www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ

 Λήψη του αρχείου

Αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του Α. Κ. Καραδημητρίου

-Με αφετηρία την «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ» του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

και τις βασικές της ιδέες-

 

 Οἱ σύγ­χρο­νοι ἱ­στο­ρι­κοί ὑ­πο­στη­ρί­ζουν κα­τά κα­νό­να ὅτι οἱ λα­οί καί οἱ κυ­βερ­νή­σεις τους δέ δι­δά­σκον­ται τί­πο­τε ἀ­πό τήν ­ἱ­στο­ρί­α - «ἡ ἱ­στο­ρί­α δι­δά­σκει ὅτι ἡ ἱ­στο­ρί­α δέ δι­δά­σκει» - καί ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι ἄ­σκο­πο νά ἀ­να­ζη­τοῦ­με στό πα­ρελ­θόν πα­ρό­μοι­ες κα­τα­στά­σεις γιά νά ἀν­τλή­σου­με ἐμ­πει­ρί­α καί δι­δάγ­μα­τα, για­τί ἁ­πλού­στα­τα ἡ ἱ­στο­ρί­α δέν ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται. Βέ­βαι­α, ὅτι ἡ Ἱ­στο­ρί­α δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ὁ­μοι­ό­τρο­πα καί ἄ­σχε­τα ἀ­πό τό­πο, χρό­νο καί πρό­σω­πα εἶ­ναι λο­γι­κό καί προ­φα­νές. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά ὁμως, ἄν ἀ­φαι­ρέ­σου­με κά­θε ὠ­φε­λι­μι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα ἀ­πό τή με­λέ­τη τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ὑ­πάρ­χει ὁ κίν­δυ­νος νά ξε­πέ­σουν τά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα σέ ἕ­να ἀ­νού­σιο ἀ­νά­γνω­σμα γιά τούς πε­ρί­ερ­γους καί τούς ἀρ­γό­σχο­λους, σέ ἕ­να κου­τσομ­πο­λιό. Καί, φυ­σι­κά, ἄν ὁ Θου­κυ­δί­δης ἀ­σπα­ζό­ταν τίς ἀ­πό­ψεις τῶν νε­ό­τε­ρων ὁ­μο­τέ­χνων του, δέ θά ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νά γρά­ψει πο­τέ τό πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἴσως ἱ­στο­ρι­κό ἔρ­γο ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

Κα­θώς ἡ­δη ἀ­να­φέ­ρα­με στήν εἰ­σα­γω­γή αὐτοῦ τοῦ βι­βλί­ου, ὁ Πε­λο­πον­νη­σια­κός πό­λε­μος, κα­τά τόν Θου­κυ­δί­δη, ὑ­πῆρ­ξε ὁ με­γα­λύ­τε­ρος καί ση­μαν­τι­κό­τε­ρος ἀ­πό τους προ­η­γού­με­νους, ἀφοῦ τά Τρω­ι­κά τά δι­έ­κρι­νε ἡ διά­ρκεια ἀλ­λά καί ἡ χα­λα­ρό­τη­τα, καί τά Περ­σι­κά οὐ­σι­α­στι­κά κρίθη­καν ἀ­πό δύ­ο πε­ζο­μα­χί­ες καί δύ­ο ναυ­μα­χί­ε­ς[1]. Ἀν­τί­θε­τα, στόν Πε­λο­πον­νη­σια­κό πό­λε­μο καί οἱ ἀν­τί­πα­λες δυ­νά­μεις δι­έ­θε­ταν τά τε­λει­ό­τε­ρα πο­λε­μι­κά μέ­σα πού εἶ­χαν ἕ­ως τό­τε χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ, ἀλ­λά καί πῆ­ραν μέ­ρος σ’ αὐ­τόν σχε­δόν ὅλοι οἱ Ἕλ­λη­νες ὡς πό­λεις-κρά­τη κα­θώς καί με­γά­λο μέ­ρος τῶν βαρ­βά­ρων. Μέ δύ­ο λό­για, γιά τό Θου­κυ­δί­δη καί τήν ἐ­πο­χή του ἦ­ταν ἕ­νας παγ­κό­σμιος πό­λε­μος, ἀ­φοῦ ἡ ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα πα­ρου­σί­α­ζε σέ μι­κρο­γρα­φί­α ἕ­να κό­σμο πο­λι­τι­κά ἀ­νά­λο­γο μέ τή νε­ό­τε­ρη Εὐ­ρώ­πη, ἕ­νας πό­λε­μος πού κρά­τη­σε 27 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια καί πρό­σφε­ρε ἕ­να ἰ­δε­α­τό πρό­τυ­πο πο­λε­μι­κῆς δρά­σης κρα­τῶν πού τά συμ­φέ­ροντά τους ἀλ­λη­λο­συγ­κρού­ον­ταν καί δέ­χον­ταν μό­νο πρό­σκαι­ρους δι­πλω­μα­τι­κούς συν­δυα­σμούς.

Ὅ­ταν ὁ Θου­κυ­δί­δης ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἐ­ξι­στο­ρή­σει τόν Πε­λο­πον­νη­σια­κό πό­λε­μο, πί­στευ­ε ἀ­κρά­δαν­τα στή χρη­σι­μό­τη­τα τοῦ ἔρ­γου του γιά τίς ἑ­πό­με­νες γε­νε­ές. ­Ἄλ­λω­στε ὁ ­ἴ­διος τό δη­λώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Και ­ἴ­σως ἡ ἔλ­λει­ψη τοῦ μυ­θι­κοῦ στοι­χεί­ου ἀ­πό τό ἔρ­γο μου θά τό κά­νει νά φα­νεῖ στ’ αὐ­τιά λι­γό­τε­ρο εὐ­χά­ρι­στο. Ὅ­σοι ὁμως θά θε­λήσουν νά γνω­ρί­σουν μέ ἀ­κρί­βεια καί αὐ­τά πού ἔ­γι­ναν καί ὅσα, σύμ­φω­να μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, θά γί­νουν πά­λι στό μέλ­λον τέ­τοι­α ἤ πα­ρα­πλή­σια, θά μο­ΰ εἶ­ναι ἀρκε­το ἄν θε­ω­ρή­σουν ὠ­φέ­λι­μα αὐ­τά πού γρά­φω. Τό ἔρ­γο μου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἕ­να ἀ­πό­χτη­μα παν­το­τι­νό, πα­ρά ἕ­να εὐ­χά­ρι­στο ἀ­νά­γνω­σμα τῆς στιγ­μῆ­ς[2]».

Ἡ ἀ­να­φο­ρά, πού κά­νει πιό πά­νω ὁ Θου­κυ­δί­δης στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, εἶ­ναι ἡ πρώ­τη στή σει­ρά μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α του, ὄχι ὁ­μως καί ἡ μο­να­δι­κή. Καί πιό κά­τω, στό τρί­το βι­βλί­ο τῆς ἱ­στο­ρί­ας του, ὅταν ἐ­ξι­στο­ρεῖΐ τά Κερ­κυρα­ϊ­κά, μι­λών­τας γιά τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ πο­λέ­μου, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θου­κυ­δί­δης χα­ρα­κτη­ρί­ζει «βί­αι­ο δι­δά­σκα­λο», γρά­φει με­τα­ξύ ἄλ­λων: «Καί ἐ­πέ­πε­σε πολ­λά καί χα­λε­πά κα­τά στά­σιν ταῖϊς πό­λε­σι, γι­γνό­με­να μέν καί αἰ­εί ἐ­σό­μενα, ἕ­ως ἄν ἡ αὐ­τή φύ­σις ἀν­θρώ­πων ᾖ·­··[3]» Μέ ἄλ­λα λό­για, αὐ­τό πού βγαί­νει ὡς πί­στη τοῦ Θου­κυ­δί­δη, ἀ­πό τά δυ­ό χω­ρί­α του πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, εἶ­ναι ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι ἀν­τι­δροῦν πα­ρό­μοι­α κά­τω ἀ­πό πα­ρό­μοι­ες συν­θῆ­κες καί ὅτι αὐ­τό συμ­βαί­νει καί θά συμ­βαί­νει ὅ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἀ­με­τά­βλη­τη.

Σ’ αὐ­τή τήν πί­στη στη­ρί­ζε­ται ὁ δι­δα­κτι­κός καί προ­γνω­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Θου­κυ­δί­δη, ὁ ὁ­ποῖ­ος φαί­νε­ται πώς θε­ω­ροῦ­σε τόν πό­λε­μο ὡς ἀρ­ρώ­στια τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ καί πο­λι­τι­κοῦ σώ­μα­τος, ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἴσως καί ἀ­πό τό σύγ­χρο­νό του ἰα­τρό ­Ἱπ­πο­κρά­τη καί τίς ἰ­α­τρι­κές τοῦ προ­γνώ­σει­ς[4]. Ὅ­πως δη­λα­δή ἕ­νας για­τρός μέ τή βο­ή­θεια τῆς συσ­σω­ρευ­μέ­νης ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης μπο­ρεῖ ὄ­χι μό­νο νά βρεῖ τήν αἰ­τί­α ἀλ­λά καί νά προ­βλέ­ψει τήν πο­ρεί­α καί τήν ἐ­ξέ­λι­ξη μί­ας ἀρ­ρώ­στιας καί νά ἐ­νερ­γή­σει προ­λη­πτι­κά ἡ θε­ρα­πευ­τι­κά, κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­α καί ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀ­το­μι­κή ἤ ὁ­μα­δι­κή, θά μπο­ροῦ­σε ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο νά προ­γνω­σθεῖ, νά προ­λη­φθεῖ ἡ νά κα­θο­δη­γη­θεῖ, μέ τή βο­ή­θεια τῶν στα­θε­ρῶν καί ἀ­με­τά­βλη­των στοι­χεί­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Φυ­σι­κά, ἡ πρό­γνω­ση αὐ­τή του Θου­κυ­δί­δη στη­ρί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο στήν ἀν­θρώ­πι­νη δι­ά­νοι­α καί δέν ἔ­χει κα­μιά σχέ­ση μέ τίς με­θό­δους τῆς ἀρ­χαί­ας μαν­τι­κῆς.

