη ευστροφία. [...] Αυτό είναι το είδος της πόλης για την οποία τούτοι οι άνδρες, που δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν τη σκέψη να τη χάσουν, ανώτερα πολέμησαν κι ανώτερα πέθαναν»20.

 

Βασικό ρόλο στην ανάδειξη του Περικλή σε ηγετική φυσιογνωμία, είναι η γενικότερη επιδίωξη για τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ήταν πιθανόν η κινητήρια δύναμη πίσω από τη μετάβαση από τη Δηλιακή Συμμαχία21 στην «ηγεμονίδα» και ο πλούτος που εισέρρευσε από τους καταβαλλόμενους φόρους υποτελείας παροχετεύθηκε και πάλι από τον ίδιο για να στηριχτεί το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Παράλληλα με την απόλαυση που προσέφερε ο Περικλής ως ρήτορας, μερίδα των Αθηναίων πολιτικών απεκόμισε απτά ωφέλη. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Περικλής διατήρησε τη θέση του μέχρι το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Τα πλέον εμφανή και μακρόπνοα επιτεύγματα του Περικλή ήταν η ανοικοδόμηση της Ακρόπολης ως το κορυφαίο οροθέσιο της δημοκρατικής και αυτοκρατορικής Αθήνας. Στο σημείο αυτό, ο Περικλής ακλούθησε την παράδοση των Πεισιστρατιδών, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει τα οικοδομικά προγράμματα ως μέσον για να αποκτήσει εκ νέου η πόλη τη χαμένη της δόξα και κατ’ επέκταση οι ίδιοι να ενισχύσουν την πολιτική τους εξουσία. (Παρόμοια προγράμματα παρείχαν επίσης δουλειά για χιλιάδες τεχνίτες, από γλύπτες και λατόμους μέχρι οδοποιούς και σχοινοποιούς.)22. Το τεράστιο αναληφθέν έργο, το οποίο περιλάμβανε το ογκώδες και περίλαμπρο άγαλμα της Αθηνάς φτιαγμένο από τον Φειδία, τον Παρθενώνα, και δυο άλλους ναούς , καθώς επίσης και μια μνημειώδη πύλη εισόδου - τα Προπύλαια - ήταν απαράμιλλης υπερβολής από άποψη δαπανών, παρότι μέρος του κόστους καλύφθηκε από τη χρησιμοποίηση των φόρων υποτέλειας που καταβάλλονταν από τις υπήκοες πόλεις. Κάποια στιγμή, η Εκκλησία του Δήμου αντέδρασε στις δαπάνες, οπότε και ο Περικλής ανήγγειλε ότι θα τις αναλάμβανε προσωπικά ο ίδιος και θα αφιέρωνε τους ναούς στο όνομά του. Καταπτοημένη από αυτήν τη χειρονομία η Εκκλησία του Δήμου δήλωσε ότι θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του οποιοδήποτε ποσό ήταν αναγκαίο και

To 431 π.Χ., καθώς το τελευταίο στάδιο οικοδόμησης βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, ξέσπασε ο Πόλεμος με τη Σπάρτη. Οι απογοητεύσεις του μακρόχρονου αγώνα ήταν επόμενο να έχουν τον αντίκτυπο τους στο αθηναϊκό πολιτικό σύστημα και ακόμη και ο ίδιος ο Περικλής απώλεσε τη δημοτικότητά του μεταξύ των πολιτών, πριν το θάνατό του το 429 π.Χ. Μετά το θάνατό του, ήταν σαφές ότι υπήρχε πλέον μια διάσταση μεταξύ ηγετών, ανάμεσα δηλαδή σ’ εκείνους που έπρεπε να έχουν το πρόσταγμα στο εξωτερικό, συχνά για μεγάλες χρονικές περιόδους, και σ’ εκείνους οι οποίοι έβλεπαν τους ρόλους τους να επικεντρώνονται στο εσωτερικό μέσω της Εκκλησίας του Δήμου. Ο αριστοκράτης Θουκυδίδης αποδίδει τη μεγαλύτερη αστάθεια της Εκκλησίας του Δήμου εκείνα τα χρόνια σε μη αριστοκράτες δημαγωγούς, οι οποίοι μετέστρεφαν τις απόψεις της για να ικανοποιήσουν δικές τους επιδιώξεις, ωστόσο η λήψη συνεπών και σταθερών αποφάσεων δεν μπορούσε ποτέ να είναι εύκολη υπό την πίεση του Πολέμου. Έτσι, υπήρξαν περιστάσεις, όπως στη δημόσια συζήτηση περί Μυτιλήνης το 427 π.Χ., όταν η Εκκλησία του Δήμου, μετά από μια βίαιη και με απόλυτες θέ- σις και απόψεις ομιλία του Κλέωνα, διέταξε την εκτέλεση όλων των ανδρών της πόλης της Μυτιλήνης, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά από μια εξέγερση κατά της αθηναϊκής επικυριαρχίας, αλλά κατόπιν άλλαξε γνώμη την επόμενη ημέρα (και έστειλε άλλη μια τριήρη για να ανακαλέσει τη διαταγή, αν και η τριήρης αυτή έφτασε όταν πλέον είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις) . Παρομοίως, το μέγεθος της στρατιωτικής αποστολής στη Σικελία το 415 π.Χ. μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα εσωτερικών πολιτικών προστριβών στις οποίες αντίπαλες δυνάμεις, επιδιώκοντας την υποστήριξη της Εκκλησίας, οδήγησαν στο σοβαρό στρατηγικό σφάλμα να αποσταλεί μια ιδιαίτερα μεγάλη δύναμη στα δυτικά, παρά τα προβλήματα ανεφοδιασμού που θα υπήρχαν. Το καλύτερο παράδειγμα μιας άστατης ως προς τις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου ήρθε μετά τη νίκη στη ναυμαχία στις Αργινούσες (406 π.Χ.). Οι οκτώ στρατηγοί που ηγούνταν του αθηναϊκού στόλου κατηγορήθηκαν ότι απέτυχαν να περισυλλέξουν μεγάλο αριθμό ανδρών τα πλοία των οποίων είχαν βυθιστεί. Έξι από τους στρατηγούς ήρθαν στην Αθήνα για να αντικρούσουν τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι μια πολύ δυνατή καταιγίδα είχε καταστήσει αδύνατη κάθε προσπάθεια διάσωσης ναυαγών. Φαίνεται να είχαν το δικαίωμα να κριθούν καθένας τους χωριστά ενώπιον των δικαστηρίων ή της Εκκλησίας του Δήμου και ότι είχαν χρόνο στη διάθεσή τους για να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους, όμως η Εκκλησία του Δήμου επηρεάστηκε αρνητικά τόσο επιτυχώς από διάφορους αγορευτές, ώστε υποχρεώθηκε να ψηφίσει μια πρόταση σύμφωνα με την οποία και οι έξι στρατηγοί έπρεπε να εκτελεστούν χωρίς καθυστέρηση. Αυτό και έγινε. Όπως συνέβη και με την εξέγερση της Μυτιλήνης, η Εκκλησία του Δήμου αντιλήφθηκε το λάθος της στη συνέχεια και έλαβε μέτρα εναντίον εκείνων των ομιλητών οι οποίοι, υποστηρίχθηκε, είχαν «εξωθήσει» την Εκκλησία να ενεργήσει αντισυνταγματικά.

Τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου επίσης ήταν αυτά που συγκρότησαν το σκηνικό και για τις δύο περιπτώσεις ανατροπής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η πρώτη καταγράφεται το 411 π.Χ., λίγο μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας, όταν μια ομάδα ηγετικών στελεχών των ολιγαρχικών, με την υποστήριξη του νέου αίματος αιμοδιψών ομάδων γλεντοκόπων25, εγκαινίασε μια περίοδο τρόμου, κατέλυσε την Εκκλησία του Δήμου, και κατέλαβε την εξουσία εγκαθιδρύοντας το πολίτευμα των Τετρακοσίων. Τα κίνητρά τους μπορεί να ήταν να συστήσουν μια πολιτική ηγεσία η οποία θα εντυπωσίαζε επαρκώς τον Πέρση βασιλέα, ώστε να τους προσφέρει οικονομική υποστήριξη, αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το όλο εγχείρημα αποτέλεσε επίσης και μια ευκαιρία να τακτοποιήσουν παλιές διαφορές τους με τους δημοκρατικούς ηγέτες. Όταν τα πληρώματα του στόλου, ο οποίος είχε τη βάση του στη Σάμο, αρνήθηκαν να στηρίξουν το πραξικόπημα, η εξουσία των Τετρακοσίων χαλάρωσε και αποδυναμώθηκε. Τον Σεπτέμβριο του 411 π.Χ., αντικαταστάθηκαν από μια ευρύτερα στηριζόμενη ολιγαρχία των Πέντε Χιλιάδων (ο αριθμός αυτός αντιπροσώπευε κατά προσέγγιση όσους ήταν αρκούντως εύποροι για να είναι οπλίτες, και ως εκ τούτου - υποστήριξε η ολιγαρχία - άξιοι να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της πόλης), αλλά ακόμη και αυτή η ολιγαρχία δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί και η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως το 410 π.Χ. Το 404 π.Χ., μετά την ήττα της Αθήνας, οι Σπαρτιάτες εγκατέστησαν μια κυβερνητική αρχή των Τριάντα (που σύντομα τους δόθηκε το παρωνύμιο των Τριάντα Τυράννων, μόλις εγκαινίασαν ένα καθεστώς τρόμου και καταπίεσης), υποστηριζόμενη από μια σπαρτιατική φρουρά επτακοσίων ανδρών. Έγινε σύντομα φανερό ότι η θέση της ήταν μη υπερασπίσιμη και διατηρήσιμη, και οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες βοήθησαν στις διαπραγματεύσεις για επιστροφή στη δημοκρατία.

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 410 π.Χ., συνοδεύτηκε από μια απόφαση να συνταχθεί μια κατάσταση όλων των υφιστάμενων κρατικών νόμων. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί η εργασία και η συγκέντρωση και κωδικοποίηση αποσπασμάτων παλαιότερων νόμων από τον Νικόμαχο. Το ολοκληρωμένο σύνολο των νόμων αυτών ήταν ο πληρέστερος νομοθετικός κώδικας που δημοσιοποιήθηκε ποτέ από ελληνική πόλη. Παρότι η γνώση ανάγνωσης και γραφής υπήρξε μια χρήσιμη δεξιότητα, απολύτως συνδεδεμένη με την παιδεία του 5ου αιώνα π.Χ., μόνο στις αργές του 4ου αιώνα π.Χ. η δεξιότητα αυτή έγινε μέρος της επαγγελματικής ζωής. Από εκείνη την εποχή έχει διασωθεί η πρώτη μαρτυρία ότι συνήγοροι εμφανίζονταν με αποσπάσματα από τους κωδικοποιημένους νόμους για να τα αναγνώσουν ενώπιον του δικαστηρίου26. (Ήταν κατά την ίδια περίοδο που τα γραπτά συμφωνητικά τα οποία διέπουν τις θαλάσσιες μεταφορές είναι πλέον ευρέως διαδεδομένα.)

      Από εκείνη την εποχή κιόλας, ο ρόλος της Εκκλησίας του Δήμου ως νομοθέτη αποτέλεσε αντικείμενο σκέψης και διερεύνησης και συμφωνήθηκε να τηρείται μια νέα διαδικασία. Οι νόμοι που είχαν συγκεντρωθεί και κωδικοποιηθεί λειτουργούσαν σχεδόν ως θέσφατα, εν μέρει επειδή οι περισσότεροι εξ αυτών συνδέθηκαν με τον Σόλωνα. Η Εκκλησία του Δήμου συνέχισε να εκδίδει · διατάγματα για άμεσα, τρέχοντα ζητήματα, αλλά αυτά δεν είχαν πλέον το κύρος του νόμου. Κάθε προτεινόμενος νόμος έπρεπε να υποβληθεί σε ένα συμβούλιο νομοθετών οι οποίοι επιλέγονταν με κλήρο (σε μια περίπτωση το σώμα των νομοθετών συνίστατο από πεντακόσιους συμβούλους συν άλλους χίλιους πολίτες). Όλοι αυτοί μελετούσαν εξονυχιστικά τον προτεινόμενο νέο νόμο. Αν ερχόταν σε αντίθεση με ήδη ισχύοντα νόμο, όπως αυτός είχε καταγραφεί, επακολουθούσε δημόσια συζήτηση ανάμεσα στους υποστηρικτές του παλιού και του προτεινόμενου νέου νόμου και οι νομοθέτες έπαιρναν στη συνέχεια την τελική απόφαση για το αν ο παλιός νόμος έπρεπε να αντικατασταθεί ή όχι. Κάθε μέλος της Εκκλησίας που προσπαθούσε να υπονομεύσει αυτήν τη διαδικασία (επιχειρώντας να εισάγει ένα νόμο υποβάλλοντάς τον απευθείας στην Εκκλησία, για παράδειγμα) μπορούσε να εναχθεί. Έτσι, είχε γίνει πια πολύ δυσκολότερο να υπάρξει αλλαγή νόμων ως αποτέλεσμα κάποιας στιγμιαίας παρόρμησης. Ενδεχομένως σημαντικότερο όλων είναι το γεγονός ότι οι εκδικάσεις υποθέσεων στα δικαστήρια έπρεπε τώρα να αναφέρονται σε γραπτούς νόμους και έχει υποστηριχθεί (από τον Κέβιν Ρομπ [KevinRobb]), για παράδειγμα, ότι αυτή ήταν η στιγμή που η εγγραμματοσύνη καθίσταται απαραίτητη για κάθε επαγγελματία που χειρίζεται δικαστικές υποθέσεις. Στα τέλη κιόλας του 4ου αιώνα π.Χ., τα γραπτά ντοκουμέντα έχουν πλέον αντικαταστήσει την προφορική κατάθεση ως βάση νομικών υποθέσεων. Η εξέλιξη ήταν πολύ σημαντική.

(Ο ιστορικός είναι αυτός που ευεργετήθηκε από το νέο πάθος της γραπτής καταχώρισης. Πολλές εκατοντάδες αφιερώσεις στους θεούς, αρχεία συναλλαγών αξιωματούχων, καταστάσεις αξιωματούχων, νόμοι, αναφορές αποφάσεων συνελεύσεων σε επίπεδο δήμου ή πόλης, επιγράμματα και επιγραφές σε επιτύμβιες στήλες έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, και επιτρέπουν τώρα όχι μόνο τη διερεύνηση της θρησκευτικής και πολιτικής νοοτροπίας μιας πόλης όπως η Αθήνα, αλλά δίνουν τη δυνατότητα να γίνονται συγκρίσεις μεταξύ πόλεων των οποίων έχουν διασωθεί επιγραφικά «αρχεία».)

