www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

 Αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο 

«Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας»

  

Easterling, Knox

 

Ο Θουκυδίδης, ο πρώτος αληθινά Αθηναίος ιστορικός, διαφέρει από τον Ηρόδοτο ως προς τρεις σημαντικές απόψεις: (1) ασχολήθηκε με την ιστορία της ιδιαίτερης πόλης του· (2) διανοούμενος της νέας σχολής, πολύ επηρεασμένος από τη ρητορική και τη σοφιστική, έγραψε σύγχρονη ιστορία· (3) εξόριστος το 424/3 π.Χ. μετά την καταστροφική στρατηγία του, ήλθε στην ιστοριογραφία ως άνθρωπος της δράσης. Οι μαρτυρίες για τη ζωή του προέρχονται κυρίως από τις δικές του δηλώσεις, αλλά η αρχαιότητα γνώριζε επίσης για την ταφή του κοντά στα Κιμώνεια μνήματα (με επιγραφές, Μαρκελλ. 16 και 55· Βίος 7) και για ένα ψήφισμα από κάποιον Οινόβιο (Παυσ. 1.23.9) που ανακάλεσε τον Θουκυδίδη από την εξορία μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου[1]. Ο Θουκυδίδης ήταν ώριμος άντρας όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 431 (1.1.1. και 5.26.5) κι έτσι γεννήθηκε πιθανώς στις αρχές της δεκαετίας του 450 (πριν από το 454, αν ήταν τουλάχιστο 30 ετών κατά τον χρόνο της στρατηγίας του το 424). Γιος του Ολόρου από το δήμο Αλιμούντα, ο Θουκυδίδης αναμφισβήτητα ανήκε στο γένος των Φιλαϊδών, και είναι ελκυστική η υπόθεση ότι ήταν συγγενής του Θουκυδίδη, γιου του Μελησία, του μεγάλου ανταγωνιστή του Περικλή που εξοστρακίστηκε το 443[2]. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση ήταν συντηρητικός, αν και θαυμαστής του Περικλή. Σχετιζόταν κάπως με τα χρυσωρυχεία της Θράκης (4.105.1), πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί είχε τοποθετηθεί ναύαρχος στην περιοχή εκείνη το 424. Εξόριστος, ίσως δίκαια, επειδή δεν κατάφερε να ανακουφίσει την Αμφίπολη από την επίθεση του Βρασίδα, μας λέει μόνο ότι αυτό του επέτρεψε να πάρει πληροφορίες και από τις δύο πλευρές (5.26.5). Πιθανόν απεβίωσε στην Αθήνα ευθύς μετά το 399 και θάφτηκε εκεί. Υπάρχει ωστόσο πλατιά διαδομένη αρχαία υπόθεση για το μέρος και τον τρόπο του θανάτου του. Ο Θουκυδίδης λέει ότι ασχολούνταν με τη σύνθεση του έργου του από την αρχή-αρχή του πολέμου (1.1.1) και δείχνει καθαρά ότι έγραφε ακόμη μετά το 404 (2.65.12· 5.26.1· 6.15.3). Το έργο τελειώνει απότομα το 411, στο μέσο μια πρότασης συνεχίστηκε από έναν αριθμό μεταγενέστερων ιστορικών, τον Κράτιππο και Θεόπομπο, των οποίων το έργο χάθηκε, και τον Ξενοφώντα, του οποίου τα σωζόμενα Ελληνικά αρχίζουν απ' εκεί όπου σταματά ο Θουκυδίδης. Όταν η Ιστορία του Θουκυδίδη διακόπτεται στο 411, μία παρατήρηση προστίθεται σε πολλά χειρόγραφα για να δείξει ότι η αφήγηση του έτους εκείνου δεν είναι πλήρης, και ο Θουκυδίδης είχε σαφώς την πρόθεση να φτάσει τη διήγησή του ως το τέλος του πολέμου το 404 (βλ. ειδικά 5.26). Είναι γι' αυτό θεμιτό να ρωτήσουμε πόσο το έργο είναι εσωτερικά τελειωμένο. Το ζήτημα περιπλέκεται από τη δήλωση του Θουκυδίδη ότι άρχισε να γράφει (όχι απλώς να κρατά σημειώσεις) μόλις ξέσπασε ο πόλεμος. Η σύγκριση του χωρίου αυτού με άλλα που υπονοούν σαφώς γνώση της έκβασης του πολέμου, οδήγησε τους μελετητές να κοιτάξουν για άλλα χωρία που αποδεδειγμένα γράφτηκαν είτε νωρίς είτε αργά, σε μια προσπάθεια να αντιληφθούν τις φάσεις της σύνθεσης από τις οποίες πέρασε το έργο. Εδώ δεν είναι ο χώρος για να δώσουμε πλήρεις καταλόγους[3], αλλά μερικές ενδείξεις για πρώιμη σύνθεση μπορούν να παρατεθούν, όπως η δήλωση ότι ο Ωρωπός ήταν αττικός (2.23.3), που δεν ήταν μετά το 412 π.Χ., ο υπολογισμός των σπαρτιατικών εισβολών της Αττικής στο 2.57.2 και 3.26.3, που αγνοεί την εισβολή που οδήγησε στην κατάληψη της Δεκέλειας το 413. Αυτά μπορεί να είναι απλώς πρώιμες σημειώσεις χωρίς μεγάλη σημασία, αλλά η γενική δήλωση ότι ο λοιμός έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην αθηναϊκή δύναμη από οτιδήποτε άλλο (3.87.2, πβ. 1.23.3) μπορεί να ισχύει μόνο για τον Αρχιδάμειο πόλεμο του 431-421 και διαψεύδεται από την αφήγηση της Σικελικής εκστρατείας και από δηλώσεις για τις αιτίες της ήττας της Αθήνας (2.65). Για το λόγο αυτό υπάρχει κάποια δικαιολογία για τη θεωρία του Ullrich, που προτάθηκε το 1845-6 και υποστηρίζεται ακόμη από πολλούς, ότι αρχικά ο Θουκυδίδης συνέθεσε μια ιστορία του Αρχιδάμειου πολέμου και τη συνέχισε όταν είδε ότι η Νικίειος Ειρήνη του 421 ήταν μια κατ' όνομα μόνο ειρήνη, όπως ο ίδιος εξηγεί στο ονομαζόμενο δεύτερο προοίμιο του έργου (5.26). Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι πολλά από τα χωρία που μνημονεύτηκαν ως πρώιμα δεν είναι κατ' ανάγκην πρώιμα, ή μπορούν να ερμηνευτούν με άλλους τρόπους. Αυτό επαληθεύεται ιδιαίτερα στις επανειλημμένες αναφορές στα βιβλία 1-4 σ' «αυτό τον πόλεμο» που σε πολλές περιπτώσεις, αν και όχι σε όλες, ισχύουν και για το δεκαετή και για τον εικοσιεπταετή πόλεμο. Είναι αλήθεια ότι ο Θουκυδίδης δεν δείχνει σ' αυτά τα βιβλία (εκτός για το 2.65 που μπορεί να θεωρηθεί μεταγενέστερη προσθήκη) πόσο ο πόλεμος επρόκειτο να διαρκέσει, αλλ' αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την τάση των πρώιμων συγγραφέων, όπως οι Όμηρος και Ηρόδοτος, να αναφέρονται στην αρχή των έργων τους μόνο στην αρχή της σειράς των γεγονότων τα οποία πρόκειται να καλυφθούν. Έτσι όταν ο Θουκυδίδης λέει στην αρχή του πολέμου (2.1.1) «τώρα άρχισε ο πόλεμος των Αθηναίων και των Πελοποννησίων και των συμμάχων τους, κατά τον οποίο αυτοί... πολεμούσαν συνεχώς», αυτό μπορεί να αναφέρεται μόνο στον Αρχιμήδειο πόλεμο αλλά μπορεί να γράφτηκε είτε νωρίς είτε αργά. Η περίπτωση για μια χωριστή έκδοση της ιστορίας του Αρχιδάμειου πολέμου, ενώ δεν είναι χωρίς βάση, δεν είναι πολύ ισχυρή.

Η ίδια αβεβαιότητα δεν υφίσταται σε σχέση με την αναγνώριση των χωρίων τα οποία αποδεδειγμένα έχουν γραφεί αργά, είτε μετά το τέλος του πολέμου είτε τουλάχιστο στη διάρκεια του Δεκελεικού πολέμου (413-404). Το πιο ονομαστό χωρίο του είδους αυτού είναι η λεγόμενη Πεντηκονταετία (1.89­118) που δίνει την ιστορία της περιόδου 479-431 π.Χ. και έχει συντεθεί μετά την εμφάνιση της Ατθίδας του Ελλάνικου, ένα έργο που πιθανώς δημοσιεύτηκε μετά το 407/6 και στο οποίο ο Θουκυδίδης αναφέρεται στο 1.97.2. Η Πεντηκονταετία είναι κατά μεγάλο μέρος μια έκθεση της αύξησης της δύναμης της ιμπεριαλιστικής Αθήνας και έτσι προϋποθέτει την ιδέα ότι η αληθινή αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν ο φόβος της Σπάρτης για εκείνη τη δύναμη. Αυτή η ανάλυση επίσης αποτελεί τη βάση μερικών δημηγοριών στα πρώτα βιβλία και γίνεται φανερή στο προοίμιο, στο 1.23.6. Συνεπώς οι φιλόλογοι απέδωσαν τέτοια χωρία σε μια μεταγενέστερη φάση στη σύνθεση απ' ό,τι τα πιο τεκμηριωμένα χωρία που δίνουν λεπτομέρειες για τα άμεσα παράπονα που οδήγησαν στον πόλεμο, όπως οι εκθέσεις των επεισοδίων στην Κέρκυρα και Ποτείδαια. Άλλοι μελετητές προχωρούν πιο πολύ και υποθέτουν ότι η σκέψη του Θουκυδίδη υπέστη μια σημαντική εξέλιξη στη διάρκεια της σύνθεσης και αναθεώρησης της Ιστορίας. Έτσι ο Schwartz (1919) πήρε ως δεδομένο μια εξελικτική πορεία από τον βασισμένο σε γεγονότα ιστορικό σ' έναν απολογητή της περίκλειας Machtpolitik (= δυναμικής πολιτικής) υπό την επίδραση της πτώσης της Αθήνας, ο Schadewaldt (1929) βρήκε μία εξέλιξη από τον επιστημονικό ιστορικό στον φιλόσοφο της ιστορίας, και πρόσ­φατα ο Andrewes εισηγήθηκε ότι η έννοια της έσχατης αιτιολογίας αντιπροσωπεύει μεταγενέστερη φάση στη σκέψη του Θουκυδίδη[4]. Ενάντια σ' αυτό ορθώνεται η ενωτική παράδοση με πρώτο τον Kruger το 1832 και στην εποχή μας αντιπροσωπεύεται ιδιαίτερα ρωμαλέα από τον Η. Patzer (1937) και τον J. Η. Fin1ey (1940 και 1942). Η συζήτηση κι από τα δύο στρατόπεδα έχει συμβάλει πολύ στην κατανόηση του Θουκυδίδη, έστω κι αν δεν έχει επιτευχτεί οριστική λύση.

