ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Το σχετικό κεφάλαιο από το έργο του
«Η πολιτική τέχνη της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας»
Christian
Meier
Η ιστορία του οίκου των Λαβδακιδών ολοκληρώνεται με τη
διαμάχη για το πτώμα του Πολυνείκη. Από τον ολέθριο γάμο
του Οιδίποδα με τη μητέρα του, Ιοκάστη, γεννήθηκαν δύο
αγόρια και δύο κορίτσια. Ο Ετεοκλής ανέλαβε την εξουσία
στη Θήβα, και ο Πολυνείκης συγκέντρωσε συμμάχους στο
Αργός, για να καταλάβει την πόλη με τη βία. Τα δύο
αδέρφια έπεσαν μονομαχώντας μεταξύ τους μπροστά στη
Θήβα. Για αυτό και η εξουσία πέρασε στον Κρέοντα, ο
οποίος όρισε να ταφεί με τιμές ο Ετεοκλής, ο
υπερασπιστής της πόλης, ενώ αντίθετα ο νεκρός προδότης
Πολυνείκης να μείνει άταφος και να τον κατασπαράξουν τα
όρνεα και τα σκυλιά. Ο παραβάτης αυτής της απαγόρευσης
θα καταδικαζόταν σε θάνατο με λιθοβολισμό, με εκείνη
δηλαδή την ποινή που από παλιά εφαρμοζόταν για όποιον
προστάτευε έναν προδότη.
Στην αρχή βλέπουμε τις δύο αδελφές να συζητούν μεταξύ
τους. Η Αντιγόνη είναι αποφασισμένη να αποδώσει στον
Πολυνείκη τις απαραίτητες νεκρικές τιμές, ενώ η Ισμήνη
φοβάται: δεν είναι δουλειά των γυναικών να πολεμούν
ενάντια στους άνδρες. Πρέπει να υποχωρεί κανείς στους
ισχυρότερους, να υπακούει σε όσους "κατέχουν αξιώματα".
Οι χθόνιες θεότητες, στην αρμοδιότητα των οποίων
βρίσκεται ο νεκρός, θα τη συγχωρέσουν, αφού ό, τι κάνει
το κάνει κάτω από εξαναγκασμό. Αντίθετα η Αντιγόνη είναι
της γνώμης ότι πρέπει να είναι περισσότερο αρεστή στους
θεούς παρά στους ανθρώπους. Αποκρούει την Ισμήνη με
απότομο τρόπο, γεμάτη μίσος.
Ο χορός αποτελείται από τους επιφανείς γέροντες της
πόλης. Η πάροδος τους έχει θέμα την πρόσφατη νίκη. Ο
Κρέων, που τους έχει καλέσει σε συνέλευση, επαινεί την
πίστη που έχουν επιδείξει μέχρι τώρα προς τον βασιλιά
του οίκου. Αναγγέλλει ότι ένας σωστός ηγέτης υπακούει
στην καλύτερη συμβουλή. Κανείς δεν θα πρέπει να κρατά
το στόμα του κλειστό από φόβο. Το αντίθετο: πρέπει να
πολεμά ενάντια σε κάθε επαπειλούμενη συμφορά. Πρέπει να
κάνουν όλοι τα πάντα για την πόλη, και καμιά φροντίδα
για φίλους και συγγενείς δεν πρέπει να τους αποσπά από
αυτό. Η πόλη είναι που σώζει τους πολίτες. "Με τέτοιους
νόμους θέλω να σώσω την πόλη" (στ.191). Μετά
ανακοινώνει την απόφαση του για τον νεκρό. Όποιος θέλει
το καλό της πόλης, ας τιμάται, όποιος θέλει το κακό της,
ας τιμωρηθεί. Ο Κρέων έχει διατάξει να φρουρείται το
πτώμα. Οι γέροντες δεν πρέπει να αφήσουν να τους ξεφύγει
όποιος δεν υποτάσσεται στην προσταγή. Πρέπει κανείς να
προνοεί: η ελπίδα για κέρδος ήδη έχει παρασύρει μερικούς
να διαπράξουν αδικία, ακόμη και αν τους απειλεί η
θανατική τιμωρία.
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο φύλακας, που, αφού για ώρα
δίσταζε, ανακοινώνει ότι ο νεκρός έχει σκεπαστεί με
άμμο, κάτι που αρκεί για να θεωρηθεί ότι είναι θαμμένος.
Αλλά ακόμη δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος του δράστη. Ο
χορός σκέφτεται ότι πρόκειται για θεϊκή παρέμβαση (στ.
278), ο Κρέων όμως τον διακόπτει: οι θεοί δεν
ενδιαφέρονται για τέτοιους νεκρούς. Στο κάτω κάτω της
γραφής ήθελε να καταστρέψει τη χώρα και τους νόμους
τους. Υποψιάζεται μάλλον ότι πρόκειται για έργο
αντιπάλων, που δεν θέλουν να δεχτούν την εξουσία του.
Αυτοί "δεν έχουν τον τράχηλο τους κάτω από τον ζυγό,
όπως είναι το σωστό, έτσι ώστε να με αγαπούν" (στ. 291).
Πρέπει να δωροδόκησαν και τους φύλακες, οι οποίοι, αν
δεν βρουν τον δράστη, τους απειλεί ο βασιλιάς, θα
αναγκαστούν να ομολογήσουν με βασανιστήρια. "Φοβερό,
αυτός που αποφασίζει να πέφτει σε τέτοια λάθη",
παρατηρεί ο αγγελιαφόρος (στ. 323). Αφού ευχαριστεί τους
θεούς που ο Κρέων δεν τον κράτησε αμέσως, εγκαταλείπουν
και οι δύο τη σκηνή, και ο χορός αρχίζει το πρώτο του
στάσιμο.
Πρόκειται για το περίφημο πολλά τα δεινά: "Πολλά
τα φοβερά αλλά τίποτε φοβερότερο από τον άνθρωπο" (στ.
332). Η λέξη είναι η ίδια που μεταφράζεται ως "φοβερό",
η σημασία της όμως εκτείνεται από το "θαυμαστό",
"μεγαλοπρεπές", "βίαιο" μέχρι το "τρομακτικό", και έτσι
βρίσκεται σωστά στην αρχή αυτού του τραγουδιού, που
παρουσιάζει την όσο το δυνατό πιο επιγραμματική
διακήρυξη της συνείδησης που είχε αναπτυχθεί τότε για
τις ανθρώπινες ικανότητες. Ο χορός απαριθμεί διάφορα
τεχνικά επιτεύγματα του ανθρώπου, τη θαλασσοπορία, που
παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες πετυχαίνει τον στόχο
της, τη γεωργία, το κυνήγι πουλιών, την αλιεία και το
χερσαίο κυνήγι, την εξημέρωση των ζώων.
«Ακόμη και τη γλώσσα και τις γρήγορες σαν τον άνεμο
σκέψεις και το πνεύμα που ορίζει τις πόλεις διδάχτηκε»
(στ. 355). Μπορεί να προστατεύεται από τον άνεμο και τον
καιρό, αυτός ο πολύπειρος. Τίποτα δεν του προκαλεί
αμηχανία. Μόνον τον θάνατο δεν μπορεί να αποφύγει, τις
αρρώστιες όμως τις αντιμετωπίζει.
Τέλος ο απολογισμός: προικισμένος με πνεύμα επινοητικό
πέρα από κάθε προσδοκία, με πολλές ικανότητες, πάει μια
στο κακό, μια στο καλό. Σέβεται τους νόμους της χώρας
και το καθιερωμένο δίκαιο των θεών, είναι «ύψιστα
πολιτικός», δηλαδή σύμφωνος στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
με το νόημα της πόλης, «ύψίπολις». Αντίθετα
«α-πολιτικός», «ανίκανος για τον δημόσιο βίο», ενάντια
στην πόλη, «άπολις», είναι εκείνος που από
καθαρή αποκοτιά αφήνει το κακό να κατοικεί μέσα του.
Το μεγαλείο των ανθρώπινων ικανοτήτων είναι αμφίσημο.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το καλύτερο καθώς και για
το χειρότερο σε σχέση με την πόλη-κράτος. Επινοεί τα
απαραίτητα εργαλεία αλλά δεν εξασφαλίζει τη λογική τους
χρήση.
