www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΥΣΤΡΙΩΤΗΣ

 

Τα χρόνια που προηγήθηκαν

 

Η Αθηναϊκή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε μετά το 511 π.Χ., όταν ανατράπηκε το τυραννικό καθεστώς των γιων του Πεισίστρατου, των Πεισιστρατιδών. Ο Πεισίστρατος ήταν τύραννος της Αθήνας για συνολικά δεκαεννέα χρόνια κατά την περίοδο μεταξύ 561 και 528 π.Χ., οπότε πέθανε. Δύο φορές απομακρύνθηκε από την εξουσία, αλλά κατάφερε τελικά να επανέλθει. Η τρίτη και τελική αποκατάστασή του συνέβη το 537 ή 536 π.Χ.. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες φορές, όταν κατάφερε να πάρει την εξουσία εκμεταλλευόμενος επιδέξια τις διαμάχες αντίπαλων αριστοκρατικών φατριών, στην τρίτη του προσπάθεια χρησιμοποίησε εξωτερική χρηματοδότηση και ξένες μισθοφορικές δυνάμεις. Το πρόσωπο πίσω από αυτή την επιθετική πολιτική ήταν ο γιος του Ιππίας. O Ηρόδοτος περιγράφει τα γεγονότα της τελικής επιστροφής του Πεισίστρατου στην εξουσία:

... (ο Πεισίστρατος) πήγε στην Ερέτρια, όπου έκανε συμβούλιο με τους γιους του. Υπερίσχυσε η γνώμη του Ιππία να καταλάβουν πάλι την εξουσία και ζήτησαν οικονομική βοήθεια από τις πολιτείες που είχαν κάποια υποχρέωση σ’ αυτούς. Πολλές έδωσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, και οι Θηβαίοι περισσότερα απ’ όλους. Μετά, για να μη τα πολυλογώ, όταν ήρθε η ώρα, είχαν ετοιμαστεί όλα για να κατέβουν στην Αθήνα. Από τη Πελοπόννησο ήρθαν Αργείοι μισθοφόροι και ένας εθελοντής από τη Νάξο, ονομαζόμενος Λύγδαμις, που έδειξε μεγάλη προθυμία και έφερε μαζί τον χρήματα και στρατό. Έντεκα χρόνια μετά την αυτοεξορία του, ο Πεισίστρατος με τους στρατιώτες του ξεκίνησαν από την Ερέτρια και πήγαν στην Αττική... (Ηρόδοτος 1.61-62)

Πρόσθετες πληροφορίες δίνονται από τον Αριστοτέλη σχετικά με ης δραστηριότητες του Πεισίστρατου τη περίοδο της εξορίας του. Η οικογένειά του μετά την εκδίωξή τους το 547 π.Χ., ίδρυσε μια αποικία στη Μακεδονία, όπου κατάφεραν να συγκεντρώσουν χρήματα και υποστήριξη:

Καταρχήν (ο Πεισίστρατος) ίδρυσε μαζί με άλλους μια αποικία που ονομάζει Ραίκηλοs[1] στο Θερμαϊκό κόλπο, και από εκεί προχώρησε στη περιοχή του Παγγαίου όπου αφού απόκτησε πολλά χρήματα, στρατολόγησε μισθοφόρους και πήγε πάλι στ, Ερέτρια κατά τον ενδέκατο χρόνο και τότε προσπάθησε για πρώτη φορά να ανακτήσει βίαια την εξουσία με τη πρόθυμη βοήθεια πολλών, και προπαντός των Θηβαίων και του Λύγδαμι από τη Νάξο, καθώς και της τάξης των ιππέων που κυβερνούσαν τότε π Ερέτρια. (Αριστοτέλης 15)

Ο Πεισίστρατος επέστρεψε στην Αθήνα ως τύραννος, για τρίτη φορ( χρησιμοποιώντας απλώς και μόνο στρατιωτική δύναμη. Η μάχη της Παλλήνη περιγράφεται λεπτομερώς από τον Ηρόδοτο:

... πήγαν στην Αττική, όπου κατέλαβαν πρώτα το Μαραθώνα. Όταν στρατοπέδευσαν εκεί, ήρθαν από τη πόλη και άλλοι στασιαστές, καθώς και από τους αγροτικούς δήμους από τους οποίους πήγαν πολλοί που προτιμούσαν τη τυραννία από την ελευθερία. Όσο ο Πεισίστρατος μάζευε χρήματα και συγκέντρωνε δυνάμεις, οι Αθηναίοι ούτε λογάριαζαν το πράγμα, ούτε και όταν κατέλαβε το Μαραθώνα. Αλλά όταν πληροφορήθηκαν ότι, από το Μαραθώνα προχωρεί προς τη πόλη, τότε μόνο αποφάσισαν να του αντισταθούν. Ενώ οι Αθηναίοι κήρυξαν γενική επιστράτευση για να επιτεθούν εναντίον του στρατού του Πεισίστρατου, οι οπαδοί του βάδιζαν εναντίον των Αθηνών. Οι αντίπαλοι έφτασαν κοντά στο ναό της Παλληνίδος Αθηνάς και παρατάχτηκαν για μάχη. (Ηρόδοτος 1.62) Ο Πεισίστρατος ... έδωσε διαταγή στο στρατό του να προελάσει. Οι Αθηναίοι της πολιτείας έτρωγαν για μεσημέρι και όσοι είχαν τελειώοει, έπαιζαν ζάρια ή είχαν ξαπλώσει. Οι στρατιώτες του Πεισίστρατου τους έκαναν αιφνιδιασμό και τους κατατρόπωσαν. Καθώς όμως έφευγαν, ο Πεισίστρατος έκανε τη σωστή σκέψη να τους εμποδίσει να ανασυνταχθούν και να τους διασκορπίσει εντελώς. Είπε στους γιους του να ανέβουν στα άλογα για να προλάβουν τους φυγάδες και να τους πουν ότι ο Πεισίστρατος τους παραγγέλνει να μη φοβηθούν τίποτα και να γυρίσει ο καθένας στο σπίτι του. Τους άκουσαν οι Αθηναίοι και ο Πεισίστρατος, αφού κατέλαβε για τρίτη φορά την Αθήνα, στερέωσε την εξουσία του... (Ηρόδοτος 1.63-64)

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς ο Πεισίστρατος κατόρθωσε να συγκεντρώσει την απαραίτητη υποστήριξη που του ήταν αναγκαία για να επιστρέφει στην εξουσία. Η πολιτική δομή των αποικιών στερούταν το συνταγματικό χαρακτήρα της μητρόπολης. Συνήθως, ο ηγέτης των αρχικών αποίκων γινόταν κληρονομικός κυβερνήτης της νέας αποικίας. Με τον τρόπο αυτό, μια μορφή διακυβέρνησην παρόμοια με τυραννίδα εγκαθιδρυόταν με τη συναίνεση του λαού, ο οποίος είχε ακολουθήσει τον ηγέτη του στην εκστρατεία αποικισμού. Ένας ικανός και αποτελεσματικός ηγέτης θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την απόλυτη εξουσία του για να προωθήσει τη δύναμη του και τον πλούτο του, καθώς και αυτόν της αποικίας του. Η οικοδόμηση ενός δικτύου συμμαχικών πόλεων ήταν μια ευρέως χρησιμοποιούμενη στρατηγική για το σκοπό αυτό. Οι αποικίες, οι οποίες έπρεπε να επιβιώσουν σε εχθρικά περιβάλλοντα, χρειάζονταν την στήριξη τέτοιων συμμαχιών. Ο Πεισίστρατος και ο Ιππίας αποδείχθηκαν πολύ ικανοί στην οικοδόμηση φιλικών σχέσεων με άλλες πόλεις (πολιτείες που είχαν κάποια υποχρέωση σ’ αυτούς), από τις οποίες θα μπορούσαν να πάρουν «μεγάλα χρηματικά ποσά».

Ο Πεισίστρατος διατήρησε τις σχέσεις του με τις αποικίες και μετά την επιστροφή του στην εξουσία. Με αυτόν τον τρόπο ήταν σε θέση να χρηματοδοτεί μια ισχυρή δύναμη μισθοφόρων που τον βοηθούσε να διατηρεί την εξουσία του στην Αθήνα. Επίσης χρησιμοποιούσε τον αυξημένο πλούτο του και την πολιτική και στρατιωτική δύναμη του για την περαιτέρω επέκταση του δικτύου των συμμάχων του σε όλη την Ελλάδα.

... ο Πεισίστρατος στερέωσε την εξουσία του χρησιμοποιώντας πολλούς μισθοφόρους και πολλά χρήματα από εισφορές που εισέπραττε, άλλες από την Αττική και άλλες από τη περιοχή του ποταμού Στρυμόνα. Πήρε και ομήρους τα παιδιά των Αθηναίων που είχαν αντιταχτεί και δεν είχαν φύγει και τα έστειλε στη Νάξο (και αυτήν την είχε κυριέψει ο Πεισίστρατος με πόλεμο και τη παρέδωσε στο Λύγδαμι). ... Ο Πεισίστρατος λοιπόν εξουσίαζε την Αθήνα και από τους Αθηναίους άλλοι είχαν σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης, και άλλοι είχαν αυτοεξοριστεί μαζί με τους Αλκμεωνίδες. (Ηρόδοτος 1.64)

Όταν ο Πεισίστρατος πέθανε το 528 π.Χ., οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του ανέλαβαν την εξουσία και συνέχισαν την τυραννία:

Κύριοι της πολιτείας βρέθηκαν (μετά το θάνατο του Πεισίστρατου) ο Ίππαρχος και ο Ιππίας και λόγω των ικανοτήτων τους και λόγω της ηλικίας τους. Ως πρωτότοκος που ήταν ο Ιππίας και γεννημένος για τη πολιτική και άνθρωπος συνετός είχε τα ηνία της πολιτικής εξουσίας. Ο Ίππαρχος αντιθέτως ήταν τύποι εύθυμος, ερωτικός και φιλότεχνος, και γι’ αυτό αυτός ήταν που προσκάλεσε (στην Αθήνα) τον Ανακρέοντα, το Σιμωνίδη και τους άλλους ποιητές. (Αριστοτέλης 18)

Ο Ιππίας είχε ήδη εμπλακεί ενεργά am διακυβέρνηση της πόλης αφότου ο πατέρας του επανήλθε στην εξουσία το 536 π.Χ.. Όπως εξηγεί ο Ηρόδοτος, έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην απόφαση να επιστρέφουν στην Αθήνα («υπερίσχυσε η γνώμη του Ιππία να καταλάβουν πάλι την εξουσία») και στη νίκη των δυνάμεων του πατέρα του στην Παλλήνη.

