www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

 

 I

 

J.P. Vernant,

Οι απαρχές της ελληνικής σκέψης, μτφρ. Ε. Κακοσαίου-Νικολούδη, Αθήνα

(εκδ. Μ. Καρδαμίτσα) 1992, σσ. 173-176:

 

«Εμφάνιση της πόλης, γένεση της φιλοσοφίας: ανάμεσα στις δύο τάξεις φαι­νομένων οι δεσμοί είναι τόσο πολύ σφιχτοί, που αποκλείεται η ορθολογική σκέψη, στην αφετηρία της, να μην παρουσιάζεται αλληλένδετη με τις ιδιαίτερες κοινωνι­κές και νοητικές δομές της ελληνικής πόλης. Επανατοποθετούμενη έτσι στο ι­στορικό της βάθρο, η φιλοσοφία αποβάλλει εκείνο το χαρακτήρα απόλυτης απο­κάλυψης, που κάποτε της απέδωσαν όσοι χαιρέτιζαν στη νεαρή επιστήμη των Ιώνων τον άχρονο λόγο που ήρθε να ενσαρκωθεί στο Χρόνο. Η σχολή της Μιλή­του δεν είδε το Λόγο να γεννιέται, αλλά κατασκεύασε ένα Λόγο, μια πρώτη μορ­φή ορθολογικότητας. Ο ελληνικός αυτός λόγος δεν είναι ο πειραματικός ορθολο­γισμός της σύγχρονης επιστήμης, που προσανατολίζεται προς την εξερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος και της οποίας οι μέθοδοι, τα διανοητικά εργαλεία και τα νοητικά πλαίσια έτυχαν επεξεργασίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, στα πλαίσια της επίπονης και επίμονης προσπάθειας της να γνωρίσει και να καθυποτάξει τη Φύση. Όταν ο Αριστοτέλης ορίζει τον άνθρωπο ως «πολι­τικό ζώο», υπογραμμίζει αυτό που χωρίζει τον ελληνικό από το σημερινό Λόγο. Αν ο homo sapiens είναι στα μάτια του ένας homo politicus, αυτό συμβαίνει γιατί αυτός ο ίδιος ο Λόγος, στην ουσία του, είναι πολιτικός.

 

 

Πλάτων

 

Πράγματι, στην Ελλάδα ο Λόγος αρχικά εκφράστηκε, συγκροτήθηκε, δια­μορφώθηκε στο πολιτικό επίπεδο. Η κοινωνική εμπειρία κατόρθωσε να γίνει στους Έλληνες αντικείμενο θετικής σκέψης, γιατί προσφερόταν, στα πλαίσια της πόλης, για μια δημόσια συζήτηση επιχειρημάτων. Η παρακμή του μύθου χρονολογείται από την ημέρα που οι πρώτοι Σοφοί έθεσαν υπό συζήτηση την ανθρώπινη τάξη και ζήτησαν να την ορίσουν αυτή καθεαυτήν, να την αποδώ­σουν με εκφράσεις προσιτές στο νου και να την υποβάλουν στον κανόνα της α­ρίθμησης και της μέτρησης. Έτσι προέκυψε, αρθρώθηκε, μια καθαρή πολιτική σκέψη, έξω από τη θρησκεία, με το λεξιλόγιο της, τις έννοιες της, τις αρχές της και τις θεωρητικές της θέσεις. Η σκέψη αυτή σημάδεψε βαθιά τη νοοτρο­πία του ανθρώπου της αρχαιότητας. Χαρακτηρίζει έναν πολιτισμό που δεν έ­παψε, όσο παρέμεινε ζωντανός, να θεωρεί τη δημόσια ζωή ως το αποκορύφω­μα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Για τον Έλληνα, ο άνθρωπος δεν διαχω­ρίζεται από τον πολίτη. Η φρόνηση, ο στοχασμός είναι προνόμιο των ελεύθε­ρων ανθρώπων, οι οποίοι ασκούν κατά τρόπο συνακόλουθο τον πολιτικό τους λόγο και τα πολιτικά τους δικαιώματα. Καθώς εξασφάλιζε στους πολίτες το πλαίσιο κατανόησης των αμοιβαίων τους σχέσεων, η πολιτική σκηνή προσα­νατόλισε ταυτόχρονα και διέπλασε τις μεθοδεύσεις του πνεύματος τους και σε άλλα πεδία.

Όταν η φιλοσοφία γεννιέται στη Μίλητο, έχει τις ρίζες της στην πολιτική αυτή σκέψη της οποίας διερμηνεύει τους θεμελιώδεις προβληματισμούς και α­πό την οποία δανείζεται ένα μέρος του λεξιλογίου της. Είναι αλήθεια ότι πολύ σύντομα αποδεικνύεται πιο ανεξάρτητη. Έχει ήδη βρει από τον Παρμενίδη το δικό της δρόμο. Εξερευνά ένα νέο πεδίο, θέτει προβλήματα που ανήκουν απο­κλειστικά σ' αυτήν. Οι φιλόσοφοι δεν διερωτώνται πια, όπως το έκαναν οι Μιλήσιοι, για το τι είναι η τάξη, πώς διαμορφώθηκε και πώς διατηρείται, αλλά ποια είναι η φύση του Είναι, του Είδέναι, και ποιες είναι οι σχέσεις τους. Οι Έλληνες προσθέτουν έτσι μια νέα διάσταση στην ιστορία της ανθρώπινης σκέ­ψης. Για να λύσει τις θεωρητικές δυσκολίες, τις "απορίες", που έφερε στην ε­πιφάνεια αυτή η ίδια η ανάπτυξη της, η φιλοσοφία χρειάστηκε να διαπλάσσει σιγά σιγά μιαν ιδιαίτερη γλώσσα, να κατεργαστεί τις έννοιες της, να οικοδομή­σει μια λογική, να κατασκευάσει μια δική της ορθολογικότητα. Στα πλαίσια ωστόσο αυτού του καθήκοντος δεν ήρθε σε μεγάλη επαφή με τη φυσική πραγ­ματικότητα. Πολύ λίγα πράγματα αποκόμισε από την παρατήρηση των φυσι­κών φαινομένων δεν πειραματίστηκε. Ακόμη κι αυτή η έννοια του πειραματι­σμού της έμεινε ξένη. Οικοδόμησε μια μαθηματική επιστήμη χωρίς να επιζη­τήσει να την χρησιμοποιήσει για την εξερεύνηση της φύσης. Ανάμεσα στα μα­θηματικά και στη φυσική, στον υπολογισμό και στην εμπειρία, έλειψε εκείνη η σύνδεση που μας φάνηκε στην αρχή ότι ένωνε τη γεωμετρία και την πολιτική. Για την ελληνική σκέψη, αν ο κοινωνικός κόσμος οφείλει να υποτάσσεται στον αριθμό και στο μέτρο, η φύση αντιπροσωπεύει μάλλον το πεδίο του περίπου, στο οποίο δεν εφαρμόζεται ούτε ακριβής υπολογισμός ούτε αυστηρός συλλογι­σμός. Ο ελληνικός λόγος δεν διαμορφώθηκε τόσο στα πλαίσια της ανθρώπινης επικοινωνίας με τα πράγματα όσο σ' εκείνα των σχέσεων των ανθρώπων με­ταξύ τους. Αναπτύχθηκε λιγότερο μέσα από τις τεχνικές που επενεργούν πά­νω στον κόσμο απ' όσο μέσα από εκείνες που εξασφαλίζουν την επιβολή πάνω στους άλλους και των οποίων η γλώσσα αποτελεί κοινό όργανο: την τέχνη του πολιτικού, του ρήτορα, του δάσκαλου. Ο ελληνικός λόγος είναι ο λόγος εκείνος που με τρόπο θετικό, στοχαστικό και μεθοδικό επιτρέπει να επενεργούμε πάνω στους ανθρώπους και όχι να μεταμορφώνουμε τη φύση. Τόσο ως προς τα όρια του όσο και ως προς τις καινοτομίες του είναι τέκνο της πόλης.»

 

 

II

 

  

B. Snell, Η Ανακάλυψη του Πνεύματος. Ελληνικές ρίζες της ευρωπαϊκής σκέψης, μτφρ. Δ. Ι. Ιακώβ, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 1981, σσ. 292-293:

 

 

«Η αντίθεση ανάμεσα στη μυθική και στη λογική σκέψη αποκτά σαφή και καθορισμένα περιγράμματα αν εξετάσει κανείς την αιτιολογική εξήγηση των φυσικών φαινομένων στην περιοχή αυτή προβάλλει με πλήρη αμεσό­τητα η ιστορική μεταβολή από τη μυθική στη λογική σκέψη. Για ό, τι αρ­χικά θεωρούνταν πράξη κάποιου θεού, δαίμονα ή ήρωα, αργότερα αναζητεί­ται μια επαρκής λογική αιτία. Η μυθική αιτιότητα όμως δεν περιορίζεται μόνο στα φυσικά φαινόμενα, για τα οποία η επιστημονική αιτιότητα μπορεί να δώσει κάποια εξήγηση, αλλά ασχολείται κυρίως με τις αρχές των όντων και με τη ζωή, επομένως με προβλήματα που οι αιτίες τους δεν μπορούν να καθοριστούν με ακρίβεια. Προχωρεί μάλιστα και σε άλλες περιοχές, πέρα από τη φύση, και ανάγει τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις επιθυμίες και τις αποφάσεις του ανθρώπου σε επέμβαση των θεών. Η μυθική αιτιότητα ε­λέγχει έναν τομέα, ο οποίος αργότερα, μετά την ανακάλυψη του ψυχικού στοιχείου, ανήκει στην ψυχολογική αιτιότητα. Επειδή η μυθική σκέψη δεν περιορίζεται μόνο στην εξήγηση των αιτίων, αλλά συμβάλλει και στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, είναι προφανές ότι η μυθική και η λογική σκέψη δεν επικαλύπτονται. Πολλές απόψεις του μύθου δεν είναι προσιτές στη λογική, και πολλές αλήθειες που ανακάλυψε η λογική δεν υπήρχαν προηγουμένως στο μύθο. Η εφαρμογή της αντίθεσης ανάμεσα στο μύθο και τη λογική, έξω από την αιτιολογική ερμηνεία της φύσης δεν είναι απόλυτα ορθή, γιατί ο μύθος αναφέρεται στο περιεχόμενο της σκέψης, ενώ η λογική στη μορφή. Ωστόσο θεωρείται σκόπιμο να διατηρηθούν οι δύο έννοιες, γιατί χαρακτηρίζουν πετυχημένα δύο ιστορικά στάδια της ανθρώπινης σκέψης. Η μια όμως δεν αποκλείει απόλυτα την άλλη· αντίθετα, στη μυθική σκέψη υπάρχει χώρος για τη λογική, και αντίστροφα. Η μετάβαση από το μύθο στο λόγο πραγματοποιείται βαθμιαία και με αργό ρυθμό, ή ορθότερα: η διαδικασία αυτή δεν θα φτάσει ποτέ σε έναν πλήρη μετασχηματισμό.

Η μυθική σκέψη σχετίζεται στενά με τη σκέψη που εκφράζεται με εικόνες και παρομοιώσεις. Και οι δύο αυτοί τρόποι σκέψης διαχωρίζονται ψυχολογικά από τη λογική σκέψη, γιατί η τελευταία χρησιμοποιεί την έρευνα, ε­νώ οι εικόνες του μύθου και των παρομοιώσεων απευθύνονται στη φαντασία. Η διαφορά αυτή οδηγεί σε μια αντικειμενική διαφοροποίηση: Για τη λογική σκέψη η αλήθεια είναι κάτι που πρέπει να αναζητηθεί, να διευρευνηθεί και να βυθομετρηθεί, είναι ο άγνωστος Χ μιας εξίσωσης που πρέπει να επιλυθεί με μεθοδικότητα, ακρίβεια και με βάση τη λογική αρχή της αντίφασης· το αποτέλεσμα της εξίσωσης είναι υποχρεωτικό για όλους. Το νόημα και η σημασία των μυθικών μορφών, αντίθετα, είναι άμεσα και προφανή· η γλώσσα των εικόνων στις παρομοιώσεις είναι ζωντανή και άμεσα κατανοητή. Ο ακροατής νιώθει την παρουσία τους εξίσου ζωντανή όπως ο ποιητής, όταν τις δέχεται ως δώρο της μούσας ή τις αποκτά με τη βοήθεια της ενόρασης (ή όποια άλλη έκφραση προτιμούμε). Η μυθική σκέψη προϋποθέτει ευαισθησία, ενώ η λογική απαιτεί δραστηριότητα, η οποία εξελίσσεται από τη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ενεργητικότητα που κλείνει μέσα του και τον ατομικό χαρακτήρα του πνεύματος του. Η λογική σκέψη απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, ενώ η μυθική σκέψη συνορεύει με το όνειρο, στο οποίο ει­κόνες και σκέψεις ρέουν, χωρίς να ελέγχονται από τη βούληση.»