Μετά το τραγούδι επιστρέφει ο φύλακας, οδηγώντας την
Αντιγόνη, που πιάστηκε επ' αυτοφώρω, τη στιγμή που
προσπαθούσε να καλύψει τον νεκρό, τον οποίο οι φύλακες
είχαν στο μεταξύ πάλι εκθέσει. Ο φύλακας στεναχωριέται,
που υποχρεωτικά γίνεται υπαίτιος της δυστυχίας της, αλλά
ο πιο κοντινός του κάθε ανθρώπου είναι ο ίδιος του ο
εαυτός.
Η Αντιγόνη δεν αρνείται ότι γνώριζε την εντολή του
Κρέοντα — που αυτός αρέσκεται να ονομάζει νόμο. Αλλά
"δεν είναι ο Αίας που μου τα διακήρυξε αυτά, ούτε η
Δίκη, η θεά του δικαίου, που κατοικεί μαζί με τους
θεούς. Ούτε ήμουν της γνώμης ότι οι δικές σου
διακηρύξεις έχουν τάχα τόση δύναμη, ώστε να επιτρέπεται
σε έναν θνητό να καταπατήσει τους άγραφους,
απαρασάλευτους νόμους των θεών" (στ. 450). Δεν την
τρομάζει το γεγονός ότι για αυτό την απειλεί ο θάνατος,
το αντίθετο μάλιστα: στη δύσκολη θέση που βρίσκεται ως
κόρη του Οιδίποδα αυτό είναι μάλλον πλεονέκτημα. Με
κανέναν τρόπο δεν επιτρέπεται να αφήσει άταφο τον αδελφό
της.
Ο χορός επικρίνει την άρνηση της να υποχωρεί, που έχει
κληρονομήσει από τον πατέρα της. Ο Κρέων μιλά για
"υπερβολική ισχυρογνωμοσύνη" (στ. 473). Έξαλλος από οργή
αναφέρει τον ζυγό, με τον οποίο δαμάζονται τα άγρια
άλογα, και τη μετριοπάθεια που αρμόζει στους δούλους.
Νιώθει ότι τον κοροϊδεύουν, αφού η Αντιγόνη φτάνει στο
σημείο να παινεύεται για την πράξη της. Προπάντων νιώθει
να απειλείται ο ανδρισμός του, τη στιγμή που αφήνει μια
γυναίκα να του επιβάλλεται. Παρ' όλη τη συγγένεια
πρέπει να την τιμωρήσει μαζί με την αδελφή της με τον
χειρότερο θάνατο. Σε έναν έντονο διάλογο η Αντιγόνη
διεκδικεί νια την πράξη της τη μεγαλύτερη φήμη που
μπορεί να απαιτήσει. Οι γέροντες θα συμφωνούσαν μαζί
της, αν ο φόβος δεν τους έκλεινε το στόμα. Η Αντιγόνη
χρησιμοποιεί τα ίδια λόγια με τα οποία ο Κρέων τους
είχε στην αρχή παροτρύνει να εκφράσουν τη γνώμη τους σε
περίπτωση που ήταν απαραίτητο. Είναι πικρή ειρωνεία το
γεγονός ότι θα ήταν καλύτερο εκείνη τη στιγμή να είχαν
ακολουθήσει την παρότρυνση του ενάντια στη θέληση του
(αν είχαν σωστότερη κρίση). Αλλά σιωπούν, κάτι που ο
Κρέων εκλαμβάνει ως καταδίκη της Αντιγόνης και τη ρωτά
αν δεν ντρέπεται να είναι η μόνη που σκέφτεται
διαφορετικά από εκείνους (στ. 510). Επιμένει ότι μόνο
στον ένα από τους αδελφούς αρμόζει η τιμή της ταφής. "Ο
εχθρός δεν γίνεται ποτέ, ακόμη και αν πεθάνει, φίλος"
(στ. 522), κάτι που εκείνη αμφισβητεί. Ο Άδης απαιτεί,
κατά τη γνώμη της, να έχουν όλοι την ίδια
μεταχείριση.
Όταν φέρνουν την Ισμήνη, που θέλει να πεθάνει μαζί με
την Αντιγόνη, εκείνη την αποδιώχνει πάλι με ψυχρότητα.
Της εξηγεί γεμάτη περιφρόνηση: "Ζεις, αλλά η δική μου
ψυχή είναι από καιρό νεκρή, έτσι ώστε να μπορεί να
υπηρετεί τον πεθαμένο" (στ. 559).
Τελικά ο Κρέων διατάζει τους υποτελείς του να
απομακρύνουν τις αδελφές.
Το δεύτερο στάσιμο του χορού τραγουδά για την άτη, τον
όλεθρο που έχει πλήξει τον οίκο των Λαβδακιδών. Η μια
συμφορά ακολουθεί την άλλη, χωρίς κανείς να της
αντιταχθεί. Τώρα έρχεται η τελευταία, που προέρχεται
από την "αφροσύνη των λόγων και τη μοίρα της καρδιάς"
(στ. 603). Τραγουδά για τη δύναμη του Δία, στην οποία
δεν μπορεί να φτάσει καμιά ανθρώπινη "υπέρβαση", ακόμη
και αν κάποιος —ή η πόλη των Αθηνών;— το έχει βάλει κατά
νου. Και όπως παλιά ο χορός στον Αγαμέμνονα έτσι
και τώρα αυτός μιλά εδώ για έναν νόμο. Όμως τώρα δεν
λέγεται το "πάθημα μάθημα" αλλά "τίποτε στη ζωή των
θνητών δεν προχωρεί για πολύν καιρό χωρίς συμφορά" (στ.
611). Η ελπίδα μπορεί να είναι εξίσου βοήθεια αλλά και
απάτη. Το κακό φαίνεται καλό σε εκείνον που ο θεός του
έχει στρέψει τον νου προς την καταστροφή. Για ελάχιστο
καιρό το κάνει χωρίς άτη, χωρίς καταστροφή.
Δεν λέγεται πλέον τίποτε για τις μεγάλες δυνατότητες του
ανθρώπου. Αυτό ήταν μόνον η μία πλευρά του νομίσματος.
Στο τέλος, αυτό που αρχικά δεν αφορούσε παρά τον οίκο
του Οιδίποδα αποκτά μια γενική ισχύ. Ο χώρος δράσης
είναι πολύ περιορισμένος.
Στην επόμενη σκηνή έχουμε την είσοδο του Αίμονα, του
γιου του Κρέοντα, που ο Σοφοκλής τον παρουσιάζει ως
μνηστήρα της Αντιγόνης. Ο πατέρας φοβάται ότι εκείνος
θα τον κατηγορήσει οργισμένος, αλλά, αφού ο γιος του
τον διαβεβαιώνει ότι θέλει να ακολουθήσει τη θέληση
εκείνου, ("αν εσύ με οδηγείς ορθά" (στ. 638)), ο Κρέων
είναι σε θέση να προβεί σε μιαν εκτεταμένη
προειδοποίηση τόσο με την ιδιότητα του πατέρα όσο και
του ηγέτη. Η τάξη πρέπει να ξεκινά από το σπίτι. Ο
Κρέων δεν μπορεί επομένως να ενδιαφερθεί για την ανηψιά,
για τη μνηστή. Όποιος διατηρεί την τάξη στο σπίτι του
είναι δίκαιος και στην πόλη και με δίκαιο τρόπο
εξουσιάζει αλλά και εξουσιάζεται (στ. 699). Χωρίς να
είναι ξεκάθαρο το γιατί, ο βασιλιάς είναι λοιπόν κοντά
στη δημοκρατική αντίληψη σχετικά με την απαραίτητη
εναλλαγή εξουσιαστών και εξουσιαζομένων. Πολλά από όσα
λέει ο Κρέων εδώ είναι αποδεκτά και πηγάζουν από ευρέως
δια-δεδομένες απόψεις: η διδασκαλία για το κακό της
αναρχίας και ίσως για την αταξία που φοβούνται
ότι προκαλούν οι γυναίκες, για την απαραίτητη εξουσία
των ανδρών, για την υπακοή — αν και εδώ πάει πολύ
μακριά, καθώς είναι απόλυτος, όταν λέει "εκείνον που η
πόλη έχει ορίσει, εκείνον πρέπει να υπακούει κανείς, στα
μικρά και τα δίκαια όπως και στα αντίθετα" (στ.
666). Βέβαια εδώ θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει μια
παρόμοια ρήση του Σόλωνα (στ. 27).