Υποθέτοντας ότι ο Ιππίας ήταν άνω των 70 ετών κατά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ήταν περίπου δεκαοκτώ όταν ο πατέρας του εκδιώχθηκε το 547 π.Χ.. Συνεπώς, ο ίδιος μεγάλωσε πολιτικά στο περιβάλλον των αποικιών και απέκτησε έντονα αυταρχική ιδεολογία. Ήταν πεπεισμένος ότι η τυραννία ήταν το καλύτερο είδος διακυβέρνησης και εφάρμοσε τη πολιτική του αυτή με ευφυΐα και μεγάλη αποτελεσματικότητα. Ίσως να μην απέχει πολύ από την αλήθεια το να υποθέσουμε ότι ήταν ο ιθύνων νους πίσω από την επιτυχημένη βασιλεία του πατέρα του κατά τη διάρκεια της περιόδου 536-528 π.Χ.. Συνεπώς, κυβέρνησε την Αθήνα για μια συνεχή περίοδο είκοσι πέντε ετών, μέχρι το 511 π.Χ. Οι περιορισμένες πληροφορίες που έχουμε, τον περιγράφουν να αποφεύγει τις μεγάλες συγκεντρώσεις και το λαό. Αφηνε αυτόν το ρόλο στο χαρισματικό πατέρα του για τη περίοδο που ζούσε. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το ρόλο αυτό τον ανέλαβε ο αδελφός του ο Ίππαρχος.

Λόγω των περιορισμένων πληροφοριών που διαθέτουμε από αυτή την περίοδο της αθηναϊκής ιστορίας δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο Ιππίας ήταν πράγματι ο ιθύνων νους πίσω από τη τελευταία περίοδο της τυραννίδας του Πεισίστρατου. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις που ενισχύουν αυτή την υπόθεση. Η τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης του Πεισίστρατου είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις δύο πρώτες, ενώ παρουσιάζει ομοιότητες με τον τρόπο διοίκησης του Ιππία που ακολούθησε. Μισθοφόροι χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά για την προστασία του καθεστώτος. Το πολιτικό δόγμα του Ιππία ήταν ότι η οικονομική δύναμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατάκτηση της εξουσίας και αντίστροφα ο έλεγχος του κράτους μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συγκέντρωση πλούτου (ζήτησαν οικονομική βοήθεια από τις πολιτείες που είχαν κάποια υποχρέωση σ’ αυτούς - Ηρόδοτος 1.61).

Ο Ιππίας συνέχισε την επιτυχημένη οικονομική πολιτική του Πεισίστρατου με σκοπό να κρατήσει ικανοποιημένους του υπηκόους του και να αυξήσει τις εισροές φόρων που ενίσχυαν τη δική του οικονομική δύναμη, η οποία ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος του. Για το λόγο αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αντιμετώπιζε με δικαιοσύνη όλους τους Αθηναίους που δεν ήταν επικίνδυνοι για το θρόνο του. Από την άλλη πλευρά, ήταν αδίστακτος κατά πιθανών διεκδικητών της εξουσίας. Σαν αποτέλεσμα ήρθε σε άμεση σύγκρουση με τις σημαντικότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας.

Δύο από τις πιο διακεκριμένες οικογένειες της Αθήνας που αμφισβήτησαν την εξουσία των Πεισιστρατιδών ήταν οι Αλκμεωνίδες, δηλαδή η οικογένεια του Κλεισθένη, και οι Φιλαΐδες, η οικογένεια του Μιλτιάδη. Είναι ενδιαφέρον ότι μια επιγραφική μαρτυρία (Εικόνα 1) δείχνει κάποια προσπάθεια από τον Ιππία να συμβιβαστεί με αυτές τις δύο μεγάλες και ισχυρές αθηναϊκές οικογένειες. Τα ονόματα του Ιππία, του Κλεισθένη του Μεγακλή, και του Μιλτιάδη του Κίμωνα, εμφανίζονται διαδοχικά στη λίστα των Αρχόντων που αντιστοιχούν στα έτη 526,525, και 524 π.Χ. αντίστοιχα. Δεν είναι σαφές, ποιος ήταν ο ρόλος του Άρχοντος κατά τη διάρκεια της τυραννίας του Πεισίστρατου ή του Ιππία. Ωστόσο, το αξίωμα αυτό αντιπροσώπευε τουλάχιστον μια ιδιαίτερα τιμητική θέση. Δεν είναι γνωστό κάτω από ποιες συνθήκες ο Ιππίας ήρθε σε συμφωνία με τους αντιπάλους του, λίγα χρόνια αφού διαδέχθηκε τον πατέρα του. Οι λεπτομέρειες της σύγκρουσης μεταξύ των Πεισιστρατιδών και των άλλων αντίπαλων οικογενειών αποκαλύπτουν τη σφοδρή και βίαιη διαμάχη που διαρκώς υπέβοσκε στην αθηναϊκή πολιτική κατά τη διάρκεια της τυραννίδας.

Εάν από τα επιφανέστερα μέλη της οικογένειας των Φιλαϊδών ήταν ο Μιλτιάδης του Κύψελου, ο οποίος ήταν τύραννος της Χερσονήσου στη Θράκη[2]. Η θέση του και ο πλούτος του έκανε την οικογένειά του μια πιθανή απειλή για τον Πεισίστρατο και τους γιους του. 0 Ηρόδοτος καταγράφει μια σύντομη ιστορία της αθηναϊκής αποικίας της Χερσονήσου.

Στην Αθήνα τότε ασκούσε την απόλυτη εξουσία ο Πεισίστρατου, αλλά είχε μεγάλη δύναμη και ο Μιλτιάδης του Κύψελου, από οικογένεια που διατηρούσε τέθριππα και η καταγωγή της έφτανε ως το Αιακό[3]από την Αίγινα και αργότερα έγινε Αθηναίος, όταν ο Φίλαιος ο γιος τον Αίαν τα, πρώτος απ’ αυτή την οικογένεια έγινε Αθηναίος. (Ηρόδοτος VΙ.34)

Κάτω από άγνωστες συνθήκες, ο Μιλτιάδης κλήθηκε από τους κατοίκους της Χερσονήσου, τους Δολόγκους[4], να γίνει αρχηγός τους.

... (ο Μιλτιάδης) πήρε όσους από τον Αθηναίους επιθυμούσαν να λάβουν μέρος στην αποστολή, έφυγε με τους Δολόγκους, και πήρε την εξουσία της χώρας τους. Οι Δολόγκοι τον εγκατέστησαν τύραννο. Ο Μιλτιάδης το πρώτο που έκανε ήταν να οχυρώσει με τείχος τη Χερσόνησο από τη Καρδία έως τη Πακτύη, ώστε να μη μπορούν οι Αψίνθιοι να κάνουν εισβολές και να καταστρέφουν το τόπο. Ο ισθμός τον οποίο τείχισε είχε πλάτος τριάντα έξι στάδια[5]. Από τον ισθμό αυτόν και πέρα το εσωτερικό της Χερσονήσου έχει μήκος τετρακόσια είκοσι στάδια. (Ηρόδοτος VΙ 35)

Στο παραπάνω κείμενο υπονοείται ο ανταγωνισμός μεταξύ του Μιλτιάδη του Κύψελου και του Πεισίστρατου. Η φιλία του Μιλτιάδη με τον Κροίσο, βασιλιά της Λυδίας τον έκανε πολύ επικίνδυνο διεκδικητή της εξουσίας στην Αθήνας όπως αναφέρεται και πιο κάτω από τον Ηρόδοτο:

... ο Μιλτιάδης είχε καλές σχέσεις με το Λυδό Κροίσο,... Αργότερα πέθανε χωρίς να αφήσει παιδιά. Άφησε κληρονόμο της περιουσίας και της εξουσίας του το Στησαγόρα γιο του Κίμωνα, που ήταν ομομήτριος αδελφός του.... Αργότερα όταν και ο Στησαγόρας πολεμούσε με τους Λαμψακηνούς, συνέβηκε να πεθάνει κι αυτός χωρίς παιδιά. ... Όταν πέθανε ο Στησαγόρας ...οι Πεισιστρατίδες έστειβαν με καράβι στη Χερσόνησο τον αδελφό του, Μιλτιάδη του Κίμωνος, για να παραλάβει την εξουσία. Οι Πεισιστρατίδες του έδειχναν εύνοια σαν να μην ήξεραν το θάνατο τον πατέρα τον... (Ηρόδοτος VI. 37-39)

Η καλή σχέση μεταξύ του Ιππία και του Μιλτιάδη του Κίμωνα, η οποία εικάζεται από την εκλογή του Μιλτιάδη στο αξίωμα του Άρχοντος το 524 π.Χ., επιβεβαιώνεται και από τον Ηρόδοτο. 0 Ιππίας έστειλε το Μιλτιάδη στη Χερσόνησο για να αναλάβει την αποικία. Όμως η συμπεριφορά αυτή του Μιλτιάδη δύσκολα γίνεται κατανοητή αν ληφθεί υπόψη ότι ο πατέρας του Μιλτιάδη, Κίμων, δολοφονήθηκε από τους Πεισιστρατίδες (βλέπε παρακάτω). Πιθανώς ήταν ένας τακτικός ελιγμός του, έτσι ώστε να καταφέρει να εγκαταλείψει την Αθήνα με ασφάλεια και να αναλάβει το θρόνο του αδελφού του στην Χερσόνησο.