­Ἄλ­λω­στε, ἡ ἴ­δια συλ­λο­γι­στι­κή ἦ­ταν πού ὁ­δή­γη­σε τό Θου­κυ­δί­δη στή λε­πτο­με­ρή πε­ρι­γρα­φή τοῦ φο­βε­ροῦ λοι­μοῦ πού ἔ­πλη­ξε τήν Ἀ­θή­να στά 429 π.Χ., τό δεύ­τε­ρο χρό­νο τοῦ Πε­λοπον­νη­σια­κοῦ πο­λέ­μου, για­τί ὁ ἱ­στο­ρι­κός ἡ­θε­λε νά δώ­σει μιά «πρό­γνω­ση» γιά τίς ἐ­περ­χό­με­νες γε­νε­ές, ὥ­στε σέ πε­ρί­πτω­ση πού θά ξα­να­πέ­φτε μιά πα­ρό­μοι­α ἀρ­ρώ­στια, νά εἶ­ναι σέ θέ­ση νά τήν ἀ­να­γνω­ρί­σουν. Κα­θώς ὁ ­ἴ­διος γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, «ἐ­γώ θά πε­ρι­γρά­φω πῶς ἦ­ταν ἡ ἀρ­ρώ­στια, ὥ­στε ἐ­ξε­τά­ζον­τας κά­ποι­ος τά συμ­πτώμα­τά της, ἄν πο­τέ πά­λι ἡ ἀρ­ρώ­στια ξα­νά­πε­φτε, ἔ­χον­τας αὐ­τός ἀ­πό πρίν γνώ­ση, νά εἶ­ναι πιό πο­λύ σέ θέ­ση νά γνω­ρί­ζει. Καί θά τά πῶ αὐ­τά, για­τί καί ὁ­ ­ἴ­διος ἀρ­ρώ­στη­σα καί εἶ­δα μέ τά μά­τια μου ἄλ­λους νά ὑ­πο­φέ­ρουν ἀ­πό τήν ἀρ­ρώ­στια[5]».

Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό πρέ­πει νά ποῦ­με ὅτι γιά τίς ἰ­δέ­ες αὐ­τές τοῦ Θου­κυ­δί­δη σχε­τι­κά μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση δι­α­τυ­πώ­θη­καν ἀ­πό νε­ό­τε­ρους ἐ­ρευ­νη­τές κρι­τι­κές, ἑρ­μη­νεῖ­ες καί πα­ρερ­μη­νεῖ­ες. Ἐ­μεῖς, προ­σπερ­νών­τας ὅλα τά ἄλ­λα, θά στα­θοῦ­με μό­νο στό ἐ­ξαί­ρε­το κα­τά τά ἄλ­λα βι­βλί­ο τοῦ J. Η. F­i­n­l­ey, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στά χω­ρί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη πού καί ἐ­μεῖς ἐ­πι­κα­λε­στή­κα­με, γρά­φει με­τα­ξύ ἄλ­λων: «Ὅ­ταν ὅ­μως δη­λώ­νει (ὁ Θου­κυ­δί­δης) λί­γο πα­ρα­πά­νω ὅτι τό ἔρ­γο του θά εἶ­ναι πο­λύ­τι­μο γιά τίς ἑ­πόμε­νες γε­νε­ές για­τί ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅτι τε­λι­κά υἱ­ο­θέ­τη­σε μιά κυ­κλι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ὅ­πως καί ὁ Πλά­τω­να­ς[6]».

­Ἔ­χω τή γνώ­μη ὅτι ἡ πιό πά­νω δι­α­πί­στω­ση τοῦ F­i­n­l­ey δέν προ­κύ­πτει ἀ­πό κα­νέ­να ση­μεῖ­ο τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Θου­κυ­δί­δη καί ὅτι, ἄν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος δέ­χε­ται τήν ἐ­πα­νά­λη­ψη καί στό μέλ­λον φαι­νο­μέ­νων πα­ρό­μοι­ων μέ φαι­νό­με­να τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, αὐ­τό ὀ­φεί­λε­ται ὄ­χι στήν ἀν­τί­λη­ψή του γιά κυ­κλι­κή πο­ρεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας ἀλ­λά στήν πί­στη του γιά τή στα­θε­ρό­τη­τα κά­ποι­ων βα­σι­κῶν στοι­χεί­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Ἀλ­λά καί ὁ κα­θη­γη­τής D­o­d­ds, πα­ρα­τη­ρών­τας ὅτι οἱ μυ­α­λω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι τοῦ 5ου π.Χ. αἰ­ώ­να γνώ­ρι­ζαν τούς πε­ρι­ο­ρι­σμούς πού ἐ­πι­βάλ­λον­ται στήν πρό­ο­δο ἀ­πό τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, γρά­φει τά πα­ρα­κά­τω:

«Κα­θέ­νας ἀ­πό τούς δύ­ο με­γά­λους ἱ­στο­ρι­κούς (ἐν­νο­εῖ τόν Ἡ­ρό­δο­το καί τό Θου­κυ­δί­δη) ἐ­ξέ­φρα­σε αὐ­τή τή γνώ­ση μέ τό δι­κό του τρό­πο. Κα­θέ­νας τους, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ἦ­ταν πε­ρή­φα­νος γιά τά ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ λα­οῦ του στό πα­ρελ­θόν: Γιά τόν Ἡ­ρό­δο­το, οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πό πα­λαι­ό­τε­ρα εἷ­χαν ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό τίς ἀ­νό­η­τες ἀ­φέ­λει­ες πού εἶ­χαν σχέ­ση μέ τό βαρ­βα­ρι­σμό[7], καί ὁ Θου­κυ­δί­δης εἶ­δε τήν πα­λαι­ό­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δας ὡς ἐ­πι­δίω­ξη γιά μιά βαθ­μια­ία ἀ­νο­δι­κή πο­ρεί­α. Ἀλ­λά ὁ Ἡ­ρό­δο­τος γρά­φει “ὅπως κά­ποι­ος πού γνω­ρί­ζει τήν ἀ­στά­θεια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης εὐ­η­με­ρία­ς[8]”, καί αὐ­τή ἡ πε­ποί­θη­ση στοι­χει­ώ­νει τή φαν­τα­σί­α του, ὁ­πως στοι­χεί­ω­σε καί τή φαν­τα­σί­α τοῦ φί­λου του Σο­φο­κλῆ. Ὁ Σο­φο­κλῆς τήν ἐ­ξη­γεῖ μέ τόν πα­λαι­ό θρη­σκευ­τι­κό τρό­πο: ὁ ἄν­θρω­πος βρί­σκε­ται στό ἔ­λε­ος μιᾶς δύ­να­μης, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­ει νά ὑ­ψω­θεῖΐ πά­νω ἀ­πό τά ἀν­θρώ­πι­να. Ὁ Θου­κυ­δί­δης, ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά, βρί­σκει αὐ­τό τό ὅ­ριο στήν ψυ­χο­λο­γι­κή δο­μή τοῦ ἴδιου τοῦ ἀν­θρώ­που. ­Ὁ­ρι­σμέ­νες συμ­φο­ρές, μᾶς λέ­ει, “συμ­βαί­νουν καί θά συμ­βαί­νουν πάν­το­τε, ὅ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἴδια”· καί δι­α­κιν­δυ­νεύ­ει τή γε­νι­κό­τε­ρη δή­λω­ση ὅτι “σύμ­φω­να μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρό­μοι­α γε­γο­νό­τα (ὅ­πως ἐ­κεῖϊ­να πού πε­ρι­γρά­φει) θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται στό μέλ­λον”. Καί εἶ­ναι λά­θος νά συμ­πε­ραί­νου­με ἀ­πό αὐ­τά τά κεί­με­να, ὅ­πως ἕ­νας νε­ό­τε­ρος συγ­γρα­φέ­ας τό κά­νει[9], ὅτι ὁ Θου­κυ­δί­δης “τε­λι­κά υἱ­ο­θέ­τη­σε μιά κυ­κλι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ὁ­πως ὁ Πλά­των”. Ἡ προσ­δο­κί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη γιά ἐ­πα­νά­λη­ψη τῶν γε­γο­νό­των στη­ρί­ζε­ται ὄ­χι στήν κυ­κλι­κή πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου ἀλ­λά στή μο­νι­μό­τη­τα τῶν ἄ­λο­γων στοι­χεί­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, πού δέν ἐ­πι­δέ­χον­ται δι­δα­χή­[10]».

*

* *

Ποι­ά ὅ­μως εἶ­ναι τά μό­νι­μα στοι­χεῖ­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης πού βρί­σκον­ται ἐ­κτός λο­γι­κοῦ ἐ­λέγ­χου καί δέν ἐ­πι­δέ­χον­ται δι­δα­χή; Ὁ Θου­κυ­δί­δης στά Κερ­κυ­ραϊ­κά του, ὅπως εἴ­δα­με, ἀ­να­φέ­ρει ὡς τέ­τοι­α στοι­χεῖ­α τή δί­ψα γιά δύ­να­μη, τήν πλε­ο­νε­ξί­α καί τή φι­λο­δο­ξί­α­[11]. Ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον ὁμως πα­ρου­σιά­ζει τό κε­φά­λαι­ο 45 τοῦ τρί­του βι­βλί­ου τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Θου­κυ­δί­δη, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀ­πο­στα­σί­α τῆς Λέ­σβου. Ἐ­κεῖϊ ὁ ρή­το­ρας Δι­ό­δο­τος, προ­σπα­θών­τας νά ἐ­ξη­γή­σει για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­βαί­νουν τό νό­μο καί ὅ­ταν ἀ­κό­μη ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τήν ποι­νή τοῦ θα­νά­του, λέ­γει με­τα­ξύ ἄλ­λων καί τά ἑ­ξῆ­ς[12]:

«Ἤ τοίνυν δει­νό­τε­ρον τί τού­του δέ­ος εὐ­ρε­τέ­ον ἔ­στιν ἡ τά­δε γέ οὐ­δέν ἐ­πί­σχει, ἀλ­λ’ ἡ μέν πε­νί­α ἀ­νάγ­κῃ τήν τόλ­μαν πα­ρέ­χου­σα, ἡ δ’ ἐ­ξου­σί­α ὕ­βρει τήν πλε­ο­νε­ξί­αν καί φρο­νή­μα­τι, αἱ δ ’ ἄλλαι ξυν­τυ­χί­αι ὀρ­γᾖ τῶν ἀν­θρώ­πων ὡς ἑ­κά­στη τίς κα­τέ­χε­ται ὑ­π’ ἀ­νη­κέ­στου τι­νός κρείσ­σο­νος ἐ­ξά­γου­σιν ἐς τούς κιν­δύ­νους, ἥ τε ἐλ­πίς καί ὁ ἔ­ρως ἐ­πί παν­τί, ὁ μέν ἡ­γού­με­νος, ἡ δ ’ ἑ­φε­πο­μέ­νη, καί ὁ μέν τήν ἐ­πιβου­λήν ἐκ­φρον­τί­ζων, ἡ δέ τήν εὐ­πο­ρί­αν τῆς τύ­χης ὑ­πο­τιθεῖ­σα, πλε­ῖ­στα βλά­πτου­σι, καί ὄντα ἀ­φα­νῆ κρείσ­σω ἐ­στί τῶν ὁ­ρω­μέ­νων δει­νῶν, καί ἡ τύ­χη ἐ­π' αὐ­τοῖς οὐ­δέν ἔ­λασσον ξυμ­βάλ­λε­ται ἐς τό ἐ­παί­ρειν ἀ­δο­κή­τως γάρ ἔ­στιν ὅτε πα­ρι­στα­μέ­νη καί ­ἐκ τῶν ὑ­πο­δε­ε­στέ­ρων κιν­δυ­νεύ­ειν τι­νά προ­ά­γει, καί οὐχ ἧσ­σον τάς πό­λεις, ὅ­σῳ πε­ρί τῶν με­γί­στων τε, ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἤ ἄλ­λων ἀρ­χῆς, καί με­τά πάν­των ἕ­κα­στος ἀ­λο­γί­στως ἐ­πι­πλέ­ον τί αὐ­τόν ἐ­δό­ξα­σεν. ἁ­πλῶς τέ ἀ­δύ­να­τον καί πολ­λῆς εὐ­η­θείας, ὅστις οἴ­ε­ται τῆς ἀν­θρω­πεί­ας φύ­σε­ως ὁρ­μω­μέ­νης προ­θύ­μως τί πρᾶ­ξαι ἀ­πο­τρο­πήν τι­νά ἔ­χειν ἤ νό­μων ἰ­σχύι ἡ ἄλ­λῳ τῷ δει­νῷ».

(Ἤ, λοι­πόν, πρέ­πει νά βρε­θεῖ φό­βη­τρο πιό φο­βε­ρό ἀ­πό τό θά­να­το ἤ αὐ­τή ἡ ποι­νή του­λά­χι­στον δέν εἶ­ναι ἐ­παρ­κής. Για­τί ἡ φτώ­χια μέ τίς ἀ­νάγ­κες της φέρ­νει τόλ­μη, ἡ ἐ­ξου­σί­α προ­κα­λε­ῖ πλε­ο­νε­ξί­α γε­μά­τη ἀ­λα­ζο­νεί­α καί ἐ­γω­πά­θεια καί οἱ δι­ά­φο­ρες συμ­πτώ­σεις, ἀ­νά­λο­γα μέ τά ἀ­κα­τα­νί­κη­τα πά­θη πού ἐ­ξου­σιά­ζουν τόν κα­θέ­να, πα­ρα­σύ­ρουν τούς ἀν­θρώ­πους σέ κιν­δύ­νους. Ἀλ­λά καί ἡ ἐλ­πί­δα καί ὁ πό­θος γιά τό κά­θε τί, ὁ πό­θος μπρο­στά, ἡ ἐλ­πί­δα ἀ­κο­λου­θών­τας, ἐ­κεῖ­νος κα­τα­στρώ­νον­τας τά σχέ­δια καί αὐ­τή ὑ­πο­βάλ­λον­τας τήν ἰ­δέ­α ὅτι θά βο­η­θή­σει ἡ τύ­χη, κά­νουν τό με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό, καί, ἐ­νῶ δέ φαί­νον­ται, εἶ­ναι δυ­να­τό­τε­ρα ἀ­πό τά φα­νε­ρά δει­νά. Ἀλ­λά κον­τά σ’ αὐ­τά καί ἡ τύ­χη δέ συν­τε­λεῖ λι­γό­τε­ρο στήν πα­ρε­κτρο­πή, για­τί κά­πο­τε ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­προσ­δό­κη­τα καί πα­ρα­σύ­ρει στόν κίν­δυ­νο κά­ποι­ον πού δέν ἔ­χει με­γά­λες δυ­να­τό­τη­τες, καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς πό­λεις, ἀφοῦ ἄλ­λω­στε πρό­κει­ται γιά πράγ­μα­τα πο­λύ ση­μαν­τι­κά, τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἡ τήν ἐ­ξου­σί­α ἐ­πά­νω στούς ἄλ­λους, ὁ­πό­τε ὁ κα­θέ­νας μέ­σα στό πλῆ­θος τῶν συμ­πο­λι­τῶν του ἀ­συλ­λό­γι­στα ὑ­πε­ρε­κτι­μᾶ συ­νή­θως τίς δυ­νά­μεις του. Μέ δύ­ο λό­για, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον καί εἶ­ναι πο­λύ ἀ­νό­η­τος ἐ­κεῖ­νος πού νο­μί­ζει πώς, ὅ­ταν ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση σπρώ­χνε­ται ἀ­πό τό πά­θος νά κά­νει κά­τι, μπο­ρεῖΐ νά ἀ­πο­τρα­πεῖ ἀ­π’ αὐ­τό, εἴ­τε μέ τή δύ­να­μη τοῦ νό­μου εἴ­τε μέ κά­ποι­ο ἄλ­λο φό­βη­τρο).

Μιά μα­τιά στό πιό πά­νω κεί­με­νο δεί­χνει ὅτι ἀ­φθο­νοῦϋν οἱ ψυ­χο­λο­γι­κοί ὄ­ροι - δέ­ος, ὕβρις, πλε­ο­νε­ξί­α, ὀρ­γή, πό­θος, ἐλ­πίς, ἔ­ρως - μέ τούς ὁ­ποι­ους ὁ Θου­κυ­δί­δης ἐ­ξη­γε­ΐ καί αἰ­τι­ο­λο­γεῖ τά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, ἀ­το­μι­κά καί ὁ­μα­δι­κά, πα­ρα­δε­χό­με­νος στήν οὐ­σί­α ὅτι οἱ ἄ­λο­γες ψυ­χι­κές δυ­νά­μεις μπο­ροῦν νά θο­λώ­σουν καί νά νι­κή­σουν τή δύ­να­μη τοῦ νο­ῦ. Τά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­φθο­νο­ῦν μέ­σα στή­ν ἴ­δια τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη. Ἔ­τσι, πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ὅτι οἱ Σπαρ­τιά­τες κή­ρυ­ξαν τόν πό­λε­μο ἐ­ναν­τίον τῶν Ἀ­θη­ναί­ων ἐ­πει­δή φο­βοῦν­ταν τήν αὔ­ξη­ση τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς δύ­να­μη­ς[13]. Ἐ­πί­σης, ὅτι ἡ Σι­κε­λι­κή ἐκ­στρα­τεί­α πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό τούς Ἀ­θη­ναί­ους πα­ρά τήν πε­ρί τοῦ ἀν­τι­θέ­του εἰ­σή­γη­ση τοῦ στρα­τη­γοῦ Νι­κί­α, για­τί «ἔ­ρως ἐ­νέ­πε­σε το­ῖς πᾶ­σιν ὁ­μοί­ως ἐκ­πλεῦ­σαι.­.. πόθῳ ὄψε­ως καί θε­ω­ρί­ας καί εὐέλ­πι­δες ὄντες σω­θή­σε­σθαι.­.. διά τήν ἄ­γαν τῶν πλε­όνων ἐ­πι­θυ­μί­αν.­..[14]»

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση ὅμως προ­κα­λοῦν καί τά ἐ­πι­χει­ρήμα­τα μέ τά ὁ­ποῖ­α οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ται τήν ἡ­γε­μο­νί­α τους, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση: Ὅ­πως λέ­νε, δέν ἔ­κα­ναν τί­πο­τε πα­ρά­δο­ξο ἤ ἀν­τί­θε­το πρός τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μέ τό νά δε­χτοῦν μιά ἡ­γε­μο­νί­α πού τούς πρόσφέρ­θη­κε καί πού ἀρ­νοῦν­ται νά τήν ἀ­φή­σουν γιά τρεῖς πο­λύ σπου­δαί­ους λό­γους: τή δό­ξα, τό φό­βο καί τό συμ­φέ­ρον. ­Ἄλ­λω­στε, εἶ­ναι κα­θι­ε­ρω­μέ­νο ὁ κα­τώ­τε­ρος νά ὑ­πο­τάσ­σε­ται στόν ἀ­νώ­τε­ρο­[15]. Ση­μει­ώ­νου­με ὅτι ἀ­νά­λο­γα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­οῦν οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι καί στόν πε­ρί­φη­μο δι­ά­λο­γο μέ τούς Μη­λί­ους, ἰ­σχυ­ρι­ζό­με­νοι ὅτι «δί­και­α μέν ἐν τῷ ἀν­θρω­πεί­ῳ λό­γῳ ἀ­πό της ἴ­σης ἀ­νάγ­κης κρί­νε­ται, δυ­να­τά δέ οἱ πρού­χον­τες πράσ­σο­ο­σι καί οἱ ἀ­σθε­νεῖς ξυγχω­ροῦ­σι­[16]». (= τό δί­και­ο στίς ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις λαμ­βάνε­ται ὑ­πό­ψη ὅταν οἱ ἀν­τί­δι­κοι εἶ­ναι ἴσοι, ἀλ­λι­ῶς οἱ δυ­να­τοί κά­νουν ὅσα μπο­ροῦν καί οἱ ἀ­δύ­να­μοι ὑ­πο­χω­ροῦν).

