www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Κλεισθένης ο Μεγακλέους.

Ο Μεταρρυθμιστής

 

(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του Άγγελου Βλάχου

«Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»)

 

Η μετάβαση από το καθεστώς των Πεισιστρατιδών στο καθεστώς της Δημοκρατίας του Κλεισθένη χαρακτηρίζεται από σύγχυση, ανωμαλία και, κυρίως, από την διπλή και αντιφατική επέμβαση της Σπάρτης.

Κύριοι αίτιοι της πτώσεως του Ιππία και της οικογενείας του ήσαν οι Αλκμεωνίδες, οι επιφανέστεροι εξόριστοι τους οποίους πρώτους απομάκρυνε ο Πεισίστρατος.

Ένα συμβάν του 548 π.Χ., η πυρκαϊά που κατέστρεψε' τον ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς, προσέφερε την ευκαιρία στους εξορίστους Αλκμεωνίδες ν’ αποκτήσουν φήμη κι επιρροή τόσο στους Δελφούς όσο και στην Σπάρτη. Για να ανοικοδομηθεί ο ναός χρειάζονταν υπέρογκα ποσά και οι Αμφικτύονες, αρμόδιοι για τα πράγματα του Ναού, όρισαν ότι το 1/4 των δαπανών θα βάρυνε τους Δελφίους που βρήκαν τόσο υπέρογκη την φορολογία ώστε έστειλαν αντιπροσώπους σε όλες τις ελληνίδες πόλεις ζητώντας συνδρομή. Το αναγκαίο για την ανοικοδόμηση ποσό ήταν 300 τάλαντα και χρειάστηκαν ίσως περισσότερα από δέκα χρόνια για να συγκεντρωθεί. Συνεισέφεραν και πολύ απομεμακρυσμένες πόλεις, όπως τα ελληνικά εμπορεία της Αιγύπτου και ο Φαραώ Άμασις έστειλε 1.000 τάλαντα στύψης συνεισφορά.

Η ανοικοδόμηση χρειάστηκε 36 χρόνια -τελείωσε δηλαδή το 512- και πιθανόν να είχε χρειασθεί περισσότερος καιρός αν οι Αλκμεωνίδες δεν είχαν αναλάβει την εργολαβία της. Όχι μόνο εξετέλεσαν γρήγορα το έργο αλλά και, ως φαίνεται, πολύ πριν από τις αναμενόμενες προθεσμίες, και δαπάνησαν και από δικά τους χρήματα, διότι, αντί να κτισθεί η πρόσοψη του ναού από πώρινο λίθο, όπως πρόβλεπε η εργολαβία, οι Αλκμεωνίδες την έκτισαν με το πολύ δαπανηρότερο παριανό μάρμαρο.

Η γενναιόδωρη συμβολή των Αλκμεωνιδών είχε πανελλήνια απήχηση και η οικογένεια, πιθανότατα ο ίδιος ο Κλεισθένης, εκμεταλλεύτηκε την επιρροή της στους Αμφικτύονες και τους Δελφίους. Έπεισαν το ιερατείο των Δελφών να προτάσσεται πριν από κάθε χρησμό που θα έδιναν στην Σπάρτη ή σε Σπαρτιάτη ιδιώτη, η φράση “να ελευθερώσουν την Αθήνα”, “προφέρειν σφι τάς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν”.

Ασφαλώς θα χρειάστηκε πολύς καιρός και πολλή επιμονή της Πυθίας για να λειτουργήσει η βαθύτατη δεισιδαιμονία των Λακεδαιμονίων ώστε να αποφασίσουν να επέμβουν και να διώξουν τον Ιππία. Δεν είναι απίθανο να βοήθησαν και δωροδοκία στην Σπάρτη, η οποία από καιρό διατηρούσε φιλικές σχέσεις τόσο με τον Πεισίστρατο όσο και με τους διαδόχους του.

Η πρώτη απόπειρα εκδιώξεως των Πεισιστρατιδών απέτυχε οικτρά. Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν, με καράβια, μιαν εκστρατευτική δύναμη, με αρχηγό τον Αγχιμόλιο, που αποβιβάστηκε στο Φάληρο. Εκεί όμως ο Ιππίας, προειδοποιημένος, τον περίμενε με τους μισθοφόρους του και με θεσσαλικό ιππικό που εί­χε ζητήσει.