... ο Κίμων τον Στησαγόρα αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα για να σωθεί από τον Πεισίστρατο τον Ιπποκράτη. Και ενώ ο Κίμων ήταν εξόριστος, συνέβηκε να νικήσει στους Ολυμπιακούς στο τέθριππο. Την ίδια νίκη είχε πετύχει και ο ομομήτριος αδελφός του Μιλτιάδης. Στην επόμενη Ολυμπιάδα είχε πάλι νικήσει με τα ίδια άλογα, αλλά δέχτηκε να ανακηρυχθεί νικητής ο Πεισίστρατος, και χαρίζοντάς του τη νίκη μπόρεσε να γυρίσει στην Αθήνα με εγγύηση για τη ζωή τον. Αφού νίκησε και άλλη φορά στην επόμενη Ολυμπιάδα με τα ίδια άλογα, τον σκότωσαν οι γιοί του Πεισίστρατου, όταν ο Πεισίστρατος δεν υπήρχε πια. Έβαλαν ανθρώπους τους και τον παραφύλαξαν τη νύχτα κοντά στο πρυτανείο. Ο τάφος τον Κίμωνα βρίσκεται μπροστά στη πόλη, πέρα από την οδό που περνάει από το προάστιο που ονομάζεται Κοίλη. Τα άλογα που τον έδωσαν τρεις Ολυμπιακές νίκες τα έθαψαν απέναντι του. ...Ο μεγαλύτερος γιος τον Κίμωνα, ο Στησαγόρας, ήταν τότε στη Χερσόνησο κοντά στο θείο τον Μιλτιάδη, ο νεώτερος ήταν με το Κίμωνα στην Αθήνα και είχε το όνομα του Μιλτιάδη που είχε ιδρύσει την αποικία στη Χερσόνησο. (Ηρόδοτος VI. 103)

Η δολοφονία του Κίμωνα δείχνει ότι ο ανταγωνισμός για την εξουσία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Πεισιστρατιδών ήταν βίαιος και αιματηρός. Αργά η γρήγορα η βία θα είχε θύματα και μεταξύ των μελών της άρχουσας οικογένειας. Η δολοφονία του Ιππάρχου κατά την πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων το 514 π.Χ. από τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα αποσταθεροποίησε την τυραννία. Ο Ιππίας έχασε την επαφή του με το λαό, όταν έπαψε να έχει τη βοήθεια του δημοφιλούς αδελφού του. Άρχισε να υποπτεύεται τους πάντες και έγινε βιαιότερος:

Μετά από αυτό το γεγονός η τυραννία έγινε πολύ πιο σκληρή. Και επειδή ο Ιππίας από αισθήματα εκδίκησης για τον αδελφό τον είχε σκοτώσει και εξορίσει πολλούς, έγινε δύσπιστος και εχθρικός προς όλους. Τον τέταρτο περίπου χρόνο μετά το θάνατο του Ιππάρχου, επειδή η κατάσταση στη πόλη ήταν άσχημη, επιχείρησε να οχυρώσει τη Μουνιχία[6] με σκοπό να εγκατασταθεί εκεί. (Αριστοτέλης 19)

Σύντομα, πολλά μέλη της αριστοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των Αλκμεωνιδών, οργάνωσαν ένοπλη αντίσταση:

... ο Ιππίας ήταν σκληρός προς του Αθηναίους εξαιτίας του φόνου του Ιππάρχου. Οι Αλκμεωνίδες, Αθηναίοι το γένος, είχαν φύγει από τη πολιτεία για να γλυτώσουν από τους Πεισιστρατίδες. Όταν μαζί με άλλους Αθηναίους φυγάδες επιχείρησαν να επιστρέφουν, δε μπόρεσαν, ηττήθηκαν όταν προσπάθησαν να κατέβουν να ελευθερώσουν την Αθήνα. Τότε οχύρωσαν το Λειψύδριο πάνω από τη Παιονία. Εδώ οι Αλκμεωνίδες μηχανεύονταν κάθε τι εναντίον των Πεισιστρατιδών... (Ηρόδοτος V.62)

Παρά την επιτυχία των τυράννων να καταπνίξουν αυτή την εξέγερση χρησιμοποιώντας στρατιωτική δύναμη, η απώλεια της λαϊκής υποστήριξης στην Αθήνα έκανε πιο ευάλωτη την τυραννία σε εξωτερικές παρεμβάσεις. Φαίνεται ότι το μοιραίο λάθος του Ιππία ήταν να συμμαχήσει με το Άργος κατά τη στιγμή που η διαμάχη για τον έλεγχο της Πελοποννήσου μεταξύ της Σπάρτης και του Άργους έφτανε στο αποκορύφωμά της[7]. Μια παρέμβαση της Σπάρτης στην Αττική ήταν επίσης σύμφωνη με την επεκτατική πολιτική του βασιλιά Κλεομένη, ο οποίος προσπαθούσε να θέσει όλη τη Νότια Ελλάδα υπό σπαρτιατικό πολιτικό έλεγχο.

Και ενώ αυτά επιχειρούσε (δηλαδή την οχύρωση της Μουνιχίας), εκδιώχθηκε από το Κλεομένη τον βασιλιά των Λακεδαιμονίων, διότι οι Σπαρτιάτες γίνονταν συνεχώς αποδέκτες χρησμών που τους υποδείκνυαν να ανατρέψουν το τυραννικό καθεστώς ... Στην απόφαση των Σπαρτιατών για δράση σημαντικό ρόλο έπαιζε και η φιλία που υπήρχε ανάμεσα στους Αργείους και τους Πεισιστρατίδες. (Αριστοτέλης 19)

Ο ρόλος των Αλκμεωνιδών και των άλλων εξόριστων σχετικά με τη σπαρτιατική παρέμβαση μάλλον υπερτονίζεται από τον Ηρόδοτο και απλά επαναλαμβάνεται από τον Αριστοτέλη:

Όπως διηγούνται οι Αθηναίοι, οι Αλκμεωνίδες αυτοί όσο έμειναν στους Δελφούς δωροδόκησαν τη Πυθία και την έπεισαν κάθε φορά που θα έρχονταν Σπαρτιάτες, είτε ιδιώτες είτε επίσημοι απεσταλμένοι, να ζητήσουν χρησμό, να τους λέει ότι πρέπει να ελευθερώσουν την Αθήνα. (Ηρόδοτος V.63)

Είναι πιο εύλογο να υποθέσουμε ότι η Σπάρτη αξιοποίησε απλώς τη στήριξη των εξόριστων, προκειμένου να επιτύχει τους πολιτικούς στόχους της ευκολότερα και αποτελεσματικότερα. Ωστόσο, ο Ιππίας δεν ήταν ένα εύκολο θύμα, και στο τέλος, ο Κλεομένης έπρεπε ο ίδιος να αναλάβει δράση.

Οι Λακεδαιμόνιοι, καθώς τους δινόταν πάντα η ίδια απόκριση, έστειβαν τον Αγχιμόλιο του Αστέρος, από τους καλύτερους πολίτες, με στρατό να διώξει του Πεισιστρατίδες από την Αθήνα, μόλο που είχαν με τους Πεισιστρατίδες δεσμούς φιλίας στενούς. Αλλά θεωρούσαν σπουδαιότερη την υπακοή τους στο θεό παρά τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους. Έστειβαν τον Αγχιμόλιο και το στρατό τον με καράβια. Ο Αγχιμόλιος έφτασε στο Φάληρο κι αποβίβασε το στρατό του. Οι Πεισιστρατίδες το είχαν πληροφορηθεί από πριν και είχαν καλέσει σε βοήθεια από τη Θεσσαλία, γιατί είχαν κάνει συμμαχία με τους Θεσσαλούς που ανταποκρίθηκαν στο αίτημα και αποφάσισαν να στείλουν χίλιους ιππείς με το ίδιο το βασιλιά τους Κινέα από τους Γόννους. Όταν οι Πεισιστρατίδες εξασφάλισαν τη συμμαχία τους, μηχανεύτηκαν το εξής: έκοψαν τα δέντρα σε όλη τη πεδιάδα του Φαλήρου για να μπορεί να τη διατρέξει το ιππικό και έκαναν επίθεση με το θεσσαλικό ιππικό εναντίον τον στρατοπέδου τον εχθρού. Το ιππικό σκότωσε πολλούς Λακεδαιμονίους μεταξύ τους και τον Αγχιμόλιο, τους δε άλλους που σώθηκαν τους ανάγκασε να ξαναμπούν στα πλοία τους. Έτσι τελείωσε η πρώτη εκστρατεία των Λακεδαιμονίων. Ο τάφος του Αγχιμολίου βρίσκεται στην Αλωπεκή της Αττικής κοντά στο ναό τον Ηρακλή στο Κυνόσαργες. (Ηρόδοτος V.63)

Μετά την αποτυχία του Αγχιμόλιου, ο Κλεομένης αποφάσισε να επιλύσει ο ίδιος το αθηναϊκό πρόβλημα.

Μετά απ’ αυτά οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν δεύτερη εκστρατεία με μεγαλύτερες δυνάμεις και όρισαν στρατηγό της εκστρατείας το βασιλιά τους Κλεομένη του Αναξανδρίδη. Δεν τους έστειβαν από θάλασσα αλλά από στεριά. Όταν έκαναν εισβολή στην Αττική, πρώτα τους χτύπησε το θεσσαλικό ιππικό, το οποίο όμως τράπηκε σε φυγή χάνοντας σαράντα πολεμιστές. Οι υπόλοιποι, όσοι σώθηκαν, έφυγαν όπως ήσαν πίσω στη Θεσσαλία. Ο Κλεομένης έφτασε στην Αθήνα και με όσους Αθηναίους ήθελαν να απελευθερωθούν, πολιόρκησε τους τυράννους που είχαν οχυρωθεί στο Πελασγικό τείχος[8]. (Ηρόδοτος V.64) Οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα μπορούσαν να διώξουν τους Πεισιστρατίδες (γιατί δεν είχαν σκοπό να κάνουν πραγματική πολιορκία και οι Πεισιστρατίδες είχαν αποθηκεύσει τρόφιμα και νερό) και ύστερα από πολιορκία ολίγων ημερών θα έφευγαν, επιστρέφοντας στη Σπάρτη. Αλλά κατά κακή τύχη για τους Πεισιστρατίδες και καλή για τους πολιορκητές, συνέβηκε το εξής: Οι Πεισιστρατίδες προσπάθησαν να φυγαδεύσουν τα παιδιά τους, αλλά οι πολιορκητές τα έπιασαν.

Αυτό συντάραξε τους Πεισιστρατίδες και για να ξαναπάρουν τα παιδιά τους δέχτηκαν ότι όρους ήθελαν οι Αθηναίοι, ώστε να φύγουν από την Απική μέσα σε πέντε μέρες. Έφυγαν και πήγαν στο Σίγειο, στο ποταμό Σκάμανδρο. Είχαν εξουσιάσει τους Αθηναίους για τριάντα έξι χρόνια. (Ηρόδοτος V.65)

       Αυτό έγινε όταν Άρχοντας ήταν ο Αρπακτίδης (511 π.Χ.), αφού είχαν διατηρήσει την εξουσία του τυραννικού καθεστώτος επί δέκα εφτά χρόνια από το θάνατο του πατέρα τους, και συνολικά σαράντα εννιά χρόνια μαζί με εκείνα της διακυβέρνησης του πατέρα τους. (Αριστοτέλης 19)

Με τον τρόπο αυτό τα σαράντα εννέα χρόνια της τυραννίας της Αθήνας τελείωσαν.