Καμία από αυτές τις αλλαγές δεν επηρέασε τη βασική αξιωματική αρχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να αναμειγνύονται και να συμμετέχουν εξίσου στις υποθέσεις του κράτους. Η Εκκλησία του Δήμου είχε μεταβιβάσει απλώς ορισμένες από τις εξουσίες της ως νομοθέτη σε ένα άλλο επίσης δημοκρατικά εκλεγμένο σώμα. Παρά τη διάλυση της αυτοκρατορίας και την οικονομική αναστάτωση η οποία ακολούθησε τον Πόλεμο, οι αρχές της δημοκρατίας στην πραγματικότητα βελτιώνονται από την απόφαση (μεταξύ 403 π.Χ. και 399 π.Χ.) να αμείβονται τα μέλη της Εκκλησίας και της Βουλής των Πεντακοσίων, για τη συμμετοχή τους σ’ αυτήν. Τον 4ο αιώνα π.Χ., η Αθηναϊκή Δημοκρατία κατασταλάζει σ’ αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως μια ωριμότερη μορφή της, και δεν υπάρχουν μείζονες καταστατικές αλλαγές μέχρι τη μακεδονική κατάληψη της πόλης το 322 π.Χ. (όταν θεσπίζεται ως προϋπόθεση συμμετοχής η περιουσιακή κατάσταση). Η ιδεολογία της δημοκρατίας ήταν τώρα πλέον τόσο βαθιά ριζωμένη και εμπεδωμένη, που οι Αθηναίοι μιλούν στοργικά περί πάτριας δημοκρατίας. Ο Θησέας, ο οποίος, κατά το μύθο, είχε παραχωρήσει για πρώτη φορά εξουσία στους ανθρώπους, και ο Σόλωνας, ο πατέρας των πλέον τιμώμενων αθηναϊκών νομοθετημάτων, έγιναν αποδέκτες ανανεωμένου σεβασμού, με τον δεύτερο να τιμάται με ένα χάλκινο άγαλμά του στην Αγορά.

     Οι αρνητικές πλευρές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας έχουν επισημανθεί συχνά27. Τα δημοκρατικά δικαιώματα ήταν ένα καθαρά ανδρικό προνόμιο κατοχυρωμένο για τη μειονότητα των Αθηναίων οι οποίοι είχαν την ιδιότητα του πολίτη. Δεν θα μπορούσαν ωστόσο να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, χωρίς την εργασία δούλων και, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. τουλάχιστον, χωρίς τα έσοδα των φόρων από τις πόλεις που ήταν υποτελείς στην Αθήνα. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι στην Αθήνα η δημοκρατία των ολίγων εξαρτάτο από τη μεγαλύτερη καταπίεση των πολλών - άλλων πόλεων, γυναικών, και δούλων. Ακόμη και για εκείνους με δημοκρατικά προνόμια, η ζωή δεν ήταν εύκολη. Ενώ όλοι οι πολίτες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στα πολιτικά πράγματα, η ίδια η πολιτική δραστηριότητα ενείχε βαρύτατους κινδύνους. Αξιωματούχοι οι οποίοι αποτύγχαναν στο έργο τους τιμωρούνταν αυστηρά· στην περίπτωση αποτυχημένων στρατηγών, με την ποινή του θανάτου. Η διαρκής απειλή να εναχθεί κανείς από πολιτικούς αντιπάλους αποτελούσε μείζονα κίνδυνο της πολιτικής ζωής. Η δημόσια ζωή στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν για τους λιπόψυχους. Δεν υπήρχε αποτελεσματική προστασία από τη βούληση και τις αποφάσεις της λαϊκής συνέλευσης ή ενός δικαστηρίου, ούτε κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Υπ’ αυτή την έννοια, η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν μπορεί να συγκριθεί άμεσα με τις σύγχρονες δημοκρατίες, όπου τα ατομικά δικαιώματα κάθε πολίτη της κοινότητας είναι προστατευμένα.

Εντούτοις, παρά τους περιορισμούς αυτούς, η Αθηναϊκή Δημοκρατία λειτούργησε εκπληκτικά καλά και επί πολλές δεκαετίες. Ένα πλήθος πολιτών, πολλοί εξ αυτών με περιορισμένη διοικητική εμπειρία, έφτιαχναν τους δικούς τους νόμους, διαχειρίζονταν την καθημερινή ζωή της πόλης τους, και επόπτευαν και υπεράσπιζαν μιαν αυτοκρατορία. Η πόλη εδραίωσε με επιτυχία μια ιδεολογία δημοκρατικής διακυβέρνησης η οποία αποδείχτηκε εξαιρετικά ανθεκτική, όποτε βρέθηκε σε περίοδο δοκιμασίας . Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, ακόμη και οι πλούσιοι, συνήθισαν να υπεραμύνονται, έστω και μόνο στα λόγια, του δημοκρατικού ιδεώδους. Εξίσου αξιοπρόσεκτοι ήταν οι τρόποι με τους οποίους η δομή της αθηναϊκής πολιτικής ζωής επέτρεπε να εκτονώνονται οι κοινωνικές εντάσεις. Διαμάχες πολιτικής ισχύος μεταξύ μελών της ελίτ μπορούσαν να επιλυθούν από τα δικαστήρια και υπήρχαν περαιτέρω ευκαιρίες για εκτόνωση πολιτικών και κοινωνικών εντάσεων μέσω των δραματικών αγώνων (βλέπε: Δωδέκατο Κεφάλαιο).

Οι λεπτομέρειες της δημοκρατικής ζωής στην Αθήνα έχουν μελετηθεί τόσο εξονυχιστικά από πολιτική άποψη, που είναι εύκολο να παραβλέψει κανείς τη δύναμη της θρησκείας ως παράγοντα ενότητας. Μια ελληνική πόλη ήταν, πάνω απ’ όλα, μια θρησκευτική κοινότητα και η Αθήνα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο Παυσανίας, γράφοντας τον 1ο αιώνα π.Χ., φτάνει μέχρι του σημείου να ισχυριστεί ότι η Αθήνα ήταν η περισσότερο θρησκευόμενη πόλη στην Ελλάδα. Οι θρησκευτικές γιορτές σηματοδοτούν την πορεία του έτους με κάθε αλλαγή εποχής και η πολιτική ζωή χαρακτηρίζεται από εορτασμούς ιστορικών γεγονότων. Από τα πρώτα οκτώ διασωζόμενα διατάγματα της δημοκρατικής Εκκλησίας του Δήμου, έξι αφορούν σε θρησκευτικά ζητήματα. Ιερόσυλη συμπεριφορά, όπως ο ακρωτηριασμός των Ερμών το 415 π.Χ., είχε τεράστιο αντίκτυπο στην αυτοπεποίθηση της πόλης. Εν ολίγοις, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα μορφοποιείται κατά τρόπον που να μην προσβάλλονται οι προστάτες θεοί της πόλης. Αυτή η επιθυμία διατήρησης της ισορροπίας μεταξύ της ανθρώπινης κοινότητας και των θεών μέσω της διαμεσολαβητικής παρουσίας της πόλης και των δραστηριοτήτων των κατοίκων της μπορεί στην πραγματικότητα να παράσχει το κλειδί για να κατανοήσουμε τη, συγκριτικά με άλλες πόλεις, κοινωνική σταθερότητα της Αθήνας κατά του 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ.

 

 

Επίλογος:

Το Οικοδομικό Πρόγραμμα της Ακρόπολης

 

Όταν ο Περικλής ξεκίνησε το εκτεταμένο οικοδομικό του πρόγραμμα στην Ακρόπολη28, ο εκεί χώρος ήταν άδειος. Πολλά από τα διασωζόμενα γλυπτά από τους αρχαϊκούς χρόνους είχαν ενσωματωθεί σε αμυντικά τείχη και στη θέση τους παρέμεναν μόνο τα θεμέλια παλαιότερων ναών. Υπήρχε έτσι η ευκαιρία να σχεδιαστεί ένα νέο οικοδομικό συγκρότημα που να αναπτύσσεται σε διαδοχικά στρωματοποιημένα επίπεδα που καταλήγουν σε επίπεδο κορυφή τα οποία δημιουργήθηκαν στο επάνω μέρος του βραδώχους οροπέδιου, λύση η οποία ενδεχομένως να ήταν εμπνευσμένη από περσικά παραδείγματα.