Στην σύγκρουση που έγινε, το θεσσαλικό ιππικό έσπειρε τον θάνατο στις τάξεις των Σπαρτιατών που αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν στα καράβια τους και να φύγουν. Στην μάχη σκοτώθηκε και ο Αγχιμόλιος.

Ασφαλώς η αποτυχία αυτή θα κέντρισε οδυνηρά την φιλοτιμία των Σπαρτιατών που ήσαν, τα χρόνια εκείνα, οι αδιαμφισβήτητοι ρυθμιστές των πραγμάτων. Η αντίδραση δεν άργησε. Η Σπάρτη έστειλε τον βασιλιά Κλεομένη με μεγαλύτερες δυνάμεις και διά ξηράς αυτή τη φορά, εισέβαλαν στην Αττική από όπου απουσίαζε, τώρα, το θεσσαλικό ιππικό. Ο Κλεομένης δε συνήντησε αντίσταση. Αντιθέτως οι Αλκμεωνίδες και οι άλλο αντίπαλοι του Ιππία είχαν κινητοποιηθεί και οι Σπαρτιάτες κυρίεψαν εύκολα την ατείχιστη, τότε, Αθήνα. Μόνο η Ακρόπολις ήταν οχυρωμένη και εκεί είχε καταφύγει ο Ιππίας με όλου τους συγγενείς του και με τους Θράκες μισθοφόρους του. Ο τύραννος, προβλεπτικός, είχε φροντίσει να συγκεντρώσει αρκετά εφόδια ώστε να ανθέξει σε μακρά πολιορκία, την οποία άλλα στε οι αντίπαλοί του δεν ήσαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν.

Το πατρικό αίσθημα του τυράννου τον ώθησε να κάνει ένα μοιραίο λάθος. Θέλοντας να εξασφαλίσει τα παιδιά του προσπάθησε να τα φυγαδεύσει κρυφά, αλλά οι εχθροί του τα αιχμαλώτισαν και τότε ο Ιππίας, για να τα σώσει, κάμφθηκε κε δέχθηκε τους όρους που του επιβλήθηκαν. Να εγκαταλείψει τη Αττική εντός πέντε ημερών. Ο Ιππίας έφυγε από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στο Σίγειο της Τρωάδος από όπου μετακινήθηκε στα Σούσα. Θα είχε κληρονομήσει το πείσμα και την εφευρετικότητα του πατέρα του αφού δαπάνησε το υπόλοιπο της ζωής του για να επιτύχει την επιστροφή του στην Αθήνα Είκοσι χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ., τον βρίσκομε, υπέργηρο, στην ακτή του Μαραθώνα, σύμβουλο του αρχηγείου του περσικού εκστρατευτικού σώματος στις διαταγές του Δάτι και Αρταφέρνη.

Το λάθος του Ιππία είναι, άραγε, “ιστοριογόνο” γεγονός; A δεν είχαν αιχμαλωτισθεί τα παιδιά του θα είχε πάρει άλλη τροπή η εξέλιξη της Αθήνας ή θα είχε απλώς επιβραδυνθεί η πορεία προς την εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος; Μάλλον το δεύτερο θα είχε συμβεί, διότι οι καιροί είχαν αλλάξει και ι τυραννικά καθεστώτα εξασθένιζαν σε όλο τον ελληνικό χώρο (με εξαίρεση λίγες πόλεις της Σικελίας). Πάντως, μικρά γεγονότα, το λάθος του Ιππία, δημιουργούν καταστάσεις από τις οποίες προκύπτουν, αιφνιδιαστικά, απρόβλεπτες εξελίξεις.

Η σπαρτιατική επέμβαση απήλλασσε οριστικά την Αθήνα από τον κίνδυνο της τυραννίας; Όχι βέβαια και τούτο επειδή, ευθύς αμέσως μετά την εκδίωξη του Ιππία ανεπήδησαν οι παλιές έριδες των πλουτίνδην μεταξύ τους που και πάλι παρέσυραν οπαδούς από τις πτωχότερες τάξεις δημιουργώντας κοινωνικές ταραχές, πράγμα που δεν είχε γνωρίσει η Αθήνα επί 30 χρόνια. Μόλις εκδιώχθηκε ο Ιππίας, το 510 π.Χ., βρέθηκαν αντιμέτωποι, διεκδικώντας την εξουσία, ο Ισαγόρας και ο Κλεισθένης. Και οι δύο ήσαν γόνοι μεγάλων και ισχυρών οικογενειών.