Κά­τι ἀ­κό­μη πού ἀ­ξί­ζει νά ἐ­πι­ση­μαν­θεῖΐ εἶ­ναι ὅτι στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη, ἐ­κτός ἀ­πό τους ψυ­χο­λο­γι­κούς ὅρους πού προ­α­να­φέ­ρα­με, χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται καί οἱ λέ­ξεις ἀ­νάγ­κη καί τύ­χη, γιά νά ἐκ­φρά­σουν ἐ­πί­σης κα­τα­στά­σεις τῶν ὁ­ποί­ων τό πε­ρι­ε­χό­με­νο εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο ἕ­ως ἀ­δύ­να­τον νά ἐ­λεγ­χθεῖ, κα­θώς ὁ ἄν­θρω­πος πού ἐμ­πλέ­κε­ται σ’ αὐ­τές δέν ὁ­δη­γεῖ πλέ­ον τά γε­γο­νό­τα ἀλ­λά ὁ­δη­γε­ϊ­ται ἀ­π’ αὐ­τά. ­Ἔ­τσι, π.χ., ἀ­πό τή στιγ­μή πού οἱ Λα­κε­δαι­μό­νιοι ἐ­πέ­λε­ξαν νά εἶ­ναι ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν Ἑλ­λή­νων, ἦ­ταν ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά κη­ρύ­ξουν τόν πό­λε­μο στούς Ἀ­θη­ναί­ου­ς[17]. Ἀλ­λά καί οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι, ἀ­πό τή στιγ­μή πού δέ­χτη­καν τήν ἡ­γε­μο­νί­α τῶν Ἑλ­λή­νων, ἦ­ταν ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά συ­νε­χί­σουν νά τήν ἔ­χου­ν[18]. Τέ­λος, ἐν­τύ­πω­ση προ­κα­λοῦν καί αὐ­τά πού λέ­γει ὁ Ἀλ­κι­βιά­δης στούς Ἀ­θη­ναί­ους: «Καί οὐκ ἐ­στιν ἡ­μῖν τα­μι­εύ­ε­σθαι ἐς ὅ­σον βου­λό­με­θα ἄρ­χειν, ἀλ­λ’ ἀ­νάγ­κη, ἐ­πει­δή πέρ ἐν τῷ­δε κα­θέ­στα­μεν, τοῖς μέν ἐ­πι­βου­λεύ­ειν, τούς δέ μή ἀ­νι­έ­ναι, διά τό ἀρ­χθῆ­ναι ἄν ὑ­φ’ ἑ­τέ­ρων αὐ­τοῖς κίν­δυ­νον εἶ­ναι, εἰ μή αὐ­τοί ἄλ­λων ἄρ­χομεν»[19] (=Καί δέν εἶ­ναι στό χέ­ρι μας νά κα­νο­νί­ζου­με ἕ­ως ποῦ θέ­λου­με νά φτά­σει ἡ ἐ­ξου­σί­α μας, ἀλ­λά εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι, ἀφοῦ βέ­βαι­α φτά­σα­με ἐ­δῶ πού φτά­σαμε, γιά ἄλ­λους νά κα­τα­στρώ­νου­με ἐ­χθρι­κά σχέ­δια καί γιά ἄλ­λους νά μή χα­λα­ρώ­νου­με τήν ἐ­ξου­σί­α μας ἐ­πά­νω τους, για­τί ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νά ἐ­ξου­σιά­σουν αὐ­τοί ἐ­μᾶς, ἄν δέν ἐ­ξου­σι­ά­σου­με ἐ­μεῖς ἐ­κεί­νους).

Ὅ­σο γιά τήν τύ­χη καί τό ρό­λο τοῦ τυ­χαί­ου στήν ἱ­στο­ρί­α, μο­λο­νό­τι ὁ ἱ­κα­νός νοῦς μπο­ρεῖΐ νά προ­σαρ­μο­στεῖ τα­χύ­τε­ρα στά τυ­χαῖ­α πε­ρι­στα­τι­κά, ὡ­στό­σο εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅτι ἡ ἔν­νοι­α τῆς τύ­χης ἀ­πο­τε­λε­ϊ πε­ρι­ο­χή ὁ­που ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται «ἡ ἀ­δυ­να­μί­α τῆς σκέ­ψης νά ἐ­ξου­σιά­σει πλή­ρως τή ζω­ή[20]». ­Ἔ­τσι, π.χ., ἄν στήν Ἀ­θή­να δέ συ­νέ­βαι­νε ἡ ξαφ­νι­κή καί ἄ­και­ρη κο­πή τῶν Ἐρ­μῶ­ν[21] πρίν ἀ­πό τή Σι­κε­λι­κή ἐκ­στρα­τεί­α καί δέν ἀ­να­κα­λοῦν­ταν ὁ Ἀλ­κι­βιά­δης , ὅ­λα θά ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κά στήν ἔκ­βα­ση τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κοῦ πο­λέ­μου. Ἐ­πί­σης, ἄν πρίν ἀ­πό τήν ἀ­πο­χώ­ρη­ση τοῦ Νι­κί­α ἀ­πό τή Σι­κε­λί­α δέ συ­νέ­βαι­νε ἔ­κλει­ψη σε­λή­νης, ὁ Ἀ­θη­ναῖ­ος στρα­τη­γός δέ θά πα­ρέ­με­νε ἄ­πρα­κτος ἐ­πί 27 μέ­ρες, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ ἐ­χθροί νά τόν πε­ρι­κυ­κλώ­σουν καί νά κα­τα­στρέ­ψουν τόν ἀ­θη­να­ϊ­κό στό­λο­[22].

 

*

* *

 

Ξα­να­γυ­ρί­ζου­με στήν πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ D­o­d­ds ὅτι οἱ μυ­α­λω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι τοῦ 5ου π.Χ. αἰ­ώ­να ἤ­ξε­ραν τούς πε­ρι­ο­ρι­σμούς πού ἐ­πι­βάλ­λον­ται ἀ­πό τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση στήν πρό­ο­δο τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους. Πρό­κει­ται γιά μιά ση­μαν­τι­κή δι­α­πί­στω­ση, πού δεί­χνει ὅτι οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες γνώ­ρι­ζαν τίς δυ­νά­μεις ἀλ­λά καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες καί τά ὅρια τοῦ ἀν­θρώ­που καί τό ἐ­πε­σή­μα­ναν μέ δι­ά­φο­ρους τρό­πους, καί μά­λι­στα, σέ μιά ἐ­πο­χή σάν τήν κλα­σι­κή, στήν ὁ­ποί­α ἡ λαμ­πρή πρό­ο­δος πού εἶ­χε συν­τε­λε­σθε­ῖ σ’ ὅλούς τούς το­μεῖς ἦ­ταν τέ­τοι­α, ὥ­στε θά μπο­ροῦ­σαν νά εἶ­χαν «με­θύ­σει» ἀ­πό αὐ­τα­ρέ­σκεια. Προ­χω­ρών­τας ἐ­πι­λε­κτι­κά θά ἀρ­χί­σου­με ἀ­πό τόν Ἡ­ρό­δο­το­[23], ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­ση­μαί­νει τήν ἀ­στά­θεια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης εὐ­τυ­χί­ας «τήν ἀνθρω­πη­ί­ην ἐ­πι­στά­με­νος εὐ­δαιμο­νί­ην οὐ­δα­μά ἐν ταὠυ­τῷ μένου­σαν», για­τί τό θεῖ­ον εἶ­ναι «φθο­νε­ρόν καί τα­ρα­χῶ­δες» καί ὁ θε­ός «φι­λέ­ει τά ὑ­πε­ρέ­χοντα πάν­τα κο­λού­ειν ». Ὅ­λοι οἱ σο­φοί στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἡ­ρο­δό­του - Σό­λων, ’­Ἄ­μα­σις, Ἀρ­τάβα­νος- γνω­ρί­ζουν ὅτι ὁ θε­ός προ­κα­λε­ῖ­ται καί ἐ­νο­χλεῖ­ται ἀ­πό τόν ὑ­πέρ­με­τρο πλοῦ­το καί τήν ἀ­λα­ζο­νι­κή δύ­να­μη, γι’ αὐ­τό καί ἡ «ὕβρις » τι­μω­ρεῖ­ται, ὁ­πως δεί­χνουν οἱ πε­ρι­πτώ­σεις τοῦ Κροί­σου, τοῦ Ξέρ­ξη, τοῦ Κλε­ο­μέ­νη, τοῦ Γλαύ­κου κτλ.

Καί στόν Αἰ­σχύ­λο «ὑ­πάρ­χει τό σχῆ­μα ὄλ­βος-ὕβρις-τίσις, σύμ­φω­να μέ τό ὁ­ποῖ­ο, ὁ με­γά­λος πλοῦ­τος ἤ ἡ πολ­λή εὐ­τυ­χί­α ὁ­δη­γοῦν στήν ἀ­λα­ζο­νεί­α καί τε­λι­κά στήν τι­μω­ρί­α ἐκ μέ­ρους τοῦ θεί­ου­[24]. Ἐ­κεῖ­νο ὁμως πού ἀ­πο­τε­λε­ΐ βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στίς τρα­γω­δί­ες τοῦ Αἰ­σχύ­λου, εἶ­ναι ἡ τρα­γι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος μπαί­νον­τας στό ζυ­γό τῆς ἀ­νάγ­κης - ὁ ρό­λος τῆς ἀ­νάγ­κης ἔ­χει ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ καί στό Θου­κυ­δί­δη - ἐμ­πλέ­κε­ται σ’ ἕ­να δί­χτυ τρα­γι­κά διλημ­μα­τι­κῶν κα­τα­στά­σε­ων, ἀ­νήμ­πο­ρος ν’ ἀν­τι­δρά­σει. ­Ἔ­τσι, π.χ. στήν τρα­γω­δί­α «Ἑ­πτά ἐ­πί Θή­βας» ὁ βα­σι­λιάς τῆς Θή­βας Ἐ­τε­ο­κλῆς ἔ­χει ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά ὑ­πε­ρα­σπι­σθεῖ μέ ὅ­λα τά μέ­σα τήν πό­λη του καί νά σκο­τώ­σει τόν πο­λι­ορ­κη­τή καί εἰ­σβο­λέ­α, πού ὅ­μως δέν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τόν ἀ­δελ­φό του Πο­λυ­νεί­κη. Στόν «Ἀ­γα­μέ­μνο­να», ὁ ἐ­πι­κεφα­λῆς τῆς ἐκ­στρα­τεί­ας στήν Τροί­α Ἀ­γα­μέ­μνων εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά θυ­σιά­σει τήν κό­ρη του ­Ἰ­φι­γέ­νεια, ἄν δέ θέ­λει νά μα­ται­ω­θεῖ ἡ ἐκ­στρα­τεί­α. Ἀλ­λά καί στίς «Χο­η­φόρους», ὁ Ὀ­ρέ­στης ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά σκο­τώ­σει τή μη­τέ­ρα του Κλυ­ται­μνή­στρα γιά νά ἐκ­δι­κη­θε­ῖ τό θά­να­το τοῦ πα­τέ­ρα του Ἀ­γα­με­μνο­να[25].