 

 

Η Δημοκρατία γεννιέται

 

Μετά την ανατροπή των Πεισιστρατιδών, οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν να ελέγχουν την Αθήνα. Ο Κλεομένης προσπάθησε να επιβάλει στην Αθήνα μια κυβέρνηση φιλική προς τα σχέδιά του για σπαρτιατική κυριαρχία στην Ελλάδα. Μια τέτοια διευθέτηση φαινόταν εύκολη χάρη στις εξαιρετικές προσωπικές σχέσεις του με την αθηναϊκή αριστοκρατία, η οποία είχε αντιταχθεί στον Ιππία. Αν και δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το πολίτευμα του Σάλωνα σχεδόν υποκαταστάθηκε, αλλά ίσως τα ολιγαρχικά στοιχεία του ενισχύθηκαν έναντι των δημοκρατικών. Ωστόσο, ο Κλεομένης υποτίμησε τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας. Αγνόησε επίσης τις φιλοδοξίες και την πολιτική ικανότητα του Κλεισθένη, ο οποίος ήταν τότε ο ηγέτης της οικογένειας Αλκμεωνιδών. Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται από τον Ηρόδοτο:

Δύο άνθρωποι είχαν τότε μεγάλη επιρροή. Ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης, που λέγεται ότι είχε πείσει τη Πυθία, και ο Ισαγόρας τον Τεισάνδρου, που ήταν από μεγάλη οικογένεια. Δεν ξέρω ποια ήταν η καταγωγή τον αλλά οι συγγενείς τον θυσίαζαν στο Κάριο Δία. Οι δύο αυτοί συγκρούστηκαν για την εξουσία, νίκησε ο Κλεισθένης και στηρίχτηκε στο λαό. (Ηρόδοτος V.66)

Η αναφορά του Αριστοτέλη είναι παρόμοια. Προσθέτει, επίσης, ότι ο Κλεισθένης έχασε μια ψηφοφορία σε ένα αριστοκρατικό όργανο που ονομαζόταν «Εταιρείαι». Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τις Εταιρείες από άλλες πηγές, αλλά είναι σαφές ότι δεν εκπροσωπούσαν το λαό (Δήμο), θεωρώντας ότι η διαφορά μεταξύ του Κλεισθένη και του Ισαγόρα αφορούσε την εκλογή του Άρχοντα για το έτος 507 π.Χ., όταν εξελέγη ο Ισαγόρας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι την περίοδο εκείνη ο Άρχων εκλεγόταν μόνο από την αριστοκρατία:

Μετά τη κατάλυση της τυραννίας άρχισαν να συγκρούονται ο Ισαγόρας, γιος του Τεισάνδρου και φίλος των τυράννων από τη μια μεριά και ο Κλεισθένης, από το γένος των Αλκμεωνιδών από την άλλη. Όταν ο Κλεισθένης ηττήθηκε από us πολιτικές εταιρείες, προσπάθησε να προσεταιριστεί τη δημοκρατική παράταξη με αντάλλαγμα τη παράδοση της εξουσίας στο λαό. (Αριστοτέλης 20)

Ο Ισαγόρας αντέδρασε καλώντας τον προστάτη του Κλεομένη σε βοήθεια και εξόρισε τον Κλεισθένη και τους οπαδούς του με δικαιολογία την παλιά κατάρα, το Κυλώνειο Άγος[9], για το οποίο η Αλκμεωνίδες θεωρήθηκαν υπεύθυνοί:

Τότε ο Ισαγόρας, επειδή βρέθηκε σε αδύναμη θέση, ζήτησε και πάλι τη βοήθεια του Κλεομένη με τον οποίο είχε δεσμό ξενίας και τον έπεισε να ξεπλύνει το άγος, επειδή οι Αλκμεωνίδες θεωρούνταν ιερόσυλοι. Μόλις ο Κλεισθένης έφυγε κρυφά, έφθασε ο Κλεομένης με μικρό στρατό και εξεδίωξε επτακόσιες αθηναϊκές οικογένειες. Μετά από αυτό προσπάθησε να διαλύσει τη Βουλή και να παραδώσει την εξουσία της πόλης στον Ισαγόρα και σε τριακόσιους φίλους του. (Αριστοτέλης 20)

Φαίνεται ότι ο Κλεομένης και ο Ισαγόρας υποτίμησαν τη δύναμη του λαού, που είχε αποκτήσει πλέον συνείδηση της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμής του. Σαν αποτέλεσμα ο Κλεισθένης επανήλθε ως ηγέτης της Αθήνας και σι Σπαρτιάτες με τους οπαδούς τους εκδιώχθηκαν:

Αλλά επειδή η Βουβή πρόβαρε αντίσταση και συγκεντρώθηκε πλήθος λαού, ο Κλεομένης και ο Ισαγόρας με τους οπαδούς τους κατέφυγαν στην Ακρόπολη. Ο λαός παρέμεινε εκεί και τους πολιόρκησε επί δύο ημέρες. Τη τρίτη ημέρα άφησαν μετά από συμφωνία το Κλεομένη και τους οπαδούς του να φύγουν, ενώ επανέφεραν τον Κλεισθένη και τους άλλους εξόριστους. Όταν ο λαός πήρε τα πράγματα στα χέρια του, ο Κλεισθένης έγινε αρχηγός και προστάτης του. (Αριστοτέλης 20)

Η ανατροπή του Ισαγόρα και της φιλοσπαρτιατικής παράταξης δείχνει ότι ο λαός (Δήμος) της Αθήνας δεν εκφοβίστηκε από την εκδίωξη του Κλεισθένη.

Ο Δήμος δεν είχε μόνο τη θέληση, αλλά και ιη δύναμη να διεκδικήσει τα πολιτικά του δικαιώματα και να επιβάλει τα συμφέροντά του διά της βίας όταν αυτό έγινε αναγκαίο. Φαίνεται ότι είχε ήδη δημιουργηθεί κάποια πολιτική δομή ή οργάνωση που επέτρεψε τη κινητοποίηση μεγάλου αριθμού πολιτών, οι οποίοι μπορούσαν να αντισταθούν σε οποιαδήποτε εχθρική στρατιωτική δύναμη μισθοφόρων. Αυτή η πολιτική οργάνωση του λαού πιθανότατα ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Ιππία. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν ήταν ο Κλεισθένης που αντέδρασε στην παρέμβαση των Σπαρτιατών αλλά η Βουλή. Ας σημειωθεί ότι το εκστρατευτικό σώμα του Κλεομένη ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να πετύχει να εξορίσει τον Κλεισθένη και επτακόσιες οικογένειες. Όμως δεν τόλμησε ούτε καν να αντιπαραταχτεί στη στρατιωτική δύναμη που κινητοποίησε η Βουλή. Δυστυχώς, οι ηγέτες του λαού που πήραν αυτή την πρωτοβουλία δεν αναφέρονται ονομαστικά από τον Ηρόδοτο ή άλλους ιστορικούς.

Η έλλειψη συγκεκριμένων πληροφοριών για τους ηγέτες της επανάστασης που ανέτρεψε τον Ισαγόρα οδήγησε κάποιους ιστορικούς να την παρουσιάσουν ως εξέγερση όχλου. Όμως μια τέτοια άποψη δεν μπορεί να υποστηριχθεί επαρκώς από :α γεγονότα που ακολούθησαν. Η αντίσταση των Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών έγινε με πειθαρχία και αποτελεσματικότητα ώστε ανάγκασε έναν έμπειρο στρατηγό, όπως ο Κλεομένης να διαπραγματευτεί την αποχώρησή του. Επιπλέον, οι μετέπειτα επιτυχημένοι πόλεμοι του αθηναϊκού δημοκρατικού στρατού που απέκρουσε τις συνδυασμένες επιθέσεις των Πελοποννήσιων, Θηβαίων και Χαλκιδέων λίγο μετά την επιτυχημένη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη δείχνει την παρουσία μιας οργανωμένης, καλά οπλισμένης φάλαγγας[10] που πολεμούσε κάτω από πς εντολές έμπειρων ηγετών. (Κεφάλαιο 7)

Από τη στιγμή που ο Κλεισθένης απέκτησε τον έλεγχο της Αθήνας, εισήγαγε πολλές σημαντικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ρόλου των πολιτών στη κυβέρνηση. Μερικές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις περιγράφονται αναλυτικά από τον Ηρόδοτο και τον Αριστοτέλη, όμως κάποιες άλλες είναι λιγότερο γνωστές και πρέπει να συναχθούν εμμέσως από τις περιγραφές των σχετικών ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν. Η αναδιάρθρωση της αθηναϊκής κοινωνίας σε δέκα φυλές ήταν μια πράξη με σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες:

Ύστερα, ενώ οι Αθηναίοι ήταν τέσσερεις φυλές, (ο Κλεισθένης) τους διαίρεσε σε δέκα, καταργώντας και τις τέσσερεις παλιές ονομασίες που προέρχονταν από τους γιους του Ίωνος, τον Γελέοντα, τον Αιγικορέα, τον Αργάδη και τον Όπλητα. Έδωσε καινούργια ονόματα, όλα παρμένα από ντόπιους ήρωες εκτός από τον Αίαντα που, αν και ξένος, τον πρόσθεσε, επειδή ήταν γείτονας και σύμμαχος. (Ηρόδοτος V.66)

Όταν (ο Κλεισθένης) προσεταιρίστηκε το Δήμο, που έως τότε του ήταν αντίθετός του, άλλαξε τα ονόματα των φυλών και αύξησε τον αριθμό τους. Αντί τέσσερεις όρισε δέκα φυλάρχους και μοίρασε τους πολίτες σε δέκα φυλές. Επειδή ο λαός ήταν μαζί τον, τον ήταν ενκολο να υπερισχύσει στους αντιπάλους του. (Ηρόδοτος V.69)

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Αριστοτέλης παρουσιάζουν τον Κλεισθένη ως μέλος της υψηλής αριστοκρατίας, ο οποίος συμμάχησε με το λαό μόνο εξ αιτίας της αγάπης του για την εξουσία. 0 Ηρόδοτος χρησιμοποιεί ακόμα και τη λέξη «απωσμένον» (περιφρονών) περιγράφοντας τη προηγούμενη σχάση του Κλεισθένη προς το Δήμο.