Ο πρώτος, Ισαγόρας ο Τεισάνδρου “οἰκίης ἐών δοκίμου” και “φίλος ὤν ταῶν τυράννων” μας λένε οι αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Αριστοτέλης) κατόρθωσε να υπερισχύσει προσωρινά εξασφαλίζοντας την υποστήριξη των “εταιρειών”, δηλαδή των πολιτικών ομάδων (λέσχες), που, όπως προκύπτει από το γεγονός, είχαν εξακολουθήσει να υπάρχουν σε όλο το διάστημα της πεισιστρατικής τυραννίας, χωρίς όμως να έχουν πολιτική δραστηριότητα παρά μόνο όση τους επέτρεπε ο Πεισίστρατος.

Ο δεύτερος, Κλεισθένης ο Μεγακλέους, ήταν Αλκμεωνίδης και είχε παππού τον τύραννο της Σικυώνος Κλεισθένη που είχε δώσει την κόρη του Αγαρίστη στον Μεγακλή αντί να την δώσει στον Ιπποκλείδη, γιο του Τεισάνδρου. Είχε προτιμηθεί από τον τύραννο ως γαμπρός, αλλά χόρεψε τόσο άπρεπα επάνω σ’ ένα τραπέζι ώστε ο Κλεισθένης του είπε “ἀπορχήσαο τοῦ γάμου” και ο αποπεμπόμενος αποκρίθηκε με το περίφημο “οὐ φροντίς Ἱπποκλείδι”.

Ο Κλεισθένης για να αντιμετωπίσει τον Ισαγόρα κινήθηκε και εκείνος αλλά ηττήθηκε στον αγώνα για την εξουσία και τότε “ἐσσούμενος δέ ὁ Κλεισθένης τόν δῆμον προσεταιρίζεται” (Ηρόδοτος, 5, 66-69) εξαγγέλλοντας ότι θα κάνει μεταρρυθμίσεις.

Ο Ισαγόρας όμως αναγκάστηκε, για να στερεώσει την εξουσία του, να προσφύγει στην βοήθεια της Σπάρτης που έστειλε ολιγάριθμο στρατό υπό τον βασιλέα Κλεομένη. Τότε ο νεόκοπος τύραννος εξόρισε τους Αλκμεωνίδες ως εναγείς - τους βάρυνε πάντα το Κυλώνειον άγος που, ογδόντα χρόνια αργότερα, θα επικαλεσθεί η Σπάρτη επιχειρώντας να απαλλαγεί από τον Περικλή, Αλκμεωνίδη και αυτόν, τις παραμονές του Πελοποννησιακού πολέμου.

Ο Ισαγόρας εξόρισε και επτακόσιες οικογένειες προσκείμενες στους Αλκμεωνίδες και προσπάθησε να στερεώσει την εξουσία του αφαιρώντας αρμοδιότητες από την Εκκλησία του Δήμου και εγκαθιστώντας στην θέση της ένα σώμα τριακόσια πλουτίνδην. Τότε όμως κινήθηκαν οι Αθηναίοι, πολιόρκησαν στην Ακρόπολη τον Ισαγόρα και τον Κλεομένη, που είχε μικρή στρατιωτική δύναμη μαζί του και ήταν απροετοίμαστος. Αναγκάστηκε να φύγει, υπόσπονδος, με τον Ισαγόρα. Κύριος της καταστάσεως έγινε ο Κλεισθένης που επέστρεψε ευθύς με τους άλλους εξορίστους.

Δεν μπορούμε να αποκλείσομε το ενδεχόμενο ότι η διαμάχη Ισαγόρα - Κλεισθένη προέκυψε διότι ο Αλκμεωνίδης, προτού εξασφαλίσει ευρεία πολιτική υποστήριξη είχε βιασθεί (ακριβώς για ν’ αποκτήσει αυτήν την υποστήριξη) να εξαγγείλει τις προτάσεις μεταρρυθμίσεως που είχε κατά νουν και οι οποίες προκάλεσαν την βίαιη αντίδραση του Ισαγόρα και των “εταιρειών”

Η σπουδή όμως του Κλεισθένη καθιστά σαφές ότι ήτο πραγματικά εχθρός της τυραννίας και ότι η ενέργεια του δεν ήταν ένας πολιτικός ελιγμός για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των πενεστών. Δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί το αντίθετο.