Ο κορυφαίος του χορού πιστεύει ότι ο Κρέων μίλησε πολύ
λογικά, αν και θέτει τον περιορισμό: "σε περίπτωση που
η ηλικία δεν μας έχει πάρει τον νου". Ακόμη και ο Αίμων
δεν μπορεί να αντιμιλήσει, παρόλο που στη συνέχεια λέει
ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν και διαφορετικά.
Ξέρει ότι ο πατέρας του δεν μπορεί να ακούσει, από την
υψηλή θέση όπου βρίσκεται, την πόλη να θρηνεί για την
Αντιγόνη, ότι η πόλη θεωρεί πως η πράξη της είναι
αξιέπαινη, ενώ η τιμωρία της ανάξια. Και με όλη του την
αγάπη προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του να μη σκέφτεται
μόνον ένα πράγμα, σαν να είναι μόνον ένα πράγμα δίκαιο.
"Γιατί, αν κάποιος είναι της γνώμης ότι, μόνος αυτός
έχει λογικό και γλώσσα, όπως κανένας άλλος, και ψυχή,
τέτοιος άνθρωπος αποδεικνύεται, όταν τον ανοίξει κανείς,
άδειος" (στ. 707). θα πρέπει κανείς να μπορεί να
διδάσκεται, να μην παρατεντώνει το σκοινί, να υποχωρεί.
Φυσικά το καλύτερο από όλα θα ήταν να ξέραμε τα πάντα
από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Αλλά αφού αυτό συνήθως
δεν συμβαίνει, είναι σωστό να διδασκόμαστε από όσους
ξέρουν να παρουσιάζουν τα πράγματα με έξυπνο τρόπο.
Όλα αυτά είναι ολοφάνερα για τον κορυφαίο του χορού, ο
Κρέων όμως εξανίσταται. Πρέπει να διδαχτεί τη λογική
από έναν τόσο νέο άνδρα; Αμέσως μετά επιστρέφει στην
ιδέα που έχει: πρέπει να τιμούμε όποιον καταλύει την
τάξη; Δεν έχει πέσει η Αντιγόνη θύμα αρρώστιας; Όταν ο
Αίμων του θυμίζει για άλλη μια φορά τον λαό της Θήβας,
"που ταυτίζεται με την πόλη", ο Κρέων δεν αμφισβητεί ότι
σκέφτεται όπως η Αντιγόνη αλλά ρωτά αν είναι η πόλη που
θα του ορίσει τι πρέπει να κάνει. Μετά γίνεται εντελώς
εκτός εαυτού: "Για ποιον άλλον εκτός από τον εαυτό μου
πρέπει να κυβερνώ την πόλη;" "Δεν θεωρείται η πόλη κτήμα
του εξουσιαστή;" "Ωραία θα εξουσίαζες λοιπόν μόνο για
τον εαυτό σου μιαν άδεια πόλη" (στ. 736). Ο Κρέων δεν
έχει τίποτε να απαντήσει σε αυτό παρά μόνον ότι ο Αίμων
έχει πάρει ολοφάνερα το μέρος της γυναίκας. Δεν μπορεί
να κάνει κανένα λάθος, αν μένει πιστός στον θρόνο του.
"Θέλεις να μιλάς αλλά να μην ακούς;" ρωτά ο Αίμων. "Δεν
πρόκειται να παντρευτείς ποτέ ζωντανός αυτή τη γυναίκα"
ανταπαντά ο πατέρας. "Τότε θα πεθάνει και πεθαίνοντας θα
σκοτώσει κάποιον". Όταν ο Κρέων το εκλαμβάνει αυτό ως
αυθάδικη απειλή, αναγκάζεται να ακούσει τον Αίμονα, ο
οποίος λέει ότι απειλεί εκείνος που απαντά σε "κενές
γνώμες". Ο Αίμων αποχωρεί οργισμένος.
Ο Κρέων αρνείται να σκοτώσει την Ισμήνη αλλά διατάζει να
κλείσουν την Αντιγόνη ζωντανή μέσα σε μια σπηλιά. Ο
χορός τραγουδά για τη δύναμη του Έρωτα. Βλέποντας την
Αντιγόνη να πηγαίνει στον τάφο της, δεν μπορεί να
συγκρατήσει τα δάκρυα του. Η Αντιγόνη, καθώς αποχαιρετά
το φως και επικαλείται για μάρτυρες την πόλη και τους
γέροντες, δίνει την τόσο αινιγματική εξήγηση ότι δεν θα
παραβίαζε τον νόμο για χάρη κανενός άλλου παρά μόνον,
του αδελφού της. Όχι για το χατίρι του συζύγου ούτε
ακόμη και ενός παιδιού, γιατί στη θέση τους θα μπορούσε
να αποκτήσει άλλον σύζυγο και αντικαθίσταται μετά τον
θάνατο των γονιών.
Στο μεταξύ συζητά με τον χορό, που της επιβεβαιώνει τη
φήμη και τον έπαινο που έχει κερδίσει. Μόνη ανάμεσα
στους θνητούς οδεύει σύμφωνα με τον δικό της νόμο (αυτόνομος)
προς τον θάνατο. Μετά χαρακτηρίζει ως
"σπουδαίο πράγμα για να ακουστεί" το ότι η Αντιγόνη
μοιράζεται τη μοίρα εκείνων που, όπως η Νιόβη, είναι
ισόθεοι. Σίγουρα μιλά με καλή θέληση, αλλά εκείνη το
καταλαβαίνει μόνο σαν κοροϊδία. Έτσι ο χορός γίνεται
σκεπτικιστής. Λέει ότι έφτασε ως το άκρο της αποκοτιάς
και ότι έπεσε από το ψηλό σκαλοπάτι της Δίκης πολύ
βαθιά. Μετά διακηρύσσει ότι είναι βέβαια ένα είδος
ευσέβειας να τιμά κανείς τους νεκρούς, αλλά η εξουσία
δεν ανέχεται καμιά παράβαση. Η θέληση της, θεμελιωμένη
πάνω σε μιαν εντελώς προσωπική γνώση και ακολουθώντας
πάντοτε τους δικούς της δρόμους, την έχει οδηγήσει στην
καταστροφή.
"Κάνοντας μιαν ευσεβή πράξη κατηγορούμαι για ασέβεια",
διακηρύσσει η Αντιγόνη. Αν αυτό που θέλησε ο Κρέων ήταν
δίκαιο για τους θεούς, τότε θα αναγνωρίσει το σφάλμα της
υποφέροντας. Αν όχι, τότε οι άλλοι ας μην υποφέρουν
τίποτε άλλο χειρότερο από αυτό που της κάνουν ενάντια
στο δίκαιο (στ. 924). Ο Κρέων βιάζεται. Ο χορός τραγουδά
το τρίτο του στάσιμο και ξορκίζει για άλλη μια φορά τη
φοβερή δύναμη του πεπρωμένου.
Τελικά φτάνει ο τυφλός Τειρεσίας, υποβασταζόμενος από
τον νεαρό του οδηγό, θέλησε να παρατηρήσει τα πουλιά,
αλλά αυτά ήταν εντελώς εκτός εαυτού. Μετά προσπάθησε να
κάνει μιαν έμπυρη θυσία, αλλά και αυτή απέτυχε τελείως.
Οι βωμοί ήταν γεμάτοι από ό,τι άρπαξαν τα σκυλιά και τα
όρνεα από το κουφάρι του Πολυνείκη. 'Ή πόλη είναι
άρρωστη εξαιτίας σου" (στ. 1015), φωνάζει στον Κρέοντα
και προσπαθεί να του εξήγησει το λάθος που έχει κάνει.
Όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Αλλά όποιος τα αναγνωρίζει
και δεν εμμένει σε αυτά με πείσμα μπορεί να αλλάξει τα
πράγματα. Η έπαρση (αυθάδεια) αντίθετα είναι
καταδικασμένη σε ανοησία. Ο Κρέων δεν θέλει όμως να
μάθει, νιώθει να πιέζεται από κάθε πλευρά και κρατά σε
τόση απόσταση τον Τειρεσία, ώστε πιστεύει ότι εκείνος
τον έχει προδώσει. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πει
ότι, ακόμη και αν οι αετοί του Δία σύρουν το πτώμα στον
θρόνο του θεού, δεν φοβάται τη βεβήλωση και δεν βλέπει
κανέναν λόγο για να θάψει τον νεκρό. Μετά από μια μεγάλη
αντιπαράθεση, κατά την οποία ο Τειρεσίας προλέγει τι
πρόκειται να συμβεί, ο μάντης αποχωρεί.