Το κίνητρο πίσω από την αναδιάρθρωση του φυλών δεν είναι εύκολα κατανοητό. Φαίνεται ότι ο Κλεισθένης επιχείρησε να ομογενοποιήσει την αθηναϊκή κοινωνία με στόχο να κατευνάσει τις πολιτικές εχθρότητες που οφείλονταν στις έχθρες των αριστοκρατικών οικογενειών και στον τοπικισμό, ενώ ταυτόχρονα απομάκρυνε το κέντρο εξουσίας από την αριστοκρατία, δίνοντας πολιτικά δικαιώματα σε νέους πολίτες, όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης:

Γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν οι δημοκρατικοί εμπιστεύθηκαν τον Κλεισθένη. Τότε λοιπόν, όταν ο Κλεισθένης έγινε αρχηγός των δημοκρατικών, τον τέταρτο χρόνο μετά την εκδίωξη των τυράννων, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Ισαγόρας, χώρισε πρώτα όλο τον πληθυσμό σε δέκα φυλές αντί τεσσάρων, επειδή ήθελε να τους αναμείξει για να αποκτήσουν έτσι περισσότεροι πολιτικά δικαιώματα. Γι αυτό και συνήθιζαν να λένε σ’ αυτούς που ήθελαν να ερευνούν τη καταγωγή κάποιου: «μη κρίνεις ανάλογα με τη φυλή». (Αριστοτέλης 21)

Ο λόγος που δεν διαίρεσε τους πολίτες σε δώδεκα φυλές ήταν ότι ήθελε να αποφύγει τη διαίρεσή τους ανάλογα με τις προϋπάρχουσες τριττύες. Υπήρχαν δηλαδή δώδεκα τριττύες προερχόμενες από τις τέσσερις φυλές, και έτσι δεν θα ήταν δυνατόν να επέλθει η ανάμιξη του λαού. Διαίρεσε επίσης τη χώρα κατά δήμους σε τριάντα μέρη, δέκα για m πόλη και τα περίχωρα, δέκα για τα παράλια, και δέκα για τα μεσόγεια, και ονόμασε τις ομάδες αυτές των δήμων τριττύες και όρισε με κλήρο τρεις τριττύες για κάθε φυλή, έτσι ώστε κάθε φυλή να μετέχει σε όλες τις περιοχές. Και όρισε να είναι συνδημότες όσοι κατοικούσαν στον ίδιο δήμο, ώστε να μη μπορούν να διακρίνουν τους καινούργιους πολίτες ονομάζοντάς τους με το πατρώνυμό τους, αλλά να τους ονομάζουν με το όνομα του δήμου τους. Γι’ αυτό και βάζουν οι Αθηναίοι στο όνομά τους και το όνομα του δήμου τους. Επίσης διόρισε δημάρχους, οι οποίοι είχαν ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που είχαν παλαιότερα οι ναύκραροι, διότι αντικατέστησε τις ναυκραρίες[11] με τους δήμους. Και άλλους μεν δήμους ονόμασε με βάση το τοπωνύμιο, άλλους δε με βάση τον ιδρυτή τους, διότι δε βρίσκονταν όλοι οι δήμοι σε τοποθεσία με όνομα. Άφησε όμως τον καθένα να διατηρήσει τους οικογενειακούς τον δεσμούς και τη συμμετοχή τον στη φατρία τον και στους θρησκευτικούς τον θεσμούς σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα. Στις φυλές έδωσε ονόματα με βάση ένα κατάλογο με εκατό προεπιλεγμένους αρχηγούς (αρχηγέτες) από τους οποίους η Πυθία επέλεξε δέκα. (Αριστοτέλης 21)

Με τον τρόπο αυτό, ο Κλεισθένης διέσπασε τα τρία παραδοσιακά πολιτικά κόμματα, ία οποία βασίζονταν στο τόπο κατοικίας (πεδινοί, παράλιοι, ορεινοί) και υπήρχαν από την εποχή του Πεισίστρατου. Επιπλέον, χρησιμοποίησε us μεταρρυθμίσεις του για να δώσει πολιτικά δικαιώματα σε ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών, δημιουργώντας έτσι μια κατηγορία νέων πολιτών. Η πράξη αυτή απομάκρυνε σαφώς το κέντρο εξουσίας από την αριστοκρατία, ενώ αύξησε τον αριθμό των πολιτών με δικαίωμα ψήφου και ενίσχυσε την οικονομική και στρατιωτική δύναμη της πόλης. Η δημιουργία των νέων φυλών ήταν αναγκαία για να ενσωματωθούν οι νέοι και οι παλαιοί πολίτες σε μια ομοιόμορφη κοινωνική δομή.

Μετά από αυτές τις αλλαγές το πολίτευμα έγινε πολύ πιο δημοκρατικό από εκείνο τον Σόλωνα. Γιατί το τυραννικό καθεστώς είχε αχρηστεύσει τους νόμους του Σόλωνα αφού δεν τους εφάρμοζε. Έτσι ο Κλεισθένης θέσπισε νέους νόμους αποβλέποντας στα συμφέροντα του λαού. (Αριστοτέλης 22)

Δεν είναι γνωστό με ποιο αξίωμα ο Κλεισθένης κυβερνούσε την Αθήνα. Δεν θα μπορούσε να έχει εκλεγεί Άρχων, αφού είχε ήδη εκλεγεί στη θέση αυτή το 524 π.Χ., κατά τη διάρκεια της τυραννίας του Ιππία και δεν μπορούσε να επανεκλεγεί. Η εκλογή ενός προσώπου που ονομάζεται Αλκμέων ως Άρχοντα του έτους 506 π.Χ., δείχνει ότι ο Κλεισθένης και οι Αλκμεωνίδες έλεγχαν τη πόλη. Επιπλέον, ο Κλεισθένης, ως πρώην Άρχων ήταν μέλος του Αρείου Πάγου. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν χωρίς την υποστήριξη ενός σημαντικού τμήματος της αριστοκρατίας και την έγκριση της Βουλής του Αρείου Πάγου. Είναι πιθανό ότι μετά την εκδίωξη του Ισαγόρα και των οπαδών του η πλειοψηφία είχε μετατοπιστεί προς τη παράταξη του Κλεισθένη, ακόμη και στα αριστοκρατικά όργανα της πολιτείας όπως ήταν ο Άρειος Πάγος. Με τον τρόπο αυτό, οι μεταρρυθμίσεις μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση.

  

 

Η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη

 

Ο Κλεισθένη θεωρείται ως ο πατέρας της Δημοκρατίας επειδή το πολίτευμα που 3ηγαγε έδινε σημαντικές εξουσίες στην Εκκλησία του Δήμου δηλαδή στη Γενική Σ ^έλευση του λαού. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις του βασίστηκαν στο ρεαλισμό και η σε κάποια ιδεολογία. Όπως φάνηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι πράξεις του οδηγούνταν από την ανάγκη να αφομοιώσει πολιτικά την ανερχόμενη μεσαία τάξη μικρών αγροτών των οποίων η δύναμη και ο πλούτος αυξάνονταν. Τα πιο σημαντικά όργανα στο σύνταγμα του Κλεισθένη ήταν α) οι εννέα Άρχοντες και κυρίως ο Άρχων, β) ο Άρειος Πάγος, γ) οι δέκα Στρατηγοί δ) η Βουλή των Πεντακοσίων, και ε) η Εκκλησία του Δήμου. (Για λεπτομέρειες σχετικά με άλλα λιγότερο σημαντικά αξιώματα και το δικαστικό σύστημα, δείτε την Αθηναίων Πολιτεία). Ο ρόλος και η σχετική σπουδαιότητα αυτών των πέντε κέντρων εξουσίας μπορεί να συναχθεί μόνο από τα σχετικά γεγονότα, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες πληροφορίες δεν είναι ακριλείς.

 

 

Οι εννέα Άρχοντες

 

Οι εννέα Άρχοντες ήταν ο Άρχων, ο Βασιλεύς, ο Πολέμαρχος, και οι έξι θεσμοθέτες. Σύμφωνα με το πολίτευμα του Σόλωνα «Κάθε φυλή πρότεινε δέκα υποψηφίους για το αξίωμα των εννέα Αρχόντων, και μεταξύ αυτών γινόταν κλήρωση» (Αριστοτέλης 8). Οι Άρχοντες εκλέγονταν για ένα χρόνο και δεν μπορούσαν να επανεκλεγούν. Ο ρόλος του Βασιλιά ήταν θρησκευτικός, ενώ οι θεσμοθέτες είχαν κυρίως δικαστικές αρμοδιότητες (βλ Αριστοτέλη Αθηναίων Πολιτεία). Ο Πολέμαρχος ήταν ο αρχηγός του στρατού.

Το πιο σημαντικό αξίωμα μεταξύ των εννέα Αρχόντων ήταν αυτό του Άρχοντα. Ήταν ο κυβερνήτης της πόλης. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι εκλεγόταν ανεξάρτητα από τους άλλους Άρχοντες με άμεση ψηφοφορία και όχι με κλήρωση.