Ὁ Σο­φο­κλῆς, κα­θώς εἴ­δα­με, εἶ­ναι αὐ­τός πού ὕ­μνη­σε στό πρῶ­το στά­σι­μο ταῆς «Ἀν­τι­γό­νης» τά ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δι­ά­νοι­ας. Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως πί­στευ­ε πώς ἡ ἀ­λη­θι­νή γνώ­ση ἀ­πο­τε­λε­ῖ προ­νό­μιο θε­ϊ­κό καί πώς ὁ ἄν­θρω­πος μό­νο γνώ­ση τῆς φθαρ­τῆς του ὕ­παρ­ξης μπο­ρε­ΐ νά ἔ­χει. Οἱ τρα­γω­δί­ες τοῦ «Αἴ­ας» καί «Οἰ­δί­πους τύ­ραν­νος» ἀ­πο­τε­λοῦν ἁ­πτά δείγ­μα­τα τῆς ἀ­σή­μαν­της ἀν­θρώ­πι­νης ὑ­πό­στα­σης μπρός στήν ἄ­πει­ρη δύ­να­μη καί σο­φί­α τοῦ θε­ο­ῦ, γι’ αὐ­τό καί συγ­κλο­νί­ζουν τό θε­α­τή, προ­κα­λών­τας τόν «ἔ­λε­ον» ἄλ­λα καί τόν «φό­βον» γιά τούς κιν­δύ­νους πού πα­ρα­μο­νεύ­ουν κά­θε ἀν­θρω­πο­[26].

Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης, ὁ τρί­τος με­γά­λος τρα­γι­κός ποι­η­τής, εἶ­ναι γνω­στό πώς δέν εἶ­χε τή βα­θιά θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ἀλ­λά καί τό σε­βα­σμό καί τήν προ­σή­λω­ση στήν πα­ρά­δο­ση τοῦ Αἰ­σχύ­λου καί τοῦ Σο­φο­κλῆ, καί, κα­τά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη­[27], πα­ρί­στα­νε τά πράγ­μα­τα ρε­α­λι­στι­κά, ὅπως εἶ­ναι. Στήν τρα­γω­δί­α του λοι­πόν «Μή­δεια» - γιά νά μεί­νου­με μό­νο σ’ αὐ­την - σέ μιά σύγ­κρου­ση ἀ­νά­με­σα στή δύ­να­μη τοῦ νο­ϋ καί στά πά­θη τῆς ψυ­χῆς, τή νί­κη τήν κερ­δί­ζουν τά δεύ­τε­ρα, καί αὐ­τό φαί­νε­ται μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη σα­φή­νεια λί­γο πα­ρα­κά­τω, ὅταν ἡ Μή­δεια, παίρ­νον­τας τήν τρο­με­ρή ἀ­πό­φα­ση νά σφά­ξει τά παι­διά της καί νά ἐκ­δι­κη­θε­ῖ ἔ­τσι τόν Ἰ­ά­σο­να πού τήν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε γιά νά παν­τρευ­τεῖ μιάν ἄλ­λη γυ­ναί­κα, δη­λώ­νει ξε­κά­θα­ρα­[28]:

 

Καί μαν­θά­νω μέν οἷα δρᾶν μέλ­λω κα­κά,

θυ­μός δέ κρείσ­σων τῶν ἐ­μῶν βου­λευ­μά­των.

 

(Καί ξέ­ρω τί εἴ­δους κα­κό πρό­κει­ται νά δι­α­πρά­ξω,

ὅ­μως τό πά­θος μου εἶ­ναι πιό δυ­να­τό ἄ­π’ τή θέ­λη­σή μου).

 

Ὅ­πως βλέ­που­με, ὁ Θου­κυ­δί­δης δέν εἶ­ναι ὁ μό­νος ἀ­πό τούς με­γά­λους της ἑλ­λη­νι­κῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας πού δι­εῖ­δαν ἐμ­πό­δια στή ἀ­πρό­σκο­πτη πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί ὅ­σο καί ἄν ἦ­ταν αἰ­σι­ό­δο­ξος γιά τήν ἀ­νο­δι­κή πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους, ὅ­πως αὐ­τη ἐκ­φρά­στη­κε στήν «Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α», ἡ ἀρ­χι­κή του αἰ­σι­ο­δο­ξί­α εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅτι ἀ­να­κό­πη­κε ἀ­πό τό ἐμ­πό­διο της ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Καί γιά τό Θου­κυ­δί­δη οἱ ἄν­θρω­ποι, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν ἀ­πο­κτοῦν δύ­να­μη, ὑ­πε­ρε­κτι­μοῦν τίς δυ­να­τό­τη­τές τους, ἐμ­πιστεύ­ον­ται τόν ἑ­αυ­τό τους ὑ­περ­βο­λι­κά καί στό τέ­λος ὁ­δηγοῦν­ται στήν κα­τα­στρο­φή, ἡ ὁ­ποί­α τώ­ρα δέν ὀ­φεί­λε­ται στή θε­ϊ­κή ἐ­πέμ­βα­ση σέ συν­δυα­σμό καί μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­προ­νο­η­σί­α, ὁ­πως συμ­βαί­νει στόν Ἡ­ρό­δο­το, ἀλ­λά στήν ψυ­χο­λο­γι­κή δο­μή τοῦ ἀν­θρώ­που καί σέ μιά ψυ­χο­λο­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α πού μπο­ρεῖ νά πε­ρι­γρά­φει. Καί, βέ­βαι­α, ὅ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἴδια, οἱ ἄν­θρω­ποι μέ αὐ­ξο­μει­ώ­σεις ἡ μι­κρο­α­πο­κλί­σεις θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν τούς ἑ­αυ­τούς τους καί τίς πρά­ξεις τους, για­τί δυ­στυ­χῶς δέ δι­δά­σκον­ται ἀ­πό τά λά­θη καί τίς ἐμ­πει­ρί­ες τους.

Τε­λι­κά, κα­τά τήν πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ B­r­u­no S­n­e­ll, «τό­σο ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ὅ­σο καί ὁ Θου­κυ­δί­δης μᾶς δι­δά­σκουν αὐ­τό πού οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­μα­θαν ἀ­πό τά ἐ­ρεί­πια τῶν ἀρ­χαί­ων ἀ­κρο­πό­λε­ων: νά εἶ­ναι με­τρι­ό­φρο­νες στήν πε­ρη­φά­νια τους καί πε­ρή­φα­νοι γιά τή με­τρι­ο­φρο­σύ­νη του­ς[29]».

 

*

* *

 

Κα­τά τό συγ­γρα­φέ­α τοῦ Πε­λο­πον­νη­σια­κοῦ πο­λέ­μου, οἱ ψυ­χο­λο­γι­κές ἀν­τι­δρά­σεις τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης ὄ­χι μό­νο θο­λώ­νουν τή λο­γι­κή καί ὁ­δη­γοῦν τούς ἀν­θρώ­πους σέ πα­ρε­κτρο­πές, ἀλ­λά καί πε­ρι­ο­ρί­ζουν τή δυ­να­τό­τη­τα νά γνωσθεῖΐ ἡ ἱ­στο­ρι­κή ἀ­λή­θεια. Ἔ­τσι, οἱ ἄν­θρω­ποι γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό εὐ­πι­στί­α καί δέ­χον­ται ἀ­βα­σά­νι­στα τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τά δι­ά­φο­ρα γε­γο­νό­τα: «Οἱ γάρ ἄν­θρω­ποι τάς ἀ­κοάς τῶν προ­γε­γε­νη­μέ­νων, καί ἤν ἐ­πι­χώ­ρια σφί­σιν ᾖ, ὁ­μοί­ως ἀ­βα­σα­νί­στως πα­ρ’ ἀλ­λή­λων δέ­χον­ται[30]­.­.. οὕ­τως ἀ­τα­λαί­πω­ρος τοῖς πολ­λοῖς ἡ ζή­τη­σις τῆς ἀ­λή­θειας καί ἐ­πί τά ἑ­τοῖ­μα μᾶλ­λον τρέ­πον­ται­[31]» (=για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι, τά ὅ­σα ἀ­κοῦν γιά τά πε­ρα­σμέ­να, ἀ­κό­μα καί ἄν ἀ­φο­ροῦν τόν τό­πο τους, τά δέ­χον­ται τό ἴ­διο ἀ­βα­σά­νι­στα ὁ ἕ­νας ἀ­πό τόν ἄλ­λο.­.. τό­σο λί­γο κο­πιά­ζουν οἱ πολ­λοί γιά τήν ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας καί στρέ­φον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στά ἕ­τοι­μα).

Ἀ­κό­μη, ἡ ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα καί ἡ ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες θά ἔ­πρε­πε νά τεκ­μη­ρι­ώ­νον­ται ἀ­πό αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες «πού λέ­νε τά ἴ­δια λό­για γιά τά­ ἴ­δια πε­ρι­στα­τι­κά», συ­χνά πα­ρεμ­πο­δί­ζον­ται ἀ­πό ἀ­δυ­να­μί­α τῆς μνή­μης ἀλ­λά καί ἀ­πό εὔ­νοι­α: «ἐ­πι­πό­νως δέ ηὔ­ρι­σκε­το, δι­ό­τι οἱ πα­ρόν­τες το­ῖς ἔρ­γοις ἑ­κά­στοις οὐ ταὐ­τά πε­ρί τῶν αὐ­τῶν ἔ­λε­γον, ἀλ­λ’ ὡς ἑ­κα­τέ­ρων τίς εὐ­νοί­ας ἤ μνή­μης ἔ­­χοι[32]» (=καί ἡ ἀ­λή­θεια βρι­σκό­ταν μέ πο­λύ κό­πο, για­τί οἱ αὔ­το­πτες μάρ­τυ­ρες δέν ἔ­λε­γαν τά ἴ­δια γιά τά ἴϊ­δια πε­ρι­στα­τι­κά, ἀλ­λά ὁ κα­θέ­νας ἀ­νά­λο­γα μέ τή συμ­πά­θειά του στόν κα­θέ­να ἀ­πό τούς δύ­ο ἀν­τι­πά­λους ἤ ὅπως τά θυ­μό­ταν).

Ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ πε­ρι­ό­δους κρί­σε­ων οἱ ἄν­θρω­ποι ἀν­τιδρο­ῦν συ­νή­θως συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, μέ αὐ­ξη­μέ­νη ἀ­στά­θεια καί εὐ­πι­στί­α, καί ἡ μνή­μη τους ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού βι­ώ­νουν κά­θε φο­ρά στήν πα­ροῦ­σα στιγ­μή: «Οἱ γάρ ἄν­θρω­ποι πρός ἅ ἔ­πα­σχον τήν μνή­μην ἐ­ποιοῦν­το­[33]» (=για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν ἀ­να­μνή­σεις ἀ­νά­λογες μ’ αὐ­τά πού πα­θαί­νουν). Καί πρέ­πει ἐ­δῶ νά ποῦ­με ὅτι ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται κα­λύ­τε­ρα ἀ­πέ­ναν­τι στούς χρη­σμούς, πού ὁ ­ἴ­διος ὁ ἱ­στο­ρι­κός πα­ρα­θέ­τει στό ἔρ­γο του. Πρίν ὁμως δοῦ­με κά­ποι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα, ἐ­πειδή ἡ στά­ση τοῦ Θου­κυ­δί­δη πρός τή μαν­τι­κή ἀλ­λά καί πρός τήν ἀρ­χαί­α θρη­σκεί­α γε­νι­κό­τε­ρα ἀ­πο­τε­λεῖΐ ση­μεῖ­ο ἀμ­φι­λε­γό­με­νο, εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ξε­κα­θα­ρί­σου­με κά­πως τό το­πί­ο μέ δυ­ό λό­για.

Ὁ Θου­κυ­δί­δης, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, δέ μι­λᾶ τή γλώσ­σα τῆς θρη­σκεί­ας ὅ­πως ὁ Ἡ­ρό­δο­τος, ὡ­στό­σο - καί μο­λο­νό­τι στή βι­ο­γρα­φί­α πού τοῦ κά­νει ὁ Μαρ­κελ­λί­νος, ὁ ἱ­στο­ρι­κός ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς «ἄ­θε­ος ἡ­ρέ­μα» - που­θε­νά στό ἔρ­γο του δέν κά­νει πο­λε­μι­κή ἐ­ναν­τί­ον της. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά, ἄν καί δέν εἶ­ναι ὁ πι­στός τῶν μαν­τεί­ων καί τῶν χρη­σμῶν, στήν ἱ­στο­ρί­α του πα­ρα­θέ­τει συ­νο­λι­κά 14 χρη­σμού­ς[34], κά­ποι­ους μά­λι­στα τούς σχο­λιά­ζει μέ τό ὀρ­θο­λο­γι­κό πνεῦ­μα πού τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει. Καί ἐ­νῶ ὡς Ἱ­στο­ρι­κός μέ ἀ­με­ρο­λη­ψί­α καί ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα κα­τα­γρά­φει τούς χρη­σμούς ὡς στοι­χεῖ­α μί­ας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ και­ρο­ῦ του, φαί­νε­ται ὅτι πε­ρισ­σό­τε­ρο τους χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιά νά κα­τα­δεί­ξει τήν ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση.

Ἄς δοῦΰ­με ὅ­μως τώ­ρα κά­ποι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα χρη­σμῶν. Ὅ­ταν στά 431 π.Χ. ξέ­σπα­σε ὁ Πε­λο­πον­νη­σια­κός πό­λε­μος, οἱ κά­τοι­κοι τῆς Ἀτ­τι­κῆς ἀ­πό τά πε­ρί­χω­ρα συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὅ­λοι στήν Ἀ­θή­να. Μπρο­στά σ’ αὐ­τή τήν ἀ­νάγ­κη, κα­τοι­κήθη­καν καί ἐ­ρη­μι­κά μέ­ρη τῆς πό­λης, ἡ­ρῶ­α καί ἱ­ε­ρά, καί με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί τό Πε­λαρ­γι­κόν, τμῆ­μα γῆς κά­τω ἀ­πό τήν Ἀ­κρό­πο­λη, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε πα­λαι­ά κα­τά­ρα νά μεί­νει ἀ­κα­τοί­κη­το ἀλ­λά καί χρη­σμός τοῦ μαν­τεί­ου τῶν Δελ­φῶν, πού συμ­βού­λευ­ε «τό Πε­λαρ­γι­κόν ἄρ­γον ἄ­μεινόν» (=εἶναι κα­λύ­τε­ρα τό Πε­λαρ­γι­κό νά μεί­νει ἀ­χρη­σι­μοποί­η­το). Ἐ­πει­δή, ὅ­ταν στά 429 π.Χ. ἔ­πε­σε ὁ λοι­μός στήν Ἀ­θή­να, πολ­λοί τόν εἶ­δαν ὡς θε­ϊ­κή τι­μω­ρί­α γιά τήν πα­ρά­βα­ση τοῦ χρη­σμοῦ τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να, ὁ ὀρ­θο­λο­γι­στής Θου­κυ­δί­δης, κα­τα­λο­γί­ζον­τας προ­φα­νῶς εὐ­πι­στί­α καί δει­σι­δαι­μο­νί­α στά πλή­θη, σχο­λιά­ζει: «Καί μο­ΰ φαί­νε­ται ὅτι ὁ χρη­σμός ἐ­πα­λη­θεύ­τη­κε ἀν­τί­στρο­φα ἀ­π’ ὅ,τι πε­ρί­με­νε ὁ κό­σμος. Για­τί οἱ συμ­φο­ρές δέ βρῆ­καν τήν πό­λη ἀ­πό τήν πα­ρά­νο­μη κα­τοί­κη­ση τοῦ Πε­λαρ­γι­κοῦ, ἀλ­λά ὁ πό­λε­μος προ­κά­λε­σε τήν ἀ­νάγ­κη νά κα­τοι­κη­θε­ΐ. Τόν πό­λε­μο αὐ­τόν δέν τόν ἀ­νέ- φε­ρε ρη­τά τό μαν­τεῖ­ο, ἤ­ξε­ρε ὅ­μως ἀ­πό πρίν ὅτι τό Πε­λαρ­γι­κό δέ θά κα­τοι­κη­θε­ΐ πο­τέ ἀ­πό κα­λό­[35]». Μ’ ἀλ­λά λό­για, γιά τό Θου­κυ­δί­δη ὁ χρη­σμός αὐ­τός δέν ἀ­παι­τοῦ­σε κά­ποι­α ὑ­περ­φυ­σι­κή γνώ­ση, ἀλ­λά ἦ­ταν θέ­μα ἁ­πλῆς λο­γι­κῆς.

Στό ἴδιο δι­ά­στη­μα - μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Θου­κυ­δί­δης - οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι θυ­μή­θη­καν καί ἕ­να χρη­σμό πού τόν μνη­μό­νευ­αν ἡ­δη οἱ πα­λαι­ό­τε­ροί τους: «ἥ­ξει Δω­ρια­κός πό­λε­μος καί λοι­μός ἅμ’ αὐ­τῳ» (=θά ἔρ­θει πό­λε­μος ἀ­πό τούς Δω­ρι­εῖς καί μα­ζί μ’ αὐ­τόν καί ἀρ­ρώ­στια). Καί γιά τό χρη­σμό αὐ­τόν ὁ Θου­κυ­δί­δης σχο­λιά­ζει: «Ξέ­σπα­σε, λοι­πόν, φι­λο­νι­κί­α ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους ὅτι οἱ πα­λαι­οί στό στί­χο τοῦ χρη­σμοῦ δέν ἐν­νο­οῦ­σαν λοι­μό (=ἐ­πι­δη­μί­α) ἄλ­λα λι­μό (=πεί­να), στήν προ­κεί­με­νη πε­ρί­πτω­ση ὅ­μως, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, ἐ­πι­κρά­τη­σε ἡ ἄ­πο­ψη ὅτι ἐν­νο­οῦ­σαν λοι­μό. Για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι θυ­μοῦν­ται σύμ­φω­να μέ αὐ­τά πού πα­θαί­νουν, καί νο­μί­ζω πώς ἄν κά­πο­τε γί­νει ἄλ­λος Δω­ρι­κός πό­λε­μος, ὕστε­ρ’ ἀ­π’ αὐ­τόν, καί συμ­βεῖ νά πέ­σει λι­μός (=πεί­να), τό­τε εἶ­ναι φυ­σι­κό νά ποῦν αὐ­τή τήν ἐκ­δο­χή[36]». Καί ὁ Θου­κυ­δί­δης συ­νε­χί­ζον­τας συμ­πλη­ρώ­νει: «Θυ­μή­θη­καν ἀ­κό­μη, ὅ­σοι τόν ἡ­ξε­ραν, καί τό χρη­σμό πού δό­θη­κε στούς Λα­κε­δαι­μο­νί­ους, ὅ­ταν αὐ­τοί ρώ­τη­σαν τό θε­ό­[37] ἄν ἔ­πρε­πε νά πο­λε­μή­σουν μέ τούς ­Ἀ­θη­ναί­ους, καί ἐ­κεῖ­νος χρη­σμο­δό­τη­σε πώς, ἄν πο­λε­μή­σουν μέ ὅ­λες τους τίς δυ­νά­μεις, θά νι­κή­σουν, καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε πώς καί ὁ ­ἴ­διος θά τούς βο­η­θή­σει. ’­Ἔ­βγα­ζαν λοι­πόν τό συμ­πέ­ρα­σμα πώς, τά ὅ­σα γί­νον­ταν, συμ­φω­νοῦ­σαν μέ τό χρη­σμό ».

Στούς προ­η­γού­με­νους χρη­σμούς, εἴ­χα­με φαι­νό­με­να ὁ­μα­δι­κῆς συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς ἀν­τί­δρα­σης, μέ κυ­ρί­αρ­χο συ­ναί­σθη­μα προ­φα­νῶς τό φό­βο. Στόν ἑ­πό­με­νο χρη­σμό, ἔ­χου­με ἕ­να δεῖγ­μα ἀ­το­μι­κῆς ἀν­τί­δρα­σης μέ πρω­τα­γω­νί­στρια αὐ­τή τή φο­ρά τήν ἐλ­πί­δα. Ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ δ Θου­κυ­δί­δης, ὁ Ἀ­θη­ναῖ­ος Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κης Κύ­λων, ἀ­πό πλού­σια οἰ­κο­γέ­νεια εὐ­γε­νῶν καί γαμ­πρός τοῦ τυ­ράν­νου τῶν Με­γά­ρων Θε­α­γέ­νη, φι­λο­δό­ξη­σε νά γί­νει καί ὁ ἴ­διος τύ­ραν­νος στήν Ἀ­θή­να, καί γιά τό σκο­πό αὖ­το ζή­τη­σε χρη­σμό ἀ­πό τό μαν­τεῖ­ο τῶν Δελ­φῶν. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ δελ­φι­κοῦ Ἀ­πόλ­λω­να ἦ­ταν «­.­..ἐν τοῦ Δἰ­ός τῇ με­γί­στῃ ἑ­ορ­ταῇ κατα­λα­βεῖν τήν Ἀ­θη­ναί­ων ἀκχρό­πο­λιν»[38] (=στή με­γα­λύ­τε­ρη γι­ορ­τή τοῦ Δί­α νά κα­τα­λά­βει τήν ἀ­κρό­πο­λη τῶν Ἀ­θη­ναί­ων). Ποι­ά ὁμως ἦ­ταν ἡ με­γα­λύ­τε­ρη γι­ορ­τή τοῦ Δί­α; Ὁ Κύλων ἐ­πει­δή ὑ­πῆρ­ξε Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κης, ἐλ­πί­ζον­τας ἴ­σως ὅτι ὁ ­Ὀ­λύμ­πιος Ζεύς θά εἶ­ναι βο­η­θός του, θε­ώ­ρη­σε ὡς με­γα­λύ­τε­ρη γι­ορ­τή τοῦ Δί­α τά ­Ὀ­λύμ­πια ταῆς Πε­λο­πον­νή­σου καί τήν ἡ­μέ­ρα αὐ­τή ἐ­πι­χεί­ρη­σε τήν εἰ­σβο­λή στήν ἀ­θη­να­ϊ­κή ἀ­κρό­πο­λη, ἀλ­λά ἀ­πέ­τυ­χε­[39].