Τότε μόνον ο Κρέων νιώθει ανασφάλεια. "Είναι φοβερό να
υποχωρεί κανείς αλλά εξίσου φοβερό είναι βέβαια και να
αντιστέκεται και να πρέπει να χτυπηθεί όποιος
αντιστέκεται" (στ. 1096). Αργεί να πάρει μιαν απόφαση.
Τώρα τον πιέζει ο κορυφαίος του χορού: ο Τειρεσίας δεν
έχει κάνει ποτέ λανθασμένη προφητεία. Τελικά ο βασιλιάς
μεταπείθεται. "Εγώ ο ίδιος την έδεσα και εγώ ο ίδιος θα
τη λύσω. Γιατί φοβάμαι πως είναι το καλύτερο να
διαφυλάγουμε τους υπάρχοντες νόμους μέχρι το τέλος" (στ.
1112). Με αυτό πρέπει να εννοεί τους παλιούς νόμους που
παραβίασε, τους άγραφους και ίσως και άλλους, οπωσδήποτε
όμως την τάξη του δικαίου που τώρα είναι πρόθυμος να
αναγνωρίσει και μάλιστα να αποκαταστήσει εντελώς την
ισχύ της προβαίνοντας στην απελευθέρωση της Αντιγόνης.
Ο χορός τραγουδά ένα τελευταίο στάσιμο, αυτή τη φορά για
τον Βάκχο, τον προστάτη θεό των Θηβών, και ζητά τη
βοήθεια του. Αλλά είναι ήδη πολύ αργά. Αμέσως μετά
έρχεται ένας αγγελιοφόρος, που αρχικά θρηνεί για το
ευμετάβλητο της τύχης και επικαλείται τις ευεγερσίες και
το δίκαιο μεγαλείο του Κρέοντα. "Αλλά τώρα όλα
πέρασαν." Αφού άφησε να του ξεφύγουν οι χαρές, δεν
είναι παρά ένας ζωντανός νεκρός (στ. 1167). "Η ψυχή μου
είναι από καιρό νεκρή", είχε πει η Αντιγόνη (στ. 559),
και τώρα ο Κρέων έχει έρθει στη θέση της. Η βασίλισσα
Ευρυδίκη πλησιάζει. Μαθαίνει τι έχει συμβεί. Ο βασιλιάς
έχει διατάξει να θάψουν τον Πολυνείκη, αφού προσπάθησε
να εξευμενίσει με προσευχές τους θεούς του κάτω κόσμου.
Τότε ένας άνδρας από την ακολουθία άκουσε δυνατούς
θρήνους από τη σπηλιά όπου είχε εγκλειστεί η Αντιγόνη. Η
Αντιγόνη είχε κρεμαστεί, και στα πόδια της κείτονταν ο
Αίμων. Ο Κρέων τον παρακαλεί ικετευτικά να βγει έξω, και
εκείνος απειλεί τον πατέρα του και, μετά μπήγει το σπαθί
του στο πλευρό του.
Ο αγγελιοφόρος κλείνει την αφήγηση του λέγοντας ότι η
έλλειψη φρόνησης είναι το μεγαλύτερο κακό για τον
άνθρωπο, Με αυτό εννοεί βέβαια την υποταγή του ανθρώπου
στον έρωτα. Αλλά ακριβώς για αφροσύνη είχε μιλήσει λίγο
πριν ο Τειρεσίας στον Κρέοντα.) Αφού η βασίλισσα
αποχωρεί και έρχεται ο Κρέων με τον νεκρό γιο στην
αγκαλιά του, ακούμε ότι ο Αίμων σκοτώθηκε όχι από δική
του αφροσύνη αλλά από την αφροσύνη του πατέρα του. Τώρα
μόλις καταλαβαίνει και ο χορός τι συνέβη και ρωτά:
"Γιατί έπρεπε να δεις τόσο αργά το σωστό;" Τότε φτάνει
και η είδηση για τον θάνατο της Ευρυδίκης. Μέσα σε
μεγάλους θρήνους ο Κρέων αναγνωρίζει το φταίξιμό του. Οι
υπηρέτες πρέπει να τον βγάλουν έξω, "αυτόν που τώρα
είναι πια ένα τίποτε" (στ. 1325). Ποθεί τον θάνατο. Αλλά
η ευχή της Αντιγόνης ότι δεν θα του συμβεί τίποτε
χειρότερο από ό, τι συνέβη στην ίδια δεν
πραγματοποιείται. "Δεν υπάρχει για τους θνητούς καμιά
λύτρωση πέρα από το καθορισμένο πεπρωμένο" (στ. 1337).
Το να συνεχίζει κανείς να ζει είναι χειρότερο από τον
θάνατο. Ο χορός μένει τελικά μόνος πάνω στην ορχήστρα.
Εγκωμιάζει το λογικό ως τη μεγαλύτερη ευτυχία. Πρέπει να
σέβεται κανείς τους θεούς και δεν πρέπει να λέει μεγάλα
λόγια. Έτσι μαθαίνει κανείς στα γηρατειά τη σύνεση.
Λίγες τραγωδίες δείχνουν τόσο καλά όσο η Αντιγόνη του
Σοφοκλή πού έγκειται η πολιτική τέχνη των αττικών
τραγικών: στον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφούνται οι
χαρακτήρες και ορίζεται η δράση, στην πληρότητα της
γλώσσας και τον πλούτο σε συσχετισμούς. Παντού είναι
παρόν εκείνο το αινιγματικό και παράδοξο που
χαρακτηρίζει την ελληνική θρησκευτικότητα, όπως παρών
είναι και εκείνος ο γενικός ανθρωπισμός, που φαίνεται
πως μας μιλά ακόμη και σήμερα με αμεσότητα, τόσο παρών,
ώστε η πολιτική ερμηνεία να φαίνεται ότι μειώνει
σημαντικά το δράμα. Και αυτό ισχύει σίγουρα, άσχετα από
το γεγονός ότι η Αντιγόνη παρουσιάζεται συνεχώς στη
σύγχρονη σκηνή ως πολιτικό έργο, και μάλιστα στις μέρες
μας ως δράμα αντίστασης ενάντια στην κρατική βία. Παρ'
όλα αυτά οι πολιτικές αναφορές σε όλην την τραγωδία δεν
πρέπει να περάσουν απαρατήρητες, και μάλιστα μπορούμε
να πούμε ότι τη χαρακτηρίζουν πάρα πολύ έντονα.
Όπως και στην περίπτωση του Αίαντα η μοίρα του πτώματος ενός προδότη τίθεται και εδώ ως
πρόβλημα. Το ότι δεν επιτρεπόταν να ταφεί στην ίδια του
τη χώρα ήταν αντίστοιχο με το αττικό δίκαιο, πράγμα για
το οποίο ο Σοφοκλής πρέπει να είχε αντίρρηση, αφού
έβλεπε ότι ολόκληρη η τάξη οδηγείται στην αταξία
εξαιτίας ενός άταφου, και αφού πίστευε ότι στον Άδη όλοι
έχουν τα ίδια δικαιώματα. Πάνω από όλα ήταν της γνώμης
ότι η έχθρα θ« έπρεπε να έχει κάποια όρια στο πλαίσιο
της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Οπωσδήποτε το αττικό δίκαιο
δεν απαγόρευε εντελώς την ταφή ενός προδότη. Δεν
φαίνεται πουθενά ότι οι Αθηναίοι ήθελαν να την
αποκλείσουν εντελώς.
Σε αντίθεση όμως με τον Αίαντα, το
πτώμα δεν βρίσκεται στα χέρια των υπηκόων αλλά σε
εκείνα των αντιπάλων. Και εδώ δεν υπάρχει κανένας
Οδυσσέας, για να φέρει την ισορροπία και για να
προβάλει κατά τη διαμάχη των αντιδίκων μια τρίτη άποψη,
δηλαδή το γενικό συμφέρον.