Και ο Κλεισθένης, καθώς και ο Σόλων, δεν εμπνεύστηκε από καμιά πολιτική ιδεολογία για να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις του που είχαν ως επιδίωξη την δημιουργία πολιτικής καταστάσεως η οποία να εξασφαλίζει την κοινωνική ηρεμία. Βασικό στοιχείο των μεταρρυθμίσεών του ήταν να γίνει η μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση του σώματος των πολιτών, δηλαδή τα προσώπων τα οποία, αυτοδικαίως, να μετέχουν στην πολιτική ζωή του άστεως και να την διαμορφώνουν κατά κάποιο μέτρο Τελική επιδίωξη, λοιπόν, του Κλεισθένη ήταν να εγκαθιδρύσει σταθερή και μόνιμη κοινωνική ηρεμία και γαλήνη. Το έργο του Κλεισθένη πέτυχε λαμπρά αφού, εκτός από την παρένθεση λίγων μηνών του 411 π.Χ. (όταν εγκαταστάθηκε το καθεστώς των 400) και την παρένθεση των Τριάκοντα το 404 (την οποία επέβαλε η Σπάρτη στην Αθήνα), η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος σταμάτησε ουσιαστικά το 322, όταν ο Αντίπατρος (ένας από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου) επέβαλε ένα ήπιο ολιγαρχικό πολίτευμα στους Αθηναίους. Η Δημοκρατία τους λειτούργησε από το 508 έως το 322, δηλαδή σχεδόν δύο αιώνες.

Η βασική φροντίδα του Κλεισθένη ήταν να καταστήσει αδύνατον εφεξής τον σχηματισμό ισχυρής ολιγαρχικής παρατάξεως ή ολιγαρχικών ομάδων οι οποίες, προσεταιριζόμενες μια από τις τρεις κατηγορίες πολιτών - Πεδιείς, Παράλιοι, Διάκριοι - , είχαν δημιουργήσει, στο παρελθόν, καταστάσεις πολιτικής και κοινωνικής ανωμαλίας.

Η διάσπαση των ολιγαρχικών δεν ήταν πράγμα εύκολο και ο Κλεισθένης το γνώριζε καλά, αλλά η διάσπαση των άλλων τάξεων (που ήσαν οι πελάτες των ολιγαρχικών οι οποίοι τους εκμεταλλεύονταν) ήταν ευκολότερη.

Τρεις είναι οι καταστατικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, και οι τρεις τεχνικές αλλά με προέκταση πολιτική.

Α. Ενώ υπήρχαν μόνο 4 φυλές από τις οποίες προερχόταν η Βουλή των 400 (100 βουλευτές κατά φυλή) ο Κλεισθένης αύξησε τον αριθμό των φυλών σε 10 και τον αριθμό των βουλευτών σε 500, δηλαδή 50 βουλευτές για κάθε φυλή. Οι τέσσερις αρχαϊκές φυλές της Αττικής είναι γνωστές με τα ονόματα Αιγικορείς, Αργαδείς, Γελέοντες, Όπλητες. Ο Κλεισθένης τις κατήργησε και τις αντικατέστησε με δέκα: Ερεχθηίς, Αιγηίς, Πανδιονίς, Λεοντίς, Ακαμαντίς, Οινηίς, Κεκροπίς, Ιπποθοοντίς, Αιαντίς, Αντιοχίς. Σε όλες έδωσε ονόματα αττικών ηρώων ή βασιλέων.

Β. Διήρεσε την κάθε φυλή σε τρεις τριττύες κατά τρόπο ώστε καμιά φυλή να μην έχει γεωγραφική ενότητα, όπως φαίνεται στο χάρτη του C. W. J. Eliot (Coastal Demes of Attica, 1962, σελ. 133).' Κάθε φυλή περιελάμβανε μια τριττύα του άστεως, μια τριττύα των Πεδιέων και μια τριττύα των Παραλίων. Λόγου χάριν η φυλή Ακαμαντίς είχε τριττύα του άστεως την Αλωπεκή, τριττύα των Πεδιέων την Κηφισιά και τριττύα των Παραλίων τον Φρέαρο. Η διάσπαση αυτή δυσκόλευε την δημιουργία πολιτικών παρατάξεων ή φρατριών ομοιογενούς κοινωνικής συνθέσεως.