Παρά το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι και οι εννέα Άρχοντες εκλέγονταν με κλήρο (βλέπε παραπάνω), μερικές παραγράφους αργότερα, ο ίδιος έρχεται σε αντίθεση με τα γραφόμενά του περιγράφοντας περιπτώσεις όπου ο Άρχων εξελέγη με άμεση ψηφοφορία:

Τον πέμπτο χρόνο (588 π.Χ.) μετά την εκλογή του Σόλωνα στο αξίωμα τον Άρχοντα δεν μπόρεσαν να εκλέξουν Άρχοντα εναντίας της εμφύλιας σύγκρουσης. Και πάλι πέντε χρόνια αργότερα για τον ίδιο λόγο έμειναν χωρίς Άρχοντα. Μετά από αυτά και μετά παρέλευση τον ίδιου χρονικού διαστήματος εξελέγη Άρχοντας ο Δαμασίας και παρέμεινε στην εξουσία δύο χρόνια και δύο μήνες, δηλαδή μέχρις όταν απομακρύνθηκε από την εξουσία βιαίως. Έπειτα, επειδή οι εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίζονταν, αποφάσισαν να εκλέξουν δέκα Άρχοντες, πέντε από τους ευπατρίδες, τρεις από τους γεωργούς (αγροίκους) και δυο από τους τεχνίτες (δημιουργούς). Και αυτοί κυβέρνησαν μετά τον Δαμασία για ένα χρόνο. Από αυτό προκύπτει όη ο Άρχοντας είχε πολύ μεγάλη δύναμη, διότι προφανώς για το αξίωμα αυτό οδηγούνταν οι παρατάξεις σε συγκρούσεις. (Αριστοτέλης 13)

Η εκλογή του Άρχοντα με ψηφοφορία επαναφέρθηκε μετά την πτώση της τυραννίας. Η πρακτική αυτή παρέμεινε μέχρι το 487 π.Χ., όταν το αξίωμα αυτό έχασε τη σημασία του στο Αθηναϊκό πολίτευμα:

... όταν Άρχων ήταν ο Τελεσίνος (487 π.Χ.), για πρώτη φορά μετά τη κατάλυση της τυραννίδας, ανέδειξαν με κλήρο τους εννέα άρχοντες κατά φυλές από κατάλογο πεντακοσίων υποψηφίων που είχαν προκρίνει οι πολίτες. Προηγουμένως όλοι οι άρχοντες εκλέγονταν με ψηφοφορία. (Αριστοτέλης 22)

Η διαδικασία εκλογής τους δεν είναι το μόνο θέμα για το οποίο υπάρχει σύγχυση σχετικά με τους εννέα Άρχοντες. Ο Αριστοτέλης έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό του σχετικά με τις κοινωνικές τάξεις που είχαν δικαίωμα εκλογής στο αξίωμα αυτό. Όταν περιγράφει το πολίτευμα του Σόλωνα, δηλώνει «Τα σημαντικά αξιώματα των εννέα Αρχόντων, των ταμιών, των πωλητών, των ένδεκα αρχόντων και των κωλεκρατών όρισε να ασκούνται από τους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς και τους ζευγίτες, δίνοντας σε κάθε τάξη αξιώματα ανάλογα με το εισόδημά τους». Παρά το γεγονός ότι αυτή η φράση δεν αναφέρει σαφώς ότι οι ζευγίτες είχαν συμπεριληφθεί στις τάξεις που θα μπορούσαν να εκλέγονται Άρχοντες, δεν τους αποκλείει ρητά. Ωστόσο, αργότερα στο κείμενό του, ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι μόνο οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι ιππείς μπορούσαν να εκλέγονται άρχοντες, μέχρι το 457 π.Χ., πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Εφιάλτη:

Όμως τον έκτο χρόνο μετά το θάνατο τον Εφιάλτη αποφάσισαν να λαμβάνονται και από τους ζευγίτες οι υποψήφιοι που επρόκειτο να κληρωθούν για το αξίωμα των εννέα Αρχόντων. Και πρώτος από αυτούς υπήρξε ο Μνησιθείδης (457π.Χ.). (Αριστοτέλης 26)

Τα συγκεχυμένα αυτά στοιχεία μπορούν να ερμηνευτούν με δύο διαφορετικού? τρόπους: Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η φράση «δίνοντας σε κάθε τάξη αξιώματα ανάλογα με το εισόδημά τους» δηλώνει ότι οι ζευγίτες δεν είχαν δικαίωμα εκλογής στο αξίωμα του Άρχοντος, αλλά μόνο σε άλλα λιγότερο σημαντικά αξιώματα, όπως αυτά των άλλων οκτώ αρχόντων. Μια δεύτερη πιθανή ερμηνεία είναι ότι όταν θεσπίσθηκε το σύνταγμα του Σόλωνα, οι ζευγίτες ήταν επίσης μέλη της αριστοκρατίας της γης (βλέπε Κεφάλαιο 3).

Καθώς η Αθήνα μεγάλωνε σε πλούτο, οι παλιοί ζευγίτες εξελίχθηκαν σε πλουσιότερους ιδιοκτήτες γης, έτσι έγιναν ιππείς ή πεντακοσιομέδιμνοι. Μια νέα μεσαία τάξη μικρών αγροτών πήρε την θέση των ζευγιτών στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Αθήνας. Για το λόγο αυτό, κατά την εποχή του Κλεισθένη οι ζευγίτες δεν μπορούσαν να εκλεγούν στο αξίωμα του Άρχοντος.

Το δικαίωμα αυτό περιορίστηκε μόνο στην παλιά αριστοκρατία της γης μέχρι την εποχή του Εφιάλτη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η συντηρητική μεταρρύθμιση έλαλε χώρα το 511 π.Χ., όταν η Αθήνα ελεγχόταν από την αριστοκρατία υπό την προστασία του Κλεομένη και των Σπαρτιατών.

Όποια εξήγηση και αν είναι σωστή, είναι σαφές ότι το αξίωμα του Άρχοντα σηματοδοτούσε την κυριαρχία της αριστοκρατίας της γης στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Όσο ο Άρχων παρέμενε το κύριο εκτελεστικό αξίωμα στην Αθήνα, η εξουσία ήταν στα χέρια της αριστοκρατίας. Η υποβάθμιση του ρόλου του Άρχοντα σήμαινε ότι η εξουσία είχε μετατοπιστεί προς τις κατώτερες τάξεις.

Επιπλέον, δεν είναι σαφές ποιο ήταν το εκλογικό σώμα που εξέλεγε τον Άρχοντα. Φαίνεται ότι αυτό το εκλογικό σώμα σταδιακά διευρυνόταν, αλλά ο ακριβής χρόνος και η έκταση αυτών των συνταγματικών αλλαγών δεν είναι γνωστές. Πιθανότατα, μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, όλοι οι Αθηναίοι, συμπεριλαμβανομένων των θητών, συμμετείχαν στην εκλογή του Άρχοντα. Μια τέτοια παραδοχή, ωστόσο, δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, και συνάγεται μόνον έμμεσα από την εκλογή λαϊκών ηγετών, όπως ο Θεμιστοκλής (493 π.Χ.), σιο αξίωμα του Άρχοντα.

Δεν είναι επίσης γνωστό αν το σύνταγμα του Σάλωνα προέβλεπε την εκλογή των Αρχόντων με καθολική λαϊκή ψηφοφορία ή περιόριζε το εκλογικό σώμα στις τρεις ανώτερες τάξεις. Ωστόσο, η εκλογή των δέκα Αρχόντων κατά το έτος 580 π.Χ., δύο εκ των οποίων ανήκαν στην κατηγορία των δημιουργών (τεχνιτών), δείχνει ότι πολίτες που δεν διέθεταν γεωργικό εισόδημα και που πιθανότατα ανήκαν στη τάξη των θητών, είχαν κάποια συμμετοχή στην κυβέρνηση. (Κεφάλαιο 3)

 

 

Η Βουλή του Αρείου Πάγου

 

Ο Άρειος Πάγος ήταν ένα παλιό πολιτικό όργανο που προερχόταν από το ολιγαρχικό πολίτευμα της αρχαϊκής περιόδου. Τα μέλη του ήταν οι Άρχοντες των οποίων η θητεία είχε λήξει. Η συμμετοχή στον Άρειο Πάγο ήταν ισόβια. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου, ο Άρειος Πάγος κυβερνούσε την πόλη και είχε την εξουσία να ελέγχει τις αποφάσεις και τις ενέργειες των Αρχόντων. Ένα τέτοιο συμβούλιο με ισχυρή ελεγκτική εξουσία είναι τυπικό σε ολιγαρχικά καθεστώτα, όπου αντίπαλες αριστοκρατικές οικογένειες επιθυμούν να εξασφαλίσουν την αμοιβαία ισορροπία δυνάμεων ώστε να διατηρούν κάτω από κοινό έλεγχο κάθε εκτελεστικό όργανο διακυβέρνησης, δηλαδή τους Άρχοντες:

Η Βουλή των Αεροπαγιτών αφενός είχε ως έργο της τη τήρηση των νόμων και αφετέρου είχε την ευθύνη για τις περισσότερες και σημαντικότερες υποθέσεις της πολιτείας. Είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει τελεσίδικα σωματικές ποινές και χρηματικά πρόστιμα σε όλους τους παρεκτρεπόμενους. Οι άρχοντες, οι οποίοι γίνονταν (μετά τη λήξη της θητείας τους) Αρεοπαγίτες, εκλέγονταν με κριτήριο την ευγενή καταγωγή και τον πλούτο. Γι’ αυτό τον λόγο το αξίωμα αυτό είναι το μόνο που έχει παραμείνει μέχρι σήμερα ισόβιο. (Αριστοτέλης 3)

Ο Άρειος Πάγος ήταν το σώμα με την ανώτατη ελεγκτική εξουσία στο αρχαϊκό ολιγαρχικό πολίτευμα της Αθήνας.

Η Βουλή του Αρείου Πάγου ήταν ο φύλακας των νόμων και επιτηρούσε τον Άρχοντες ώστε να διοικούν σύμφωνα με τους νόμους. Κάθε πολίτης που νόμιζε ότι αδικείται είχε το δικαίωμα να προβαίνει σε καταγγελία ενώπιον του Αρείου Πάγου παρουσιάζοντας το νόμο κατά παράβαση του οποίου αδικείται. (Αριστοτέλης 4)

Το πολίτευμα του Σόλωνα διατήρησε τον Άρειο Πάγο ως ένα πολύ ισχυρό ελεγκτικό όργανο με δυνατότητα τελεσίδικων αποφάσεων σε θέματα προστασίας των θεσμών.

Ο Σόλων... κατέστησε τη Βουλή των Αρεοπαγιτών υπεύθυνη για τη τήρηση των νόμων και έτσι αυτή παρέμεινε θεματοφύλακας του πολιτεύματος. Ο Άρειος Πάγος επόπτευε τις περισσότερες και σημαντικότερες υποθέσεις της πολιτείας και είχε απόλυτη εξουσία να τιμωρεί τους παραβάτες του νόμου με πρόστιμα και σωματικές ποινές. (Αριστοτέλης 8)

Τα γεγονότα που ακολούθησαν us μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη δείχνουν ότι ο ρόλος του Αρείου Πάγου στο αθηναϊκό πολιτικό σύστημα διατηρήθηκε όπως είχε οριστεί στο πολίτευμα του Σόλωνα. Η διατήρηση του ισχυρού ελεγκτικού ρόλου :ου Αρείου Πάγου στο σύνταγμά του Κλεισθένη καταδεικνύει τη προσπάθειά του α εξασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ της αριστοκρατίας που αντιπροσωπευόταν από τον Άρειο Πάγο, και του λαού που είχε την πλειοψηφία στην Εκκλησία του Δήμου. Μόνο μετά τη μεταρρύθμιση Εφιάλτη η ισχύς του Αρείου Πάγου μειώθηκε σημαντικά.

 

Οι δέκα Στρατηγοί

 

Έξι χρόνια αφότου ο Κλεισθένης ανέλαβε την εξουσία, ένα νέο σημαντικό αξίωμα προστέθηκε στην Αθηναϊκή πολιτεία, οι δέκα στρατηγοί:

Έπειτα (μετά το 501 π.Χ.) εξέλεγαν τους στρατηγούς κατά φυλές, έναν από κάθε φυλή, ενώ αρχηγός όλου του στρατού ήταν ο πολέμαρχος. (Αριστοτέλη 22)

Δεν ξέρουμε αν ο ίδιος ο Κλεισθένη ή οι διάδοχοί του εισήγαγαν το αξίωμα αυτό για να βοηθήσει στη στρατιωτική οργάνωση της πόλης. Αρχικά, τα στρατιωτικά καθήκοντα των στρατηγών περιορίζονταν στην οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων των δέκα φυλών. Ωστόσο, σύντομα οι δέκα στρατηγοί εξελίχθηκαν σε ένα δεύτερο πόλο της εκτελεστικής εξουσίας. Δεδομένου ότι η εκλογή των στρατηγών, δεν είχε τους περιορισμούς εκλεξιμότητας των Αρχόντων σε σχέση με τον πλούτο και την καταγωγή, η σημασία και η δύναμη αυτού του οργάνου ενισχύθηκε με το σταδιακό εκδημοκρατισμό του κράτος. Η εξέλιξη του ρόλου των στρατηγών θα παρουσιαστεί αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια, μαζί με τα σχετικά ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην αναβάθμιση του.

 

 

Η Βουλή των Πεντακοσίων

 

Ένα συμβούλιο των πολιτών (Βουλή) υπήρχε ήδη από την αρχαϊκή περίοδο στο πολίτευμα του Δράκοντα:

Η Βουλή αποτελούνταν από τετρακοσίους και έναν βουλευτές, που αναδεικνύονταν στο αξίωμά τους δια κλήρου μεταξύ εκείνων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Και αυτό το αξίωμα και τα άλλα τα ελάμβαναν δια κλήρου όσοι είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικία τους. Κανείς δεν μπορούσε να εκλεγεί δύο φορές πριν περάσουν όλοι από το αξίωμα αυτό. Τότε η κλήρωση ξανάρχιζε από την αρχή. (Αριστοτέλης 4)

Δεν είναι σαφές εάν οι θήτες μπορούσαν να εκλεγούν στη Βουλή, αλλά είναι μάλλον απίθανο. (Στους θήτες (ο Σόλων) έδωσε μόνο το δικαίωμα να συμμετέχουν στην Εκκλησία τον Δήμου και να γίνονται δικαστές. - Αριστοτέλης 7). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι την εποχή εκείνη τα μέλη της Βουλής προέρχονταν μόνο από τις τρεις τάξεις της αριστοκρατίας. Ο ρόλος της Βουλής διατηρήθηκε στο σύνταγμα του Σόλωνα. Οι υπάρχουσες πληροφορίες δείχνουν ότι οι εξουσίες της ήταν περίπου οι ίδιες όπως και στο παρελθόν:

Ο Σόλων ίδρυσε επίσης τη Βουλή των τετρακοσίων, εκατό από κάθε φυλή. (Αριστοτέλης 8)

Φαίνεται ότι η Βουλή ήταν το μόνο σώμα, όπου οι ζευγίτες μπορούσαν να εκλέγονται κατά την περίοδο 511 έως 507 π.Χ.. Όπως εξηγήθηκε στο κεφάλαιο 5, η Βουλή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 507 π.Χ., όταν η ολιγαρχική παράταξη με επικεφαλής τον Ισαγόρα παρά την υποστήριξη του Κλεομένη ηττήθηκε. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό ότι ο Κλεισθένης ενίσχυσε την εξουσία της, αν και ούτε ο Ηρόδοτος ούτε ο Αριστοτέλης αναφέρουν κάτι συγκεκριμένο. Και οι δύο αυτοί συγγραφείς απλά μας πληροφορούν ότι ο αριθμός των μελών της Βουλής αυξήθηκε σε πεντακόσια προκειμένου να ενισχυθεί περισσότερο η νεοεισαχθείσα διαίρεση του πληθυσμού σε δέκα φυλές:

Έπειτα αύξησε τα μέλη της Βουλής από τετρακόσια σε πεντακόσια, δηλαδή πενήντα από κάθε φυλή. Προηγουμένως ήταν εκατό από κάθε φυλή (όταν οι φυλές ήταν τέσσερις). (Αριστοτέλης 21)

Η δύναμη της Βουλής ενισχύθηκε περαιτέρω κατά τα χρόνια που ακολούθησαν.

Τον πέμπτο χρόνο μετά τη μεταρρύθμιση αυτή (του Κλεισθένη), όταν Άρχων ήταν ο Ερμοκρέων (501 π.Χ.), συνέταξαν για τη Βουλή των Πεντακοσίων τον όρκο, τον οποίο δίνουν ακόμα και σήμερα. (Αριστοτέλης 22)

Ο νέος όρκος δείχνει πιθανώς αυξημένα καθήκοντα στη διοίκηση του κράτους. Ωστόσο, ο ακριβής ρόλος της Βουλής κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης περιόδου της Δημοκρατίας δεν είναι σαφής. Μπορεί μόνο να τον υποθέσει κανείς από την αναλυτική παρουσίαση των ευρύτατων αρμοδιοτήτων που είχε κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., όταν γράφτηκε η Αθηναίων Πολιτεία. Η Βουλή εξακολουθούσε να εκλέγεται με κλήρωση, όπως στους αρχαϊκούς χρόνους, αλλά σε αντίθεση με το συμβούλιο του 6ου αιώνα, όλοι οι πολίτες μεγαλύτεροι των τριάντα χρόνων είχαν το δικαίωμα να εκλεγούν. Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει κανένα περιορισμό στο δικαίωμα εκλογής σε σχέση με τη περιουσία.

Η Βουλή εκλέγεται με κλήρο και αποτελείται από πεντακόσια μέλη, πενήντα από κάθε φυλή. (Αριστοτέλης 43)

Η Βουλή είχε εκτεταμένα νομοθετικά, δικαστικά, ελεγκτικά, και εκτελεστικά καθήκοντα. Ωστόσο, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, οι αποφάσεις ή οι ενέργειές της δεν ήταν τελεσίδικες, εκτός και αν αφορούσαν απλές συνηθισμένες διοικητικές διαδικασίες. Αυτή ήταν μια ενδιαφέρουσα και σοφή διάταξη που λειτουργούσε ως αντίβαρο στα πιθανώς χαμηλά προσόντα των βουλευτών που εκλέγονταν με κλήρο. Από την άλλη πλευρά, η εκλογή της Βουλής με κλήρωση τη καθιστούσε αντιπροσωπευτικό σώμα του λαού, ενώ έδινε κίνητρα σε όλους τους πολίτες να συμμετέχουν στη διοίκηση του κράτους.

Μια σημαντική ευθύνη της Βουλής και ιδιαίτερα του εκτελεστικού της τμήματος, των πρυτάνεων, ήταν η προετοιμασία της ημερήσιας διάταξης της Εκκλησίας του Δήμου.

Η κάθε φυλή ασκεί τη πρυτανεία της με τη σειρά που κληρώθηκε, οι πρώτες τέσσερις φυλές τριάντα έξι ημέρες η κάθε μία και οι επόμενες έξι τριάντα πέντε ημέρες η κάθε μία, επειδή το έτος υπολογίζεται με βάση τη πορεία της σελήνης. Όσοι ασκούν τη πρυτανεία κτίζονται όλοι μαζί στη θόλο, λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση από τη πολιτεία και συγκαλούν τη Βουλή και την Εκκλησία τον Δήμου. Τη Βουλή τη συγκαλούν κάθε ημέρα εκτός από τις αργίες και την Εκκλησία του Δήμου τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια της κάθε πρυτανείας. Αυτοί προκαθορίζουν τα θέματα με τα οποία οφείλει να ασχοληθεί η Βουλή, την ημερησία διάταξη και το τόπο της συνεδρίας. Προκαθορίζουν επίσης και τα των συνεδριάσεων της Εκκλησίας του Δήμου. (Αριστοτέλης 43)

Οι δικαστικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες της Βουλής ήταν ευρείες, αλλά οι αποφάσεις της δεν ήταν οριστικές.

Η Βουλή ελέγχει τους περισσότερους αξιωματούχους και κατ’ εξοχήν εκείνους που διαχειρίζονται χρήματα, η απόφασή της όμως δεν είναι τελεσίδικη, αλλά μπορεί να τεθεί : ίο τη κρίση τον δικαστηρίου. Ακόμη και ιδιώτες μπορούν να καταγγείλουν οποιονδήποτε από τους αξιωματούχους για παράβαση του νόμου, αλλά και αυτοί, αν τους καταδικάσει η Βουλή, μπορούν να προσφύγουν στο δικαστήριο. Η Βουλή υποβάλλει σε εξέταση και τους βουλευτές που θα αναλάβουν υπηρεσία τον επόμενο χρόνο, καθώς και τους εννέα άρχοντες. Παλαιότερα η Βουλή είχε το δικαίωμα να τους απορρίψει οριστικά, τώρα όμως αυτοί έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν στο δικαστήριο. Για τα θέματα λοιπόν αυτά η Βουλή δεν έχει τελική δικαιοδοσία. (Αριστοτέλης 45)

Ο νομοθετικός ρόλος της Βουλής ήταν επίσης σημαντικός, αλλά και πάλι δεν ήταν τελεσίδικος, αφού η τελική απόφαση για κάθε νέο νόμο ήταν το αποκλειστικό δικαίωμα της Εκκλησίας του Δήμου. Ωστόσο, η Εκκλησία δεν μπορούσε να ψηφίσει για ένα προτεινόμενο θέμα χωρίς την προπαρασκευαστική απόφαση της Βουλής:

(Η Βουλή) εισάγει προτάσεις νόμων στην Εκκλησία του Δήμου και δεν επιτρέπεται σε αυτήν να πάρει απόφαση για ένα ζήτημα χωρίς πρόταση-εισήγηση της Βουλής και αν αυτό δεν το έχουν λάβει οι πρυτάνεις στην ημερήσια διάταξη. Έτσι και μόνο για μια τέτοια παρατυπία ο εισηγητής μιας πρότασης νόμου που ψηφίστηκε μπορεί να κατηγορηθεί για παράβαση νόμου. (Αριστοτέλης 45)

Τα μέλη της Βουλής αποτελούσαν τα διοικητικά όργανα του κράτους. Αρκετές επιτροπές αποτελούνταν από βουλευτές που είχαν την εποπτεία διαφόρων δημόσιων δραστηριοτήτων, όπως το ταμείο, ο στρατός και το ναυτικό, οι στρατιωτικές προετοιμασίες, τα δημόσια κτίρια κλπ Το ακόλουθο απόσπασμα από την Αθηναίων Πολιτεία παρουσιάζει κάποιες από τις πολλές διοικητικές αρμοδιότητες της Βουλής.