Ο μόνος που θα μπορούσε και που το κάνει με τον τρόπο
του είναι ο μάντης Τειρεσίας, ο οποίος δεν μπορεί να
επιβληθεί. Εκεί που ο Οδυσσέας μπορεί μόνο να νικήσει,
επειδή έχει τη φιλία του Αγαμέμνονα, ο Τειρεσίας, όσο
είναι ακόμη καιρός, πρέπει να υποκύψει, επειδή ο Κρέων
τον θεωρεί αντικειμενικά εχθρό του, και πιο
συγκεκριμένα πληρωμένο όργανο των εχθρών του. Το ίδιο
συμβαίνει και με τον Αίμονα, του οποίου η
επιχειρηματολογία πλησιάζει πιο πολύ από κάθε άλλου σε
εκείνη του Οδυσσέα.
Έτσι δεν υπάρχει καμιά διέξοδος, προτού να πεθάνουν όλοι
αυτοί που συμμετέχουν στα γεγονότα ή, ακόμη χειρότερα,
να δεχτούν μοιραία πλήγματα. Μόνον όταν όλα πια θα έχουν
περάσει, ο χορός μπορεί να μάθει κάτι: αλλά έπρεπε για
αυτό να γεράσει — και πόσα χρειάστηκε να συμβούν, για να
γίνει αυτό!
Τα πρόσωπα στην Αντιγόνη παρουσιάζουν λοιπόν
ιδιαίτερα ακραία και περιεκτικά χαρακτηριστικά, και αυτό
το στοιχείο ο Σοφοκλής ενδιαφέρεται να το επεξεργαστεί
με έμφαση. Ο Κρέων είναι καταρχήν ο δίκαιος βασιλιάς.
Έχει σώσει την πόλη —δεν ξέρουμε ακριβώς με ποιον τρόπο—
και μάλιστα ακολουθώντας τότε τη συμβουλή του Τειρεσία
(στ. 994, 1058, 1162). Ο τρόπος με τον οποίο
αντιμετωπίζει τους γέροντες ίσως μας ξενίζει λίγο, αλλά
η απαίτηση για ευθύτητα γνώμης είναι παλιά, και ίσως οι
αρχές που εκθέτει τόσο προς αυτούς όσο και προς τον
Αίμονα να επικαλύπτονται με εκείνες που ισχύουν και για
την αττική δημοκρατία.
Εντύπωση προκαλεί η ανασφάλεια του, που τον κάνει να
φοβάται παντού εχθρούς που δεν αναγνωρίζουν την εξουσία
του. Αυτό είναι ίδιον της μοναρχίας και προφανώς του
προκαλεί μεγάλο άγχος. Ίσως μάλιστα να σχετίζεται και με
το ότι παίρνει τα καθήκοντα του ιδιαίτερα στα σοβαρά.
Αναμφίβολα είναι ένας ηγέτης με συνείδηση της αποστολής
του. Εδώ εντάσσεται και η εντολή του να μείνει άταφος ο
Πολυνείκης, αφού πιστεύει ότι πρέπει να κάνει τα πάντα
για το καλό της πόλης. Καθώς σκέφτεται από τη μια μεριά
με βάση τις παλιές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει
να βοηθούμε τον φίλο και να βλάπτουμε τον εχθρό (στ.
643), και από την άλλη σαφώς με βάση τις αρχές της
πόλης-κράτους, με τις οποίες ταυτίζεται, δεν μπορεί παρά
να κρίνει τους ανθρώπους καταρχήν με βάση τη στάση τους
απέναντι στην πόλη. Τελικά, όπως αφήνεται να φανεί σε
διάφορα σημεία, είναι ένας άνθρωπος φωτισμένος. Έτσι
φτάνει στο σημείο να ακολουθεί αυτό που εκείνος νομίζει
ότι συμφέρει την πόλη, νωρίς να υπολογίζει όρια και
φτάνοντας ως τα άκρα. Εδώ βρίσκεται το πρώτο του
σφάλμα, που όμως δεν είναι το χειρότερο. Όπως λέει ο
Τειρεσίας, ο άνθρωπος κάνει λάθη. Όμως αυτό είναι κακό,
μόνον όταν δεν δέχεται κανείς διδάγματα από κάποιον
καλύτερο του. Η ιστορία του Κρέοντα είναι ακριβώς το
μάθημα σχετικά με το τι συμβαίνει σε μια τέτοια
περίπτωση. Δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά εκείνον που
αμφισβητεί την απόφαση του, ακόμη και αν — όπως στην
περίπτωση του Αίμονα— αυτό συμβαίνει με την καλύτερη
πρόθεση και προέρχεται από μιαν υική αγάπη συγκινητική
μέσα στην απελπισία της. Αντίθετα η αμφισβήτηση
ενεργοποιεί κάθε είδους αμυντικούς μηχανισμούς. Η
ερώτηση του χορού μήπως ένας θεός κάλυψε ιιε σκόνη τον
νεκρό προκαλεί κατ' αρχήν την οργή του. Δεν αναγνωρίσει
το δικαίωμα στη διαφορετική γνώμη. Υποπτεύεται ότι
όποιος το διεκδικεί έχει δωροδοκηθεί είτε με χρήματα
είτε με έρωτα. Τίποτε δεν τον αγγίζει.
Στον εκτεταμένο διάλογο με τον Αίμονα φανερώνεται τελικά
ο γνήσιος τύραννος. Αυτό δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο
ότι ο Κρέων ήταν τύραννος ήδη από την αρχή, αλλά τώρα
βλέπουμε πώς ένας ηγέτης που έχει πάρει μια λανθασμένη
απόφαση και δεν έχει μετανιώσει εγκαίρως για αυτήν
γίνεται απόλυτος, μέχρι που τελικά φτάνει σε τέλεια
ανικανότητα επικοινωνίας. Ο διάλογος ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά
μνημεία πολιτικής σκέψης. Καθώς ο Αίμων θεωρεί εντελώς
αυτονόητες τις ελληνικές αντιλήψεις νια την πόλη των
πολιτών, παρουσιάζει σταδιακά την αντίθετη εικόνα του
τυράννου: εξουσία με αυτήν την έννοια μπορεί να ασκηθεί
μόνο σε μιαν έρημη χώρα. Μέσα σε μια πόλη δεν πρέπει
κανείς μόνο να μιλά, να αποφασίζει και να υπακούει αλλά
και να ακούει, να μαθαίνει, να είναι προσεκτικός: δεν
μπορεί κανείς να κυβερνά ενάντια στους πολίτες.
Αυτό που εδώ παρουσιάζεται τόσο ρεαλιστικά στο
παράδειγμα του Κρέοντα αντανακλά αναντίρρητα την
πραγματικότητα της αττικής δημοκρατίας. Πολλοί έχουν
αναρωτηθεί μήπως στη μορφή του Κρέοντα κρύβεται κάτι από
τον Περικλή. Την πρώτη φορά που ο Κρέων κατονομάζεται,
στον όγδοο στίχο του έργου, η Αντιγόνη τον χαρακτηρίζει
με τον τίτλο του Περικλή, "στρατηγό". Και ο Περικλής
ήταν "φωτισμένος" άνθρωπος. Όπως ο Κρέων, έτσι και
εκείνος είχε μετατρέψει με έναν εντελώς καινούριο τρόπο
την πόλη σε στόχο κάθε δραστηριότητα!; και είχε υποτάξει
την προσωπική φιλία οτην υπηρεσία της πόλης: από τον
αντίπαλο του τον Θουκυδίδη μαθαίνουμε ότι είχε κάνει
πολλούς φίλους, τόσο Αθηναίους όσο και συμμάχους, και
ότι είχε προσπαθήσει περισσότερο να ενδιαφέρεται για
τους τελευταίους. Έτσι ο Περικλής θα μπορούσε πολύ καλά
να επιχειρηματολογεί, όπως και ο Κρέων, ότι πανό) από
όλα πρέπει κανείς να "έχει καλές προθέσεις" (στ. 209)
απέναντι στην πόλη. Επιπλέον ο Περικλής πρέπει να είχε
παραβεί ακριβώς εκείνη την εποχή μερικά άγραφα "έθιμα"
(νόμιμα), ενώ η σύγχρονη του αττική
κωμωδία τον παρουσίαζε κατά προτίμηση ως μονάρχη και
τύραννο.
Στο πρόσωπο της Αντιγόνης συναντούμε ένα εντελώς νέο
είδος "ήρωα": σίγουρα είναι η κόρη του βασιλιά, είναι
πάρα πολύ σίγουρη για τον δρόμο που ακολουθεί και
παράλληλα χαρακτηρίζεται από την επιμονή εκείνη που
έχουν και οι άλλοι ήρωες του Σοφοκλή. Πολύ συχνά ο
ποιητής χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις με εκείνες που
χρησιμοποιούσε για τον Αίαντα. Μόνον που η θέση της
Αντιγόνης είναι πάρα πολύ αδύναμη και μάλιστα από την
αργή ως το τέλος. Με τρόπο εντελώς διαφορετικό από ό,τι
ο Προμηθέας, ο Αίας, ο Ορέστης, δεν αμφισβητεί την
εξουσία ή ακόμη και την ύπαρξη του ηγέτη με τον οποίο
βρίσκεται σε διαμάχη. Δεν σκέφτεται τον φόνο ή την
εκδίκηση. Αντίθετα θέλει μάλλον να υποταχθεί
ολοκληρωτικά στην εξουσία. Μόνο σε ένα σημείο νιώθει
αναγκασμένη να αρνηθεί την υποταγή στον Κρέοντα. Αλλά
ακόμη και εκεί δεν είναι στο τέλος απολύτως σίγουρη αν
δεν έχει αυτή άδικο. Πάντως δεν μπορεί να κάνει
διαφορετικά: πρέπει να θάψει τον αδελφό της.
Ο Σοφοκλής αιτιολογεί αυτή την πράξη της Αντιγόνης με
πολύ ειδικά κίνητρα: με την τόσο αινιγματική, βασικά
σκανδαλώδη αδελφική αγάπη, με τη βαθιά δυστυχία στην
οποία ως κόρη του Οιδίποδα είναι βυθισμένη και η οποία
την κάνει να θεωρεί την ιδέα του θανάτου τόσο προσφιλή:
ίσως εντέλει με έναν τρόπο πεισιθανάτιο. Τέλος, με την
ασυμβίβαστη, σκληρή της φύση, που τόσο καθαρά δείχνει
απέναντι στην αδύναμη και μπερδεμένη Ισμήνη. Έτσι φτάνει
στο σημείο να υπηρετήσει εκείνο το δίκαιο που
επικαλείται μπροστά στον Κρέοντα. Βέβαια γνωρίζει από
την αρχή ότι πρέπει να είναι περισσότερο αρεστή στους
χθόνιους θεούς παρά στους ανθρώπους. Αλλά, μόνον όταν ο
Κρέων απαιτεί υποταγή, προβάλλει το δίκαιο της με
αποφασιστικό τρόπο: υπάρχουν πανάρχαια έθιμα (νόμιμα),
όπως τα ονομάζει, αντί να μιλήσει για νόμους, άγραφα
και αμετάβλητα, από χρόνια ανυπολόγιστα, που τα έχουν
ορίσει οι θεοί. Και αυτά βρίσκονται πάνω από κάθε
ανθρώπινο δίκαιο.
Η διαταγή του Κρέοντα δηλώνεται με διάφορους, πολύ
αποκαλυπτικούς όρους. Πιο συχνά ονομάζεται απλώς κήρυγμα,
ανακοίνωση. Ο ίδιος προτιμά να
την αποκαλεί νόμο, που είναι ο παλιός όρος στα
ελληνικά για το έθιμο, το παραδοσιακό, το δίκαιο. Τελικά
αυτό που εννοεί είναι τα παραδοσιακά, αυτονόητα δίκαια
και κανόνες. Αλλά, αφού η λέξη χαρακτηρίζει και το
δίκαιο, περιλαμβάνει ταυτόχρονα και τους νόμους, που
από τον έκτο αιώνα αυξάνονταν συνεχώς (και για τους
οποίους υπάρχει και μια άλλη έκφραση, ο θεσμός). Όσο πιο πολύ αποτελείται το δίκαιο από νόμους, τόσο
περισσότερο το κύριο βάρος της έννοιας μεταφέρεται από
το άγραφο στο καθορισμένο. Εδώ στην Αντιγόνη βρίσκουμε ότι η λέξη χαρακτηρίζει για πρώτη φορά σε τόσο
μεγάλο ποσοστό το δίκαιο που καθορίζεται από τις
αποφάσεις της λαϊκής συνέλευσης, έτσι ώστε ο άγραφος
νόμος να πρέπει να χαρακτηρίζεται ειδικά ως τέτοιος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κρέων ονομάζει καταχρηστικά
τη διαταγή του "νόμο". Πολλά όμως στοιχεία συνηγορούν
στο ότι ο Σοφοκλής θέλει με αυτή τη /ρήση της λέξης να
καταστήσει σαφή —κάτι που ίσως τότε για πρώτη φορά
γινόταν συνειδητό— τον μεγάλο βαθμό στον οποίο τώρα το
δίκαιο γινόταν υπόθεση αυθαίρετων αποφάσεων. Το θέμα
λοιπόν στις αντίστοιχες εκφράσεις δεν ήταν μόνον η
διαταγή του Κρέοντα αλλά και η ολοένα πιο πιεστική
νομοθεσία των αττικών λαϊκών συνελεύσεων. Έτσι, λόγου
χάρη, η Αντιγόνη λέει ότι αναλαμβάνει την ταφή του
Πολυνείκη "ενάντια στη θέληση των πολιτών", σαν να
επρόκειτο πραγματικά για τον νόμο τους (στ. 907).
Αρκετά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι στη διαμάχη του
Κρέοντα με την Αντιγόνη εκφράζεται η επίκαιρη
προβληματική. Έτσι εξηγούνται όχι μόνον τα όρια της
πολιτικής αλλά και της νομοθεσίας της πόλης-κράτους,
πράγμα που θα μπορούσε πολύ καλά να έχει την αφορμή του
στις αντιπαραθέσεις σχετικά με την οικοδομική πολιτική
του Περικλή. Ο αντίπαλος του Περικλή, ο Θουκυδίδης, ο
γιος του Μελησία, είχε, καθώς γνωρίζουμε, οργανώσει τους
αριστοκρατικούς του οπαδούς με έναν εντελώς νέο τρόπο,
με σκοπό να ενισχύσει την παρουσία τους στη λαϊκή
συνέλευση. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να
παρεμποδίσει την τόσο σκληρή και ανάλγητη πολιτική που
ασκούσε η ισχυρή Αθήνα απέναντι στους συμμάχους
καταπατώντας πολλά παραδοσιακά "νόμιμα". Κατά μιαν
έννοια οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε ένα σταυροδρόμι. Οι
περσικοί πόλεμοι είχαν τελειώσει, και η σημασία της
συμμαχίας δεν ήταν πια αυτονόητη. Ο τεράστιος
εγωκεντρισμός και εγωισμός της Αθήνας πρέπει να
αναδεικνυόταν τώρα με τον πιο ανοιχτό, απροσχημάτιστο
τρόπο. Το 443 ο Θουκυδίδης νικήθηκε από τον Περικλή και
μάλλον εγκατέλειψε την πόλη μετά από οστρακισμό. Αραγε
δεν πρέπει να δεχτούμε ότι τώρα οι Αθηναίοι
συνειδητοποιούσαν ξανά την προβληματική σχετικά με τα
όρια της πολιτικής και της νομοθεσίας:
Ειδικά το πρώτο στάσιμο του χορού σχετικά με τις φοβερές
δυνατότητες του ανθρώπου πρέπει να αναφέρεται στην
κατάσταση της Αθήνας εκείνων των χρόνων. Η περηφάνεια
για την ανθρώπινη ικανότητα αποδίδει σίγουρα το κοινό
αίσθημα. Μου φαίνεται πολύ αμφίβολο ότι αυτό διαψεύδεται
από το ίδιο το έργο, όπως έχει υπό -στηριχθεί τελευταία.
Ασφαλώς, αν αναλογιστούμε τις δυσχέρειες να πειστεί, να
καταλάβει ο Κρέων, η γλώσσα πράγματι παρουσιάζεται
περιορισμένη ως προς τις δυνατότητές της. Εξάλλου για το
πλοίο της πόλης-κράτους δεν ισχύει αυτό που το χορικό
ισχυρίζεται για τη ναυτική τέχνη του ανθρώπου. Και η
λέξη που χρησιμοποιείται για τις σκέψεις του ανθρώπου
χαρακτηρίζει συγχρόνως και την υπεροψία του.
Όλα αυτά όμως μάλλον επιβεβαιώνουν αυτό που λέει το
τραγούδι στο τέλος: αυτές οι ικανότητες μπορούν να
χρησιμοποιηθούν εξίσου για το καλό όσο και για το κακό.