Το κυρίαρχο κτίσμα του χώρου επρόκειτο, φυσικά, να είναι ο Παρθενώνας. Οικοδομήθηκε κατ’ αρχάς για να στεγάσει ένα τεράστιο άγαλμα της Αθηνάς (σε χρυσό και ελεφαντόδοντο), έργο του γλύπτη Φειδία29. Όπως και στην περίπτωση του αγάλματος του Δία στην Ολυμπία, το μέγεθος αποτελούσε αυτοσκοπό. Η ίδια η θεά θα εντυπωσιαζόταν από τους πόρους που αφιερώθηκαν σ’ αυτήν και το άγαλμα θα μπορούσε επί­σης να προκαλέσει δέος σ’ αυτούς που το έβλεπαν, λόγω του μεγαλείου του. Η αξία του χρυσού που υπήρχε στο άγαλμα και μόνο έχει υπολογιστεί περίπου στα 15.000.000. (Ο χρυσός είχε προστεθεί σε πλάκες οι

 

 

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ: ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΗΣ. Παρότι επιβλητικός και ο μεγαλύτερος μεταξύ των ναών δωρικού ρυθμού, ο Παρθενώνας (κάτω) επισκιαζόταν από τους τεράστιους ναούς των Ιώνων Ελλήνων, όπως το ναό της Άρτεμης στην Έφεσο του 4ου αιώνα π.Χ. (επάνω). Είναι πιθανόν οι Ίωνες να είχαν επηρεαστεί άμεσα από τα ιερά της Αιγύπτου των οποίων οι διαστάσεις ήταν επιβλητικές.

 

οποίες μπορούσαν να αφαιρεθούν και να τηχθούν σε περιόδους κρίσης!)30. Το άγαλμα κρατούσε μια φιγούρα της Νίκης στο ένα χέρι, ένα δόρυ στο άλλο, και έφερε κράνος.

Είναι το άγαλμα της Αθηνάς, πολεμίστριας Αθηνάς, της προστάτιδας της πόλης, αλλά ο απλός της πέπλος, το ένδυμα31* που φορούσαν οι γυναίκες πολίτισσες της Αθήνας, υπενθύμιζε επίσης το ρόλο της ως σεμνής παρθένας (Αθηνά Παρθένος).

Ο Φειδίας μπορεί επίσης να είχε εποπτεύσει το οικοδόμημα του ίδιου του Παρθενώνα, αν και το σχέδιό του αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Ικτίνο. Ο ναός άρχισε να ανεγείρεται το 447 π.Χ. και η εσωτερική κιονοστοιχία και η στέγη του είχαν ήδη τελειώσει μέχρι το 438 π.Χ., όταν αφιερώθηκε επίσημα το άγαλμα που είχε κατασκευάσει ο Φειδίας. Το οικοδόμημα ολοκληρώθηκε το 432 π.Χ., Ήταν κατασκευασμένο από το καλύτερο πεντελικό μάρμαρο' 22.000 τόνοι πετρώματος μεταφέρθηκαν εκεί συρόμενοι με βοϊδάμαξες από τα λατομεία μαρμάρου που βρίσκονταν σε απόσταση περίπου δεκαέξι χιλιομέτρων. Το βασικό σχέδιο του ναού ήταν δωρικού ρυθμού αν και υπάρχουν επίσης ιωνικά στοιχεία — στη συνεχόμενη (χωρίς παρεμβαλλόμενα τρίγλυφα) περίφημη εσωτερική ζωφόρο12, για παράδειγμα, και στους κίονες στο εσωτερικό της οπίσθιας αίθουσας. Η κατασκευή πραγματοποιήθηκε με ύψιστη εκζήτηση. Οι δημιουργοί του Παρθενώνα, για να προσδώσουν στο οικοδόμημα ζωντάνια και χάρη, «έσπασαν» την ακαμψία της ευθείας γραμμής και παραβίασαν τις μαθητικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης λαξεύτηκε έτσι ώστε να είναι ελαφρά υψηλότερος στο κέντρο παρά στα άκρα, και οι κίονες έγιναν οριακά πλατύτεροι στο μέσον. Οι ίδιοι οι κίονες έκλιναν προς τα μέσα, αλλά τόσο ελαφρά που θα συνέκλιναν στο ίδιο σημείο μόνο σε προοπτική απόσταση 1.600 μέτρων πάνω από το ναό33. (Μια κάποια ιδέα περί του πώς θα μπορούσε να έχει οικοδομηθεί ο Παρθενώνας δίνεται από τον ημιτελή ναό του Απόλλωνα στους Διδύμους34. Ελαφρά σκαλισμένες στους τοίχους του υπάρχουν γραμμές οι οποίες δείχνουν αναλογικά σχέ­δια βάσεων κιόνων. Μοιάζουν να αποτελούν το αρχικό αρχιτεκτονικό σχέδιο-υπόδειγμα βάσει του οποίου δούλευαν οι οικοδόμοι, και θα μπορούσαν εύκολα να σβηστούν, όταν θα ολοκληρωνόταν το οικοδόμημα.)

Το περισσότερο εντυπωσιακό στοιχείο του Παρθενώνα είναι τα γλυπτά του. Τα πρώτα που ολοκληρώθηκαν, ίσως ακόμη και να πάρθηκαν από κάποιο άλλο οικοδόμημα, ήταν οι μετόπες γύρω από την εξωτερική κιονοστοιχία. Αναπαριστούσαν τους Αθηναίους να παλεύουν με μυθικούς εχθρούς -  Αμαζόνες, Κένταυρους, και Τρώες. Σε κάθε άκρο του ναού υπήρχε ένα μεγάλο ανάγλυφο αέτωμα, αν και οι λαξευμένες φιγούρες διασώζονται μόνον κατακερματισμένες. Στα δυτικά, στην πλευρά την οποία θα αντίκριζαν πρώτη όσοι ανέβαιναν στην Ακρόπολη από την Αγορά, Ποσειδώνας και Αθηνά μάχονταν για την κατοχή της Αθήνας,, στα ανατολικά, ουσιαστικά στην πρόσοψη του ναού, η Αθηνά εμφανιζόταν να γεννιέται μέσα από την κεφαλή του Δία. Γύρω, τους εσωτερικούς τοίχους και την κιονοστοιχία του ναού που είναι ορατή μόνο από κάτω υπό γωνία, διέτρεχε η ζωφόρος, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρίσκεται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο. Θεωρείται ότι η εκτέλεσή της φέρει τη σφραγίδα της καλλιτεχνικής ευαισθησίας του Φειδία και πολλοί την αντιμετωπίζουν ως το εκλεκτότερο επίτευγμα όλης της ελληνικής γλυπτικής ως προς το συνδυασμό κίνησης, συναισθηματικής έντασης και προσοχής στη λεπτομέρεια που τη διακρίνει35.