Ποι­ός θά μπο­ροῦ­σε ἄ­ρα­γε νά δι­α­φω­νή­σει μέ τό Λου­κια­νό, πού μέ πολ­λή ὀ­ξύ­νοι­α πα­ρα­τή­ρη­σε ὅτι ἡ ἐλ­πί­δα καί ὁ φό­βος εἶ­ναι οἱ δυ­ό με­γα­λύ­τε­ροι τύ­ραν­νοι τοῦ ἀν­θρώ­που;[40]

 

*

* *

 

Κα­τά τόν Πλού­ταρ­χο, ὅταν ὁ βα­σι­λιάς τῆς Ἠ­πεί­ρου Πύρρος ἑ­τοι­μα­ζό­ταν νά ἐκ­στρα­τεύ­σει ἐ­ναν­τιόν της ­Ἰ­τα­λί­ας, τόν πλη­σί­α­σε ὁ Θεσ­σα­λός ρή­το­ρας Κι­νέ­ας, πού εἶ­χε γί­νει φί­λος του, καί τόν ρώ­τη­σε: «­Ἄν δώ­σει ὁ θε­ός καί νι­κή­σου­με, πώς θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τή νί­κη;» «Ρω­τᾶς πράγ­μα πού φαί­νε­ται, Κι­νέ­α. Ἄν νι­κη­θοῦν οἱ Ρω­μαῖ­οι, δέ θά ὑ­πάρ­ξει ἐ­κεῖ οὔ­τε ἑλ­λη­νι­κή οὔ­τε βαρ­βα­ρι­κή πό­λη ἀ­ξι­ό­μα­χη καί ἔ­τσι θά πά­ρου­με ὅ­λη τήν ­Ἰ­τα­λί­α». Ὁ Κι­νέ­ας, στα­μά­τη­σε γιά λί­γο καί ὕ­στε­ρα ξα­να­ρώ­τη­σε: «Καί ἄν πά­ρου­με τήν ­Ἰ­τα­λί­α, τί θά κά­νου­με;» Καί ὁ Πύρ­ρος· «δί­πλα ἡ Σι­κε­λί­α, νη­σί πλού­σιο καί πο­λυ­άν­θρω­πο, ἁ­πλώ­νει τά χέ­ρια καί εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά ὑ­πο­τα­χθεῖ για­τί ἔ­πε­σε σέ ἐμ­φύ­λιο πό­λε­μο ἀ­πό τό­τε πού ἔ­λει­ψε ὁ ­Ἀ­γα­θο­κλῆς». «Σω­στά λές, ἀ­πάν­τη­σε ὁ Κι­νέ­ας, ἀλ­λά ἄν πά­ρου­με καί τή Σι­κε­λί­α θά λή­ξει ἡ ἐκ­στρα­τεί­α μας;» «­Ἄν ἐ­δῶ πᾶ­με κα­λά, θά στρα­φοῦ­με σέ με­γά­λα πράγ­μα­τα. Για­τί ποι­ός θά πα­ρα­τοῦ­σε τή Λι­βύ­η καί τήν Καρ­χη­δό­να;­.­.. ­Ἄν νι­κή­σου­με ἐ­κεῖ, κα­νείς ἀ­πό τους ἀ­λα­ζο­νι­κούς ἔ­χθρούς μας δέ θά μᾶς ἐ­νο­χλή­σει». «Φυ­σι­κά, εἶ­πε ὁ Κι­νέ­ας, καί μέ μιά τέ­τοι­α δύ­να­μη θά ἐ­ξου­σι­ά­σου­με καί τή Μα­κε­δο­νί­α καί τήν Ἑλ­λά­δα. Καί ἄν τά πε­τύ­χου­με ὅ­λα αὐ­τά, τί θά κά­νου­με;» Καί ὁ Πύρ­ρος γε­λών­τας· «θά ξα­πλώ­σου­με καί θά γλεν­τοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά». «Καί για­τί δέν τό κά­νου­με ἀ­πό τώ­ρα ἀ­φοῦ μπο­ροῦ­με, ρώ­τη­σε ὁ Κι­νέ­ας, ἀ­πο­φεύ­γον­τας κό­πους, κιν­δύ­νους καί αἴ­μα­τα;»

Ἄλ­λα - πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Πλού­ταρ­χος - μ’ αὐ­τά του τά λό­για ὁ Κι­νέ­ας πιό πο­λύ στε­νο­χώ­ρη­σε πα­ρά ἄλ­λα­ξε τόν Πύρ­ρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­λα­βε πό­ση εὐ­χά­ρι­στη ζω­ή ἔ­χα­νε, ὁ­μως δέν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­φή­σει τίς ἐλ­πί­δες του γι’ αὖ­τα πού πο­θού­σε­[41]. Για­τί ὁ βα­σι­λιάς τῆς Ἠ­πεί­ρου «ἐλ­πίδας ἕξ ἐλ­πί­δων ἀ­εί κυ­λίν­δων, καί ταῖς μέν εὐ­τυχί­αις ἐ­π’ ἄλ­λαις χρώ­μενος ἀ­φορ­μαῖϊς, ἅ δέ ἕ­πταιεν ἑ­τέ­ροις βου­λό­με­νος ἀ­να­πλη­ροῦν πράγ­μα­σιν, οὐθ’ ἧτ­ταν οὔ­τε νί­κην ὅ­ρον ἐ­ποι­εῖϊ­το τοῦ τα­ράτ- τε­σθαι και ­τα­ράτ­τει­ν[42]».

Ὁ Πύρ­ρος, λοι­πόν, παρα­δο­μέ­νος στό κυ­νη­γη­τό τῆς ἐλ­πί­δας καί πο­θών­τας ὁ­λο­έ­να καί πε­ρισ­σό­τε­ρα, δέ θε­ω­ροῦ­σε τί­πο­τε ἱ­κα­νό νά τόν στα­μα­τή­σει ἀ­πό τό «νά τα­ρά­ζε­ται καί νά τα­ρά­ζει». Ὁ Πύρ­ρος ὅμως δέν εἶ­ναι φυ­σι­κά ὁ μο­να­δι­κός. Καί γιά τούς ἀρ­χαί­ους Ἀ­θη­ναί­ους δι­α­βά­ζου­με στό Θου­κυ­δί­δη ὅτι «γεν­νή­θη­καν μή­τε γιά νά ἔ­χουν ἡ­συ­χί­α οἱ ­ἴ­διοι μή­τε γιά ν’ ἀ­φή­νουν τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους νά ἡ­συ­χά­σου­ν[43]». Ἀλ­λά καί ὁ ση­με­ρι­νός ἄν­θρω­πος, πα­ρά τά τό­σα χρό­νια προ­ό­δου, πο­λι­τι­σμοῦ καί παι­δεί­ας, φαί­νε­ται νά σέρ­νει τό­ν ἴ­διο χο­ρό. Τί ἄ­ρα­γε συμ­βαί­νει μέ τό μο­να­δι­κό λο­γι­κό ὄν τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, τόν ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος «θεί­ας με­τέσχέ μοί­ρας.­..διά τήν τοῦ θε­οῦ συγ­γέ­νειαν ζώ­ων μό­νον θε­ούς ἐ­νο­μι­σεν.­..ἔ­πει­τα φω­νήν καί ὀ­νό­μα­τα τα­χύ δι­ηρθρώ­σα­το τῇ τέ­χνῃ, καί οἰ­κή­σεις καί ἐ­σθῆ­τας καί ὑ­πο­δέ­σεις και ­στρω­μνάς καί­ τάς ἐκ γῆς τρο­φάς ηὕ­ρε­το;­[44]»

­Ἔ­χου­με ἡ­δη ση­μει­ώ­σει σέ προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαι­ο ὅτι, ἐ­νῶ τά ζῶ­α εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­να καί εὐ­τυ­χι­σμέ­να ὅταν ἔ­χουν ἀ­σφά­λεια καί ἀρ­κε­τή τρο­φή, Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν εἶ­ναι. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στά «Πο­λι­τι­κά»[45], «οὐ μό­νον δ’ Οἱ ἄν­θρω­ποι διά τά­ναγ­κα­ϊ­α ἄ­δι­κου­σιν.­.. ἄλ­λα καί ὁ­πως χαί­ρω­σι καί μή ἐ­πι­θυ­μῶ­σιν ἐ­άν γάρ μεῖ- ζῶ ἔ­'­χω­σιν ἐ­πι­θυ­μί­αν τῶν ἀ­ναγ­καί­ων, διά τήν ταύ­της ἴα­τρειαν ἄ­δι­κη­σου­σιν οὐ τοί­νυν διά ταύ­την μό­νον, ἄλ­λα καί Ῥνα χαί­ρω­σι τα­ϊς ἄ­νευ λυ­πῶν ἦ­δο­ναις.­.. ἔ­πει ἄ­δι­κου­σι γέ τά μέ­γι­στα διά τάς ὑ­περ­βο­λᾶς, ἄλ­λ’ οὗ διά τά ἀ­ναγ­καί­α.­.­.» (=Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀ­δι­κοῦν μό­νο γιά τά ἀ­ναγ­καί­α.­.. ἄλ­λα καί γιά νά γεύ­ον­ται ἀ­πο­λαύ­σεις καί νά ἱ­κα­νο­ποι­οῦν τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους. Για­τί ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά ἀ­ναγ­καί­α, γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν αὔ­την τήν ἐ­πι­θυ­μί­α θά ἀ­δι­κή­σουν, καί ὄχι μό­νο γι’ αὔ­την, ἄλ­λα καί γιά ν’ ἀ­πο­λαύ­σουν ἡ­δο­νές χω­ρίς κό­πο.­.. για­τί ἄ­δι­κο­ϋν πρό πάν­των λό­γω ὑ­περ­βο­λι­κῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καί ὄχι ἀ­πό ἔλ­λει­ψη τῶν ἀ­ναγ­καί­ων.­.­.)