Αυτό εξαρτάται αφενός από τον τρόπο με τον οποίο
αντιμετωπίζει κανείς το δίκαιο και αφετέρου από το κατά
πόσο κινείται μέσα στα αποδεκτά πλαίσια. Ακριβώς αυτό το
τελευταίο αποτελούσε τον κίνδυνο για την Αθήνα, αφού η
πόλη ήταν γνωστή για τη ριψοκίνδυνη φύση της. Έτσι
έχουμε κάθε λόγο να πιστέψουμε ότι η μνεία εκείνου που
θέλει να ξεπεράσει τη δύναμη του Δία είναι υπαινιγμός
για την ίδια την πόλη. Και ακριβώς εδώ, στις
απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου, έγκειται ο
κίνδυνος της αποτυχίας που διαγράφεται καθαρά στο έργο.
Πουθενά αλλού στις πηγές μας δεν μαρτυρείται τόσο
εντυπωσιακά όπως εδώ η συνείδηση της ικανότητας. Η
διατύπωση για τις "πέρα από κάθε προσδοκία ικανότητες"
αποδεικνύει πόσο πρόσφατη ήταν αυτή η συνείδηση. Δεν
χωρά καμιά αμφιβολία ότι ήταν περήφανοι για αυτήν.
Όταν το τραγούδι λέει ότι η ικανότητα του ανθρώπου
οδηγεί σε μεγάλους κινδύνους, υπογραμμίζει έτσι μιαν
επίγνωση που πρέπει να προήλθε από τον επίμονο,
αυτάρεσκο εγωκεντρισμό της πόλης-κράτους του Περικλή,
από την άνεση με την οποία χρησιμοποιούσε τις εισφορές
των συμμάχων για τον εξωραϊσμό της πόλης. Εκείνα τα
χρόνια πάντως είχαν αρχίσει να αποτολμούν πάρα πολλά
καινούρια εγχειρήματα, πράγμα που πιθανώς αποτελούσε
αιτία ανησυχίας.
Έτσι έγινε αμέσως επίκαιρο και επείγον το εξής πρόβλημα:
ποιος μπορεί να εγγυηθεί για τον συνετό χαρακτήρα μιας
απόφασης, η οποία λαμβάνεται μέσα σε τόση ελευθερία;
Βλέπουμε πως ο πολιτικός μπορεί να βυθιστεί όλο και πιο
βαθιά μέσα στο λάθος του, καθώς προσπαθεί να προφυλάξει
τον εαυτό του από την αμφισβήτηση. Το συμβούλιο των
πλουσίων (στ. 843), ισχυρών γερόντων δεν έχει καμιάν
απολύτως προσωπική γνώμη. Ακόμη και όταν λυπάται για την
κόρη του βασιλιά, βλέπει μόνον από τη μια τη δόξα της,
από την άλλη την ανυπακοή με την οποία η ίδια προκάλεσε
την τιμωρία της. Μπορεί να φοβάται αλλά δεν το δείχνει.
Ο χορός έχει έναν εσωτερικό δεσμό με τον μονάρχη και με
τις παλιές αρχές της ανάγκης νια υπακοή και της συμφοράς
της αναρχίας. Ο λαός βέβαια φαίνεται να θρηνεί
την Αντιγόνη. Δεν ξέρουμε αν το κάνει επειδή τη θαυμάζει
για το θάρρος και την ανεξαρτησία της πράξης της ή γιατί
πιστεύει ότι η ταφή είναι απαραίτητη. Μήπως ο Σοφοκλής
θέλει να υποδηλώσει ότι ο λαός έχει το αίσθημα του
δικαίου — ή τη σοφία του; Πάντως ο λαός δεν μπορεί να
κάνει τίποτε· και τελικά δεν μπορούν να πλησιάσουν τον
Κρέοντα ούτε ο ίδιος του ο γιος ούτε ο μάντης.
Ποιος λοιπόν θα εξασφαλίσει την ορθότητα των αποφάσεων;
Δεν μπορεί να είναι ζήτημα πολιτειακό, εφόσον μια τόσο
ακραία εμπειρία θα παρουσίαζε δυσκολίες τόσο για τη
δημοκρατία όσο και για τη λαϊκή συνέλευση. Από αυτήν την
άποψη ένας δημοκράτης δεν θα μπορούσε να αισθάνεται
ανώτερος από τον τύραννο. Το έργο επιτρέπει μονό μια
απάντηση σε αυτήν την ερώτηση: πρέπει να σεβόμαστε τους
νόμους της χώρας και τα δίκαια που έχουν καθορίσει οι
θεοί, να σεβόμαστε τους γραπτούς αλλά κυρίως και τους
άγραφους νόμους.
Αυτό είναι που ο Κρέων μαθαίνει στο τέλος, όταν θέλει να
επαναφέρει σε ισχύ τους "υπάρχοντες νόμους", των οποίων
την αναγκαιότητα αναγνωρίζει με φόβο. Αυτή είναι η
σοφία που κατακτά στο τέλος ο χορός.
Επιπλέον, στην περίπτωση της Αντιγόνης μπορούμε
να δούμε ένα ακόμη παράδειγμα της στάσης την οποία στον
Αίαντα υιοθετεί ο Οδυσσέας. Μόνον
που ο Κρέων δεν είναι ικανός για τέτοια συμπεριφορά
κατά το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Στους διάλογους όμως
με τον Αίμονα και τον Τειρεσία γίνεται σαφές ότι ο
άνθρωπος, πρέπει να διδάσκεται, να δέχεται συμβουλές, να
είναι ελαστικός και υποχωρητικός. Όπως ο Οδυσσέας ήξερε
ότι ο πολίτης πρέπει να είναι ένας μεταξύ πολλών, έτσι
και ο Κρέων έπρεπε να γνωρίζει ότι υπάρχουν
περισσότερες από μία απόψεις και ότι η απόφαση μπορεί να
βγει μόνο μετά από αντιπαράθεση αυτών των απόψεων. Μια
τέτοια ποίηση πρέπει να κρύβει μια πολύ πλούσια σύγχρονη
εμπειρία. Ο ποιητής πρέπει να είχε αναπνεύσει πολύν αέρα
της δημοκρατίας και να είχε εκτεθεί σε όλες τις
δυσκολίες της. αφού είναι σε θέση να διατυπώνει την
άποψη ότι, όποιος πιστεύει μόνο στη γνώμη του είναι
κενός, επειδή δεν ξέρει να ανέχεται την πολυμορφία των
δυνατών απόψεων και επειδή ο πνευματικός του ορίζοντας
δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της δημοκρατίας.
Όπως και στον Αίαντα τίθεται και
εδώ αντίστοιχα το ερώτημα κατά πόσο το απομονωμένο άτομο
που εμμένει με απόλυτο τρόπο στην άποψη του
αντιπροσωπεύει συγχρόνως και την πόλη της Αθήνας.
Αλλά ίσως σε όλα αυτά προστίθεται και κάτι επιπλέον: η
τόσο αδύναμη απέναντι στην εξωτερική απειλή Αντιγόνη
βρίσκεται κατά βάση, παρ’ όλη την υψηλή της καταγωγή,
στην ίδια θέση με τον απλό πολίτη. Δεν είναι
επαναστάτρια, αντίθετα, υπό ομαλάς συνθήκας, είναι
απόλυτα νομοταγής. Μόνο σε ένα σημείο δεν υπακούει,
επειδή γνωρίζει συγχρόνως και ένα ανώτερο δίκαιο, προς
το οποίο επιθυμεί, να συμμορφωθεί — ακόμη και αν .οι
λόγοι είναι πολύ προσωπικοί. Εδώ έχει ταυτόχρονα δίκαιο
και άδικο, είναι ταυτόχρονα ευσεβής και ασεβής. Αλλά
μήπως δεν αποτελεί συγχρόνως και ένα πρότυπο
ανεξάρτητης, μοναδικής, αποκλίνουσας σκέψης, χάρη στην
οποία και μόνο προβάλλονται ορισμένες απόψεις, που είναι
τελικά και αναγκαιότητες; Μήπως άραγε δεν τηρεί την
απαραίτητη απόσταση — απέναντι σε όλες τις πιέσεις,
λόγου χάρη της λαϊκής συνέλευσης ή του κοινού
αισθήματος στην πόλη, απέναντι στις προκαταλήψεις της
εκάστοτε πολιτικής— που είναι απαραίτητη για να τεθούν
όλα αυτά υπό αμφισβήτηση; Μήπως μια πόλη δεν στηρίζεται
τελικά σε πολίτες τέτοιου είδους, παρά τον κίνδυνο που
μπορεί να διατρέξουν, παρ' όλη τη μονομέρεια και την
ισχυρογνωμοσύνη που αρμόζει στη φύση τους; Όχι
απαραίτητα επειδή έχουν δίκαιο, αφού η Αντιγόνη δεν έχει
μόνο δίκαιο, αλλά γιατί τίποτε δεν γίνεται χωρίς
αυτούς. Δεν μπορούν όλοι να σκέφτονται σαν την Ισμήνη.