Ένα επιπλέον στοιχείο στη συζήτηση αυτή είναι το ζήτημα του κατά πόσον τα βιβλία 5 και 8 είναι ημιτελή. Το 5ο βιβλίο ασχολείται ουσιαστικά με τα γεγονότα που συνδέονται με τη Νικίειο Ειρήνη και την ταραγμένη ειρήνη που ακολούθησε ως την καταστροφή της Μήλου. Το 8ο βιβλίο καλύπτει τα αποτελέσματα που ακολούθησαν τη Σικελική εκστρατεία και την αρχή του Δεκελεικού πολέμου ως το 411, όπου διακόπτεται. Και στα δύο υπάρχουν ασυνήθιστα χαρακτηριστικά: ούτε το ένα ούτε το άλλο περιέχουν δημηγορίες σε ευθύ λόγο (με την εξαίρεση του Διαλόγου των Μηλίων στο 5ο, που οπωσδήποτε είναι μοναδικός στη δραματική του μορφή και μπορεί να είναι ανεξάρτητη σύνθεση) και το 5ο παραθέτει έγγραφα αυτολεξεί, μια πρακτική που αποφεύγει συνήθως ο Θουκυδίδης επιπλέον και τα ·δύο βιβλία παρουσιάζουν κάποια ελαττώματα στη συναρμολόγηση των επιμέρους τμημάτων. Αν και έχουν γίνει προσπάθειες να εξηγηθούν οι ιδιορρυθμίες αυτές[5], δεν είναι παράλογο να υποθέσει κανείς ότι ολόκληρο το έργο αποτελείται από διάφορα μέρη: (1) Αρχιδάμειος πόλεμος, βιβλία 1-5.24· (2) Νικίειος Ειρήνη (5.25-84.1)· (3) Διάλογος Μηλίων (5.84.1-116), ίσως πρέπει να συνδέεται με το (4) η Σικελική εκστρατεία (βιβλία 6-7)· και (5) η αρχή του Δεκελεικού πολέμου (βιβλίο 8). Στο σχήμα αυτό τα τμήματα 1,3 και 4 είναι πλήρως επεξεργασμένα, ενώ τα 2 και 5 έχουν αποδοθεί πιο αδρομερώς. Παρ' όλα αυτά, τα πέντε τμήματα έχουν πολλά κοινά, από θεματική και φιλοσοφική άποψη[6]. Παρά τις κάποιες ανακολουθίες, τα επιμέρους τμήματα του έργου έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, ώστε να μας επιτρέψουν να ανασυνθέσουμε μια ενοποιημένη εικόνα της σκέψης του Θουκυδίδη.

Από μερικές απόψεις η αντίληψη του Θουκυδίδη για την ιστοριογραφία διαφέρει τόσο ριζικά από εκείνη όλων των άλλων αρχαίων ιστορικών, ώστε οι μελετητές δεν έχουν επαρκώς προσέξει το μεγάλο χρέος που οφείλει στους προκατόχους του, ιδιαίτερα στον Ηρόδοτο. Αντίθετα έχουν επηρεασθεί υπέρμετρα από τις επικριτικές του παρατηρήσεις για τις ανεπάρκειες της προηγούμενης ιστορικής έρευνας (1.20-2). Ο Ηρόδοτος σαφώς συμπεριλαμβάνεται σ' αυτή την κριτική· ο Θουκυδίδης διορθώνει δύο μικρά γεγονότα που απαντούν στον Ηρόδοτο (1.20.3) χωρίς να αναφέρει τον προκάτοχό του. Παρόμοια, η δηκτική κρίση για τους «λογογράφους» που έγραψαν με σκοπό μάλλον να εντυπωσιάσουν το ακροατήριο παρά να του πουν την αλήθεια (1.21.1) και η παραδοχή του ότι η έλλειψη ιστοριών (1.22.4) θα κάνει το δικό του έργο λιγότερο ευχάριστο, αναμφίβολα κατευθύνονται ανάμεσα σ' άλλους ενάντια στον Ηρόδοτο. Αλλά οι παρατηρήσεις αυτές, που επηρεάζονται κυρίως από την επίγνωση της καινοτομίας της μεθόδου του, δεν πρέπει να αφεθούν να κρύψουν την πραγματική του σχέση με τους προκατόχους του.

Κατά πρώτο λόγο ο Θουκυδίδης ακολουθεί την ίδια παράδοση μνημειακής ιστορίας και στηρίζει τη θέση του συγκρίνοντας το μέγεθος του Πελοποννησιακού πολέμου με τους Περσικούς πολέμους (1.23.1). Στο ιστορικό σκιαγράφημα της πρώιμης ιστορίας της Ελλάδος παραλείπει όλες τις λεπτομέρειες των περσικών πολέμων, ίσως γιατί είχαν ήδη γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Αρχίζει την ιστορία της «πεντηκονταετίας» ακριβώς στο σημείο που σταματά ο Ηρόδοτος, στην κατάληψη της Σηστού το χειμώνα του 479 π.Χ. (1.89.2). Φαίνεται επίσης να συμφωνεί με τον Ηρόδοτο για τη συμβολή των Αθηναίων στην εθνική υπόθεση κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ξέρξη - τουλάχιστον αναφέρει τις αθηναϊκές απόψεις σε δημηγορίες (1.74 και 91) - και για την αρχή της Συμμαχίας της Δήλου, η οποία σχηματίσθηκε με την παράκληση των συμμάχων (1.75.2 και 96· πβ. Ηρόδ. 8.3)[7]. Η εκδοχή του για το φόνο του Ιππάρχου από τον Αρμόδιο και Αριστογείτονα το 514 π.Χ. πλησιάζει εκείνη του Ηροδότου και διαψεύδει τη λαϊκή παράδοση της Αθήνας (1.20.2 και 6.54 κ.ε: Ηρόδ. 5.55 και 6.123.2). Τα πολύ γνωστά βιογραφικά σκίτσα του Παυσανία και του Θεμιστοκλή στο 1ο βιβλίο (128.3 κ.ε. και 135.2 κ.ε.) συμπληρώνουν τις εκθέσεις του Ηροδότου και θυμίζουν το ύφος του[8]. Είναι επομένως δικαιολογημένο να συγκρίνουμε τους δύο ιστορικούς με σκο­πό να εξιχνιάσουμε χαρακτηριστικά στο έργο του Θουκυδίδη που οδηγούν στο μεγάλο του προκάτοχο. Μερικά αξιοσημείωτα δείγματα είναι η εξάρτηση του Θουκυδίδη από τον Ηρόδοτο στη χρονολόγηση με θέρος και χειμώνα, η χρήση δημηγοριών και σε μερικές αναφορές ακόμη και η αντίληψή που είχε για τη δύναμη.

Δύο άλλοι ιστορικοί έχουν αναφερθεί ως πηγή του Θουκυδίδη, αλλά εδώ ο συσχετισμός δεν είναι εξίσου σημαντικός. Η ιστορία των ελληνικών αποικιών στη Σικελία (6. 1-6) συχνά πιστεύεται ότι βασίζεται στην ιστορία της Σικελίας του Αντίοχου από τις Συρακούσες που τελείωνε το 424 π.Χ.[9]. Μεγαλύτερης σημασίας είναι η εξάρτηση του Θουκυδίδη από τον Ελλάνικο, τον μεγάλο χρονικογράφο του πέμπτου αιώνα. Στο δεύτερο μισό του αιώνα η χρονολογία ενηλικιώθηκε, όπως φαίνεται από τον κατάλογο των Ολυμπιονικών που έγινε από το σοφιστή Ιππία, από τον ανώνυμο κατάλογο των Αθηναίων αρχόντων που χαράχτηκε σε πέτρα γύρω στο 425 π.Χ., και από τα έργα του Ελλάνικου, ιδιαίτερα τις Ιέρειες του Άργους, έργο που προοριζόταν να προσφέρει ένα χρονολογικό πλαίσιο κατάλληλο για όλη την ελληνική ιστορία[10]. Όταν ο Θουκυδίδης χρονολογεί την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου από την ιέρεια στο Άργος, το Σπαρτιάτη έφορο και τον Αθηναίο άρχοντα (2.2.1) συγχρονίζει την τοπική χρονολογία με τη γενική ελληνική. Στην αρχή της αφήγησης της 'πεντηκονταετίας' αναφέρει τον Ελλάνικο ονομαστικά και λέει ότι στην «Αττική μονογραφία» του ασχολήθηκε με την περίοδο μόνο για λίγο και με ανακριβή χρονολογία (1.97.2). Η κριτική αποκρύπτει το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης επηρεάστηκε πραγματικά από την πιο πρόσφατη χρονολογική μέθοδο.

Μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε στον Θουκυδίδη, όπως κάναμε με τον Ηρόδοτο, μια επιστημονική μέθοδο και μιαν αντίληψη ιστορικής ερμηνείας, αλλά η διαίρεση δεν μπορεί να γίνει τόσο καθαρά στην περίπτωση του Θουκυδίδη. Η απήχηση του επιστημονικού του ταλάντου γίνεται αισθητή σ' όλη την Ιστορία, όχι μόνο στον τρόπο που συλλέγει τις μαρτυρίες, αλλά επίσης στο αφηρημένο ύφος του και στη θεωρία του για την αιτιότητα. Ο Θουκυδίδης είναι το παιδί της σοφιστικής κίνησης τόσο στο φιλοσοφικό όσο και στο ρητορικό της κλάδο, και εξαιτίας της ολικής σχεδόν απώλειας των έργων των σοφιστών είναι από μία άποψη ο κυριότερος σωζόμενος εκπρόσωπός της[11]. Έχουν επισημανθεί ορισμένες επιδράσεις: η διάκριση των συνωνύμων φέρνει στο νου τον Πρόδικο, η χρήση μερικών γλωσσικών τεχνασμάτων την τεχνική του Γοργία. Αλλ' αυτά είναι επιπόλαια παράλληλα. Θεμελιακά σοφιστικός είναι ο από μέρους του Θουκυδίδη εσκεμμένος περιορισμός της ιστορίας σε φαινόμενα της ανθρώπινης διαγωγής που μπορούν να παρατηρηθούν και ο αποκλεισμός των μεταφυσικών και θρησκευτικών εξηγήσεων, η ανάλυση της ανθρώπινης προόδου που επιχειρεί στην «αρχαιολογία» (1.2-19) και η ταύτιση της ανθρώπινης λογικής με την τέχνη της πειθώς. Όπως δείχτηκε πρόσφατα, το ενδιαφέρον του Θουκυδίδη στο λόγο βρίσκει διέξοδο όχι μόνο σε πολυάριθμους «στημένους» λόγους, για τους οποίους το έργο του είναι ονομαστό, αλλά επίσης στις συχνές αναφορές δημηγοριών και ομιλιών σε πλάγιο λόγο, και στη συγκαταρίθμηση επιστολών και εγγράφων[12]. Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η υφολογική ομοιότητα ανάμεσα στις δημηγορίες και στην επιχειρηματολογία του ίδιου του Θουκυδίδη, ειδικά στην ανάλυσή που κάνει για τα αίτια της εμφύλιας έριδας με την ευκαιρία της επανάστασης στην Κέρκυρα (3.70-83· το 84 είναι ίσως νόθο).

Οι δημηγορίες στον Θουκυδίδη έχουν προηγούμενο και στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο κι έτσι είναι μέρος μιας αναπτυσσόμενης ιστοριογραφικής παράδοσης. Από τον Όμηρο αντλούν ιδιαίτερα την αντίληψη της φήμης όπως τη βλέπουμε να αναπτύσσεται σε διάφορους λόγους του Περικλή (2.41.4 και 42, 43· 2.64.3-4), ενώ τα τελευταία βιβλία του Ηροδότου πρόσφεραν στον Θουκυδίδη ένα πρότυπο για τη διευθέτηση 'στημένων' λόγων σε ομάδες, όπως εκείνοι που ειπώθηκαν στο Περσικό συμβούλιο πριν από την εισβολή του Ξέρξη (Ηρόδ. 7.8-11) και τις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα το χειμώνα του 480/79 (Ηρόδ. 8.140-4). Ωστόσο η θουκυδίδεια εξέλιξη δεν θα μπορούσε να επισυμβεί χωρίς την επίδραση της ρητορικής. Το σοφιστικό στοιχείο εμφανίζεται στη δήλωση του προοιμίου ότι 'συνήθειά μου ήταν να κάνω τους ομιλητές να λένε ό, τι κατά τη γνώμη μου απαιτούνταν απ' αυτούς στις διάφο­ρες ευκαιρίες, εμμένοντας, φυσικά, τόσο στενά όσο ήταν δυνατό στη γενική έννοια του τι πραγματικά είπαν· (1.22.1)[13]. Η δήλωση αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί μέσα στα συμφραζόμενα της αξίωσης του Θουκυδίδη για ακρίβεια, μιαν ακρίβεια από την οποία οι δημηγορίες αποτελούν μιαν αναπόφευκτη απομάκρυνση. Δεν είναι κατ' ανάγκην μια πλήρης περιγραφή του τι πραγματικά κάνει ο Θουκυδίδης με τις δημηγορίες στα διάφορα μέρη του έργου του. Αλλά η αναφορά στην ανασύνθεση των δημηγοριών προϋποθέτει μια θεωρία του λόγου ως του κοινού χαρακτηριστικού όλης της ανθρώπινης διάνοιας, ένα σύστημα υποδειγμάτων σκέψης και λόγου που μοιράζονταν ο Θουκυδίδης, το ακροατήριό του και οι ομιλητές όταν ασκούσαν τον πειστικό λόγο. Το κυριότερο ρητορικό σχήμα στον Θουκυδίδη είναι εκείνο της πιθανότητας (τό εἰκός), που πηγάζει ιδιαίτερα από τους δικανικούς λόγους. Ο Θουκυδίδης έχει ένα δείγμα αυτού του είδους στους λόγους των Πλαταιέων και Θηβαίων μπροστά στους Σπαρτιάτες που ενεργούν ως δικαστές (3.53-67) κι ένα παράδειγμα του επιδεικτικού είδους στον Επιτάφιο Λόγο του Περικλή (2.35-46). Ο διάλογος ανάμεσα στους Αθηναίους και Μηλίους αντλεί τη δομή του από τις Πρωταγόρειες αντιλογίες, από τις οποίες ένα δείγμα που σώζεται είναι το φυλλάδιο του τέλους του πέμπτου αιώνα, «Διπλά επιχειρήματα» (Δισσοί λό­γοι)[14]. Αλλά οι πλείστοι από τους επίσημους λόγους είναι του συμβουλευτικού είδους, και δεν είναι τόσο άκαμπτοι στη μορφή όπως τα μεταγενέστερα δείγματα του είδους στους αττικούς ρήτορες του τέταρτου αιώνα. Οι λόγοι είναι συχνά διευθετημένοι σε αντιθετικά ζευγάρια κι έτσι γίνονται επιχειρήματα στα οποία αναλύεται μια κατάσταση. Είναι αυθεντικοί κατά μια ιδεατή μονάχα έννοια και τα επιχειρήματα και το ύφος τους μοιάζουν πολύ μ' εκείνα τα χωρία όπου προβάλλονται επιχειρήματα από τον ίδιο τον Θουκυδίδη.

Τέλος πρέπει εδώ να αναφερθεί το περίφημο σχήμα της ιστορικής αιτιολογίας. Στο 1.23.6 αναφέρει δυο είδη αιτίων για τον Πελοποννησιακό πόλεμο: τις έριδες με τους συμμάχους της Σπάρτης που οδήγησαν σε συγκεκριμένες κατηγορίες, και το 'πιο αληθινό κίνητρο', το φόβο της Σπάρτης για την αναπτυσσόμενη δύναμη της Αθήνας. Είναι ολοφάνερο ότι το δεύτερο είναι πιο θεμελιακό αίτιο από το πρώτο. Διατυπώθηκε η άποψη ότι ο Θουκυδίδης άντλησε τη διάκριση που έκανε ανάμεσα στα υποκινούντα και στα πραγματικά αίτια από ιατρικά συγγράμματα, αλλά η θεωρία αυτή πρόσφατα έχει χάσει την εύνοια3 που είχε. Ο Ηρόδοτος επίσης γνώριζε τη διάκριση ανάμεσα σε θεμελιακές και εφήμερες αιτίες μπορεί κανείς να δει εδώ κάποιο σύνδεσμο ανάμεσα στους δύο ιστορικούς. Η καινοτομία στον Θουκυδίδη βρίσκεται στο γεγονός ότι παραλείπει εντελώς μεταφυσικές αιτίες και ότι και οι επιφανειακές και οι αληθινές αιτίες είναι κυρίως ψυχολογικές. Το ενδιαφέρον για τα κίνητρα είναι επίσης χαρακτηριστικό της ρητορικής. Ο Θουκυδίδης δεν εμφανίζεται πια σ' εμάς ως ο μοναχικός στοχαστής που ήταν για μια πιο ρομαντική εποχή.