Η ζωφόρος μπορούσε να γίνει ορατή, καθώς οι συμμετέχοντες σε μια τελετουργική πομπή πλησίαζαν το δυτικό άκρο του Παρθενώνα. Κατά μήκος αυτής της πλευράς αναπαριστώνταν ιππείς οι οποίοι παρατάσσονταν στις θέσεις τους. Οι συμμετέχοντες στην τελετουργία μπορούσαν κατόπιν να κινηθούν προς μία από τις δύο πλευρές του ναού και, σε οποιαδήποτε περίπτωση, θα ακολουθούσαν την πορεία μιας πομπής η οποία αναπαρίσταται στη ζωφόρο. Θα περνούσαν ιππείς και άρματα και, στη συνέχεια, μια συγκεντρωμένη ομάδα ανδρών, συμπεριλαμβανομένων πρεσβύτερων αξιωματούχων και μουσικών, οι οποίοι μετέφεραν ή επιλαμβάνονται όλων των προσφερόμενων αναθημάτων που απαιτούνταν για μια θυσία, μεταξύ των οποίων πρόβατα και βόδια. Γυναίκες κρατούσαν υδρίες για σπονδές. Πλησιάζοντας προς το ανατολικό άκρο, την πρόσοψη του ναού, μεγαλύτερες φιγούρες, οι οποίες θεωρείται συνήθως ότι αντιπροσωπεύουν τους θεούς, κάθονται γαλήνια ως να μην αντιλαμ­βάνονται τα θορυβώδη τεκταινόμενα γύρω τους. Τέλος, ανάμεσα στους «θεούς» υπάρχει μια αναπαράσταση στο πλαίσιο της οποίας δύο μικρότερες φιγούρες (παιδιά;) μεταφέρουν τυλιγμένα δέματα, ενώ ένα τρίτο προσφέρει ένα εν μέρει ξετυλιγμένο κομμάτι υφάσματος σε κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας άνδρα.

Οι περισσότεροι λόγιοι θεωρούν τη ζωφόρο ως μια αναπαράσταση της πομπής των Παναθηναίων και έχει εκφρασθεί η άποψη (από τον Τζον Μπόρντμαν) ότι εικονίζει την πομπή της γιορτής του 490 π.Χ., ακριβώς πριν τη μάχη του Μαραθώνα, με τους ιππείς να είναι οι πολύ νεαροί άνδρες οι οποίοι επρόκειτο να πεθάνουν ως ήρωες στο πεδίο της μάχης. Το ύφασμα που προσφέρεται είναι ο πέπλος με τον οποίο θα ενδυόταν ένα αρχαίο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς (το οποίο στεγάστηκε αργότερα στο Ερέχθειο), μετά την ολοκλήρωση των τελετουργικών εορτασμών. Ακόμη και αν η ζωφόρος δεν αποτελεί μια αναπαράσταση της πομπής των Παναθηναίων, θα μπορούσε να έγει σχεδιαστεί για να δείξει το σώμα των πολιτών της Αθήνας στο απόγειο της δημοκρατικής και πολιτικής ισχύος της και, έτσι, αποτελούσε ουσιαστικά ένα εργαλείο προπαγάνδας, προφανώς περίκλειας εμπνεύσεως.

Σχετικά πρόσφατα, η καθηγήτρια Τζόαν Κόνελι (Joan Connelly) έκανε μια επανεκτίμηση της ζωφόρου του Παρθενώνα. Διατυπώνει την άποψη όχι όλες οι γνωστές ζωφόροι αφορούν σε μυθολογικά παρά σε σύγχρονα θέματα της εποχής τους και ότι στη ζωφόρο του Παρθενώνα, ειδικότερα, υπάρχουν χαρακτηριστικά τα οποία δεν ταιριάζουν με ό,τι είναι γνωστό γύρω από τα Παναθήναια. Υποστηρίζει, αντίθετα, ότι η ζωφόρος αναπαριστά έναν παλιό αθηναϊκό μύθο, λεπτομέρειες του οποίου επιβιώνουν μόνο στο απόσπασμα ενός θεατρικού έργου του Ευριπίδη. Αναφέρεται σε έναν παλιό βασιλέα της πόλης, τον Ερεχθέα, ο οποίος θυσίασε τις τρεις κόρες του, προκειμένου η πόλη να μπορέσει να σωθεί από θρακικό στρατό που είχε εισβάλει στην πόλη. Αυτό, υποστηρίζει η Κόνελι, θα ήταν χαρακτηριστικό του είδους του μύθου, την απεικόνιση του οποίου ο Περικλής, επιθυμώντας να υπογραμμίσει την ανάγκη οι πολίτες να προσφέρουν τα πάντα για το καλό της κοινότητας, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει παραγγείλει για ένα τόσο επιβλητικό μνημείο. Η σκηνή της ζωφόρου, που θεωρείται παραδοσιακά ως η κορύφωση της γιορτής των Παναθηναίων, όπου παραδίδεται ο πέπλος, ένα ένδυμα υφασμένο για ένα άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη, είναι στην πραγματικότητα, υποστηρίζει η Κόνελι, μια αναπαράσταση μιας από τις κόρες η οποία προσφέρεται για θυσία. Ο πέπλος, στην πραγματικότητα, είναι το σάβανο στο οποίο θα τυλιχθεί για να θυσιαστεί. Άλλες λεπτομέρειες της ζωφόρου μπορούν επίσης να ερμηνευθούν βάσει όσων έχουν λε­χθεί και καταγραφεί σχετικά με τον Ερεχθέα. Τα άρματα στη ζωφόρο, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν το στρατό του Ερε­χθέα, όπως τον αντιλαμβάνονταν μεταγενέστεροι Αθηναίοι. Η ερμηνεία παραμένει επίμαχα αντιφατική (πού είναι, για παράδειγμα, ο βωμός- θυσιαστήριο και το μαχαίρι της θυσίας;), ωστόσο φαίνεται ότι η ορθότητά της μπορεί βάσιμα να υποστηριχτεί.

Καθώς ο Παρθενώνας πλησίαζε στην ολοκλήρωσή του, ο Περικλής έστρεψε την προσοχή του στη δημιουργία μιας σειράς μνημειωδών πυλών προς την Ακρόπολη, τα Προπύλαια (από τη λέξη πρόπυλο). Τα Προπύλαια κτίστηκαν μεταξύ 437 και 432 π.Χ. Το οικοδόμημα βρισκόταν σε ένα άβολο σημείο, στο δυτικό άκρο του βράχου, εκεί ακριβώς όπου γίνεται επίπεδο το ανηφορικό μονοπάτι το οποίο οδηγεί στην Ακρόπολη. Υπήρχε ένα μεγάλο κεντρικό άνοιγμα επαρκώς πλατύ για να μπορούν να περνούν πομπές και ζώα που επρόκειτο να θυσιαστούν και, στη συνέχεια, μικρότερες θύρες και από τις δύο πλευρές. Το εσωτερικό πέρασμα μέσω της πύλης περιστοιχιζόταν από δωρικούς κίονες.

Και από τις δύο πλευρές των πυλών υπήρχαν δημόσιες αίθουσες. Αυτή προς τη βόρεια πλευρά εμφανίζεται να ήταν σχεδιασμένη για επίσημα εορταστικά γεύματα, αλλά κατόπιν μετατράπηκε σε Πινακοθήκη. Το όλο οικοδόμημα προσέφερε την κατάλληλη πρόγευση αυτού που περίμενε τον επισκέπτη ή τον πανηγυρίζοντα, καθώς εισερχόταν σ’ αυτό καθαυτόν τον ιερό χώρο. Καθώς περνούσε κανείς στο εσωτερικό, βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα μεγάλο άγαλμα, τώρα πλέον εξαφανισμένο, της Προμάχου Αθηνάς, δηλαδή της θεάς Αθηνάς στο ρόλο της ως πολιούχου-προστάτιδας της πόλης.