Γ. Θεωρώ όμως ότι το ουσιαστικότερο μεταρρυθμιστικό μέτρο του Κλεισθένη το οποίο ή αναφέρεται παρεμπιπτόντως ή και αγνοείται από πολλούς ιστορικούς είναι ότι απένειμε την ιδιότητα του πολίτου σε πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων. Ενώ έως τότε υπήρχε ένα πλήθος προσώπων που δεν ήσαν πολίτες, δηλαδή δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας αφού αποκλείονταν από κάθε αξίωμα και δεν ήσαν δεκτοί στην Εκκλησία του Δήμου, με το μέτρο του Κλεισθένη δημιουργήθηκε ο Δήμος στην πλατύτατη έννοιά του. Συνέπεια ήταν ν’ αποκτήσει η Εκκλησία του Δήμου ένα πολιτικό βάρος ασύγκριτα μεγαλύτερο από πριν παρά το γεγονός ότι η Βουλή παρέμενε ο μοχλός ασκήσεως της εξουσίας.

Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο Κλεισθένης “ἐφυλέτευσε” ξένους, μετοίκους και δούλους” (Πολιτ., 3, 2, 15). Ο Κλεισθένης εμφανίζεται, έτσι, πολύ πιο φιλελεύθερος από τον εκλεκτικό αλλά “σοσιαλιστή” Περικλή, ο οποίος, μετά μισό περίπου αιώνα (όταν δηλαδή η δημοκρατία είχε οριστικά εδραιωθεί), προ κάλεσε νόμο με τον οποίο Αθηναίοι πολίτες ήσαν μόνο όσοι είχαν πατέρα και μητέρα Αθηναίους. Ο λαμπρός και υψηλόφρων Περικλής θέσπιζε έτσι ένα νόμο οιονεί “ρατσιστικό” που εγκαθιστούσε ένα είδος κλειστής κοινωνίας και που δημιουργούσε τον κίνδυνο να αναπτυχθεί μισαλλοδοξία έναντι των μη Αθηναίων ή, τουλάχιστον, μια ψυχολογία αλαζονίας. Ο Περικλή υπήρξε θύμα ο ίδιος του νόμου αυτού αφού οι δύο νόμιμοι γιοι του πέθαναν και επέζησε μόνο ο εξ Ασπασίας νόθος γιος του, Περικλής, τον οποίο για χάρη του πατέρα του δέχθηκαν οι Αθηναίοι να πολιτογραφήσουν.

Η μεγάλη εξόγκωση του αριθμού των πολιτών ασφαλώς προκάλεσε βαθιά και πλατειά ικανοποίηση στις κατώτερες τάξεις του λαού και ίσως είναι η κυρία αιτία δημιουργίας κοινού και εντόνου σεβασμού προς το δημοκρατικό καθεστώς αν και, μετά την μεταρρύθμιση του Κλεισθένη μόνο οι ανώτερες τάξεις εξακολουθούσαν να έχουν πρόσβαση στα μεγάλα αξιώματα - άρχοντες, στρατηγοί. Πρέπει, επίσης να τονισθεί ότι η τιμοκρατική διάκριση των τάξεων που είχε θεσπίσει ο Σόλων δεν άλλαξε με την μεταρρύθμιση του Κλεισθένη που, ασφαλώς, επεδίωξε να μην προκαλέσει οξείες αντιδράσεις των αριστίνδην και πλουτίνδην.

Ο Κλεισθένης πρέπει να είχε συνείδηση του πόσο εύκολα ο λαός μπορεί να μεταβληθεί σε δυσκυβέρνητο όχλο και δεν κατήργησε ένα από τα κύρια και αποτελεσματικά μέσα που είχε επινοήσει ο Σόλων, δηλαδή τον περιορισμό τη εξουσίας της Εκκλησίας του Δήμου η οποία δεν μπορούσε να συζητήσει και ν’ αποφασίσει παρά μόνο για τα ζητήματα τα οποία της παρουσίαζε στην ημερήσια διάταξη η Βουλή. Με την πάροδο όμως του χρόνου φαίνεται ότι ο περιορισμός αυτός ατόνησε, προς βλάβην, φυσικά, της εύρυθμης λειτουργίας του πολιτεύματος.

Δεν θεωρώ παράτολμο να πω ότι η Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων, που αριθμούσε μερικές δεκάδες χιλιάδες πολιτών, λειτουργούσε σαν ένα οιονεί δημοψήφισμα, και ας μην αντιπροσώπευε παρά ένα μέρος των πολιτών, αφού η απαιτούμενη απαρτία ήταν, κατά τεκμήριο, 6.000 πολίτες. Και στα σύγχρονα δημοψηφίσματα (ιδίως στην Ελβετία όπου είναι θαμιστικά και για δευτερεύοντα, τοπικά ζητήματα) οι αποχές είναι πολύ μεγάλες. Επίσης στις προεδρικές δημοκρατίες (Η.Π.Α., Γαλλία) το ποσοστό της αποχής είναι τεράστιο. Στις Η.Π.Α. έχει σημειωθεί αποχή 70%. Η λεγομένη άμεση δημοκρατία είναι χωλή.