Για να στραφούμε τώρα στην ερμηνεία της ιστορίας στον Θουκυδίδη, είναι προφανές ότι η επιστημονική άποψη δεν μπορεί να εξηγήσει όλα τα στοιχεία που βρίσκονται στο έργο. Την επίδραση της ποίησης στον Θουκυδίδη την καταλαβαίνει κανείς λιγότερο εύκολα απ' ό,τι στους πνευματικούς του προγόνους, αλλά παρ' όλ' αυτά υφίσταται. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην επίδραση του Ομήρου, παρ' όλη την κριτική της ακριβολογίας του Ομήρου στην 'αρχαιολογία' (1.9.4 και 10.3). Η γενική ιδέα που σχημάτισε για τον Πελοποννησιακό πόλεμο ως το μεγαλύτερο πόλεμο μετά τον Τρωικό και τους Περσικούς πολέμους τοποθετεί τον Θουκυδίδη σε άμεση γραμμή διαδοχής μετά τον Όμηρο, καθώς επίσης και η έμφασή του για τη φήμη και την υπόληψη στη συμπεριφορά των εμπόλεμων κρατών. Πιο βαθιά ωστόσο είναι η εξάρτηση του Θουκυδίδη από τις σύγχρονες ιδέες της τραγωδίας, αν και δεν μιμείται, όπως έκανε ο Ηρόδοτος, αυτές καθαυτές τις υποθέσεις της τραγωδίας. Η εξάρτηση αυτή παρατηρήθηκε, εδώ και πολύ καιρό, από τον Cornford (1907) σ' ένα ονομαστό αλλά αμφιλεγόμενο βιβλίο στο οποίο συνέκρινε τον Θουκυδίδη με τον Αισχύλο και ανέπτυξε ένα τραγικό υπόδειγμα όπου η Ύβρη καταστρέφεται από την Ψεύτικη Ελπίδα, την Απάτη και την Τύχη. Η εικόνα αυτή δεν υποστηρίζεται από το λεξιλόγιο του Θουκυδίδη και είναι επίσης ιστορικά εσφαλμένη. Ωστόσο υπάρχουν δύο όψεις της Ιστορίας που μπορούν να θεωρηθούν τραγικές. Η μία είναι η ήττα της Αθήνας, σε χτυπητή αντίθεση προς την πεποίθηση των Αθηναίων και του Περικλή στο 1ο βιβλίο, και το αρχικό μέρος του 2ου βιβλίου, που προηγείται του λοιμού. Η άλλη είναι το στοιχείο του πόνου που δοκίμασαν κατά το ίδιο μέτρο ισχυρές και αδύνατες πολιτείες στη διάρκεια του πολέμου. Το χωρίο του προοιμίου που επικρίθηκε πολύ, στο οποίο ο Θουκυδίδης μιλάει για πόνο και καταστροφές που προξένησε η παράταση του πολέμου (1.23.1-3) επεκτείνεται στις πολυάριθμες προοδευτικά κλιμακούμενες δηλώσεις όπου ο ιστορικός μιλάει για ένα γεγονός που εκπροσωπεί έναν υψηλό βαθμό πόνου ('αναφορές για το πάθος', π.χ. 3.49.4· 3.113.6· 7.30.3· 87.5-6). Με τον τρόπο αυτόν το έργο ακολουθεί ένα τραγικό σχήμα στο οποίο ένας ήρωας (η Αθήνα) καταβάλλεται από έναν αριθμό παραγόντων (υπερβολική αυτοπεποίθηση, κακό υπολογισμό, τύχη), και εκφράζει ένα γενικό τραγικό αίσθημα για την ανθρώπινη κατάσταση σ' ένα περιβάλλον που δεν ελέγχεται. Εδώ η ιδέα ότι ο πόνος ανυψώνει σε τραγική μεγαλοπρέπεια αυτόν που υποφέρει είναι καθαρά ευριπιδική[15].

Η αντίφαση ανάμεσα στις επιστημονικές και δραματικές αρχές στον Θουκυδίδη φαίνεται στην ίδια τη δομή της ιστορίας. Η επιμονή του σε μια ακριβή χρονολογία επενδύει βασική οργάνωση του έργου. Αρχίζοντας στο 2ο βιβλίο, εκθέτει τον πόλεμο με καλοκαίρια και χειμώνες (και υποδιαιρέσεις τους), και στο τέλος κάθε χρόνου αριθμεί τα έτη διαδοχικά σε τελικές δηλώσεις, σε πολλές από τις οποίες αναφέρει επίσης τον εαυτό του. Είναι δικαιολογημένα υπερήφανος για την ακρίβεια του συστήματος αυτού σε σύγκριση με τη χρονολόγηση σύμφωνα με τους αξιωματούχους της πόλης (βλ. 5.20), αλλά δεν το επινόησε, γιατί ο Ηρόδοτος είχε ήδη ακολουθήσει ένα (λιγότερο ακριβές) σύστημα χρονολογίας με καλοκαίρι και χειμώνα για τα δύο τελευταία χρόνια των Περσικών πολέμων (480 και 479). Η αυστηρή προσκόλληση σ' αυτό το σύστημα αναγκάζει τον Θουκυδίδη να διαχωρίσει πράξεις που εκτείνονται σε περίοδο μερικών ετών και να κόψει σημαντικές πράξεις με σύντομες αναφορές σε δευτερεύοντα γεγονότα. Ακόμη πιο σοβαρή είναι η δυσκολία που δοκιμάζει κρίνοντας τη σπουδαιότητα των γεγονότων μέχρι που να συνδυάσει τα διάφορα κομμάτια που ανήκουν στο ίδιο θέατρο πολέμου. Ο Αρχιδάμειος πόλεμος ιδιαίτερα αποτελούνταν από πολλές μεμονωμένες πράξεις με συχνά όχι οριστικά αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια υπερέμφαση στην ακρίβεια της περιγραφής ασήμαντων συγκρούσεων και στην τυχαία φύση της διεξαγωγής του πολέμου. Αλλά όταν η αφήγηση αναφέρει μερικές σημαντικές, ωστόσο σχετιζόμενες, δραστηριότητες η μέθοδος του Θουκυδίδη θριαμβεύει· αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στη μεγά­λη Σικελική εκστρατεία των ετών 415-413 (βιβλία 6-7).

Πάνω σ' αυτό το στοιχειώδες περίγραμμα ο Θουκυδίδης επέθεσε μια δραματική δομή με τη βοήθεια μερικών τεχνασμάτων, ιδιαίτερα με την επεξεργασία μερικών επιλεγμένων επεισοδίων με αφηγηματικές λεπτομέρειες και δημηγορίες. Σ' αυτά ακριβώς τα 'καλλωπισμένα' τμήματα οι πραγματικοί σκοποί του γίνονται κατ' εξοχήν εμφανείς. Η πρώτη 'ενότητα αφήγησης' (αν αυτός ο όρος είναι κατάλληλος) στην έκθεση του πολέμου ασχολείται με την αρχή του (2.1-25). Η κοινή γνώμη την εποχή εκείνη ήταν ότι ο πόλεμος άρχισε με την πρώτη εισβολή των Σπαρτιατών στην Αττική, αλλά ο Θουκυδίδης είδε την πραγματική έναρξη των εχθροπραξιών στην ανεπιτυχή επίθεση της Θήβας κατά της πόλεως των Πλαταιών, συμμάχου της Αθήνας, σε καιρό ειρήνης (2.2-6). Η ιστορία δεν σημειώνει μόνο την αρχή του πολέμου· παράλληλα συνθέτει τη σκηνή ενάρξεως για την τραγωδία των Πλαταιέων που ιστορείται σε τρεις περαιτέρω συνέχειες και τελειώνει με την ολική καταστροφή της πόλης (2.71-8· 3.20-4· 52-68). Επιπλέον μας εισάγει στην άποψη του Θουκυδίδη για τη σύγκρουση ανάμεσα στον ανθρώπινο σχεδιασμό και το παράλογο του πολέμου, ενός θεμελιακού θέματος της Ιστορίας ως συνόλου[16]. Το επεισόδιο των Πλαταιών στο 2ο βιβλίο αναπτύχθηκε λεπτομερώς τόσο για δραματικούς λόγους όσο και για την ιστορική του σημασία. Ακολουθείται από τις προπαρασκευές των σημαντικότερων δυνάμεων με την έμφαση στον ενθουσιασμό τους για πόλεμο (2. 7-8), έναν κατάλογο των συμμάχων στις δυο πλευρές (2.9), την πρώτη Σπαρτιατική εισβολή στην Αττική, την αποστολή κηρύκων στην Αθήνα, και μια πλήρη αφήγηση της μετακίνησης των Αθηναίων μέσα στην πόλη και την επίδραση που αυτή άσκησε στο ηθικό τους. Ακολουθείται από τον πρώτο περίπλου της Πελοποννήσου από το αθηναϊκό ναυτικό σύμφωνα με τον στρατηγικό σχεδιασμό του Περικλή (2.24 πβ. 1.143.3). Κι αυτό επίσης έχει δραματικό σκοπό, γιατί η πολιτική του Περικλή αργότερα εγκαταλείφθηκε, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα της Αθήνας (2.65). Είναι λοιπόν φανερό από την αρχή ότι ο Θουκυδίδης μόνο εν μέρει ενδιαφέρεται για το ιστορικό 'γεγονός' καθαυτό, ή για την αιτιότητα στη νεότερη έννοιά της.

Στο τέλος του πρώτου χρόνου του πολέμου βρίσκουμε τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλή, που τοποθετείται εμφατικά ακριβώς στο τέλος του χρόνου (2.34­47.1). Ο Περικλής επιδιώκει να ενθαρρύνει τους Αθηναίους παρουσιάζοντας μια ιδεαλιστική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας ο λόγος χρησιμεύει στο να εξηγήσουμε την εμμονή που έδειξαν οι Αθηναίοι στην πορεία του πολέμου υπερασπίζοντας την πατρίδα τους. Βρίσκεται επίσης σε δραματική αντίθεση με την έκθεση για το λοιμό, που χτύπησε την Αθήνα την επόμενη χρονιά (2.47-54)· η περιγραφή εκείνη συγκεντρώνεται στην ψυχολογική επίδραση του λοιμού στα ήθη, το ηθικό και τη θέληση των Αθηναίων να πολεμήσουν. Ο λαός στράφηκε εναντίον του Περικλή, που υπερασπίστηκε την πολιτική του επιχειρώντας πάλι να εμπνεύσει θάρρος στους Αθηναίους (2.59-65.4). Στο λόγο αυτό επισυνάπτονται, με την ευκαιρία του θανάτου του Περικλή, η περίφημη κρίση για την ηγεσία του και οι λόγοι της ήττας της Αθήνας (2.65.5-13). Έτσι δεν υπάρχει πραγματική διακοπή ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο έτος του πολέμου: τα κεφ. 2.1-65 αποτελούν εισαγωγή στα θέματα που θα είναι υπέρτατα στην έκθεση του πολέμου που παρέχει η Ιστορία: τα στρατηγικά σχέδια των δύο πλευρών και η εγκατάλειψή τους από την Αθήνα· η παθολογία του δημοκρατικού ιμπεριαλισμού· η σύγκρουση ανάμεσα στη σύνεση και την παράλογη δέσμευση· τέλος η παράλογη δύναμη των περιστάσεων.

Μία άλλη σημαντική ενότητα είναι η διαδοχική ακολουθία τριών επεισο­δίων του 3ου βιβλίου, δηλαδή η παράδοση της Μυτιλήνης (3.27-50, της οποίας προηγήθηκε η επανάσταση, 3.2-18), η πτώση των Πλαταιών (3.52-68), και η επανάσταση της Κέρκυρας (3. 69-85· 4ο-5ο έτος, 428/7 και 427/6 π.Χ.). Από τα επεισόδια αυτά μόνο το πρώτο είχε κάποια σημασία για τη διεξαγωγή του πολέμου, αλλά κι εδώ η λεπτομερής διαπραγμάτευση συγκεντρώνεται όχι τόσο στην ιστορική σπουδαιότητα όσο στο ηθικό ζήτημα πώς να μεταχειρι­στούν τους Μυτιληναίους που παραδόθηκαν, με το περίφημο ζεύγος δημηγο-ριών από τον Κλέωνα και τον Διδότο και την ανατροπή του απάνθρωπου ψηφίσματος για τον αφανισμό του πληθυσμού. Οι Πλαταιές ήταν στρατηγικά ασήμαντες (γι' αυτό οι Αθηναίοι δεν έστειλαν βοήθεια), και ο αριθμός των σκοτωμένων μικρός, αφού οι μισοί από τους υπερασπιστές είχαν προηγουμένως δραπετεύσει. Αλλά η εκτέλεση από τους Σπαρτιάτες όλων των Πλαταιέων που απέμειναν αποτελεί αντιστοιχία του τι είχε σχεδόν συμβεί στη Μυτιλήνη και αναπτύσσεται λεπτομερώς από δύο λόγους που εκφώνησαν οι Πλαταιές και οι Θηβαίοι. Η Κερκυραϊκή αφήγηση αφορά τη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής μιας πόλης κάτω από εξωτερική πίεση και οδηγεί σε μια γενική κρίση για την αποκτηνωτική επίδραση του πολέμου.

Το υπόλοιπο του 3ου βιβλίου" περιγράφει τις αρχές της εμπλοκής των Αθηναίων στη Σικελία (3, 86 κ.λπ.) και, σε μια πιο επιμελημένη διήγηση, την καταστρεπτική ήττα του Δημοσθένη στην Αιτωλία που ακολουθείται από τις επιτυχίες του στην Ακαρνανία (3.94-8· 105-14). Στο 4ο βιβλίο (έτος 7, 425/4 π.Χ.) μερικά από τα νήματα αυτά ενώνονται στην επιδέξια διηγηματική έκθεση που συνδυάζει την κατάληψη της Πύλου με μερικά γεγονότα στην ονομαζόμενη πρώτη Σικελική εκστρατεία (4.1-48, κλπ.)[17]. Εδώ η πραγματολογική σύνδεση προβάλλεται με πολυάριθμους τρόπους, γιατί ο αθηναϊκός στόλος βρισκόταν καθ' οδόν για την Σικελία όταν ο Δημοσθένης τον κατακράτησε στην Πύλο, εν μέρει παρακινούμενος από την ντροπή για την ήττα του στην Αιτωλία. Αλλά η κύρια σύνδεση ανάμεσα στις Μεσσηνιακές και Σικελικές πράξεις βρίσκεται στην έμφαση για το σχεδιασμό και την τύχη: οι Αθηναίοι εξαιτίας των επιτυχιών τους στην Πύλο έγιναν περισσότερο τολμηροί απ' όσο έπρεπε (σύγκρινε το λόγο των Σπαρτιατών απεσταλμένων 4.16-20). Ύστερα από την απόρριψη μιας πρότασης ειρήνης των Σπαρτιατών τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά για τους Αθηναίους, ιδιαίτερα στην Κόρινθο (4.44), στη Σικελία (4.58-65, λόγος του Ερμοκράτη) και στα Μέγαρα (4.66-74). Έχοντας την πεποίθηση ότι θα είναι πάντοτε νικητές, οι Αθηναίοι μέμφονται τους Αθηναίους στρατηγούς για την αποτυχία στη Σικελία και τους τιμωρούν αυστηρά (65). Η χρονολογική δομή του Θουκυδίδη εδώ μάλλον βοηθάει παρά εμποδίζει την ιστορική ερμηνεία.

Ο Βρασίδας για πρώτη φορά υποπίπτει στην αντίληψή μας στην Πύλο και στα Μέγαρα. Οι εκστρατείες του στο βορρά αποτελούν αντίθεση στην ανεπιτυχή προσπάθεια του Δημοσθένη στο Δήλιο στη Βοιωτία (4.76-116· 120­35). Όμοια ισορροπία επιτυγχάνεται στα αντιτιθέμενα πορτρέτα του Κλέωνα και του Βρασίδα το χρόνο του θανάτου τους στην Αμφίπολη (5.2-13· έτος lOo, 422/1) που έκανε δυνατή τη Νικίειο Ειρήνη (5.14-24). Τα τμήματα αυτά αναπτύσσονται με λόγους, ιδιαίτερα εκείνους του Βρασίδα στις βόρειες πόλεις, με δραματικά επεισόδια όπως οι διαπραγματεύσεις μετά τη μάχη του Δηλίου (4.97-8), και με την έκθεση της μάχης της Αμφίπολης. Το καθετί εδώ στρεφόταν προς τη σύναψη ειρήνης: η αθηναϊκή καταστροφή στο Δήλιο όπως και οι επιτυχίες του Βρασίδα άλλαξαν τις τύχες, και ως εκ τούτου την πεποίθηση, των δύο εμπολέμων. Ωστόσο η έκθεση για την ειρήνη (με δύο έγγραφα, 5.18 και 23) κάνει φανερό ότι αυτό δεν ήταν το τέλος του πολέμου. Αυτή είναι η βαθύτερη υπόθεση των σημαντικότερων δραματικών λεπτομερειών, από τον Επιτάφιο και εξής. Οποτεδήποτε κι αν γράφτηκαν (ή προστέθηκαν) αυτά, το έργο όπως είναι τώρα δεν αφήνει αμφιβολία από την αρχή ότι ο πόλεμος στην πραγματικότητα συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου της ειρήνης (421-413 π.Χ.).

Το ονομαζόμενο δεύτερο προοίμιο (5.26) δίνει τον σύνδεσμο ανάμεσα στα δύο μέρη του πολέμου· γράφτηκε μετά την πτώση των Αθηνών. Το μεγαλύτερο μέρος του 5ου βιβλίου δίνει μια έκθεση της ανήσυχης ειρήνης από το 421 ως το 417 (5.27-83)· εδώ εισάγεται για πρώτη φορά ο Αλκιβιάδης (5.43). Το έτος 416 κυρίως αφιερώνεται στην αθηναϊκή εκστρατεία εναντίον της Μήλου με την περίφημη συζήτηση ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Μηλίους πριν από την προμελετημένη εξόντωση των τελευταίων (5.84-116· έτος 16). Αυτό είναι σε πολύ διαφορετικό ύφος από το υπόλοιπο του 5ου βιβλίου· φέρνει πίσω στις άλλες μεγάλες ρητορικές συζητήσεις στην αρχή του έργου και προς τα εμπρός στη Σικελική εκστρατεία. Γιατί η απεικόνιση του ακραίου ιμπεριαλισμού των Αθηναίων όταν κατευθύνεται εναντίον ενός ανίσχυρου εχθρού βρίσκει το ανάλογό του στο μεγάλο σχέδιο της κατάκτησης της Σικελίας. Τα βιβλία 6 και 7 περιορίζονται σχεδόν εξολοκλήρου στην αφήγηση αυτής της εκστρατείας, έναν αριστουργηματικό συνδυασμό χρονογραφικής με δραματική διήγηση, που διακόπτεται από λόγους στα πιο σημαντικά σημεία. Η αφήγηση αρχίζει χωρίς μεγάλη αναφορά στην προηγούμενη ιστορία εκτός από την αναγνώριση ότι η εκστρατεία ήταν δεύτερη απόπειρα, με μεγαλύτερη δύναμη, για την υποδούλωση της Σικελίας (6.1). Αλλά στο τέλος η πραγματολογική σύνδεση γίνεται ολοφάνερη όταν δείχνεται ότι η Σικελική καταστροφή ευθυνόταν για την τελική φάση του Πελοποννησιακού πολέμου (8.1-2). Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει δυνατό χωρίς την ανάκληση και απόδραση του Αλκιβιάδη στην αρχή της εκστρατείας (6.60-1· 88.9-93). Αλλά η πραγματολογική σύνδεση δεν εξηγεί γιατί ο Θουκυδίδης περιέγραψε την εκστρατεία με τόση λεπτομέρεια. Αν λάβει κανείς υπόψη την κεντρική θέση που επρόκειτο να καταλάβουν στο συμπληρωμένο έργο, τα Σικελικά βιβλία μπορεί πραγματικά να ιδωθούν ως πρότυπο για την αφήγηση ολόκληρου του Πελοποννησιακού πολέμου. Κατά συνέπεια αρχίζουν με μια συνέλευση της αθηναϊκής εκκλησίας (6.8-27) με ομιλίες από τους εισηγητές και τους αντιτιθέμενους, μια συνέλευση που θυμίζει τη σύναξη στη Σπάρτη στο 1ο βιβλίο (1.67-88). Η περιγραφή του ενθουσιασμού στην Αθήνα φέρνει στο νου την προθυμία των εμπόλεμων στο 2ο βιβλίο (2.7-8). Γι' αυτό στο τέλος έχουμε το δικαίωμα να δούμε στην περιγραφή της καταστροφής μια πρόγευση της τελικής ήττας της Αθήνας το 404 π.Χ: η αφήγηση γι' αυτή δεν γράφτηκε ποτέ από τον Θουκυδίδη, αλλά μπορούμε να βρούμε μια ωχρή αντανάκλασή της στα Ελληνικά του Ξενοφώντα (2.2.3, 10, 23). Η βασική ανάλυση του ιμπεριαλισμού, η δύναμη και η αδυναμία του, είναι ένα υπόδειγμα για τον πόλεμο ως σύνολο: οι Σικελοί σύμμαχοι απλώς προσφέρουν προφάσεις για τον επεκτατισμό της Αθήνας η ολική δέσμευση στη χώρα και την αυτοκρατορία προκαλεί σφαλερή κρίση ως προς τα γεγονότα· και η παράλογη φύση του πολέμου αυξάνει τους κινδύνους. Η Αθήνα θα μπορούσε να κερδίσει στη Σικελία όπως θα μπορούσε να είχε κερδίσει τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στην κάθε περίπτωση οι ίδιοι οι Αθηναίοι και οι ηγέτες τους προκάλεσαν την καταστροφή με λανθασμένες κρίσεις, στη μια περίπτωση ανακαλώντας τον Αλκιβιάδη, στην άλλη αγνοώντας την μετριοπαθή πολιτική του Περικλή (πβ. την προειδοποίηση στο 1.144.1 με το 2.65.11). Η κρίση στο 2.65.11-12, ωστόσο, δεν είναι ο μόνος λόγος για την καταστροφή στη Σικελία όπως περιγράφεται στα βιβλία 6-7. Όπως στην Πύλο, το βασικό σφάλμα των Αθηναίων ήταν υπεραυτοπεποίθηση όταν είχαν να αντιμετωπίσουν τις άγνω­στες αντιξοότητες του πολέμου: δεν γνώριζαν την πραγματική δύναμη των Σικελών ούτε τι να προσδοκούν από άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως οι Συρακούσες άφησαν την αρχηγία στα χέρια του Νικία, που ήταν αντίθετος με τον πόλεμο· και πιάστηκαν στο δόκανο της παραμέλησης των πλοίων τους στην πολιορκία των Συρακουσών. Η Αθήνα δεν θα έπρεπε να είχε χάσει την εκστρατεία, αλλά οι Αθηναίοι δεν φάνηκαν αντάξιοι στους κινδύνους που εμπεριέχονταν στην επιχείρηση.

Έχουμε μόνο μια ανολοκλήρωτη αφήγηση των επόμενων ετών στο 8ο βιβλίο, το ύφος του οποίου διαφέρει από πολλές απόψεις από τα προηγούμενα βιβλία, αλλά κυρίως ως προς το γεγονός ότι οι λόγοι αναφέρονται σε έμμεσο λόγο κι έτσι γίνονται μέρος της διήγησης. Το βιβλίο αποτελείται από έναν αριθμό συμπλεκομένων πράξεων: την επανάσταση των Ιώνων μελών της συμμαχίας τις ραδιουργίες του Αλκιβιάδη με τη Σπάρτη και την Περσία· την ολιγαρχική επανάσταση στην Αθήνα και την ανατροπή της την επιστροφή του Αλκιβιάδη στην Αθήνα. Το γενικό νόημα της αποσπασματικής αυτής έκθεσης φαίνεται να είναι το να αποδείξει πώς οι Αθηναίοι, παρά τις αναποδιές, συνέχισαν να ανθίστανται ενάντια στις δικές τους και τις εχθρικές προσδοκίες (8.1-2· 96, η καταστροφή της Εύβοιας). Είναι γι' αυτό αναμφίβολο ότι η έκθεση του Πελοποννησιακού πολέμου σχεδιάστηκε από τον Θουκυδίδη ως μια ενοποιημένη δραματική δομή, στην οποία η Σικελική εκστρατεία είχε μια κεντρική θέση[18]. Όμοια συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από το 1ο βιβλίο, που αποτελεί μια γενική εισαγωγή σ' ολόκληρο τον πόλεμο. Η δομή του βιβλίου διαφέρει θεμελιακά από τη χρονολογική δομή του ίδιου του πολέμου, γιατί είναι ένα επιχείρημα που προχωρεί σε ιστορικές φάσεις που δεν οργανώνονταν κατά έτη. Οι φάσεις είναι οι επόμενες:

 

(1) Πρώιμη ιστορία της Ελλάδας (1.2-19).

(2) Στρατιωτικά γεγονότα στην Κέρκυρα και Ποτείδαια, που οδήγησαν σε κατηγορίες ότι η συνθήκη του 446 π.Χ. είχε παραβιαστεί (1.24-65).

(3) Συνέλευση στη Σπάρτη. και απόφαση των Σπαρτιατών να κηρύξουν πόλεμο (1.66-88).

(4) Ιστορία της «Πεντηκονταετίας», 479-431 π.Χ. (1.89-118). Χρονολογικά εκτός σειράς.

(5) Σύναξη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και απόφαση κήρυξης πολέμου (1.119-25).

(6) Πρώτες πρεσβείες ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη (1.126-8.1).

(7) Οι μεταγενέστερες σταδιοδρομίες του Παυσανία και Θεμιστοκλή, ηρώων των Περσικών πολέμων (1.128.2-38). Χρονολογικά εκτός σειράς.

(8) Περαιτέρω σπαρτιατικές πρεσβείες στην Αθήνα, και απόφαση των Αθηναίων να αντισταθούν (1.139-45).

 

Ιδωμένο από τη σκοπιά αυτή, το πρώτο βιβλίο περιέχει τα προηγούμενα του Πελοποννησιακού πολέμου παρουσιασμένα σε μεγάλη κλίμακα μ' έναν τρόπο που θυμίζει τον Ηρόδοτο. Και σαν επίστρωμα είναι μια οργάνωση από επιχειρήματα. Απ' αυτά το πρώτο εμφανίζεται στο προοίμιο (1.1-23), που χρησιμοποιεί την ιστορία ως απόδειξη για δύο ισχυρισμούς: (1) ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ο πιο μεγάλος που έγινε ποτέ, και (2) η αξιοπιστία του Θουκυδίδη επρόκειτο να καθιερωθεί από το γεγονός ότι ήταν ένας σύγχρονος ιστορικός. Το πρώτο δικαιολογείται από την απόδειξη ότι η συγκέντρωση δύναμης αυξήθηκε σταθερά στο ρεύμα της ιστορίας (1.2-19) κι από το επακόλουθο μήκος του πολέμου και του αυξημένου πόνου (1.23.1-3). Η αρμοδιότητα του Θουκυδίδη συζητείται και στην αρχή και στο τέλος του προοιμίου στα κεφάλαια όπου συζητεί την καινούργια του μέθοδο για την ανάλυση των συγχρόνων πηγών (1.20-2). Ο συνδυασμός δύναμης και πόνου αποτελεί το κύριο θέμα της Ιστορίας, την τραγωδία της Αθήνας και την τραγωδία της εμπόλεμης ανθρωπότητας.

Το δεύτερο επιχείρημα αφορά τις αιτίες του πολέμου, που ο Θουκυδίδης, όπως είδαμε, διακρίνει στις αιτιάσεις που διατυπώνονται από τους συμμάχους της Σπάρτης και στο πιο θεμελιακό, τήν ἀληθεστάτην πρόφασιν, το φόβο της Σπάρτης για την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Η διάκριση τηρείται σ' όλο το πρώτο βιβλίο με το σχήμα της κυκλικής σύνθεσης (1.23.6· 66· 88· 89.1· 9Ί.2118.2· 146· για τον όρο βλ. παραπάνω, σ. 580). Το αληθινό κίνητρο, ο φόβος της Σπάρτης για την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, πηγάζει φυσικά άμεσα από το κύριο θέμα του προοιμίου. Τα γεγονότα της Κέρκυρας και Ποτείδαιας είναι μια επιλογή του casus belli- (άλλα αναφέρονται συνοπτικά στο 1.67.2-4)· η σπουδαιότητά τους έγκειται στην παραβίαση της συνθήκης του 446 με τη Σπάρτη, και το αποτέλεσμα που είχαν επί της Κορίνθου, τον κύριο υποκινητή του πολέμου. Η συζήτηση Κερκυραίων και Κορινθίων ρίχνει φως στα κίνητρα των Αθηναίων για τη σύναψη συμμαχιών, με το ατομικό συμφέρον να υπερισχύει έναντι της τήρησης της συνθήκης (1.44)· έτσι οι λόγοι αυτοί είναι μέρος της διανοητικής ανάλυσης των αιτίων του πολέμου.

Η μεγάλη συζήτηση των Κορινθίων, των Αθηναίων, του βασιλιά Αρχίδαμου και του εφόρου Σθενελαΐδα ενώπιον της εκκλησίας της Σπάρτης (1.66-88) τοποθετείται επίσης κάτω από την επικεφαλίδα το «αληθινό κίνητρο», γιατί δίνει μια εικόνα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού ιδωμένη και από τις δύο πλευρές. Ταυτόχρονα ο Αρχίδαμος συμβουλεύει εναντίον του πολέμου αναφερόμενος στις περιορισμένες δυνατότητες της Σπάρτης. Η Πεντηκονταετία (1.89­118) τοποθετείται μετά την έκθεση της εκκλησίας αυτής ως απόδειξη ότι η σπαρτιατική εκτίμηση της κατάστασης ήταν ορθή. Η συνάντηση των συμμάχων στη Σπάρτη (1.119-25) μετακινεί το υπό συζήτηση θέμα από την απόφαση να πολεμήσουν σε μια εκτίμηση των ικανοτήτων και της στρατηγικής στο λόγο των Κορινθίων, που συγκρίνεται με το λόγο του Αρχίδαμου. Ο λόγος αυτός έχει την απάντησή του στο τέλος του βιβλίου μ' ένα λόγο στον οποίο ο Περικλής συνδέει την αποδοχή του πολέμου με μια εκτίμηση στρατηγικής (1.140-4). Η ιστορία των πρεσβειών, με τις παρεκβάσεις του Παυσανία και Θεμιστοκλή, δεν εναρμονίζεται εύκολα με το λογικό αυτό σχήμα, εκτός ίσως σαν μια αντίθεση ανάμεσα στους πολιτικούς των Περσικών πολέμων και των συγχρόνων προσωπικοτήτων.

Έτσι το πρώτο βιβλίο είναι κυρίως μια διερεύνηση των λόγων για τον πόλεμο και τη στάση των εμπολέμων, και μόνο δευτερευόντως μια έκθεση του τι συνέβη πριν από τον πόλεμο. Ορθώνει την έννοια της δύναμης ως την κύρια ιδέα του έργου, αλλά οι τραγικές συνέπειες της δύναμης θα γίνουν φανερές μόνο στη διάρκεια του ίδιου του πολέμου. Η ιστορία παρουσιάζεται εδώ πρωτίστως ως απόδειξη μερικών ισχυρισμών του συγγραφέα και όχι, όπως στα επόμενα βιβλία, απλώς για να κάνει την εμφάνισή της.

Το περίγραμμα αυτό του έργου ως σύνολο μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι ο Θουκυδίδης έγραψε στην αρχή ένα απλό χρονικό γεγονότων στο οποίο επεξεργάστηκε μερικά τμήματα μεταβάλλοντάς τα σε λογικά επιχειρήματα ή δραματικές αφηγήσεις. Το σφάλμα μιας τέτοιας άποψης μπορεί να το δει κανείς από μια μελέτη των μικρότερων πράξεων και σύντομων κεφαλαίων που είναι πολυάριθμα στην Ιστορία. Λίγα απ' αυτά είναι απλώς χρονικά. Η μνεία μιας έκρηξης της Αίτνας (3.116) ή παλιρροϊκών κυμάτων (3.89) ανήκουν σε μια κατηγορία καταστροφών (παθήματα) που αναφέρονται χαρακτηριστικά στο προοίμιο (1.23.3). Πολλά γεγονότα αποκτούν σημασία με την επανάληψη, όπως οι εισβολές στην Αττική, οι αθηναϊκοί περίπλοι της Πελοποννήσου, οι δραστηριότητες των πλοίων που αποστέλλονταν από την Αθήνα για να συλλέξουν το φόρο. Άλλα είναι σπερματικά σημαντικών γεγονότων, ιδιαίτερα οι πολλές σύντομες μνείες των αθηναϊκών δραστηριοτήτων στη Σικελία πριν από τη Σικελική εκστρατεία (π.χ. 5.4-5, 422 π.Χ.). Συχνά σύντομες εκθέσεις έχουν μια παραδειγματική σημασία. Η σύντομη μνεία μιας μάχης ανάμεσα στη Μαντίνεια και στην Τεγέα στη διάρκεια της εκεχειρίας του 423/2 απεικονίζει τη σύγχυση που βασίλευε στην Πελοπόννησο (4.134)· η διήγηση του φόνου των Σπαρτιατών απεσταλμένων στην Περσία από τους Αθηναίους και των φρικαλεοτήτων των Σπαρτιατών εναντίον Αθηναίων πολιτών (2.6Ί) περιέ­χει σε συντομία τα στοιχεία των επεισοδίων της Μυτιλήνης και των Πλαταιών· η ιστορία της καταστροφής της φιλειρηνικής πόλης της Βοιωτίας Μυκαλησσού από Θράκες μισθοφόρους απεικονίζει τη διαφθορά της ανθρωπότητας την εποχή του πολέμου (Ί.29). Οι μικρότερες διηγήσεις συχνά εμφορούνται από τις ίδιες αρχές όπως και οι μεγαλύτερες.

Αντίθετα με τον Ηρόδοτο, ο Θουκυδίδης υπέταξε την ιστορική εμπειρία σ' ένα απλό ύφος αναφοράς. Δεν αναφέρει ό, τι είπαν άμεσα οι άλλοι, αλλά μέσα από τον καθρέπτη της δικής του σκέψης. Ο αναγνώστης οδηγείται όχι τόσο από τη συνέχεια των λόγων όσο από την ομοιομορφία των υποδειγμάτων σκέψης και στη διήγηση και στους λόγους. Ένα δυνατό αφηρημένο εννοιολογικό πλαίσιο αντιθέσεων βοηθά στη μετάδοση σημασίας στην αναγραφή του ιστορικού γεγονότος. Το πιο γενικό είναι η αντίθεση λόγου (που αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη δραστηριότητα) και έργου (που αντιπροσωπεύει τις εξωτερικές δυνάμεις[19])· πιο ειδικά μιλά για γνώμη, νοημοσύνη, και τύχη, συγκυρία. Τέτοιοι όροι είναι αντιπροσωπευτικοί δέσμης ιδεών (τέχνη, τρόποι, νόμος [επιδεξιότητα, χαρακτήρας, συνήθεια]) απέναντι στη φύση και στον παράλογο (ο τελευταίος όρος είναι δημιουργία του Θουκυδίδη για το παράλο­γο) που χρησιμοποιούν την ιστορία ως απόδειξη (τεκμήρια, σημεία) για την αντιθετική εικόνα της σύγκρουσης του ανθρώπου και του περιβάλλοντος[20]. Αλλά το ανθρώπινο μυαλό, επιπρόσθετα από το έλλογο στοιχείο, περιέχει επίσης το άλογο στοιχείο του πάθους (ὁργή, τόλμα). Η ανθρώπινη φύση (ἀνθρωπεία φύσις, τό ἀνθρώπειον), που περιορίζεται κυρίως στο άλογο στοι­χείο, ενεργεί κατά συνέπεια, όπως η τύχη, σαν μια τυφλή και ανεξέλεγκτη δύναμη. Το λεξιλόγιο της δύναμης και της αρχής συμμετέχει και στο έλλογο και στο παράλογο: λογικό είναι ο φόβος (τό δέος ) της απώλειας ασφάλειας (κίνδυνος) και η συγκέντρωση δύναμης (παρασκευή) που χρειάζεται για να τον αποφύγεις. Παράλογες είναι η δέσμευση (έρως) για την αρχή της αυτοκρατορίας και η επιθυμία για περισσότερα (πλεονεξία) που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της Αθήνας. Μία όμοια διχοτόμηση υπάρχει επίσης στις τεχνικές περιγραφές του πολέμου, ιδιαίτερα' του ναυτικού, που στηρίζεται στην εμπειρία και άσκηση (μελέτη) σ' αντίθεση με την τύχη.

Η ανάλυση αυτή που βγαίνει καθαρά στους λόγους και στις παρατηρήσεις του ίδιου του Θουκυδίδη, είναι η λογική («επιστημονική¨) απόρροια στη δραματική αφήγηση των γεγονότων. Θέτει το ζήτημα του σκοπού του έργου του Θουκυδίδη, που θεωρείται από μερικούς μάλλον μια πραγματεία στην πολιτική επιστήμη παρά καθαρή ιστορία. Η ερμηνεία αυτή ενδυναμώνεται από τις παρατηρήσεις του ίδιου του Θουκυδίδη στο τμήμα του προοιμίου για τη μέθοδο (1.22.4):

 

Ἐς μέν ἀ­κρό­α­σιν ἴ­σως τό μή μυ­θῶ­δες αὐ­τῶν ἀ­τερ­πέ­στε­ρον φα­νεῖ­ται. Ὅ­σοι δέ βου­λή­σο­νται τῶν τε γε­νο­μέ­νων τό σα­φές σκο­πεῖν καί τῶν μελ­λό­ντων πο­τέ αὖ­θις κα­τά το ἀν­θρώ­πι­νον τοι­ού­των καί πα­ρα­πλη­σί­ων ἔ­σε­σθαι, ὠ­φέ­λι­μα κρί­νειν αὐ­τά ἀρ­κού­ντως ἕ­ξει. Κτῆ­μα ἐς αἰ­εί μᾶλ­λον ἤ ἀ­γώ­νι­σμα ἐς τό πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­κού­ειν ξύ­γκει­ται,

 

και η έλλειψη του στοιχείου της διήγησης στο έργο μου ίσως θα το κάνει μάλλον όχι ευχάριστο για απαγγελία· αλλά θα είμαι ικανοποιημένος αν το κρίνουν ωφέλιμο εκείνοι που θα επιθυμήσουν να κατανοήσουν πραγματικά και τα προηγούμενα και τα μελλοντικά γεγονότα που εξαιτίας της ανθρώπινης φύσης θα είναι όμοια ή σχεδόν όμοια. Το έργο μου είναι συνθεμένο πιο πολύ σαν ένα απόκτημα παντοτινό παρά σαν σύνθεση που διεκδικεί βραβείο για να ακουστεί προς στιγμήν.

 

Εδώ σχεδόν κάθε λέξη είναι συζητήσιμη (και η μετάφραση βασίζεται σε μερικές υποθέσεις). Μερικοί υπέθεσαν ότι ο Θουκυδίδης επιδοκιμάζει μια κυκλική θεωρία της ιστορίας από την οποία η γνώση περασμένων γεγονότων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προλέγει κανείς (κι επομένως να αποφεύγει) το μέλλον. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Θουκυδίδης (ως πολιτικός φιλόσοφος) απλώς προσφέρει την κατανόηση της ιστορίας, αλλ' αυτό δεν μπορεί να έχει πρακτικό αποτέλεσμα. Η λύση πρέπει να βρεθεί στις σοφιστικές ιδέες για τη φύση της πραγματικότητας και γνώσης. Ο Θουκυδίδης δεν πιστεύει στην ακριβή επανάληψη στην ιστορία, αλλά σε μια ομοιότητα φαινομένων που παρατηρήθηκαν βασισμένα στη σταθερότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Η ιστορία προσφέρει μια κατανόηση των στοιχείων αυτών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάλυση μεταγενέστερων γεγονότων, αλλά όχι για να προλέγουν το μέλλον. Η χρησιμότητα της ιστορίας (ένα θεμελιώδες κριτήριο στους μεταγενέστερους ιστορικούς, που ο Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος που το ανέφερε)[21] συνίσταται στο ότι υποβοηθηθεί την κατανόηση, που έχει πραγματικά σημασία. Για τους σοφιστές η διάκριση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη δεν υφίστατο. Ο πολίτης και ο ιστορικός μαθαίνουν από την ιστορία, όπως λέει ο Περικλής ό,τι η Ελλάδα μπορεί να μάθει από την αθηναϊκή δημοκρατία (2.41.1).

Θα ήταν ωστόσο σφάλμα να περιορίσουμε τη σημασία του έργου σ’ εκείνους τους παράγοντες που ο ίδιος ο Θουκυδίδης αναφέρει στο προοίμιο, γιατί εκεί ασχολείται μ' έναν περιορισμένο αριθμό θεμάτων. Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, το lo βιβλίο στήνει επίσης το σκηνικό για το δράμα του πολέμου. Αν και ο Θουκυδίδης απαλείφει τη μεταφυσική αιτιολόγηση και έτσι την ηροδότεια «αναγκαιότητα» της ιστορίας, ωστόσο δείχνει από την αρχή την πιθανότητα της καταστροφής. Το πρώτο βιβλίο πρέπει να διαβαστεί με γνώση της ήττας της Αθήνας. Αυτό θέτει το ζήτημα της στάσης του Θουκυδίδη απέναντι στην αυτοκρατορία και τη δύναμη γενικότερα, και απέναντι στην Αθήνα και την αθηναϊκή ηγεμονία ειδικότερα. Ο Θουκυδίδης δίνει μεγάλη έκταση σε δηλώσεις εχθρικές στην αθηναϊκή ηγεμονία (πβ. το λόγο των Μυτιληναίων στην Ολυμπία, 3.9-13) και τονίζει τα αποτελέσματα της δυναμικής πολιτικής πάνω στα αδύνατα έθνη (πβ. το διάλογο των Μηλίων) αλλά παρουσιάζει επίσης τον ιμπεριαλισμό σχεδόν ως αναπόφευκτο (στους λόγους του Περικλή) και δείχνει θαυμασμό για την επιμονή της Αθήνας (8.1.3). Η ιδεαλιστική εικόνα της δημοκρατικής Αθήνας στον Επιτάφιο επηρεάζει την κρίση του αναγνώστη εδώ ανεξάρτητα από τις γνώμες που ο Θουκυδίδης μπορεί να είχε για τη δημοκρατία ως μορφή διακυβέρνησης (βλ. τις ενδεχόμενα επικριτικές παρατηρήσεις στο 2.65.8-9 και 8.97.2). Όμοια διφορούμενη έννοια υπάρχει σχετικά με τις ηθικές κρίσεις του Θουκυδίδη. Διακηρύσσεται συχνά ότι δεν διατυπώνει ηθικές κρίσεις στο έργο του· αλλά η περιγραφή του εκφυλισμού των ηθών ως αποτελέσματος του λοιμού (2.53) και της στάσης στις πόλεις (3.83) προϋποθέτουν έγκριση της κοινής ελληνικής ηθικής σε καιρό ειρήνης. Σ' όλα αυτά τα θέματα πρέπει να οδηγούμαστε από τον αντίκτυπο της αφήγησης κι όχι απλώς από την παρουσία ή απουσία ειδικών δηλώσεων από τον Θουκυδίδη.

Η αξιοπιστία του Θουκυδίδη δεν έχει αμφισβητηθεί στον ίδιο βαθμό με εκείνη του Ηροδότου. Ως πηγή για νεότερους ιστορικούς είναι αναμφισβήτητα πολύ ανώτερος, επειδή ασχολείται αρκετά λεπτομερειακά με σύγχρονη ιστορία. Ωστόσο η εμπιστοσύνη αυτή στον Θουκυδίδη είναι εν μέρει άστοχα δοσμένη. Έχουμε δει ότι η επεξεργασία των επεισοδίων δεν βασίζεται πάντοτε στη σημασία τους για την πορεία του πολέμου. Η άποψή του για το τι ήταν σχετικό στην αφήγηση του πολέμου είναι υπερβολικά στενή· η έννοια της ιστορίας του Ηροδότου είναι πολύ ευρύτερη. Έτσι ο Θουκυδίδης οδηγήθηκε να παραλείψει έναν αριθμό γεγονότων που θεωρούμε καίρια: ανάμεσά τους είναι η ειρήνη του Καλλία, η κατανομή του φόρου του 425 π.Χ., και οι σχέσεις Αθήνας και Μήλου πριν από την εκστρατεία εναντίον της δεύτερης το 416. Η χρήση του των εγγράφων είναι επιφανειακή· το έργο του βασίζεται κατά κύριο λόγο σε προφορικές πηγές[22]. Φυσικά, η αφήγηση είναι εξαιρετικά ακριβής, αλλά οι λεπτομέρειες που δίνει δεν είναι πάντοτε σχετικές σύμφωνα με τη δική μας άποψη. Έχει λεχθεί ότι ο Θουκυδίδης περιγράφει τον πόλεμο από την άποψη των κατώτερων αξιωματικών· αυτό είναι ίσως άδικο, αφού ο σκοπός τέτοιων λεπτομερειών είναι συχνά δραματικός. Αλλά το πιο ανησυχητικό για τους αναγνώστες και σχολιαστές κατά τον ίδιο τρόπο είναι το ύφος των δημηγοριών· ενώ είναι θαυμάσιες ως πολύπλοκες αναλύσεις στρατιωτικών και πολιτικών προβλημάτων, απαιτούν ένα βαθμό συγκέντρωσης που δεν μπορούσε να διαθέτει οποιοδήποτε λαϊκό ακροατήριο, αρχαίο ή νέο. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι ναύαρχοι θα ενθάρρυναν τα πληρώματά τους με τα λόγια που ο Θουκυδίδης αναφέρει για τους Πελοποννήσιους αρχηγούς πριν από τη ναυμαχία του Ρίου στην οποία αντιμετώπιζαν το αθηναϊκό ναυτικό, έναν πολύ πιο έμπειρο εχθρό. Οι αρχηγοί προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν το φόβο που προξένησε μια προηγούμενη ήττα:

 

«Δεν οφειλόταν στη δική μας δειλία η ήττα μας, ούτε και είναι δίκαιο, εκείνο το μέρος της σταθερής απόφασής μας που δεν συντρίφτηκε εντελώς, αλλά έχει μέσα του μιαν απάντηση [στον εχθρό], να πρέπει να αμβλυνθεί από το αποτέλεσμα ενός τυχαίου γεγονότος, αλλά πρέπει να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να αποτύχουν σαν αποτέλεσμα τύχης, ενώ μένουν σταθερά ανδρείοι στην απόφασή τους, και ότι όταν η ανδρεία είναι παρούσα δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την απειρία ως πρόφαση για να γίνονται δειλοί σε κάθε περίσταση». (2.87.3)

 

Η βασική ιδέα της πρότασης είναι αρκετά απλή, αλλά το στριμωγμένο ύφος είναι χαρακτηριστικό του Θουκυδίδη. Τα λόγια δεν αποδίδουν ένα λόγο που εκφωνήθηκε πραγματικά, πράγμα που υποδηλώνεται από το γεγονός ότι δεν αποδίδεται σ' έναν ομιλητή, αλλά και στους τρεις αρχηγούς. Όπως είναι ο λόγος αποτελεί πιο πολύ μια ανάλυση της σπουδαιότητας του θάρρους σε μια ειδική κατάσταση παρά μια εμπνευσμένη παρότρυνση.

  

 


[1] Το ψήφισμα αυτό θα πρέπει να χρονολογηθεί στο 404 ή 403 γιατί ο Θουκυδίδης μας λέει ότι η εξορία του διήρκεσε είκοσι χρόνια (5.26.5).  

[2]  Wade-Gery (1932) 205-27. 

[3]  Patzer (1937) και Luschnat (1971). 

[4] Andrewes (1959) 223-39. 

[5] Luschnat (1971) 1115 κ.ε. 

[6] de Romilly (1963). 

[7] Ο Pohlenz (1937) 170-1, ακολουθώντας τον Kriiger, μου φαίνεται ότι έχει δίκιο. 

[8] Πβ. τώρα Westlake (1977). 

[9] von Fritz (1967) 1 507 κ.ε. 

[10] Ιππίας: FGrH 6 F 2. Κατάλογος αρχόντων: Meiggs και Lewis (1969) αρ. 6. Ιέρειες Άργους: FGrH 4 F 74-84. 

[11] Guthrie (1969) 84 κ.ε. και 223-4. 

[12] Luschnat (1971) 1146 κ.ε. και (1974) 764. 

[13] Luschnat (1971) 1162 κ.ε: και (1974) 764 κ.ε. W. C. West 111 στον Stacker (1973) 124 κ.ε. 

[14] DK 90.       3. Cochrane (1929)· Weidauer (1954)· Pearson (1952) και (1972). 

[15] Τραγωδία της Αθήνας: Immerwahr στον Stadter (1973) 16-31. Τραγωδία της ανθρω­πότητας: Stahl (1966). 

[16] Stahl (1966) 65 κ.ε.

[17] Για την Πύλο βλ. de Romilly (1956α) 129-31 και Stahl (1966) 140 κ.ε. 

[18] Βλ. τώρα Rawlings (1981). 

[19] Βλ. Parry (1981). 

[20] Schmid-Stiihlin15, 30 κ.ε Edmunds (1975). 

[21] de Romilly (1956b). 

[22] Gomme (1945-70) Ι I κ.ε.