Το 429 π.Χ. ο Περικλής ήταν πλέον νεκρός, η πόλη είχε δοκιμαστεί σκληρά από λοιμό, και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη. Το γεγονός ότι το οικοδομικό πρόγραμμα συνεχιζόταν παρ’ όλα αυτά, μαρτυρά πολλά για την ανθεκτικότητα της πόλης. Ένα κατάλληλο οικοδόμημα ήταν απαραίτητο για τη βόρεια παρυφή της Ακρόπολης. Ο χώρος συνιστούσε καθαγιασμένο σημείο που περιλάμβανε ένα ιερό ελαιόδεντρο (το οποίο, κατά το μύθο, το είχε προσφέρει στην πόλη η Αθηνά στη διάρκεια της αναμέτρησής της με τον Ποσειδώνα), το αρχαίο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς, έναν ιερό βωμό αφιερωμένο στον Ερεχθέα36, καθώς και τον τάφο του Κέκροπα, ενός βασιλιά που συνδεόταν με την έλευση του πολιτισμού με τη μορφή της γραφής και της θέσπισης της μονογαμίας στην πόλη. Το κτίσμα που οικοδομήθηκε, γνωστό ως Ερέχθειο, δεν ήταν τόσο επιβλητικό όσο ο Παρθενώνας, αλλά πολύ πιο περίπλοκο από πλευράς σχεδίασης (κυρίως λόγω της ανισόπεδης φύσης του εδάφους στο σημείο ανέγερσής του) . Η ανατολική πρόσοψη ήταν αυτή ενός κλασικού ναού με ένα δώμα πίσω από αυτήν, και δύο οπισθόδομους πίσω από το πρώτο. Η δυτική πρόσοψη είχε τέσσερις ιωνικούς ημικίονες τετμημένους καθέτως και τοποθετημένους επί του υψηλού τοίχου. Στη βόρεια και τη νότια πλευρά του δυτικού άκρου του ναού υπήρχαν προστάσεις. Η βόρεια είναι η μεγαλύτερη και πιο εξαιρετική, με έξι κομψούς ιωνικούς κίονες. Στη νότια πρόσταση έξι Καρυάτιδες (κίονες με τη μορφή ντυμένων γυναικών) στήριζαν μια διακοσμητική οροφή επάνω στα κιονόκρανα των κεφαλών τους. Ο τάφος του Κέκροπα και το ελαιόδεντρο περιτοιχίσθηκαν, ως μέρος του όλου συμπλέγματος, στα δυτικά του κυρίως κτίσματος. Το όλο οικοδόμημα ανεγέρθηκε μεταξύ 421 και 405 π.Χ.

Το μικρότερο μνημείο, και για πολλούς το πλέον κομψό από τα οικοδομήματα της Ακρόπολης, είναι ο ναός της Αθηνάς Νίκης ο οποίος κτίστηκε σε ένα στηθαίο, στο νοτιοδυτικό άκρο της Ακρόπολης, στα τέλη της δεκαετίας του 420 π.Χ. Είναι ο πιο απέριττος από τους ναούς, με την πρόσοψή του να αποτελείται από τέσσερις ιωνικούς κίονες μπροστά από ένα ανοιχτό δώμα. Υπάρχει μια ιωνική ζωφόρος που αναπαριστά μαχόμενους Αθηναίους, πιθανόν εναντίον Περσών, αλλά δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση. Γλυπτά από το περιβάλλον θωράκιο δείχνουν την Αθηνά να πανηγυρίζει τη νίκη μέσω θυσιών και συγκέντρωσης των πανοπλιών των ηττηθέντων. Μια ντυμένη με πλούσια πτυχωμένο ρούχο φιγούρα της Νίκης, η οποία σκύβει για να φτιάξει το σανδάλι της, είναι ένα από τα πλέον αισθησιακά δημιουργήματα της ελληνικής τέχνης . Το σύνολο συνιστά μια διδακτική εικονογραφική νύξη στις ένδοξες εκείνες ημέρες, εξήντα χρόνια νωρίτερα, όταν η πόλη είχε νικήσει θριαμβευτικά το φοβερότερο όλων των εχθρών της, τους Πέρσες. Τώρα, δεν επρόκειτο να υπάρξει άλλη νίκη. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Αθήνα θα γνώριζε την ταπείνωση της ήττας και θα περνούσαν άλλα εβδομήντα χρόνια, προτού η πόλη γίνει και πάλι ικανή να ξεκινήσει ένα άλλο οικοδομικό πρόγραμμα.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

 

1.   Πρβλ.: «Το συγκεκριμένο όφελος της Αθήνας από τα ορυχεία της δεν μπορεί να μετρηθεί ποσοτικά, αλλά ο Ξενοφών στην πραγματεία του Πόροι [ή Περί προσόδων] δεν αμφιβάλλει ότι η Αθήνα, κόβοντας δικά της νομίσματα, βρήκε πρόσφορο τρόπο να εκμεταλλευτεί τα ορυχεία της» (:Antony Andrewes,Αρχαία ελληνική κοινωνία, ό.π., σελ. 198).

2.   Για τον Κεραμεικό, βλ.: Αντώνης Μαστραπάς, Η πόλις..., ό.π., σελ. 10' 25- 39· 43' 461 47- 50· 51- 52- 55· 73· 124· 164, ιδίως στις σελ. 124-40. Στη σελ. 130, βλ.: «Τοπογραφικό σχέδιο».

3.   Για τις εργασίες και τα επαγγέλματα των αρχαίων Ελλήνων, βλ. στο ομότιτλο κεφάλαιο στο βιβλίο του R. Flaceliere, ό.π., σελ. 147-79. Βλ., επίσης: Πίτερ Κόννολλυ - Χάζελ Ντοτζ, ό.π., σελ. 44-47, όπου και εικονογράφηση.

4.   Πρβλ.: «Ο Πασίων ήταν ιδιοκτήτης ενός εργαστηρίου κατασκευής ασπίδων και μιας τράπεζας και όταν πέθανε άφησε στο γιο του Απολλόδωρο κτηματική περιουσία 20 ταλάντων, διασκορπισμένη σε τρεις δήμους της Αττικής. Στη γυναίκα του άφησε προίκα δύο ταλάντων, ένα σπίτι αξίας 200 μνων, χρυσό, ρούχα και κοσμήματα» (:Μ. Μ. Austin - P. Vidal-Naquet, ό.π., σελ. 209. [:«Η περίοδος των κρίσεων: Καινοτομίες στην οικονομική ζωή της Αθήνας» [σελ. 206-13]]). Ο Πα­σίων, πσυ πέθανε το 370 π.Χ., ήταν δούλος πριν αποκτήσει την ελευθερία του και τελικά την αθη­ναϊκή υπηκοότητα. Στους νεόπλουτους της εποχής επιτίθεται ο Δημοσθένης: «Μερικοί από αυτούς έχουν αποκτήσει περισσότερη γη απ' όση έχουν όλα μαζί τα μέλη του δικαστηρίου» (Κατ’Αριστοκράτους, 208), ενώ ο ίδιος ο ρήτορας περιγράφει την περιουσία του πατέρα του. ('.Κατ’ αψόβου, I, 9-11) (:Βλ.: Μ. Μ. Austin - P.Vidal-Naquet, τα κείμενα αρ. 116, 120, 121, ενδεικτικά). Η Mosse, Αθήνα..., ό.π., αναφέρει τον οπλοποιό Κέφαλο, που είχε στον Πειραιά ένα εργαστήριο με 120 δούλους (σελ. 67).

5.   Βλέπε αναλυτικότερα: Αικ. Τσοτάκου-Καρβέλη, Λεξικό της Ελληνικής Μυθολογίας, εκδό­σεις Σοκόλη, χ.χ., σελ. 21.

6.   Πρβλ. και: Wolfgang Schuller, ό.π., σελ. 53.

7.   Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη ότι ο οστρακισμός δεν είχε υποτιμητικό χαρακτήρα, ωστόσο. Ο δήμος, μέσω του οστρακισμού, απομάκρυνε από την πόλη τις ιδιαίτερα ικανές πολιτικές προσωπικότητες, οι οποίες ήταν σε θέση να επηρεάσουν το λαό θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοκρατία ('.Wolfgang Schuller, ό.π., σελ. 62).

8.   Για τον Άρειο Πάγο, βλ.: Claude Mosse, Οι θεσμοί, ό.π., σελ. 13-151 (:«Τα δικαστήρια»).

9.   Για τα δικαστήρια της Αθήνας, βλ. R. Flaceliere, ό.π., σελ. 281-97. Επίσης: Claude Mosse, Οι θεσμοί στην κλασική Ελλάδα, ό.π., σελ. 53-118 (για τον 5ο και 4ο αιώνα), ειδικότερα σελ. 103-18,       όπου και «Όρκος των ηλιαστών» (:Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 149-150). «Είναι προφανές ότι πρόκειται για κείμενο που παρεμβλήθηκε στο αυθεντικό κείμενο του Δημοσθένη, δεν μπο­ρεί όμως να είναι μεταγενέστερο του τέλους του 4ου αιώνα, και πρέπει να αποδίδει αρκετά καλά τον όρκο που έδιναν οι ηλιαστές», σημειώνει η Mosse. Ειδικότερα για τα τρία δικαστήρια στα οποία δίκαζαν οι πενήντα ένας Εφέται (δικαστές για πολιτικά αδικήματα), τo Παλάδιον, το Δελφίνιον, και το Εν Φρεατοί (που δίκαζε εκείνους που εξόριστοι προσωρινά για εξ αμελεία φόνο, είχαν κάνει νέο φόνο εκ προμελέτης και δεν μπορούσαν να πατήσουν - αφού ήταν μιασμένοι - στο έδαφος της Αττικής -, αλλά υπεράσπιζαν τον εαυτό τους μέσα από μια βάρκα μπροστά στους δικα- στε'ς που ήταν καθισμένοι στην ακτή), βλ.: R. Flaceliere, ό.π., σελ. 281-2. Βλ., γενικότερα: Gustave Glotz, Η ελληνική «πόλις», μετάφραση: Αγνή Σακελλαρίου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέ- ζης, Αθήνα “1994, σελ. 242-58 (:«Τα δικαστήρια και η διαδικασία»: «Η δικαιοσύνη»). Για την ηλι­αία, βλ.: Gustave Glotz, ό.π., σελ. 32· 137· 141· 209· 210- 212· 234· 240· 246· 247· 248· 260· 261- 288· 320· 341· 343· για τους ηλιαστές: σελ. 138· 246' 247.

10.  Γενικότερα για την «Πολιτική σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλους», βλ. στο βιβλίο του Κοσμά Ψυχοπαίδη, Ο φιλόσοφος, ο πολιτικός και ο τύραννος, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 21999: «Στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη συμπυκνώνονται οι σημαντικότερες ιδέες του ελληνι­κού κόσμου για τη φύση των πολιτικών κανόνων και της αυτονομίας της πολιτικής. Εδώ ο φιλόσοφος αντιπαρατίθεται στον τύραννο και η προβληματική της συνοχής των πολιτικών σχέσεων αναπτύσσεται ενιαία με ερωτήματα που αφορούν τους σκοπούς της πολιτικής, τις αξίες που πραγματοποιεί και την αγωγή των πολιτών» (:ό.π., σελ. 9).

11.  Ο Wolfgang Schuller, ωστόσο, διατυπώνει αντίθετη γνώμη: μια συνεδρία της λαϊκής συνέ­λευσης (Εκκλησίας του Δήμου) διαρκούσε γενικά το πολύ ως το μεσημέρι, δηλαδή στην πραγματι­κότητα λιγότερο απ’ ό,τι γίνεται γενικά αποδεκτό: «Έτσι ήταν πολΰ ευκολότερο να απαιτείται η συμμετοχή στην Εκκλησία ακόμη και όσων δεν είχαν το χρόνο να περνούν ολόκληρες ημέρες συζητώντας ή ακούγοντας. Γιατί μπορούσαν να διαθέτουν το απόγευμα για τις δουλειές τους, ενώ ταυτόχρονα διευκολυνόταν και η συμμετοχή πολλών στη δημοκρατία» (:ό.π., σελ. 63).

12.  Για τη Βουλή των Πεντακοσίων, βλ.: Claude Mosse,^40?7va..., ό.π., σελ. 38' 53' 61· 104· 105· 171- 173- 174.

13.  Για την Θόλο, βλ.: Αντώνης Μαστραπάς, Η πόλις, ό.π., 113' 114· 127' 146.

14.  Φωτογραφίες κληρωτηρίων και κιβωτίου ψήφων μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο: Πίτερ Κόννολλυ - Χάζελ Ντοτζ, ό.π., σελ. 30-31.

15.  Βλ.: Περί του στεφάνου. Για τον Δημοσθένη και τους άλλους αττικούς ρήτορες, βλ.: Michael Edwards, Οι αττικοί ρήτορες, μετάφραση: Δ.Γ. Σπαθάρας, επιμέλεια: Μαρία Κυρτζάκη, Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002.

16.  Το εγκώμιο, το οποίο ως είδος λογοτεχνικό αναπτύχθηκε αρχικά από τους λυρικούς ποιη- τές, χρησιμοποιήθηκε στον πεζό λόγο από τους σοφιστές, όπως τον Γοργία, ο οποίος έγραψε το Ελένης εγκώμιον, που θεωρείται υπόδειγμα ρητορικής δεινότητας με στόχο την υπεράσπιση ενός μυθικού προσώπου (:Τ. Πεντζοποϋλου-Βαλαλά, Γοργίας, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 209). Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του δίνει τα χαρακτηριστικά ταυ εγκωμίου, το οποίο εντάσσει στον επιδεικτικό ρητορικό λόγο, και το διακρίνει από τον έπαινο που «είναι ο λόγος που κάνει φανερό το μέγεθος της αρετής - επομένως ο ρήτορας πρέπει να δείχνει ότι οι πράξεις τον συγκεκρι­μένου ατόμου είχαν αυτόν το χαρακτήρα. Το εγκώμιο, αντίθετα, μιλάει για τις πράξεις· [...] Αυτός είναι ο λόγος που εγκωμιάζουμε ανθρώπους που έχουν κάνει κάτι» (:Ρητορική, Α', 9, μετάφραση: Δημήτρης Λυπσυρλής, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 257-9). Βλέπε, επίσης, σχετικά στην εισαγωγή του μεταφραστή, σελ. 90-91, και στο σχολιασμό του κειμένου, σελ. 384-5. Στον Αγη­σίλαο του Ξενοφώντα βλέπουμε μια κλιμάκωση του επαίνου: άτομο / γενιά / πατρίδα. Η αρετή τσυ Αγησίλαου τονίζεται χαρακτηριστικά. Ο συγγραφέας θέλει να αποδείξει ότι είναι το κύριο προτέ­ρημά τσυ. Η αρετή αποσυνδέεται ως ατομικό χαρακτηριστικό από το άτομο και συνδέεται άμεσα με την καταγωγή και την πόλη του ατόμου. Βλ. και: Gustave Glotz, Η ελληνική «πόλις», ό.π., σελ. 303-16.

17.  Για τον Ισοκράτη, βλ.: G. Mathieu, Οι πολιτικές ιδέες-, ό.π.' Michael Edwards, ό.π., σελ. 39-53.

18.  Βλ.: Αριστοτέλης, Ρητορική, Α΄, ό.π., σελ. 11-117 (: «Εισαγωγή»),

19.  Βλ., γενικότερα: Πλούταρχος. Περικλής, και ειδικότερα: V.

20. Για τον «Επιτάφιο Λόγο στην Αρχαία Γραμματεία», βλ. Θουκυδίδης, Περικλέους Επιτάφιος, κείμενα - μετάφραση - σχόλια - ερμηνεία: Ιωάννης Αχ. Μπάρμπας, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 29-39.

21.  Για την Α' Αθηναϊκή Συμμαχία ή Δηλιακή, βλ.: Αντώνης Μαστραπάς, Η ιστορία, ό.π., σελ. 333-6. Στη σελ. 346, βλ. φωτογραφίες με «τμήματα επιγραφών από τους φορολογικούς καταλόγους της Αθηναϊκής Συμμαχίας».

22.  Βλ., Πλούταρχος, Περικλής, XII (:Robert Flacaliere, ό.π., σελ. 162). Βλ., επίσης: Μ. Μ. Austin - P. Vidal-Naquet, ό.π., σελ. 405-8.

23.  Το Ερέχθειο, στη βορεινή πλευρά του Παρθενώνα, και ο ναός ο αφιερωμένος στην Αθηνά Νίκη ή Άπτερο Νίκη, δεξιά των Προπυλαίων.

24.  Εντέλει, εκτελέστηκαν μόνον οι πρωταίτιοι.

25.  Για τις συμμορίες αυτές, με κύρια δράση τους τη διασκέδαση και τη βία, συμμορίες που σύστηναν νεαροί γόνοι των πλούσιων αθηναϊκών οικογενειών, βλ.: Catherine Salles, Η άλλη όψη της αρχαιότητας. Ο υπόκοσμος, μετάφραση: Κώστας Τσιταράκης, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1997. Θαυμάσια περιγραφή των «νυκτοπλάνων» (μιας παρέας νεαρών, από την τάξη των ιππέων συνήθως, που συναντιόνται σε κάποιο συμπόσιο το οποίο δεν τους εμπνέει και ξεκινάνε προς αναζήτηση καλύτερης διασκέδασης) και των δραστηριοτήτων τους, μπορεί να αναζητήσει ο αναγνώστης στο βιβλίο του Τομ Χολτ, Εύπολις ο κωμωδιογράφος, μετάφραση: Γιάννης Σπανδωνής, εκδό­σεις Καλέντης, Αθήνα 2002, σελ. 69-71.

26.  Για τις δικαστικές λειτουργίες των συνελεύσεων, βλ.: Claude Mosse, Οι θεσμοί..., ό.π., σελ. 63-65. Για τον Νικόμαχο, βλ.: Λυσίας, Κατά Νικομάχον, 2-5: «[...] ενώ τον είχε ανατεθεί να αναγράψει σε τέσσερις μήνες τους νόμους τον Σόλωνα, έκανε τον εαυτό του νομοθέτη αντί του Σάλωνα, και αντί για τέσσερις μήνες κράτησε τη θέση τον για έξι χρόνια, και, χρηματιζόμενος καθημερινά, άλλους νόμους έγραφε, άλλους τους αφαιρούσε. [...]» (-.Claude Mosse, ό.π., σελ. 63).

27.  Βλ., για παράδειγμα: Wolfgang Schuller, ό.π., σελ. 69-70.

28.  Βλ.: Mary Beard, Ο Παρθενώνας, ό.π., σελ. 52-58, για το «οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή», τα έργα «η ταχύτης στην εκτέλεση των οποίων προκαλούσε το θαυμασμό» (:Πλοΰταρχος, Περικλής, XIII, 4-5), και τους επικριτές.

29.  Πρβλ.: τη φωτογραφία του προπλάσματος της Αθηνάς, Παρθένου του Φειδία, που βρίσκεται στο Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο (Καναδάς). (:Νάιτζελ Σπάιβυ, ό.π., σελ. 244).

30.  Ο χρυσός του αγάλματος της Αθηνάς στον Παρθενώνα ήταν «περιαιρετός», δηλαδή μπορούσε να κρεμαστεί και να ξεκρεμαστεί από τον ξύλινο σκελετό του αγάλματος.

31.  Χρησιμοποιούμε καταχρηστικά το ουσιαστικό «ένδυμα», αφού κατά τη μεταμινωική-μυκηναϊκή εποχή τα φορέματα υποδιαιρούνταν σε δύο κατηγορίες: σε κομμένα και σουφρωμένα. Τα κομμένα και ραμμένα ονομάζονται ενδύματα: προτού φορεθούν είχαν λάβει ένα ορισμένο σχήμα εφαρμογής. Αντιθέτως προς αυτά, τα επιβλήματα ή περιβλήματα ήταν υφάσματα στα οποία έδιναν το επιθυμητό σχήμα, αφού πρώτα υποβάλλονταν σε ιδιαίτερη μεταχείρηση, όπως αναποδογύρισμα, δίπλωμα ή σούφρωμα επάνω στο σώμα του φορέα. Από αυτές τις δύο κατηγορίες φορεμάτων εξελίχθηκαν τρεις βασικοί τύποι ενδυμασίας των αρχαίων Ελλήνων: ο χιτών, ο πέπλος, το ιμάτιον. (:Βλ.: Anastasia Pekridou-Gorecki, Η μόδα στην αρχαία Ελλάδα, μετάφραση: Δ.Γ. Γεωργοβασίλης και Μ. Pfreinter, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμας, Αθήνα 2002, σελ. 92. Για τον χιτώνα, βλ.: σελ. 93- 99 [ως γυναικεία φορεσιά], και: 106-7 [ως ανδρική]. Για τον πέπλο, βλ.: σελ. 100-5 [ως γυναικεία φορεσιά]. Για το ιμάτιον, βλ.: σελ. 105-6 [ως γυναικεία φορεσιά], και σελ. 107-21 [ως ανδρική φορεσιά], «Δεν είναι λάθος αν αναγνωρίσουμε στο “τετράγωνον ιμάτιον” ή “ελληνικόν ιμάτιον”, εκεί­νο το τμήμα του ενδύματος, με το οποίο ο Έλληνας διακρινόταν εξωτερικά από τους υπόλοιπους λαούς του αρχαίου κόσμου», σημειώνει ολοκληρώνοντας το βιβλίο της η Pekridou-Gorecki [σελ. 178].)

32.  Για τις θέσεις του γλυπτικού διάκοσμου του Παρθενώνα, βλ.: Mary Beard, ό.π., σχέδιο 1, σελ. 28.

33.  Για την τεχνητή καμπυλότητα στις κιονοστοιχίες του Παρθενώνα, βλ.: Νάιτζελ Σπάιβυ, ό.π., σελ. 249. Βλ., κυρίως: στο έργο αναφοράς του Αναστάσιου Κ. Ορλάνδου, ό.π., σελ. 141-99,

34.  Για το ναό του Απόλλωνα ατούς Διδύμους, βλ.: Marie-Christine Helmann, ό.π., σελ. 35· 47· 203· (σχ.) 6· 92.

35.  Για το αέτωμα, τη ζωφόρο και τις μετόπες του Παρθενώνα, βλ.: Νάιτζελ Σπάιβυ, ό.π., σελ. 250-64.

36.  Για το Ερέχθειο, βλ.: Νάιτζελ Σπάιβυ, ό.π., σελ. 268-74. Για την ονομασία «Καρυάτιδες», βλ.: ό.π., σελ. 268-9.

37.  «Είναι αδύνατο να περιγράφει το κτίριο από που έχει τόσες ιδιοτυπίες, όσες κανένα άλλο ελληνικό οικοδόμημα» (:Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ'2: «Κλασικός ελληνισμός (2)», σελ. 284, Εκδοτική Αθηνών, 1972).

Για το Ερέχθειο, βλ.: Πίτερ Κόννολλυ - Χάζελ Ντοτζ, Η αρχαία πόλη, ό.π., σελ. 76-77, όπου κάτοψη και «κατάλογος μισθοδοσίας». Γενικότερα, το βιβλίο των Κόννολλυ - Ντοτζ περιέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό (για την οικοδόμηση του Παρθενώνα, λόγου χάριν, τους γερανούς που χρησιμοποιήθηκαν και τα χρώματα των γλυπτών στη «ζωφόρο των Παναθηναίων»), σελ. 62-79.

38.  Για τη Νίκη που φτιάχνει το σανδάλι της, βλ.: Νάιτζελ Σπάιβυ, ό.π., σελ. 273 (φωτογραφία)· 274.