Άλλη πτυχή της μεταρρυθμίσεως του Κλεισθένη είναι το σύνολο των μέτρων που πήρε για να καταστήσει δυσχερέστατη, α όχι αδύνατη, την εγκαθίδρυση τυραννίας ή ολιγαρχικού καθεστώτος. Τα τελευταία σκληρά χρόνια της τυραννίας του Ιππία και οι διωγμοί τους οποίους έκαμε ο Ισαγόρας πρέπει να είχα προκαλέσει σοβαρό φόβο ενδεχομένης υποτροπής, αλλιώς δε εξηγείται ούτε ο θεσμός της ενιαύσιος θητείας όλων των αξιωμάτων (βουλή - εννέα άρχοντες - στρατηγοί - διαχειριστές δημοσίου χρήματος) ούτε η ανά εικοσιτετράωρο διαδοχή του προέδρου της Φυλής που πρυτάνευε.

Σαφής είναι η βούληση του νομοθέτου που απαγορεύει τη ανάδειξη, στα περισσότερα αξιώματα, του αυτού προσώπου περισσότερο από δύο φορές κατά την διάρκεια της ζωής του!

Στο ίδιο πνεύμα οφείλεται και ο θεσμός του οστρακισμού που ίσως απέτρεψε να σημειωθούν ανωμαλίες, αλλά δημιούργησε αρκετές εντάσεις και, σε μερικές περιπτώσεις, κατέληξε ο αδικία. Σκοπός του θεσμού ήταν να προστατευθεί το πολίτευμα από την φιλοδοξία προσώπου το οποίο θα αποκτούσε τόση ισχύ και θα ήταν τόσο δημοφιλές ώστε να του προσφέρεται πειρασμός να επιβληθεί ως τύραννος.

Ο Θεόπομπος (Frag. Hist. 79b) αναφέρει «...μετά δέ τοῦτο (Ὑπέρβολον) κατελύθη ἀρξαμένου νομοθετήσαντος Κλεισθένους ὅτε τούς τυράννους κατέλυσε, ὅπως συνεκβάλῃ καί τούς φίλους αὐτῶν...». Ασφαλώς ο σκοπός του Κλεισθένη ήταν γενικότερος. Δεν περιοριζόταν στην αποπομπή των φίλων των Πεισιστρατιδών αλλά επεδίωκε να δημιουργήσει δικλείδα ασφαλείας αποτρεπτική κάθε είδους αντιδημοκρατικής φιλοδοξίας.

Για την εφαρμογή του οστρακισμού θεσπίστηκε ειδική διαδικασία, όπως αναφέρει ο Θεόπομπος στο ίδιο απόσπασμα.

Προτού συνέλθει η Εκκλησία του Δήμου, κατά την διάρκεια της 8ης πρυτανείας (ή της 6ης, σύμφωνα με άλλες πηγές) για νι ασκήσει το δικαίωμα του εξοστρακισμού, έπρεπε να προηγηθεί “προχειροτονία”, δηλαδή προκαταρκτική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου, έπειτα από πρόταση της Βουλής, ότι υπήρχε περίπτωση να εφαρμοσθεί ο οστρακισμός. Η απόφαση λαμβανόταν κατ’ αρχήν χωρίς να αναφέρονται ονόματα και μόνο στην δεύτερη Εκκλησία του Δήμου γινόταν ο οστρακισμός, δηλαδή οι Αθηναίοι πολίτες, με απαρτία τουλάχιστον 6.000 παρόντων, έγραφαν σε όστρακο (ένα θραύσμα αγγείου, συνήθως) το όνομα του οστρακιστέου. Όπως διατυπώνει τη φράση του ο Θεόπομπος, δεν καθιστά σαφές αν έπρεπε να συγκεντρωθούν 6.000 όστρακα καταφατικά για να εξοστρακισθεί ένας πολίτης ή αν εξοστρακιζόταν εκείνος που συγκέντρωνε τον μεγαλύτερο αριθμό οστράκων από τα 6.000, αν μάλιστα οι “υποψήφιοι” του οστρακισμού ήσαν περισσότεροι των δύο.