Η Βουλή φροντίζει για τη συντήρηση των ναυπηγημένων πολεμικών πλοίων, των εξαρτημάτων και των νεωρίων και κατασκευάζει νέα σκάφη με τρεις ή τέσσερις σειρές κουπιών[12], οποιαδήποτε από τα δύο είδη αποφασίσει ο λαός, επίσης τα αναγκαία εξαρτήματα και τα νεώρια. Ο λαός εκλέγει επίσης τους ναυπηγούς για τη κατασκευή των πλοίων. Αν η Βουλή δεν παραδώσει έτοιμο τον πολεμικό αυτό εξοπλισμό στην επόμενη Βουλή, τότε οι βουλευτές δεν δικαιούνται να λάβουν τη τιμητική αμοιβή. Διότι αυτή τη λαμβάνουν μόνο κατά τη διάρκεια της επόμενης βουλευτικής περιόδου. Η Βουλή αναλαμβάνει την κατασκευή τριήρων διορίζοντας δέκα άνδρες από τα μέλη της ως υπεύθυνους για την κατασκευή πλοίων. Επίσης έχει κάτω από την επιστασία της όλα τα δημόσια οικοδομήματα και αν σχηματίσει τη γνώμη ότι κάποιος έχει προκαλέσει σε αυτά ζημιά, τότε τον καταγγέλλει στην Εκκλησία τον Δήμον και αν αυτή του απαγγείλει κατηγορία, τον παραπέμπει στο δικαστήριο. (Αριστοτέλης 46)

Αν και η παραπάνω αναλυτική παρουσίαση των αρμοδιοτήτων της Βουλής αφορά το πολίτευμα ίου 4ου αιώνα, αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση και λ: ί m διάρκεια του 5ου αιώνα. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι κατά τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτη το 462 π.Χ., δόθηκαν στη Βουλή σημαντικές ελεγκτικές αρμοδιότητες, οι οποίες την εποχή του Κλεισθένη ήταν ακόμη στη δικαιοδοσία του Αρείου Πάγου. Οι ελεγκτικές αποφάσεις της Βουλής δεν ήταν τελεσίδικες, αλλά οποιαδήποτε ποινή έπρεπε να εγκριθεί από την Εκκλησία του Δήμου ή τα δικαστήρια.

 

 

Η Εκκλησία του Δήμου

 

Η Εκκλησία του Δήμου ήταν η καρδιά της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Όλες οι .ιοντικές οριστικές αποφάσεις παίρνονταν εκεί από το λαό. Αυτό ήταν το βασικό στοιχείο της μεταρρύθμισης του Κλεισθένη. Όπως εξηγήθηκε στο κεφάλαιο 3, η εκκλησία του Δήμου εισήχθη για πρώτη φορά από το Σόλωνα ως θεσμός που εξισορροπούσε τη δύναμη της αριστοκρατίας, ελαφρύνοντας έτσι τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Ο Κλεισθένης διατήρησε περίπου αμετάβλητο το ρόλο όλων των άλλων θεσμικών οργάνων του κράτους που προβλέπονταν στο σύνταγμα Σόλωνα, δηλαδή των Αρχόντων, του Αρείου Πάγου και της Βουλής, αλλά ενίσχυσε δραστικά τη δύναμη της Εκκλησία του Δήμου (...προσπάθησε να προσεταιριστεί τη δημοκρατική παράταξη παραδίνοντας την εξουσία στο λαό - Αριστοτέλης 20). Ο λόγος που το όνομα του Κλεισθένη συνδέθηκε με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας ήταν οτι έκανε η Εκκλησία του Δήμου το κύριο νομοθετικό όργανο και το κέντρο λήψης αποφάσεων του κράτους. Με τον τρόπο αυτό, έγινε σαφώς ένα μεγάλο βήμα προς τη Δημοκρατία ξεπερνώντας το πολίτευμα του Σόλωνα.

Η Εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε περίπου κάθε δέκα μέρες και αποφάσιζε για όλα τα σημαντικά θέματα της πόλης:

...η Εκκλησία τον Δήμον συνεδριάζει τέσσερεις φορές κατά τη διάρκεια κάθε πρυτανείας.

.. Μία από αυτές είναι η κύρια συνεδρία της Εκκλησίας του Δήμου, στην οποία πρέπει οι παρόντες να αποφανθούν με ψηφοφορία δι ανατάσεως της χειρός, αν κατά τη γνώμη τους οι άρχοντες έκαναν καλά τη δουλειά τους και να συζητήσουν για τα θέματα του επισιτισμού και της άμυνας της χώρας. (Αριστοτέλης 43)

Το πιο θεμελιώδες και σημαντικό δικαίωμα που έδωσε στην Εκκλησία του Δήμου η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ήταν η δυνατότητα να δημιουργεί νέα νομοθεσία και να αποφασίζει ακόμα και για την μορφή και τη δομή του πολιτεύματος. Με τον τρόπο αυτό, το σύνταγμα δεν ήταν πλέον στατικό όπως προέβλεπε το πολίτευμα του Σόλωνα. Οι κανόνες της διακυβέρνησης μπορούσαν να προσαρμόζονται δυναμικά στις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Κατά συνέπεια, πολλές σημαντικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις θεσπίστηκαν ειρηνικά με απλή ψηφοφορία της Εκκλησίας του Δήμου κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν. Η εισαγωγή του θεσμού των δέκα στρατηγών το 501 π.Χ., που συζητήθηκε παραπάνω, ήταν μια τέτοια συνταγματική τροποποίηση.

Οι δύο πιο σημαντικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από τη Εκκλησία του Δήμου κατά τη διάρκεια της περιόδου που μελετά το βιβλίο αυτό, πραγματοποιήθηκαν το 488 - 487 π.Χ. και το 462 π.Χ. (μεταρρύθμιση του Εφιάλτη). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα παρουσιαστούν λεπτομερώς στα επόμενα κεφάλαια (10 και 15), σε συνδυασμό με τα σχετικά πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα στη σωστή χρονολογική σειρά.

 


[1] Πόλη στα νότια της δυτικής χερσονήσου της Χαλκιδικής. 

[2] Η Χερσόνησος ήταν η σημερινή χερσόνησος της Καλλίπολης στον Ελλήσποντο.

[3] Μυθικός βασιλιάς της Αίγινας. Ήταν γιος τον Δία και της νύμφης Αίγινας.

[4] Θρακική φυλή που ζούσε στη Χερσόνησο.

[5] Το στάδιο ήταν μονάδα μήκους περίπου ίση με 180-190μ. 

[6] Μουνιχία είναι ο λόφος τον Προφήτη Ηλία στο Πειραιά πάνω από το Μικρολίμανο.

[7] Βλέπε στον Ηρόδοτο (Βιβλίο VI: Ερατώ) για λεπτομέρειες σχετικά με την επεκτατική πολιτική της Σπάρτης στο τέλος του 6ου και mis αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. υπό την ηγεσία του Κλεομένη. Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται αναλυτικά οι εκστρατείες του Κλεομένη εναντίον του Άργους και της Αίγινας. Το πιο τραγικό γεγονός αυτών των πολέμων ήταν η σφαγή του στρατού του Άργους μετά τη μάχη της Σήπειας κοντά στην Τίρυνθα, που οδήγησε στην εκμηδένιση της δύναμης του Άργους για περίπου 50 χρόνια. 

[8] Η Ακρόπολη της Αθήνας 

[9] Ο Κύβων ήταν μέλος της Αθηναϊκής αριστοκρατίας. Προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννία με τη βοήθεια των Μεγαρέων και του λαού της Αθήνας γύρω στο 630π.Χ.. Όταν το πραξικόπημά τον απέτυχε, δραπέτευσε, αλλά οι περισσότεροι από τους υποστηρικτές του εκτελέστηκαν από τη νικηφόρα αριστοκρατία, αν και οι ίδιοι κάθονταν ως ικέτες στο βωμό στην Ακρόπολη. Οι άνδρες που τους σκότωσαν καθώς και οι απόγονοί τους θεωρήθηκαν αργότερα καταραμένοι και ένοχοι απέναντι στη θεά. Φαίνεται ότι η οικογένεια Αλκμεωνιδών είχε εμπλακεί βαθύτατα στη δολοφονία αυτών των ικετών. 

[10] Η φάλαγγα ήταν η χαρακτηριστική τεχνική μάχης τον ελληνικού βαριά οπλισμένου πεζικού τον 5ο π.Χ. αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Σπαρτιάτες τον 7ο π.Χ. αιώνα. Η φάλαγγα αποτελούνταν από θωρακισμένους πεζούς που ονομάζονταν οπλίτες και προστατεύονταν από σιδερένια πανοπλία (Θώρακα), κράνος, και ασπίδα. Επιθετικό όπλο τους ήταν ένα μακρύ δόρυ. Κατά τη διάρκεια της μάχης οι οπλίτες σχημάτιζαν μια πολύ πυκνή παράταξη μάχης που έμοιαζε με τείχος ασπίδων. Τυπικά, η ελληνική φάλαγγα ήταν 8-10 άνδρες βαθιά και είχε μήκος 1.000 έως 2.000 ανδρών. 

[11] Οι ναυκραρίες ήταν υποδιαιρέσεις των φυλών στη προ-Κλεισθένη εποχή. Κάθε φυλή αποτελείτο από δώδεκα ναυκραρίες 

[12] Το χωρίο αυτό αναφέρεται mis αρμοδιότητες της Βουλής κατά τον 4ο αιώνα η.Χ..