Μήπως τελικά μέσα στον μεγάλο θαυμασμό, που εκφράζει
τόσο ο λαός όσο στο τέλος και ο χορός των γερόντων για
την Αντιγόνη, υπάρχει συγχρόνως και κάτι από τη
συνειδητοποίηση ότι τέτοιου είδους πολίτες είναι
απαραίτητοι;
Αυτό θα σήμαινε μιαν εντελώς νέα αντίληψη για την
πολιτική ευθύνη: απελευθέρωση του ατόμου στο πλαίσιο
της κοινότητας, μια απελευθέρωση η οποία θα
αντιστοιχούσε, νια παράδειγμα, σε αυτήν που κατέκτησαν
οι σοφιστές. Από τη μεταγενέστερη εποχή γνωρίζουμε
παρόμοιες ενέργειες του Σωκράτη και της ιέρειας Θεανώς,
που αρνήθηκε να υπακούσει στη λαϊκή απόφαση, σύμφωνα με
την οποία έπρεπε να καταραστεί τον Αλκιβιάδη·
αρμοδιότητα της ήταν, όπως είπε, οι προσευχές και όχι οι
κατάρες.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι στον Σοφοκλή αυτή
η έννοια της πολιτικής ευθύνης αποκτά υπόσταση στη
μορφή μιας γυναίκας, ενός ατόμου δηλαδή από εκείνα που
βρίσκονται έξω από την κοινωνία των ανδρών, που δεν
μπορούν να έχουν καμιά φιλοδοξία στο πλαίσιο της
κοινωνίας αυτής και των οποίων η δράση και η παρουσία
εξοργίζει ιδιαίτερα τον Κρέοντα. Με αυτόν τον τρόπο
περιορίζεται σημαντικά ο πρότυπος χαρακτήρας της δράσης
της, ακριβώς όπως περιορίζεται και εξαιτίας της όλης
ιδιαιτερότητας των κινήτρων και της επιμονής της. Αν
όμως οι μεγάλοι ήρωες της αττικής τραγωδίας μάλλον
θέτουν υπό αμφισβήτηση τον τύπο του αρχαίου ήρωα, καθώς
δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμιά θέση για αυτόν στη νέα
κοινωνία, για την εξωτερικά τόσο αδύναμη Αντιγόνη
ενδεχομένως ισχύει το εντελώς αντίθετο.
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή πάντως —όπως και ο Αίας—
κυριαρχούνται από την αρχή ως το τέλος από το πολιτικό
στοιχείο, που αποτελεί το πεδίο αντιπαράθεσης απόψεων,
οριοθετεί τα αντίπαλα στρατόπεδα, καθορίζει σε μεγάλο
βαθμό τα επιχειρήματα και τα κίνητρα. Είναι πιθανόν ότι
εδώ διακρίνονται ίσως πάρα πολλά στοιχεία της σύγχρονης
πολιτικής.
Φυσικά δεν πρέπει να βλέπουμε απομονωμένο το πολιτικό
στοιχείο, όπως κάνει ο Κρέων. Επιπλέον δεν πρέπει να το
βλέπουμε τόσο απόλυτα όσο εκείνος. Υπάρχουν κάποια όρια
που πρέπει να γίνουν σεβαστά. Η πολιτική της εποχής
είναι και παραμένει ριζωμένη στον κόσμο των θεών, των
ουρανίων και των χθονίων. Ταυτόχρονα είναι και παραμένει
εκτεθειμένο και στη διαρκώς επανερχόμενη παραβίαση, στη
διαφθορά, η οποία στο τέλος πρέπει να εξιλεωθεί: μέσω
της ανυπάκουης Αντιγόνης, ακόμη και αν σε αυτήν την
υπόθεση ήθελε να αποκαταστήσει το δίκαιο· μέσω του
Αίμονα, με τον θάνατο του οποίου τιμωρήθηκε ο Κρέων
(αλλά παρ' όλα αυτά η μοίρα του Αίμονα ήταν καλύτερη)·
μέσω της Ευρυδίκης και, τελικά, μέσω του ίδιου του
Κρέοντα, του "ζωντανού νεκρού", που έπρεπε να επιζήσει
όλων αυτών. Έτσι υπάρχουν πολλά εξιλαστήρια θύματα, για
να αποκαταστήσουν την τάξη.
Και ίσως θα μπορούσε κανείς να ελπίσει ότι, καθώς οι
αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στην ολοκλήρωση αυτής της
διαδικασίας, από την περήφανη είσοδο του νέου βασιλιά
μέχρι την ολοκληρωτική κατάρρευση, θα γίνονταν πιο
έγκαιρα σοφοί από ό, τι οι γέροντες του χορού.
Οπωσδήποτε ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη έβαλε τους
πολίτες αυτούς να έρθουν αντιμέτωποι με τον ίδιο τους
τον εαυτό, εν μέρει και με την πραγματικότητα τους,
κυρίως όμως τους έβαλε να αντιμετωπίσουν τις
δυνατότητες τους. Με εκπληκτικά ρεαλιστικό τρόπο
αποκάλυψε το σημείο όπου κρυβόταν ο τύραννος μέσα της
(και μέσα στους πολιτικούς της, ειδικά στους
ισχυρότερους), τους έδειξε .πόσο ριψοκίνδυνο θα ήταν
για τη λογική και πόσο σοβαρές θα ήταν οι συνέπειες, αν
οι πολίτες έβγαιναν τελικά έξω από τα όρια που συνεχώς
προσπαθούσαν να υπερβούν, θέλοντας να πλησιάσουν τη
δύναμη του Δία, Ο μύθος, που φαίνεται ότι στα βασικά του
σημεία είναι επινόηση του Σοφοκλή, πρέπει να άγγιξε
βαθιά τους Αθηναίους, ακριβώς επειδή είχε διαμορφωθεί
σύμφωνα με την εικόνα της πραγματικότητας.
Επειδή όμως ο Σοφοκλής βάζει όλα αυτά να
διαδραματίζονται στο μυθικό παρελθόν, τα απομακρύνει
αρκετά από τους θεατές, έτσι ώστε να είναι έτοιμοι να
υποδεχτούν τα γεγονότα. Από την άποψη αυτή στο έργο δεν
γινόταν λόγος για την πολιτική της Αθήνας ούτε για το
παρόν. Έτσι οι πολίτες μπορούσαν να κρίνουν τα γεγονότα
με σχετική ελευθερία. Αυτό βέβαια δεν τους πρόσφερε και
πολλή παρηγοριά αλλά αρκετές παραινέσεις και διδάγματα.
Αυτά πρέπει να εντυπώνονταν βαθιά μέσα τους, χάρη στην
αναπαραστατική δύναμη της γλώσσας και, προπάντων, χάρη
στις ίδιες τις εικόνες της παράστασης.
Έτσι το οικείο και ταυτόχρονα απόμακρο μέσο της
τραγωδίας μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για
την ελεύθερη διερεύνηση πολιτικών θεμάτων, που
διαφορετικά θα ήταν αποθαρρυντική και άκαρπη. Έτσι οι
πολίτες μπορούσαν να αντιμετωπίσουν άμεσα όλη την
προβληματική και τον ύποπτο χαρακτήρα της πολιτικής, και
ειδικότερα της δικής τους πολιτικής. Και, αν αυτό έγινε
με τόσο εντυπωσιακό τρόπο, ώστε να οδηγήσει κοντά στα
άλλα και στη δημιουργία τέτοιων λογοτεχνημάτων όπως η
Αντιγόνη, τότε σίγουρα οι πολίτες της Αττικής το
είχαν πραγματικά ανάγκη.