Το αποτέλεσμα του οστρακισμού ήταν σκληρότατο. Ο εξοστρακισμένος έπρεπε, με προθεσμία 10 ημερών, να φύγει από την πόλη αφού κάνει εκκαθάριση της περιουσίας του (!) και να μείνει εξόριστος για 10 χρόνια. Αργότερα η διάρκεια της εξορίας μειώθηκε στα 5 χρόνια. Στις αρχές της εφαρμογής του εξοστρακισμού ο εξόριστος μπορούσε να εγκατασταθεί όπου θέλει εκτός Αττικής, δηλαδή σε πολύ γειτονικές πόλεις, τα Μέγαρα λόγου χάριν ή την Θήβα. Επειδή όμως ο εξόριστος μπορούσε από τόσο κοντά να επικοινωνεί εύκολα με τους φίλους και οπαδούς του, αργότερα έπρεπε να ζει σε μέρος ανατολικά από την ιδεατή γραμμή μεταξύ των ακρωτηρίων Καφηρέως (Κάβο Ντόρο της Ευβοίας) και Σκυλέου (Τσελεβίνια της Πελοποννήσου).

Ο κατάλογος των θυμάτων του εξοστρακισμού προκαλεί έντονη απορία επειδή περιλαμβάνει μεγάλα και ένδοξα ονόματα: Μεγακλής, Ξάνθιππος, Θεμιστοκλής, Αριστείδης, Κίμων, Δάμων (του οποίου ανάστημα ήταν ο Περικλής) και ακολουθούν υποδεέστεροι. Ο Θουκυδίδης ο Μελησίου, ο Τύσανδρος, ο Κλεϊππίδης, ο Ίππαρχος (εγγονός ή δισέγγονος του Πεισιστράτου) ο Καλλιξένης, ο Καλλίας, ο Κυδροκλής και τέλος ο Υπέρβολος, μετά τον εξοστρακισμό του οποίου ο θεσμός ατόνησε γιατί θεωρήθηκε εξευτελισμός η εφαρμογή του επί του Υπερβόλου - ανθρωπάριο ευτελές που δολοφονήθηκε 10 χρόνια περίπου αργότερα στον τόπο της εξορίας του, την Σάμο, από επαναστατημένο αθηναϊκό στρατόπεδο, τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου.

Ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής, 22) καταδικάζει αυστηρά τον θεσμό του εξοστρακισμού:

«Κόλασις γάρ οὐκ ἦν ὁ ἐξοστρακισμός, ἀλλά παραμυθία φθόνου καί κουφισμός, ἡδομένου τῷ ταπεινοῦν τούς ὑπερέχο­ντας καί τήν δυσμένειαν εἰς ταύτην τήν ἀτιμίαν ἀποπνέοντος».

Ενδεικτικό του ότι ο εξοστρακισμός στερούσε την πολιτεία από τις υπηρεσίες σπουδαίων πολιτών είναι το γεγονός ότι την παραμονή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, ανακλήθηκαν όλοι οι εξόριστοι από την Αίγινα - όπου είχαν εγκατασταθεί. Μεταξύ τους ήταν ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος. Ο Αριστείδης ένα χρόνο αργότερα ήταν ο στρατηγός των Αθηναίων στη μάχη της Πλάταιας και ο Ξάνθιππος στρατηγός του αθηναϊκού στόλου στην ναυμαχία της Μυκάλης - 479 π.Χ.

Τα όσα αναφέρθηκαν για τον οστρακισμό συνδυασμένα με άλλα στοιχεία οδηγούν στην διαπίστωση ότι η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν πολίτευμα σκληρό, απαιτητικό, με πολλά συντηρητικά στοιχεία, πολίτευμα επικίνδυνο για τους ηγέτες και πολιτικούς άνδρες που αποφάσιζαν να εμπλακούν στον πολιτικό βίο του άστεως. Το θέμα θα αναπτυχθεί σε επόμενες σελίδες αφού προηγουμένως αναφερθούν και περιγραφούν οι θεσμοί που αποτελούσαν το πολίτευμα, Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική εξουσία, μετά την τελευταία μεταρρύθμιση του Εφιάλτη.