Ἄλ­λα καί πέ­ρα ἀ­πό αὖ­τα, ἐ­ϊ­τε τό θέ­λου­με εἴ­τε ὄχι, ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­χε ἀ­πό πα­λιά καί ἑ­ξα­κο­λου­θε­ΐ νά ἔ­χει στή φύ­ση τοῦ δλᾶ τά ἐ­ϊ­δη τό­σο τῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν δσό καί τῶν ἐ­πι­θε­τι­κῶν ἔν­στι­κτων, ἱ­κα­νός γιά κά­θε κα­λό ἄλ­λα καί γιά κά­θε κα­κό. Εἶ­ναι αὖ­τος πού ἀ­πέ­σπα­σε τά μυ­στι­κά τῆς φύ­σης σέ με­γά­λο βαθ­μό καί τήν ὑ­πέ­τα­ξε, ἕ­ξα­σφα­λι­ζο- ντᾶς γιά τόν ἕ­αυ­τό του ἕ­να ἄ­νε­το τρό­πο ζω­ῆς. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά ὁ­μως εἶ­ναι ὄ­ϊ­διος πού κα­τά­στρε­ψε τό πε­ρι­βάλ­λον του καί ση­μά­δε­ψε τήν πο­ρεί­α του μέ πο­λέ­μους φυ­λε­τι­κούς, θρη­σκευ­τι­κούς, πο­λι­τι­κούς, οἰ­κο­νο­μι­κούς, ἰ­δε­ο­λο­γι­κούς. Καί ἐ­νῶ συ­νέ­λα­βε, μορ­φο­ποί­η­σε καί ἄ­ξιο- ποί­η­σε μέ τίς γνώ­σεις του καί τά τε­χνι­κά του μέ­σα ὁ,τι ἔ­χει δι­α­στά­σεις καί βά­ρος, ἀ­δυ­να­τεῖ νά σταθ­μί­σει καί νά ἔ­λεγ­ξει τόν ἀρ­χέ­γο­νο φό­βο, τήν πλα­νε­ρή ἐλ­πί­δα, τή μά- ται­ο­δο­ξί­α, τό φθό­νο, τή φι­λο­δο­ξί­α, τήν πλε­ο­νε­ξί­α. Καί ὁ­λα αὖ­τα θά συμ­βαί­νουν, θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται καί θά ὑ­πάρ­χουν -μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὁ Θου­κυ­δί­δης- πα­ρα­πλή­σια καί πα­ρό­μοι­α στό μέλ­λον, ὁ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἴδια.­..

Στίς μᾶλ­λον ἀ­παι­σι­ό­δο­ξες αὖ­τες δι­α­πι­στώ­σεις, Οἱ αἰ­σι­ό­δο­ξοι ἀ­παν­τοῦν πώς πα­ρ’ ὁ­λα αὖ­τα ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἔ­στω καί μέ κό­πους, θυ­σί­ες καί αἷ­μα, πο­ρεύ­τη­κε ἕ­ως τώ­ρα τό δρό­μο τοῦ πε­πρω­μέ­νου της καί ἔ­τσι θά συ­νε­χί­σει καί στό μέλ­λον. Πι­θα­νόν νά εἶ­ναι κι ἔ­τσι, ἄν καί πρέ­πει νά ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅτι τώ­ρα Οἱ δυ­σκο­λί­ες προ­φα­νῶς θά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρες καί Οἱ κίν­δυ­νοι με­γα­λύ­τε­ροι, καί νά για­τί: Για­τί ἡ­δη γί­να­με πολ­λοί καί σέ λί­γο θά γί­νου­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ροι, μέ ἄ­με­σο ἀ­πο­τέ­λε­σμα τή σμί­κρυν­ση τῆς με­ρί­δας πού ἀ­να­λο­γεῖ στόν κα­θέ­να- για­τί, ἐ­πί­σης, τώ­ρα εἴ­μα­στε λι­γό­τε­ρο ἀ­νε­κτι­κοί καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­παι­τη­τι­κοί, καί συ­χνά δι­εκ­δι­κο­ΰ­με δυ­να­μι­κά καί ἐ­πι­θε­τι­κά «ζω­τι­κό χῶ­ρο»· τέ­λος, για­τί ἔ­χου­με τρο­με­ρές δυ­νά­μεις κα­τα­στρο­φῆς στά χέ­ρια μας, ἱ­κα­νές νά κα­τα­στρέ­ψουν τόν πλα­νή­τη.

Λέ­γε­ται πώς σχε­δόν πο­τέ τά πράγ­μα­τα δέν πᾶ­νε τό­σο κα­λά, ὁ­σο ἐλ­πί­ζου­με, ἀλ­λά καί πο­τέ τό­σο ἄ­σχη­μα, ὁ­σο φο­βό­μα­στε. Τό δεύ­τε­ρο τό εὐ­χό­μα­στε. Καί εὐ­χό­μα­στε, ἀ­κό­μη, ὁ καλός θεός, πού βρέχει ἐπί δικαίων καί ἄδικων, νά φανεῖ καί πάλι σκανδαλωδῶς φιλεύσπλαχνος χαρίζο- ντᾶς μᾶς «σώφρονα λογισμόν», καί «καρδίαν νήφου- σάν», «διά τήν λίαν φιλοτητα βροτών[46] », ὁπως θά ἔλεγε ὁ Αἰσχύλος.

 

 

  


[1] Θούκ. 1,11 καί 1, 23. 

[2] 2. Θούκ. 1,22,4

[3] Θούκ. 3,82, 2.

[4] Βλ. καί Δ. Λυπουρλή, Ὅ Θουκυδίδης καί ἡ ἰπποκρατική πρόγνωση, «Φίλτρα», τιμητ. τόμ. Σ. Γ. Καψωμένου, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 87 κ.ε.

[5] Θούκ. 2, 48,3. 

[6] Βλ. J. Η. Finley, Θουκυδίδης, δ.π., σ. 91.

[7] Ἡροδ. 1,60, 3.

[8] Ἡροδ. 1,5,4.

[9] Ἐννοεῖ τόν J. Η. Finley, γιά τόν ὁποιο ἔχει καί σχετική παραπομπή.

[10] Βλ. Ε. R. Dodds, The Ancient Concept of Progress, .π., σ. 12. 

[11]Θούκ. 3, 82,8.

[12] Θούκ. 3, 45,4 κ.ε. 

[13] Θούκ. 1,23,6.

[14] Θούκ. 6, 24,3-4.

[15] Θούκ. 1, 76, 2.

[16] Θούκ. 5. 89.

[17] Θούκ. 1, 23, 6:... τους Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους και φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκᾶσαι ἐς τό πολεμεῖν. 

[18] Θούκ. 1, 75, 3: Ἐξ αὐτοῦ δέ τοῦ ἔργου κατηναγκάσθημεν τό πρῶτον προαγαγεῖν αὐτήν ἐς τόδε, μάλιστα μέν ὑπό δέους, ἔπειτα καί τιμῆς, ὕστερον καί ὠφελίας.

[19] Θούκ. 6,18, 3.

[20] Βλ. καί J. Η. Finley, Θουκυδίδης, ο.π., σ. 318.

[21] Θούκ. 6,27,1 κ.ε.

[22] Πλούτ., Ntx. 23 καί Ἠθικ. 1,169α.

[23] Ἡροδ. 1, 5, 4 καί 1, 32, 1 καί 7, 10, 2e. 

[24] Αἰσχύλ..Ἄγαμ. 750 κ.ε.

[25] Βλ. καί A. Lesky, Τό μήνυμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, Ἕλλην. Ἀνθρωπ. Ἑταιρ. ἀριθ. 41, Ἀθήνα 1969, σ. 6-7.

[26] A. Lesky, Τό μήνυμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, ὅ.π., σ. 8-9.

[27] Ἀριστοτ., Ποιητ. 25,1460b32. 

[28] Εὐριπ., Μήδ. 1078-1079.

[29] Βλ. Bruno Snell, Ἡ ἀνακάλοψη τοῦ πνεύματος (μέτ. Δ. I. Ἰακώβ), Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 1989, σ. 216.

[30] Θούκ. 1,20, 1. 

[31] Θούκ. 1,20,3.

[32] Θούκ. 1,22,3.

[33] Θούκ. 2, 54,3.

[34] Βλ. καί Ά. Κ. Καραδημητρίου, Οἱ χρησμοί στήν ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη, «Παρνασσός», τόμ. ΛΗ·, Ἀθήνα 1996, σ. 238 κ.ε. 

[35] Θούκ. 2,17,1-2.

[36] Θούκ. 2, 54, 2-5.

[37] Σημειώνουμε ὅτι ὁ θεός ἦταν ὁ δελφικός Ἀπόλλων, μέ τόν ὁποιο ἦταν συνδεδεμένη ἡ τιμωρία τοῦ λοιμοῦ ἤδη ἀπό τήν ὁμηρική ἐποχή (βλ. καί Ὀμηρ., Ἰλιάδ. A 43 κ.ε.). 

[38] Θούκ. 1,126,3κ.ε.

[39] Κατά τό Θουκυδίδη, ὑπῆρχαν καί τά ἀθηναϊκά Διάσια, «Διός ἑορτή Μειλιχίου μεγίστη», μιά γιορτή ἔξω ἀπό τήν πόλη μέ πάνδημη συμμετοχή καί μέ τήν Ἀθήνα ἔρημη ἀπό κατοίκους (Θούκ. 1, 126,6).

[40] Λούκ., Ἀλεξ. ἡ φευδομ. 8: «...ῥαδίως κατενόησαν τόν τῶν ἀνθρώπων βίον ὑπό δυοῖν τούτοιν μεγίστοιν τυραννούμενον, ἐλπίδος καί φόβου...» 

[41] Πλούτ., Πύρρ. 14.

[42] Πλούτ., Πύρρ. 30.

[43] Εἴ τις αὐτούς ξυνελών φαίη πεφυκέναι ἐπί τῷ μήτε αὐτούς ἔχειν ἡσυχίαν μήτε τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἐᾶν. ὀρθῶς ἄν εἶποι (Θούκ. 1, 70,9).

[44] Πλάτ., Πρωταγ. 322α.

[45] Ἀριστοτ., Πολιτ. 1267α3-14. 

[46] Αἰσχυλ., Προμ. 123.