Διάκριση εξουσιών κατά την σημερινή σημασία δεν υπήρχε αφού η νομοθετική εξουσία (Βουλή, Εκκλησία) είχε και δικαστικά καθήκοντα, όπως η διεξαγωγή ανακρίσεων με τον διορισμό “μηνυτών” που επιφορτίζονται να την διεξάγουν. Τούτο γινόταν είτε έπειτα από μήνυση ιδιώτου είτε αυτεπαγγέλτως. Την προανάκριση ακολουθούσε ο διορισμός από την Εκκλησία του Δήμου πέντε κατηγόρων ή συνδίκων που υποστήριζαν την κατηγορία. Η Εκκλησία του Δήμου ήταν αρμοδία για πράξεις (εγκλήματα) που έβλαπταν και την πολιτεία. Επί πλέον η Εκκλησία του Δήμου ήταν αρμόδια να κρίνει υποθέσεις “εισαγγελίας”, δηλαδή κατηγορίες οιουδήποτε εναντίον οιουδήποτε για έγκλημα που αφορούσε την κοινή σωτηρία ή για εγκλήματα που αφορούσαν “άγραφα αδικήματα”, δηλαδή αδικήματα που δεν προέβλεπε ο νόμος. Τις περιπτώσεις αυτές μπορούσε να δικάσει η Εκκλησία του Δήμου αμέσως, χωρίς προκαταρκτική διαδικασία. Τούτο σημαίνει ότι στην Αθήνα δεν ίσχυε ο βασικοί κανών του Δικαίου nula poena sine lege.

Και η Βουλή - κύριο εκτελεστικό σώμα - είχε δικαστικά καθήκοντα διότι ήταν ο διαχειριστής του δημοσίου χρήματος κα είχε το δικαίωμα να διατάξει, εκείνη και όχι δικαστήριο, τη· φυλάκιση ενός πολίτου.

Η Βουλή είχε επίσης το δικαίωμα να δέχεται ή να απορρίπτει “εισαγγελίες” τις οποίες κατέθεταν “μηνυτές”. Εάν δεχόταν “εισαγγελία” που αφορούσε πράξεις που είχαν σκοπό την “του δήμου κατάλυσιν” τότε διέτασσε την άμεσο φυλάκιση του μηνυομένου. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο μηνυόμενος μπορούσε να αποφύγει την φυλάκιση παρουσιάζοντας τριτεγγυητή.

 

 

ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΣΕ 30 ΤΡΙΤΥΕΣ

 

 

 

 

 

 

 

Ο Αρειος Πάγος (Παρένθεση)

 

Όπως αναφέρει ρητά ο Αριστοτέλης (Αθ. Πολ. 23) ο Άρειο Πάγος “διώκει τήν πόλιν” επί 17 χρόνια μετά τα Μηδικά Όπως θ’ αναπτυχθεί, λεπτομερώς, στο κεφάλαιο Δικαστική Εξουσία, Ἄρειος Πάγος, το ανώτατο αυτό δικαστικό σώμα είχε αποκτήσει εξαιρετικό κύρος διότι είχε σώσει την κατάσταση τι παραμονές της ναυμαχίας της Σαλαμίνος.

Κατόρθωσε να συγκεντρώσει αρκετό ποσόν για να διάνειμε σε κάθε μέλος των πληρωμάτων του στόλου 8 δραχμές κι έτσι τα πληρώματα δέχθηκαν να επιβιβασθούν στα καράβια.

Η ναυμαχία της Σαλαμίνος έγινε το 480 π.Χ. Ο Άρειος Πάγος κυβέρνησε το άστυ επί 17 χρόνια, δηλαδή έως το 463 π.Χ Δύο χρόνια αργότερα, το 461 π.Χ., δολοφονείται ο άκρος δημοκρατικός Εφιάλτης που, μέσα σε δύο χρόνια, κατόρθωσε να εξασθενίσει τον Άρειο Πάγο σε βαθμό ώστε να του στερήσει κάθε μέσον να ασκεί πολιτική εξουσία.

Στα 17 αυτά χρόνια βεβαίως λειτούργησε ομαλά το πολίτευμα της δημοκρατίας αλλά οι εκτεταμένες εξουσίες του Αρείου Πάγου του έδιναν την δυνατότητα να ασκεί μια πραγματική κηδεμονία στην δημόσια ζωή. Ο κύριος μοχλός για την άσκηση της “κηδεμονίας” αυτής ήταν η αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου να δέχεται ή να απορρίπτει όλους τους εκλεγομένους ή κληρουμένους άρχοντες που έπρεπε να υποστούν την “δοκιμασία” ενώπιον του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου.